24/8/11

"Solar", Ian McEwan


Μεγάλη απογοήτευση. Μάλλον μόνον αυτές οι δυο λέξεις μπορούν να περιγράψουν το Solar του πολύ αγαπημένου μου κατά τα άλλα Ian McEwan. Τυφλή δεν είμαι, τις διάβαζα τις κριτικές, και για αυτό εν μέρει άργησα τόσο να το διαβάσω κι ας ήταν στα ράφια μου σχεδόν από την αρχή της κυκλοφορίας του, πριν μεταφραστεί. Ήθελα να καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός, να μη θυμάμαι πια τις φράσεις που διάβασα. Αλλά τις θυμάμαι και τώρα μου φαίνονται κάπως ήπιες, σα να έπεσε ο αγαπητός συγγραφέας στα μαλακά, γιατί είναι αυτός που είναι.
            Ο ήρωας του, Michael Beard είναι φυσικός βραβευμένος στα νιάτα του με το βραβείο Νόμπελ για μια τροποποίηση της θεωρίας του Αϊνστάιν, και ένας φρικτός, ανύπαρκτος και γελοίος χαρακτήρας. Τον βρίσκουμε πενηντάρη, να χωρίζει επεισοδιακά από την πέμπτη του γυναίκα. Κατά τη διάρκεια του χωρισμού ο ένας εραστής της θα πεθάνει κατά λάθος, ο άλλος θα ενοχοποιηθεί και ο ίδιος ο Beard θα μείνει με την κληρονομιά ενός εγγράφου που μιλά για την χρησιμότητα της ηλιακής ενέργειας στην παραγωγή ηλεκτρισμού μέσω της μίμησης της φωτοσύνθεσης, από τον έναν από τους δυο εραστές που ετύγχανε υποτελής του σε ένα κέντρο που διηύθυνε. Την υπόλοιπη ζωή του θα την φτιάξει μέσα από αυτό το θέμα, θα γνωρίσει κι άλλες γυναίκες, θα γίνει ολοένα και πιο χοντρός, πιο καρικατούρα.
            Ο Michael Beard υποψιάζομαι πως θα καταγραφεί ως ένας από τους πιο αποτυχημένους ήρωες μυθιστορήματος. Και οι σκηνές σε ένα ταξίδι στην Αρκτική που κάνει για να ξεπεράσει την πέμπτη του γυναίκα- το κωμικό ιντερλούδιο ενός μάλλον καθόλου αστείου βιβλίου- οι πιο ανούσιες και γελοίες σε μυθιστόρημα που έχω ως τώρα διαβάσει. Όσο για το "οικολογικό" του θέματος, δεν λέω πολύς λόγος γίνεται τελευταία, αλλά μάλλον θα ήθελα ουσιαστικότερα πράγματα κι όχι απλές αμάσητες αναφορές και αρπαχτές.

20/8/11

"Freedom", Jonathan Franzen


Υποθέτω πως για τις περισσότερες παντρεμένες γυναίκες –τη δική μου εξαιρέσει ίσως- υπάρχει ο Richard Katz, ο κουλ τύπος που κάποτε τις ήθελε αλλά δεν έκαναν τίποτα μαζί του γιατί το έβλεπαν πως δεν ταίριαζαν κι αντ’ αυτού παντρεύτηκαν το καλό παιδί της καρδιάς τους. Για την Patty έτυχε αυτός ο τύπος να είναι ο καλύτερος φίλος του άντρα της. Ο Walter, προσεκτικός με τις γυναίκες, ευγενικός, φυσιολάτρης, οικολόγος ακτιβιστής, την αγαπά απεριόριστα, της χαρίζει δυο παιδιά. Αλλά εκείνη νιώθει ανικανοποίητη, βυθίζεται στην αεργία, στην αίσθηση πως δεν της αξίζει τόση αγάπη και κάνει ό,τι μπορεί για να τα τινάξει όλα στον αέρα. Στην ιστορία μπλέκονται τόσο οι προηγούμενες γενιές- γονείς και των δυο- όσο και οι επόμενες- τα παιδιά τους.

Αν η παραπάνω πλοκή σας ακούγεται σαν κακό ροζ παραλογοτέχνημα, έχετε δίκιο. Εν μέρει ο Franzen ξέφυγε στο Freedom και στις 500τόσες πυκνογραμμένες σελίδες δεν διαβάζουμε μόνο την ιστορία μιας ολόκληρης οικογένειας- a family saga όπως και στις «Διορθώσεις»- αλλά κι ένα συνηθισμένο μελό πασπαλισμένο με εσάνς οικολογίας και ολίγον από ανώδυνη πολιτική. Το βιβλίο βέβαια παραμένει καλογραμμένο, με ροή. Ο Φράνζεν ξέρει πώς να σε κάνει να συμπάσχεις και να ταυτιστείς με ένα χαρακτήρα, πώς να νιώσεις εγκλωβισμένος στα δικά του αδιέξοδα και για λίγο να τα νομίσεις δικά σου. Το μυθιστόρημά του έχει  όλα τα στοιχεία που μπορούν να σε γοητεύσουν και δεν σε κουράζει- πολύ- παρ’ όλο το μέγεθός του. Θα προτιμούσα όμως αυτό το μέγεθος να είναι ανάλογο με το λογοτεχνικό του ανάστημα.   

Υ.Γ. Ναι, ναι, η έκδοση που έχω έρχεται complete με το σηματάκι της Oprah. Πώς έχουν εδώ τα βιβλία την κακάσχημη κόκκινη σφραγίδα του Νόμπελ; Έτσι.....

16/8/11

Κι αν είσαι ναζιστής, δε σε φοβάμαι


Με αφορμή την πρόσφατη «συζήτηση» με τον Johnny Panic, συνειδητοποίησα πως τώρα στην τρυφερή ηλικία των 33 και έχοντας αισίως συμπληρώσει μια 20ετία ενήλικων αναγνωσμάτων και ένα τέταρτο του αιώνα που ξέρω ανάγνωση (ήμουν το τελευταίο παιδάκι στην τάξη μου που έμαθε να διαβάζει, στο τέλος τέλος την 1ης δημοτικού)  νοιάζομαι για τον συγγραφέα όσο νοιαζόμουν και στην αρχή, δηλαδή καθόλου. Για το μόνο που νοιάζομαι είναι για το έργο του.

            Οι βιογραφίες ποτέ δεν με ενθουσίασαν, τα βιβλία με επιστολές, ρήσεις, αποφθέγματα και συνεντεύξεις συγγραφέων με κουράζουν αφόρητα, στην τελική δεν με ενδιαφέρει αν πρόκειται για έναν σπιτόγατο οικογενειάρχη ή έναν ανοικονόμητο «ροκ σταρ» με τσιγάρα αλκοόλ και άλλα συναφή. Πιθανώς για αυτό δεν ενέδωσα ούτε καν σαν έφηβη στην γοητεία των μπίτνικ, θεωρώ τον Κέρουακ κάπως βαρετό, ιεροσυλία το ξέρω.

            Όμως δεν μπορούν παρά κάποιες απόψεις να σοκάρουν. Μικρότερη, τότε που από την έντασή μου για τον T.S.Eliot πλησίασα τα Cantos του Ezra Pound γοητεύτηκα τόσο πολύ που ποτέ δε με ένοιαξαν οι πολιτικές του ιδιαιτερότητες. Στην ποίηση, ίσως και να είναι ευκολότερο. Τώρα όμως πως μπορείς να αγνοήσεις τις ναζιστικές κορώνες του Σελίν ή του Χάμσουν, αυτοί γράφουν μυθιστόρημα, φιλοσοφικό, γεμάτο αλήθειες και ανθρώπινες αυταπάτες. Πως μπορείς να χαθείς στη μαγεία του βιβλίου και να ξεχάσεις τη βιογραφία. Μπορείς. Πρώτον γιατί από την ιστορία του 2ου Παγκόσμιου ξέρουμε μόνο την πλευρά των νικητών- άρα δεν μπορεί να είναι τόσο άσπρο μαύρο το ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός- και δεύτερον γιατί η πολιτική είναι πλανεύτρα και η πολιτική στάση σε καιρό πολέμου δύσκολη υπόθεση. Οι σκέψεις ενός νοήμονος ανθρώπου μπορούν να πάρουν σκοτεινά και ανεξερεύνητα μονοπάτια, κι οι συγγραφείς είναι συναισθηματικά πουλιά. Μερικές φορές ξεδιάντροπα και φρικτά μπορεί να καταλήξουν ρατσιστές μισάνθρωποι.

            Το ερώτημα τώρα είναι αν είμαι φιλικά προσκείμενη προς αυτούς τους συγγραφείς που με εκφράζουν και πολιτικά. Δεν θέλω να πιστεύω πως επηρεάζομαι κι εκεί. Κι αν αγαπώ τον Ρίτσο δεν είναι για τις πολιτικές του επιλογές, μα για τη Σονάτα. Το ίδιο αγαπώ και το Σεφέρη, από την άλλη πλευρά. Νομίζω πως δεν θέλω καν να μπω σε αυτή τη διαδικασία, να μετρήσω ποιός πού πότε και γιατί. Μου αρκούν τα βιβλία να έχουν κάτι να πουν κι ας μην έχουν οι συγγραφείς του παρά ελάχιστο ενδιαφέρον.

9/8/11

Βιβλιοπροτάσεις: "Ταξίδι στην άκρη της νύχτας", Louis - Ferdinand Céline



Μερικά βιβλία αξίζουν καλύτερα τον κόπο τους από άλλα, κι άλλα είναι τέτοια η δυναμική τους που όταν τα διαβάζεις ένα κομμάτι του ψυχισμού σου δεν είναι ποτέ πια το ίδιο. Το "Tαξίδι στην άκρη της νύχτας" ανήκει αναμφίβολα στην δεύτερη κατηγορία. Δεν θα καταδεχτώ εδώ να ασχοληθώ με τον Σελίν σαν άνθρωπο, τι πίστευε ή δεν πίστευε, τι έκανε ή δεν έκανε. Ίσως μάλιστα να μην θέλω να διαβάσω κι άλλο βιβλίο του μετά από αυτό, στο «Ταξίδι» τα είπε όλα.

            Ήρωας ο μικρός Μπαρνταμού που κατατάσσεται σε μια στιγμή αυθορμητισμού στον Γαλλικό στρατό κατά τη διάρκεια του Α Παγκόσμιου  και γρήγορα καταλαβαίνει την ουσία του πολέμου, πως εκείνου προσωπικά τίποτα δεν του έκαναν οι Γερμανοί. Προσποιείται τον ψυχικά διαταραγμένο για να ξεφύγει, τη γλιτώνει από τα άσυλα, τον στέλνουν στην Αφρική, όπου κοντεύει να πεθάνει από την αρρώστια, φεύγει για την Αμερική, τελικά καταλήγει στο Παρίσι, τελειώνει τις σπουδές του στην Ιατρική και γίνεται ιατρός των φτωχών. Σε όλες αυτές τις περιπέτειες, ένα πρόσωπο τυχαίνει συνέχεια στο διάβα του, ο Ροβινσώνας Λεόν, ο ετερώνυμός του, το άλλο του μισό, ο τυχοδιώκτης «φίλος» του.

            Ο Μπαρνταμού ξεκινά σχεδόν έφηβος την πρωτοπρόσωπη περιπέτειά του και καταλήγει κυνικός γιατρός και η αφήγηση τον ακολουθεί σε αυτή τη μεταμόρφωση- το ύφος του βιβλίου είναι αξεπέραστο. Αλλά αυτό που σπάει κόκαλα είναι οι αλήθειες, αυτές οι αλήθειες που καταλύουν ανά πάσα στιγμή αυτό που μας μαθαίνουν. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί στον πόλεμο, υπάρχει μόνο πόλεμος και θάνατος, οι φτωχοί είναι το ίδιο μίζεροι και κουτοπόνηροι, έτοιμοι να σε εκμεταλλευτούν όπως οι πλούσιοι, ο άνθρωπος θα κάνει τα πάντα για να επιβιώσει και μετά θα χρειαστεί να τα δικαιολογήσει και να τα ωραιοποιήσει ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό, η συνύπαρξη είναι αναγκαία κι όμως στην ουσία ανύπαρκτη και ευκαιριακή. Μέσα στην ανηθικότητα ο Μπαρνταμού κρατά μια σταθερά, όχι αξιών, αυτό είναι ανέφικτο, απλά μια σταθερά εαυτού που με αυτή πορεύεται, και μαθαίνει να την εκτιμά, τόσο που κάποια στιγμή δεν έχει ανάγκη πια το εντελώς ανήθικο μισό του, τον Ροβινσώνα.

            Ομολογώ πως το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» ήταν αναζωογονητικό, σπάνια βλέπεις στο χαρτί τις μύχιες σκέψεις σου, αυτές που σκέφτεται όλος ο κόσμος, ίσως και να τις λέει, αλλά γραμμένες αποκτούν μια άλλη διάσταση, πιο κυνική, πιο βρώμικη και πιο επίσημη. Είναι μια βουτιά στην ανθρώπινη φύση κι αυτή συχνά περιλαμβάνει και τα σκατά μας.

3/8/11

Το διάβασμα των διακοπών κι άλλες σκόρπιες σκέψεις

Για άλλη μια φορά συνειδητοποίησα πως δεν διαβάζω στις διακοπές. Δεν είμαι άνθρωπος της μέρας στο διάβασμα και τη νύχτα όλο και κάτι έχω να κάνω. Τη μοναδική φορά που διάβασα τρία βιβλία μέσα στις πέντε μέρες των διακοπών μου ήταν η χρονιά που χώρισα από τον τότε σύντροφο μου. Άμα δείτε ανάρτηση για πολλά βιβλία μάλλον θα πρέπει να προσέχω.
Οι διακοπές είναι ωραίο πράγμα όμως. Τα τελευταία δυο χρόνια δεν είχα καταφέρει να κάνω σοβαρές και την εβδομάδα που έλειπα την ευχαριστήθηκα. Πήγαμε Ζάκυνθο και Κεφαλλονιά σε 8 μέρες σύνολο, φορτωμένοι λες και θα πηγαίναμε σε κάμπινγκ, γιατί, ναι, το παιδί ήταν μαζί μας- προς το παρόν η σκέψη να το αφήσουμε σε παππούδες γιαγιάδες με γεμίζει τρόμο. Δεν διάβασα αυτές τι μέρες ούτε γραμμή, «Το ταξίδι στην άκρη της νύχτας» το διάβασα την εβδομάδα που κάτσαμε στο εξοχικό των δικών μου και προσεχώς θα σας πω και τη γνώμη μου – για το μυθιστόρημα, όχι το εξοχικό.
Λοιπόν αυτό που με εντυπωσίασε στα δυο νησιά του Ιονίου ήταν η παντελής «πολιτιστική» έλλειψη. Ακόμα και οι αρπαχτές των επιθεωρήσεων σχεδόν έλειπαν φέτος. Ομολογουμένως πρόκειται για δυο νησιά που προσελκύουν κυρίως ξένους- ειδικά η Ζάκυνθος είναι σαν κακόγουστη βερσιον του τί είχαν οι ντόπιοι στο μυαλό τους πως είναι η Αγγλία, αλλά δεν είναι. (Όποιος σερβίρει κακά χάμπουργκερ με μπέικον δίπλα στο κύμα, γεμίζει το νησί του νέον πινακίδες της κακογουστιάς τη μια δίπλα στην άλλη και ονομάζει το μαγαζί του «Πόλντο» δεν δικαιούται να μιλά για την «ποιότητα» του τουρισμού….) Αλλά και η Κεφαλλονιά με την πολύ πιο όμορφα δομημένη τουριστική ανάπτυξη, τα  ταβερνάκια με τα τοπικά εδέσματα και τα χλιδάτα ξενοδοχεία, πέρα από τουριστικές καντάδες λίγα είχε να επιδείξει.
Ακούω ήδη τις φωνές μες στο μυαλό μου, πήγες τρεις μέρες στο καθένα κι έβγαλες συμπέρασμα. Το συμπέρασμα είναι από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τις αφίσες στις κολώνες, ίσως ακόμα και τη δική μου βαρεμάρα να ασχοληθώ. Ή από την κούρασή μου να βλέπω γυναίκες στο καράβι να διαβάζουν Χρυσιήδα Δημουλίδου με ύφος τουλάχιστον σα να διαβάζουν Παπαδιαμάντη, λες κι έκαναν κάτι διαφορετικό και σημαντικό που επιτέλους διάβασαν μια συναισθηματική αηδία. Από την άλλη άντρες με έστω ένα θριλεράκι στο χέρι δεν είδα, οπότε καλή κι η Δημουλίδου.
Γιατί στο μυαλό μου έχω ψηλά το διάβασμα στις διακοπές ενώ εγώ τότε δε διαβάζω είναι απορίας άξιο. Μάλλον οι σκέψεις μου είναι ίδιες με τις δεσποινίδες και κυρίες που διαβάζουν τη χιλιοειπωμένη ερωτική ιστορία στη Σμύρνη για μάγισσες και χαρτορίχτρες, απλά σε πιο «ποιοτικό» περιτύλιγμα.

Υ.Γ. Στις διακοπές μου διάβασα καμιά δεκαριά junk γυναικεία περιοδικά- αγγλικά και ελληνικά- και το καταευχαριστήθηκα.