30/7/14

"Το δεύτερο μέρος της νύχτας", Μίνως Ευσταθιάδης



Το κρίμα μου το ομολογώ: μόλις έπιασα στα χέρια μου «Το δεύτερο μέρος της νύχτας» παράτησα το κακόμοιρο το βιβλίο που διάβαζα και το ξεκίνησα. Μια ώρα μετά είχα πέσει στο πρώτο-και τελευταίο- μπουρδέλο της πλοκής, και ήξερα με σιγουριά πως συγγραφέας του ήταν ο Μίνως Ευσταθιάδης. Στο τέλος της μέρας το είχα τελειώσει.

Το βιβλίο είναι ένα εντιμότατο, καλογραμμένο νουάρ, από αυτά που σπάνια πια εκδίδονται με τόσο εμφανείς προθέσεις. Το συμπάθησα γιατί έχει το θάρρος να δηλώσει «αστυνομικό μυθιστόρημα» στο εξώφυλλο, να μην υποκριθεί κάτι που δεν είναι. Γραμμένο από έναν άνθρωπο που αγαπά το είδος, με όλα τα απαραίτητα συστατικά- ένα ειδεχθές έγκλημα, ένα χαρακτηριστικό ντετέκτιβ, έναν καλό αστυνομικό- είναι ένα μυθιστόρημα που ρουφιέται και χαίρεσαι να το διαβάζεις.

Ένας άντρας βρίσκεται νεκρός σε ένα χωριό της Γερμανίας. Ο Κόνραντ Χάουσμαν δολοφονείται με σχεδόν χειρουργικό τρόπο, αργά και βασανιστικά. Τον βρίσκουν στη θέση του εσταυρωμένου, με ένα μήλο στο στόμα και ανοιγμένο με σταθερή τομή από πάνω μέχρι κάτω. Στον τόπο του εγκλήματος καλείται από την σοκαρισμένη φιλενάδα του Χάουσμαν, Αγγέλικα, ο ελληνογερμανός ντετέκτιβ Κρις Πάπας (για τους Έλληνες Χρήστος Παπαδημητρακόπουλος)- ο φθηνότερος ιδιωτικός ερευνητής του Αμβούργου που συνήθως αναλαμβάνει να παρακολουθεί άπιστες συζύγους. Ο τοπικός αστυνόμος, ο επιθεωρητής Βέμπερ, είναι ένας άνθρωπος καλών προθέσεων που συμπαθεί αμέσως τον Κρις και μαζί ερευνούν την υπόθεση. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν βρίσκεται ένας ακόμα Χάουσμαν δολοφονημένος με περίπου τον ίδιο τρόπο στο Αμβούργο.

Ο Κρις Πάπας είναι εργένης, στην δουλειά του τον βοηθά η ογδοντάχρονη γειτόνισσα κυρία Κενώ- μακράν ο συμπαθέστερος χαρακτήρας του βιβλίου. Ο Πάπας είναι ένας άντρας που δεν πίνει,  δεν ξενοπηδάει ασύστολα, δεν υπερτιμά τον εαυτό του. Έχει κάποιες από τις χαριτωμένες εμμονές που χαρακτηρίζουν τους λογοτεχνικούς τύπους της φάρας του, δίχως να πατά απολύτως στα κλισέ, ούτε και να τα απορρίπτει. Ο Κρις είναι συμπαθής, ένας μοναχικός που αποζητά την επαφή και με τον οποίο μπορείς να ταυτιστείς κι ας μην αποκαλύπτει εντελώς τον εαυτό του. Ένας ήρωας που αντέχει κι άλλο βιβλίο.

Χαίρομαι, γιατί ο Ευσταθιάδης ενώ έχτισε μια πολύ ατμοσφαιρική ιστορία, δεν παρασύρθηκε στην μόδα των πολάρ, δεν προσπάθησε να μας κάνει μάθημα πολιτικής ή ιστορίας. Οι χαρακτήρες του στέκονται αυτόνομοι, όχι αποκομμένοι ή μέρη μιας τοιχογραφίας∙ δεν είναι η αφορμή αλλά η αιτία. Έχουν μια πίκρα γνώριμη, σχεδόν εφιαλτικά οικεία, την καθορίζει η ματαίωση των προσδοκιών χωρίς να μπορεί πλήρως να προσδιοριστεί ποιες ήταν αυτές οι αρχικές ελπίδες.  

Η πλοκή δεν είναι καταιγιστική, ο δολοφόνος- αν και ο αριθμός των υπόπτων είναι εντελώς σωστός - είναι απελπιστικά προβλέψιμος, αλλά διαθέτει ένα πανέξυπνο, πρωτότυπο τουίστ. Είναι γνωστό πως μεγάλη φαν των νουάρ δεν είμαι, η αναγνωστική μου ξεκούραση σπανίως τα περιλαμβάνει. Όμως εδώ μιλάμε για ένα ευκολοδιάβαστο αν και σφιχτοδεμένο βιβλίο, που δεν κουράζει ούτε στιγμή, που δεν πλατειάζει. Κι αυτό, σπάνιο για τα ελληνικά αστυνομικά, είναι το βασικό ατού του.

"Το δεύτερο μέρος της νύχτας", Μίνως Ευσταθιάδης, εκδ. Ωκεανίδα, 2014, σελ. 278

Υ.Γ. 42 Ο Μίνως Ευσταθιάδης είναι ένας από τους λόγους που ευγνωμονώ εκείνη την βραδινή έμπνευση πριν πέντε χρόνια να ανοίξω αυτό το blog


28/7/14

"Καλέ, εδώ είμαι, πού κοιτάτε!" του Μαραμπού



 Ήταν το παιδικό σας όνειρο, γιατί να το αρνείστε; Όλοι ονειρευτήκαμε όταν ήμασταν μικρά παιδιά, να γινόμασταν για λίγο αόρατοι. Θα μας βοηθούσε να κερδίσουμε με ευκολία στο κρυφτό ή να εξαφανιστούμε κυριολεκτικά, αν κάποιος θυμωμένος γύρω μας φώναζε να το κάνουμε αμέσως! Και όταν μεγαλώσαμε, πάλι θέλαμε να είμαστε αόρατοι, αυτή τη φορά για να ακούσουμε τις συζητήσεις των άλλων και έτσι να μάθουμε τι λένε για μας ή έστω, για την ευχαρίστηση που θα νιώθαμε οδηγώντας ένα αμάξι μέσα σε πολυσύχναστους δρόμους!

Ποιος θα περίμενε ότι, ένα τέτοιο όνειρο θα μπορούσε να μετατραπεί σε εφιάλτη; Η λογοτεχνία γέννησε δύο υπέροχους αόρατους ανθρώπους για να μας υπενθυμίζουν διαρκώς την πιθανότητα ενός εφιάλτη. Ο παλιός, εκείνος του Χέρμπερτ Γουέλς, ήταν το αποτέλεσμα ενός αποτυχημένου πειράματος, μια λανθασμένη χημική σύσταση που έλαβε χώρα έξω από ή και μέσα στο σώμα, τον μετέτρεψε σε αόρατο, έναν άνθρωπο που φοβίζει τα πλήθη. Ο νέος, του Ραλφ Έλισον, είναι επίσης αποτέλεσμα ενός αποτυχημένου πειράματος, κοινωνικού αυτή τη φορά, που δημιούργησε μια καρικατούρα ανθρώπου, που πλέον δεν φοβίζει, αλλά φοβάται τα πλήθη. “Είμαι αόρατος απλώς επειδή οι άνθρωποι αρνούνται να με δουν”, κραυγάζει, και με τρόμο υποψιαζόμαστε ότι, εφ' όσον δεν τον βλέπουν, ίσως και να μην τον ακούν. Καλώς όρισες, σύγχρονε άνθρωπε!

Το βιβλίο του Ραλφ Έλισον είναι γεμάτο με πτώματα προκαταλήψεων. Οι προκαταλήψεις πρέπει να πεθαίνουν νέες και όσο πιο θνησιγενείς είναι, τόσο καλύτερα για όλους. Με την άνοδο του ρατσισμού, πολλοί φωστήρες έβγαιναν και πρότειναν βιβλία σε αυτούς που δήλωναν άγνοια και σύγχυση περί του φασισμού, διαβάστε ένα βιβλίο ιστορίας, έλεγαν και το κατασκεύασμα θα καταρρεύσει εμπρός σας σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Δυστυχώς το κατασκεύασμα αποδεικνύεται γερό όσο υπάρχουν χρήματα πάνω στην τσόχα και ικανοί παίχτες που ποντάρουν τα δυνατά τους φύλλα! Δεν αρκεί (τουλάχιστον στην αρχή) να διαβάσεις για στρατόπεδα συγκέντρωσης και αιματηρούς πολέμους στο όνομα θεών και ανθρώπων. Πρέπει να προσπαθήσεις να μάθεις τον διοργανωτή του τουρνουά, την φερεγγυότητα του ντίλερ και το αν και πόσο σημαδεμένη είναι η τράπουλα!

Ο αόρατος άνθρωπος του Έλισον βοηθάει προς την απόκτηση αυτής της γνώσης πολύ περισσότερο από πολλές άλλες ανατομίες του φασισμού. Πώς να αφομοιώσεις μια έννοια που δεν έχεις βιώσει σε κάθε μεταβατικό στάδιο; Πρέπει να αναγνωρίζεις τα σημάδια του, και όχι απαραίτητα πάνω σου. Πρέπει να πεις, τον ρατσισμό τον ξέρω από μικρό, και όχι τον ξέρω από μικρός! Ο ήρωας του Έλισον είναι ένας Αφροαμερικανός, ο ανώνυμος Αφροαμερικανός που ξεκινάει από τον Νότο φορτωμένος με τα βαριά όνειρα ολόκληρης της φυλής του. Γεμάτος ενοχές και υποταγή πασχίζει να ξεχωρίσει, να φανεί χρήσιμος απέναντι στους λευκούς, να μην τους προδώσει, η μακραίωνη συνήθεια έγινε πλέον βίωμα που κληρονομείται από γενιά σε γενιά. Ένα μικροπαράπτωμα απέναντι σε έναν λευκό ευεργέτη είναι ικανό να τον αποβάλει από το κολέγιο του Νότου. Όλα γύρω του γκρεμίζονται, οι ελπίδες του για μια υποφερτή ζωή εξανεμίζονται, μετατρέπεται ολόκληρος σε μια ντροπή. Ο μαύρος διευθυντής του κολεγίου που ξέχασε γρήγορα από που ξεκίνησε, του προτείνει να πάει στην Νέα Υόρκη (στο βορρά!) και να πιάσει δουλειά έτσι ώστε να μπορεί να πληρώσει τα δίδακτρα το ερχόμενο φθινόπωρο. Κρατάει εφτά σφραγισμένες συστατικές επιστολές με την εντολή να μην τις ανοίξει ο ίδιος, νομίζοντας ότι μέσα εκεί κρύβονται οι τελευταίες του ελπίδες. Όμως οι επιστολές γράφουν ότι δεν πρόκειται να επιστρέψει ποτέ στο κολέγιο και παρακαλούνται θερμώς οι λευκοί εργοδότες να του προσφέρουν μια εργασία, ίσα ίσα για να διατηρεί τις ελπίδες του ακέραιες, είναι καλύτερα για όλους έτσι. Από μια συγκυρία μαθαίνει το περιεχόμενο των επιστολών και μεμιάς οι αυταπάτες γκρεμίζονται, τώρα ξεκινά η ζωή, θυμάται με πίκρα τα λόγια του παππού του, ο οποίος ποτέ δεν χώνεψε (αν και ο ίδιος υποτάχθηκε) αυτή την προδιαγεγραμμένη πορεία των μαύρων: “Προς κάθε ενδιαφερόμενο, κρατήστε αυτό τον νέγρο στο τρέξιμο”!

Πόσα και τι είχα χάσει προσπαθώντας να κάνω μόνο όσα προσδοκούσαν από μένα αντί να κάνω όλα αυτά που εγώ επιθυμούσα; Τι θυσία, τι ανόητη θυσία! Αλλά τι γίνεται με όλα εκείνα που πράγματι δε σου αρέσουν, όχι επειδή υποτίθεται ότι δεν πρέπει να σου αρέσουν, όχι επειδή το να μη σου αρέσουν σημαίνει ότι είσαι εκλεπτυσμένος και μορφωμένος – άλλα γιατί πράγματι δε σου αρέσουν; Η ιδέα και μόνο με ενοχλούσε. Πώς μπορείς να ξέρεις; Ήταν θέμα επιλογής. Θα έπρεπε να αξιολογήσω προσεκτικά πάρα πολλά πράγματα πριν αποφασίσω και υπήρχαν κάποια που θα προκαλούσαν μπελάδες, απλώς και μόνο επειδή ποτέ στο παρελθόν δεν είχα σχηματίσει για κάτι μια εντελώς δική μου άποψη. Είχα ενστερνιστεί την αποδεκτή συμπεριφορά και έτσι η ζωή έμοιαζε πολύ απλή...

Ξεκινάει όντας Αφροαμερικανός αλλά σιγά σιγά η αφήγηση τον “ξαφρίζει” και μένει σκέτος Αμερικανός, λίγο ακόμα και τον μετατρέπει σε Ασιάτη, Ευρωπαίο, μετά από πολλές (λογο)πλαστικές επεμβάσεις καταλήγει να θυμίζει εμένα... και εσένα... “όμως όλοι είμαστε άνθρωποι, σκέφτηκα, και αναρωτήθηκα τι εννοούσα”. Το βιβλίο του Έλισον είναι βαθιά κοινωνικοπολιτικό, διαβάζεται ταυτόχρονα σαν αλληγορία και σαν πραγματικότητα και πονάει εξίσου το ίδιο. Η μετάφραση της Αγορίτσας Μπακοδήμου είναι πολύ καλή. Παρόλο που υποψιάζομαι ότι το βιβλίο δεν είχε ιδιαίτερες γλωσσικές απαιτήσεις, η μεταφράστρια κατάφερε με μαεστρικό τρόπο να ζωντανέψει τις ενοχές, την ντροπή, την αφέλεια απέναντι στην νέα πραγματικότητα και την κατάρριψη των αυταπατών του ήρωα. Τα επεισόδια διαδέχονται γρήγορα το ένα το άλλο με την βοήθεια της ρέουσας αφήγησης, όμως οι σκέψεις που τα διαπνέουν αργούν να διαλυθούν, κάτι που είναι και το ζητούμενο σε ένα τέτοιο βιβλίο.

Στο εξώφυλλο υπάρχει ένα “μπιλιετάκι” κριτικής όπως αυτά που συνήθως κοσμούν τα αυτιά ενός βιβλίου ή το οπισθόφυλλο.

Ένα από τα σημαντικότερα αμερικανικά μυθιστορήματα του 20 αιώνα”

Times

Πόσες φορές δε με απογοήτευσαν τέτοια μηνύματα, εξαιτίας των οποίων αφέθηκα να αγοράσω το βιβλίο σαν παθητικός καταναλωτής! Διαψεύσθηκα, όπως συνέβη και τούτη τη φορά, για διαφορετικό ωστόσο λόγο. Αν και γραμμένο το 1952, ο Αόρατος Άνθρωπος του Ραλφ Έλισον είναι ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του 21 αιώνα! Και για όσο ακόμα αντέξει, κανείς μας δε θα ζήσει τόσο, για να το επιβεβαιώσει. Αν αναζητήσετε μέσα σε βιβλιοπωλεία για σύγχρονα βιβλία που περιγράφουν την σημερινή ζωή μας και την τροπή που έχει πάρει, δύσκολα θα βρείτε πιο σύγχρονο από αυτό.

«Α», σας ακούω να λέτε, «ώστε όλα αυτά ήταν φτιαγμένα μόνο και μόνο για να μας κάνει να βαρεθούμε ακούγοντας την ακατάσχετη φλυαρία του. Το μόνο που ήθελε ήταν να τον ακούμε να παραληρεί!». Αλλά αυτό δεν είναι παρά μόνο ένα μέρος της αλήθειας: Αφού είμαι αόρατος και χωρίς ουσία, αφού δεν είμαι παρά μια φωνή χωρίς σώμα, τι άλλο θα μπορούσα να κάνω; Τι άλλο από το να προσπαθήσω να σας πω τι συνέβαινε πραγματικά όταν τα μάτια σας κοιτούσαν μέσα από μένα; Και αυτό που με τρομάζει είναι το εξής:

Ποιος ξέρει αν, σε κάποια άλλη ηχητική συχνότητα, δε μιλάω εκπροσωπώντας κι εσάς;






                                                     Μαραμπού


"Αόρατος άνθρωπος", Ράλφ Έλισον, μετ. Αγορίτσα Μπακοδήμου, εκδ. Κέδρος, 2011, σελ. 549

24/7/14

"Το τέλος του κόσμου", Margaret Atwood




Είναι «Το τέλος του κόσμου» της Μάργκαρετ Άτγουντ τόσο εντυπωσιακό όσο το «Όρυξ και Κρέικ», το πρώτο μέρος της τριλογίας ή έστω τόσο ενδιαφέρον όσο «Η χρονιά της Πλημμύρας», το δεύτερο; Η απάντηση είναι σαφώς όχι. Το βιβλίο παρά τον μεγάλο του όγκο μοιάζει με διεκπεραίωση για την κορυφαία Καναδή συγγραφέα, ένα κλείσιμο σε αυτό το εντυπωσιακό σύμπαν, που θα μπορούσε όμως να λείπει.

Η δυστοπία της Άτγουντ φτάνει με το «Τέλος του κόσμου» στο τέλος της. Συναντάμε εδώ γνωστούς μας χαρακτήρες από τα δύο προηγούμενα βιβλία, η Τόμπι, ο Ζεμπ, ο Τζίμι, η Ρεν, η Ρεμπέκα, η Αμάντα, που πια μπλέκονται μεταξύ τους και με την νέα φυλή των Κρεϊκανθρώπων, προσπαθούν να διατηρηθούν στην ζωή και να διατηρήσουν τη ζωή, έστω κι αν δεν είναι απόλυτα σίγουρα πως Κρεϊκανοί και Άνθρωποι αποτελούν το ίδιο είδος.

Η πλοκή είναι καταιγιστική, ο κόσμος αναγνωρίσιμος και αγαπημένος, το μυθιστόρημα ρέει. Όμως πίσω από την φαντασία και το χιούμορ, την αφήγηση που την αγαπάς από την πρώτη ώρα γιατί είναι της Άτγουντ, θα περίμενε κανείς να μπουν νέοι προβληματισμοί∙ εδώ αναμασσώνται οι παλιοί που αφορούν την βιοτεχνολογία, την ηθική της ευγονικής, το περιβάλλον, την φύση του ανθρώπου αν αφεθεί σε ένα άγριο και αφιλόξενο σκηνικό. Αυτά, ήδη πολύ καλά ειπωμένα στα προηγούμενα δυο βιβλία, δεν χρειάζονταν το τρίτο.

Την διάθεσή μου απέναντι στην τριλογία δεν βοήθησε η εκδοτική της μοίρα στην Ελλάδα. Τρεις διαφορετικές μεταφράστριες, δυο εκδοτικοί οίκοι, που δεν σεβάστηκαν ο ένας τον άλλον, ούτε και τον αναγνώστη. Έτσι από βιβλίο σε βιβλίο η energy-γκοφρέτα γίνεται δυναμωτική μπάρα και μετά Energan maxιmum, τα οργούνια οργανόχοιροι, ο Paradice Ζαράδεισος, οι ρακουνασβοί ρακουνάβια, η Χαβούζα Νεροχυτότρυπα, οι Πετροβαπτιστές Εκκλησία του ΠετρΕλαίου, το Σωμάτων Σωμάτων γίνεται Σώμα Πτωμάτων κ.ο.κ. Η λίστα είναι ατελείωτη και μερικές φορές ήταν ένα διασκεδαστικό παιχνίδι να προσπαθείς να μαντέψεις την αρχική λέξη, που η κάθε μεταφράστρια έδωσε διαφορετικά δίχως να αναλογιστεί την προηγούμενη. Άλλοτε, δεν ήταν και τόσο αστείο.

Οι δυστοπίες μου αρέσουν πολύ, η Άτγουντ ακόμα περισσότερο. Τούτο δω είναι ένα ευχάριστο βιβλίο για το καλοκαίρι. Ως εκεί.


«Το τέλος του κόσμου», Μάργκαρετ Άτγουντ, μετ. Έφη Τσιρώνη, εκδ. Ψυχογιός, 2014, σελ. 607




22/7/14

"Η χλομή φωτιά της λογοτεχνίας" του Μαραμπού

Όταν ακούω την λέξη λογοτεχνία, δύο συγγραφείς μού έρχονται στο μυαλό – ο ένας είναι ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, ο άλλος δε σας αφορά! Τα έργα του Ναμπόκοφ, σταθερά τα τελευταία χρόνια, μου προσφέρουν απλόχερη αναγνωστική απόλαυση και θρεπτική τροφή (του πεινασμένου!) για σκέψη. Πριν επεκταθώ όμως προς τα εκεί, ας πούμε δυο λόγια για την κριτική λογοτεχνίας, πεδίο που πολλοί φυτοζωούν και λίγοι διαπρέπουν. Εγώ επειδή δεν έχω καμία σχέση με τον χώρο, θέλω να σας ενημερώσω εκ των προτέρων ότι, οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα!

Στο άκουσμα και μόνο της λέξης κριτική της τέχνης (και ειδικότερα της λογοτεχνίας) έβγαζα φλύκταινες. Δεν τα λέει όλα το έργο από μόνο του; Αν επαναλάβω την ανάγνωση μερικές δεκάδες φορές, δε θα εντρυφήσω περισσότερο στο νόημά του και στις κρυφές γωνιές του; Πρέπει να τις γαρνίρω και με τις αρλούμπες του κάθε ηλίθιου; Μετά από χρόνια υπομονής και επιμονής, μια φίλη που σπούδασε κριτική της λογοτεχνίας, κατάφερε να με πείσει πόσο σημαντική δουλειά είναι, μια παράλληλη δημιουργία που απαιτεί την διορατικότητα ενός καλλιτέχνη και την ακρίβεια ενός χειρουργού. Έτσι λοιπόν και εγώ, έκανα μεταστροφή στις απόψεις μου για την κριτική (και πρέπει να ομολογήσω πως μόνο οφέλη αποκόμισα), διατηρώντας όμως την ικανότητα να εντοπίζω τους επίμονους ηλίθιους και το δικαίωμα, να αναφωνώ κάθε τόσο, με μια δόση ευχαρίστησης από τον εξόριστο τόπο της ανάγνωσης, “Τι μαλακίες, διαβάζω!”

Η Χλομή Φωτιά, σε ένα πρώτο επίπεδο, είναι ακριβώς αυτό, μια παρωδία της κριτικής της λογοτεχνίας. Ο Δρ Κίνμποτ, θαυμαστής και φίλος του Αμερικανού ποιητή Τζων Σέιντ, αναλαμβάνει την έκδοση και τον σχολιασμό του ποιήματος “Χλομή φωτιά”, ύστερα από την δολοφονία του δεύτερου. Ο σχολιασμός δεν έχει καμία σχέση με το ποίημα και αυτό μου θύμισε πολλές κριτικές που έχω διαβάσει όπου η κριτική δεν έχει καμία σύνδεση με το κρινόμενο έργο, παρά μόνο, απεραντολογεί βασανιστικά (για τον αναγνώστη) για προσωπικές επιθυμίες και άσκοπες φαντασιοκοπίες του κριτικού. Έτσι, όσο προχωρούν τα ερμηνευτικά σχόλια, ο Κίνμποτ ξεφεύγει από την ουσία του ποιήματος και δημιουργεί μια ιστορία για την απόδραση του βασιλιά της Ζέμπλα, ύστερα από την ανατροπή του από τους εξτρεμιστές, ιστορία την οποία πιστεύει ότι αφηγείται και ο ίδιος ο ποιητής πίσω από το κάλυμμα της δημιουργίας, αφού πρώτα είχε ακούσει πολλά βράδια τον Κίνμποτ να του λέει τις όμορφες ιστορίες για την μακρινή του χώρα.

Μία συνήθεια που έχω κατά την ανάγνωση είναι να διαβάζω το επίμετρο του βιβλίου μια φορά σαν
πρόγευση και φυσικά μια ακόμα στο τέλος. Η πρώιμη ανάγνωση δεν μου στερεί την ευχαρίστηση από το κυρίως κείμενο, αντιθέτως, ίσως μου δώσει στοιχεία που αλλιώς θα μου διέφευγαν. Αντί λοιπόν να κάνω αναδρομικές σκέψεις πάνω στο κείμενο που μόλις διάβασα, έχω την ευκαιρία να κάνω τις σκέψεις παράλληλα και να διακρίνω τα σημάδια που τις επαληθεύουν. Το εξαιρετικά διαφωτιστικό επίμετρο του Ρίτσαρντ Ρόρτυ, ανέδειξε μια πτυχή για την δομή και την τεχνοτροπία στα έργα του Ναμπόκοφ που ποτέ άλλοτε δεν είχα παρατηρήσει. Έχοντας διαβάσει σχετικά πρόσφατα, την Λολίτα, τρόμαξα με την απάντηση που έδινα στο ερώτημα που εμμέσως μου έθετε το επίμετρο, “Πόσες φορές θυμάσαι την Λολίτα να κλαίει με λυγμούς;” Η αλήθεια είναι, πολύ λίγες. Γιατί όμως; Η Λολίτα δεν είναι το θύμα;

“(...) μόνο ο Χάμπερτ είναι εκείνος που νομίζει ότι επινόησε την Λολίτα. Εμείς δεν επιτρέπεται να το νομίσουμε. Εμείς οφείλουμε να θυμόμαστε ό,τι ο Χάμπερτ διαρκώς λησμονούσε: τους λυγμούς της Λολίτας στη μέση της νύχτας, το νεκρό αδερφό της, το παιδί που θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον αδερφό της. Πώς μπορέσαμε να τα ξεχάσουμε όλα αυτά;

Τα ξεχάσαμε γιατί ο Ναμπόκοφ τα ρύθμισε έτσι ώστε να τα ξεχάσουμε, έστω και πρόσκαιρα. Μας προγραμμάτισε να λησμονήσουμε στην αρχή και αργότερα να θυμηθούμε – να θυμηθούμε μέσα σε σύγχυση και ενοχή. Το βιβλίο του συνεχίζει να μας κακομεταχειρίζεται και μετά το τέλος του.”

Με αυτό το στοιχείο κατά νου, διάβασα την Χλομή Φωτιά με άλλο μάτι, και είδα τον Δρ Κινμποτ (όπως είχε συμβεί εν αγνοία μου και με τον Χάμπερτ) να διαγράφεται γοητευτικός και να πιάνω τον εαυτό μου να προσπαθεί να συμμαχήσει μαζί του και με την παρανοϊκή (όπως αποδείχθηκε στο τέλος) ιστορία του. Ο αναγνώστης χάνει την ουσία της ιστορίας, η οποία εμφανίζεται σαν αστραπή στις πρώτες σελίδες, την ξεχνάει για καιρό, πίσω από την γοητευτική οπτική του Κίνμποτ, για να έρθει το τέλος να του την θυμίσει με πολλαπλασιασμένες ενοχές εξαιτίας της εκούσιας αμνησίας του. “Η συγκεκριμένη αυτή λήθη δεν είναι φαντασίωση. Είναι το ίδιο αληθινή όσο κι εμείς. Το ρήγμα αυτό το προκάλεσε η φαντασία του Ναμπόκοφ, αλλά μόνο με την δική μας ολόψυχη συνεργία”.

Πιστεύω ότι ο Ναμπόκοφ, εκτός από ένας εξαιρετικός χειριστής του πεζού λόγου, είναι και ένας εύστροφος δημιουργός που μου αποκαλύπτεται σιγά σιγά, μέσα από χρήσιμα κριτικά κείμενα, όπως αυτό του Ρόρτυ.

“Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ υπήρξε το πλέον ασυνήθιστο πνεύμα: ένας απίστευτα προικισμένος ποιητής, που η ικανότητά του να διακρίνει τον ανθρώπινο πόνο μεγάλωνε σταθερά όσο χρησιμοποιούσε τα αστείρευτα ταλέντα του. Είχε καταλάβει πως ο καλύτερος τρόπος για να κάνει τους αναγνώστες του να αντιληφθούν τον ανθρώπινο πόνο ήταν να τους τον παρουσιάσει ζωντανό για μια στιγμή και ύστερα να τους κάνει να τον λησμονήσουν για καιρό, για να τον επαναφέρει όταν πια θα τους είχε ολοκληρωτικά συνεπάρει με την ομορφιά της φαντασίας, με την τέρψη του πεζού λόγου. Ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά ότι η τέχνη μπορεί πράγματι να λειτουργήσει ως αντιπερισπασμός σε σχέση με τις απαιτήσεις της ηθικής. Αλλά γνώριζε επίσης πολύ καλά πως μπορεί να γίνει – τουλάχιστον για μερικούς από εμάς – και το καλύτερο μέσο για την ανύψωση της ηθικής. Γιατί, παρόλο που το κάλλος μπορεί να εξοστρακίσει την ευσπλαχνία, μπορεί επίσης να παράγει ευσπλαχνία με μια αφάνταστη δριμύτητα: όσο πιο όμορφη είναι η ιστορία που μας προκάλεσε τη λήθη, τόσο πιο έντονη είναι η ευσπλαχνία όταν τελικά ξαναθυμηθούμε τον ανθρώπινο πόνο.”


Τελικά, η λογοτεχνική φωτιά του Ναμπόκοφ μπορεί να μην είναι έντονη και αδηφάγα, αλλά παραμένει φωτιά, μια χλομή φωτιά, που μπορεί να τροφοδοτείται για χρόνια από μικρά κομματάκια χαρτί, όπως αυτά πάνω στα οποία υποτίθεται ότι έγραψε ο Ναμπόκοφ τα σπουδαιότερα έργα του. Εγώ θα συνεχίσω να αναμετρώμαι με τα έργα του και να ονειρεύομαι ότι για μερικές εβδομάδες, ίσως θα μπορούσα να είμαι ο ίδιος ο Ναμπόκοφ! Υπέροχα θα ήταν. Να γράφω λογοτεχνία, να παίζω σκάκι και να κυνηγάω πεταλούδες.  


Μαραμπού


20/7/14

Σε αγαπώ πάρα πολύ, είσαι όλη μου η ζωή



Είναι ώρες και μέρες σαν την σημερινή που νιώθω ευλογημένη για όλα αυτά που μου συμβαίνουν∙ για το μωρό που με κοιτάει από το πάρκο του όσο γράφω αυτές τις γραμμές και που χθες του κούρεψα τις μπούκλες, για το νήπιο που το ρωτάω που είναι το παιχνίδι του και μου απαντά «ιδού». Για τον ορισμό της ζωής με λίγα λόγια, στην πιο αρχέγονη μορφή της. «Κοίτα μαμά, έκανα κι εγώ παιδιά».

Αυτό που με δαιμονίζει είναι πως τόσοι άνθρωποι αυτοπροσδιορίζονται μόνο μέσα από την γονεϊκή τους ιδιότητα. Που νιώθουν την ανάγκη όταν τους ρωτούν τι το σπουδαιότερο έκαναν στη ζωή του, να απαντήσουν «Παιδιά». Ναι, αυτή είναι η προφανής απάντηση, που δίνει το ανθρώπινο ένστικτο δίχως μια σκέψη παραπάνω. «Τι θα ήθελες;» «Παγκόσμια ειρήνη».

Είμαι ευλογημένη από έναν θεό στον οποίο δεν πιστεύω- άρα μάλλον από την συγκυρία, την τύχη και την σύμπτωση- με δυο αξιολάτρευτα παιδιά. Τα λατρεύω με μια παράφορη δύναμη, διαφορετική ίσως από όλες τις άλλες. Η αγάπη δεν αλλάζει- κι η αγάπη για τα παιδιά μας δεν είναι ανιδιοτελής. Όμως εμπεριέχει την έννοια της φροντίδας και της προστασίας σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορείς να το σκεφτείς για καμία άλλη αγάπη, ερωτική ή φιλική.

Είμαι μητέρα κι είμαι περήφανη. Αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο. Αλλά στην τελική ανάλυση είμαι κι εγώ ανθρώπινο ον, όχι μονάχα εκείνα. Έχω όνειρα, αγάπες δυνατές έξω από την οικογένειά μου- και εντός αυτής- ξέχωρες από κείνα, ενδιαφέροντα και δραστηριότητες που δεν τα περιλαμβάνουν. Το διάβασμα είναι το κυριότερο. Διαβάζω πιο πολύ σε μένα από ό,τι στα παιδιά. Αναπότρεπτα.

Και γράφω. Και δουλεύω. Και μαγειρεύω. Κι ερωτεύομαι. Με το μυαλό σε κείνα. Και κάποτε χωρίς να τα σκέφτομαι καθόλου. Και γυρνάω στην οικογένειά μου στο τέλος της μέρας για επαναφόρτιση. Για να γεμίσω με παιδικές φωνούλες το κουρασμένο μου μυαλό, και να βαρυγκωμήσω την γκρίνια τους, και να γκρινιάξω για το νοικοκυριό, να τα αγκαλιάσω και να τα φιλήσω.

Τα παιδιά είναι μέρος της ζωής μας, αλλά δεν είναι η ζωή μας. Κάποτε τραγουδούσα στον γιο μου αυτό το τραγουδάκι. «Σε αγαπώ πάρα πολύ, είσαι όλη μου η ζωή». Έκανα λάθος.



17/7/14

"Εμείς τα θηρία", Justin Torres



"Θέλω να μου υποσχεθείς κάτι" είπε. "Να μου υποσχεθείς ότι θα μείνεις για πάντα έξι χρονών".
"Πως;"
"Είναι απλό. Δεν είσαι εφτά∙ είσαι έξι συν ένα. Και του χρόνου θα είσαι έξι συν δύο. Κι έτσι θα πάει για πάντα"
"Γιατί;"
"Όταν θα σε ρωτάνε πόσο χρονών είσαι, εσύ θα απαντάς "Είμαι έξι συν ένα, συν δύο, συν όσα είναι", θα τους  λες πως όσο χρονών κι αν είσαι, είσαι ακόμα το αγοράκι της μαμάς σου. Κι αν εξακολουθήσεις να είσαι το αγοράκι μου, θα σε έχω για πάντα και δε θα με αποφεύγεις, δε θα γίνεις καπάτσος και σκληρός, κι εγώ δε θα πρέπει να κάνω την καρδιά μου πέτρα"

Τρία αδέλφια, από μητέρα λευκή και πατέρα Πορτορικανό, μεγαλώνουν στην Νέα Υόρκη, σε μια οικογένεια που έχει πολλές δυσκολίες, οικονομικές και σχέσεων, που η βία κυριαρχεί, κάποτε παρατημένα από τους γονείς κι άλλοτε πολύ αγαπημένα. Τρία αδέλφια που είναι οι καλύτεροι φίλοι και οι συνένοχοι στην σκανδαλιά. Μέχρι να  αποδείχθει πως ο μικρότερος είναι διαφορετικός από τους άλλους."Ήμασταν έξι χέρια που άρπαζαν κι έξι πόδια που βροντοχτυπούσαν∙ ήμασταν αδέλφια, αγόρια, τρεις μικροί βασιαλιάδες έτοιμοι να χύσουν αίμα για περισσότερα"

Γραμμένο στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, το "εμείς τα θηρία" του Τζάστιν Τόρρες είναι ένα εντυπωσιακότατο πρωτόλειο, ένα βιβλίο με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία που έχει πράγματα να πει για το πως και πόσο μας καθορίζει η οικογένεια, για τους δεσμούς που δημιουργούνται ανάμεσα σε ανθρώπους που αγαπιούνται, αλλά μες στην μιζέρια και την φτώχεια μπορεί να σπάσουν.

"Δεν θα ξεφύγουμε ποτέ από αυτό" είπε. "Ποτέ"
Εμείς δεν ξέραμε σε ποιόν απευθυνόταν αλλά καταλαγιάσαμε. Οι γροθιές μας πάνω στο τραπέζι χαλάρωσαν κι έγιναν ελαφρά χτυπήματα∙ συνεχίζαμε τις ρυθμικές φωνές, μόνο που τώρα είχαν γίνει σχεδόν ψίθυρος και δεν είχε πια πλάκα.
"Από τι δε θα ξεφύγουμε;" ρώτησε η μαμά
"Κανένας" είπε ο μπαμπάς. "Ούτε εμείς, ούτε αυτά. Κανένας μας δεν θα ξεφύγει από αυτό"

Οι γονείς παντρεύτηκαν μικροί, η μητέρα δουλεύει την νυχτερινή βάρδια σε ένα ζυθοποιείο, ο πατέρας από δω κι από κει. Κάποτε εκείνη είναι βαριά χτυπημένη με το πρόσωπο σακατεμένο, άλλοτε ο πατέρας τους παρατά για μιαν άλλη γυναίκα. Όμως δεν λείπουν κι οι στιγμές οικογενειακής θαλπωρής, σαν τότε που ο πατέρας έκανε τα τρία αγόρια μπάνιο κι έπειτα ξεκίνησε μπροστά τους να κάνει έρωτα στη  μάνα τους.

Μια ιστορία ενηλικίωσης που δεν κατρακυλά σε καμία στιγμή προς το μελό, ένα βιβλίο που δεν θέλεις να το αφήσεις από τα χέρια σου. Κι όταν φτάνει το τέλος, ίσως μια ιδέα αναμενόμενο, συμπάσχεις τελικά με αυτό το αγόρι που διαφέρει από τους αδελφούς του.

"Εμείς τα θηρία", Τζάστιν Τόρρες, μετ. Θωμάς Σκάσσης, εκδ. Πατάκης, 2014, σελ. 172

Υ.Γ. 42 Το βιβλίο το διάβασα γιατί ενθουσίασε την Μαρία Ξυλούρη, να τα λέμε κι αυτά. 


14/7/14

"Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν", Juan Gabriel Vásquez





Με τον εξαιρετικά ποιητικό τίτλο «Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν», ο Juan Gabriel Vásquez γράφει ένα μυθιστόρημα αριστουργηματικό. Βασισμένος πάνω στην πρόσφατη ιστορία της Κολομβίας, στην ζωή σε μια Μποκοτά που προσπαθεί να συνέλθει από τα χρόνια κυριαρχίας του καρτέλ των ναρκωτικών, ο Βάσκεζ κατορθώνει να μας μιλήσει για τους ανθρώπους, και τις σχέσεις, την μοίρα και τον θάνατο. Τον φόβο που τρυπώνει ύπουλα στις ζωές των ανθρώπων και κάνει τις αναμνήσεις να μοιάζουν σημαντικότερες από το τώρα. 

Πρωταγωνιστής ο νεαρός καθηγητής της Νομικής Αντόνιο Γιαμάρα που γνωρίζεται στα μπιλιάρδα με έναν περίεργο τύπο, τον Ρικάρδο Λαβέρδε. Για τον Λαβέρδε ακούγεται πως ήταν χρόνια στη φυλακή και τώρα ζει μόνος. Οι δυο άντρες ξεκινούν μια ιδιότυπη φιλία που θα καταλήξει κάποια χρόνια μετά σε έναν πυροβολισμό στην μέση του δρόμου που σκοτώνει τον Λαβέρδε κι αφήνει σακάτη τον Αντόνιο.

Αυτή η ιστορία σημαδεύει τον Γιαμάρα που δεν μπορεί να βρει ησυχία, δεν μπορεί καν να απολάυσει την γέννηση της κόρης του και την αγαπημένη του γυναίκα Αούρα. Αρχίζει να ψάχνει και καταλήγει σε μια επίσκεψη στην κόρη του Λαβέρδε, όπου θα μάθει πράγματα για τον φίλο του, για την ιστορία του, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό.

Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο με τέτοιο τρόπο που ώρες ώρες μοιάζει να αψηφά τον χρόνο, οι ιστορίες- παλιές και νέες μπλέκονται μεταξύ τους – και αποπνέει μια ατμόσφαιρα θλίψης που μόνο όποιος έχει ζήσει σε ταραγμένους καιρούς μπορεί να μεταφέρει στο χαρτί. Είναι ευκολοδιάβαστο, σχεδόν δεν θέλεις να το αφήσεις από τα χέρια σου. Κι ο Βάσκεζ ίσως το καινούργιο αστέρι της λογοτεχνίας της Κολομβίας έπειτα από τον  Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.



«Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν», Juan Gabriel Vasquez, μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Ίκαρος 2014, σελ.294 

10/7/14

"Άγρια Ακρόπολη", Νίκος Α. Μάντης


Ελληνική επιστημονική φαντασία στα καλύτερά της είναι η «Άγρια Ακρόπολη» του Νίκου Μάντη. Το βιβλίο- που προς τιμήν του περιοδικού «Αναγνώστη» πήρε το βραβείο μυθιστορήματος για την χρονιά που μας πέρασε- είναι ένα κείμενο ολοκληρωμένο, στα χνάρια των μαέστρων του είδους. Παρά τις κάποιες αβλεψίες στην πλοκή κατορθώνει να στήσει ένα σύμπαν εναλλακτικό, διαφορετικό- ή όχι και τόσο- από το δικό μας, αλλά το ίδιο ζοφερό.

Το 2159 μ.Χ. ο κόσμος έχει πλήρως διαχωρισθεί. Οι τεχνητά αναστημένοι Νεάτερνταλ κάνουν όλες τις χειρωνακτικές εργασίες, μιλούν μονάχα Ελληνικά-όσοι από αυτούς μπορούν να μιλάνε- και δεν λογίζονται μέρος του ανθρώπινου είδους. Οι Χόμο Σάπιενς έχουν εγκαθιδρύσει ένα  γενετικό καπιταλισμό όπου τα χρήματα έχουν αντικατασταθεί από τα αποτελέσματα στα διάφορα τεστ ευφυΐας. Όλοι εμβολιάζονται στην αρχή της ζωής τους με το εμβόλιο της εξυπνάδας κι έπειτα δίνουν απανωτά τεστ για να δουν που θα καταλήξουν. Οι ευφυέστεροι φτάνουν στο υψηλότερο επίπεδο, τον Θόλο, από όπου κυβερνούν με όλες τις ανέσεις∙ ειδικά αν κατάγονται από τους Μετόχους. Οι υπόλοιποι μένουν στην μετριότητα των κατώτερων ορόφων, σίγουροι όμως πως στην αρχή οι ευκαιρίες τους ήταν ίσες, απλά κατέλαβαν την θέση που τους αξίζει σε έναν κόσμο που οι άνθρωποι δεν γεννιούνται ίδιοι.

Πρωταγωνιστής ένας νεαρός Νεάτερνατλ, ο Μάνο, που έχει καταφέρει να ξεφύγει από την χειρωνακτική εργασία, έμαθε τον εαυτό του Αγγλικά από την τηλεόραση και απαντά τηλέφωνα σε ένα τηλεφωνικό κέντρο. Παρ’ όλο που η εργασία του είναι μηχανική και ακούει τρεις τουλάχιστον φορές την ώρα να τον αποκαλούν πίθηκο χωρίς να μπορεί να αντιδράσει, ο Μάνο νιώθει πως ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους της φυλής του- και στο παρουσιαστικό και τις ικανότητες.  Όταν αναπάντεχα του δοθεί η δυνατότητα να ανέλθει στα επόμενα κοινωνικά στρώματα, θα την αρπάξει από τα μαλλιά.

Ο ήρωας, που αλλάζει όνομα ανάμεσα στα μέρη του βιβλίου, αξίζει να πρωταγωιστεί. Η ιδέα πως παρ’ όλες τις επιστημονικές αρνήσεις για κάτι τέτοιο, ένα υβρίδιο, ανάμεσα σε Νεάτερνταλ και Σάπιενς όπως ο Μάνο μπορεί να επιβιώσει και τελικά να πάρει τα καλά χαρακτηριστικά και από τις δυο φυλές, είναι γοητευτική. Παρ’ όλα αυτά ο Μάνο είναι ένας χαρακτήρας υποταγμένος, μαθημένος κάθε φορά να δέχεται αυτό που του σερβίρουν, νίκη ή ήττα, να ακολουθεί το αρχέγονο ένστικτό του αλλά να μην μπορεί να το ορίσει.

 Αυτός ο γενετικός καπιταλισμός μοιάζει πολύ με τον δικό μας, κι ας αλλάζει η μονάδα μέτρησης του πλούτου. Η διαφορά του είναι πως οι κάστες εκεί είναι εντελώς κλειστές, ο πρωταγωνιστής είναι μια εξαιρετική περίπτωση που δεν πρόκειται να επαναληφθεί. Στον κόσμο του 2159 μ.Χ. λείπει η βαλβίδα αποφόρτισης της πίεσης, δεν μπορούν έστω και κάποιοι, πολύ λίγοι, να αποφύγουν την μοίρα τους. Ακόμα κι η αντίσταση δεν έχει κανένα έρεισμα, είναι μια εφηβική οργάνωση καταδικασμένη να αποτύχει.

Το τέλος του βιβλίου είναι βαθιά απαισιόδοξο μες στην γλυκύτητά του, η ιδέα πως ένας άνθρωπος έστω και τόσο ιδιαίτερος θα μπορούσε να είναι η αρχή της αλλαγής εγκαταλείπεται από πολύ νωρίς στο κεφάλι του αναγνώστη. Ο Μάνο ή Άξελ ή Αλεξάντερ θα ακολουθήσει την πορεία της ζωής του, θα παραδοθεί στα ένστικτά του και τελικά θα κάνει μονάχα την δική του, προσωπική επανάσταση.

Είχα καιρό να πιάσω στα χέρια μου μια καλή ελληνική δυστοπία- πιθανολογώ πως η τελευταία ήταν της Ιωάννας Μπουραζοπούλου που είναι εξαιρετική στο είδος. Το βιβλίο του Νίκου Μάντη το διάβασα σχεδόν απνευστί και το καταευχαριστήθηκα.

«Άγρια Ακρόπολη», Νίκος Α. Μάντης, εκδ. Καστανιώτης, 2013, σελ. 222





7/7/14

"Ιδιοπάθεια", Sam Byers




«Κάθριν, τα χάλια σου έχεις»
«Ευχαριστώ», είπε η Κάθριν
«Δεν χρειάζεται σαρκασμός. Πρόκειται για μητρικό ενδιαφέρον. Τι είναι αυτά που κάνεις στον εαυτό σου;»

Η μητέρα της Κάθριν θα μπορούσε να είναι και δική μου. Μόνο που εγώ δεν ανέπτυξα τον κυνισμό της συνονόματής μου ηρωίδας της «Ιδιοπάθειας», του πρωτόλειου και εξόχως εντυπωσιακού μυθιστορήματος του Sam Byers. Η Κάθριν είναι μια γυναίκα γύρω στα τριάντα που έχει μάθει να εκφράζει την άποψή της, να ξύνει τα νύχια της για καυγά, να είναι δυσάρεστη στους ανθρώπους.

«Η Κάθριν τους άφησε εκεί έξω όσο μπορούσε περισσότερη ώρα, ενώ η ίδια έλεγχε το κτίριο. Ο χρόνος αντίδρασης δεν ήταν καλός. Οι μισοί θα ήταν κανονικά νεκροί. Σκέφτηκε πως αυτές οι ασκήσεις είχαν κάτι το ευχάριστα δαρβινικό.
            Βγήκε έξω και με μεγάλη ικανοποίηση τους πληροφόρησε ότι οι μισοί είχαν πεθάνει»  

Ο Ντάνιελ είναι ο πρώην της. Ζούσαν μαζί ώσπου την παράτησε για μια ξανθούλα, όλο θετική ενέργεια και αρωματικά στικς και ευαισθησίες για το περιβάλλον.  

«Ξυπνούσε μέσα στη νύχτα κι ένιωθε λησμονημένος. Ξάπλωνε πλάι στην Αντζέλικα κι αισθανόταν μόνο τα όρια της οικειότητάς τους. Εκείνη, φαίνεται πως δεν μπορούσε να κοιμηθεί χωρίς να τον ακουμπάει, κι εκείνος δεν μπορούσε να κοιμηθεί όταν τον ακουμπούσαν.»

Η Κάθριν σε αυτόν τον χρόνο που είναι χώρια από τον Ντάνιελ πηδιέται με όλους όσους άλλοτε δεν θα πλησίαζε ποτέ. Ο Ντάνιελ αναρωτιέται αν η Αντζέλικα είναι αυτό που ήθελε ή απλά έπεισε τον εαυτό του πως θέλει μια φυσιολογική κοπέλα «μες στην καλή χαρά». Μισεί τους φίλους της, που διαδηλώνουν έξω απ΄ την δουλειά του και τρώνε με ευχαρίστηση τις φακές της. Αλλά είναι ευτυχισμένος με την αγάπη και την τρυφερότητα.  Η ξαφνική επανεμφάνιση του Νέιθαν, ενός κοινού τους φίλου που φαίνεται να έχει κάνει κακό στον εαυτό του και να έχει περάσει ενάμισι χρόνο σε ψυχιατρείο, θα τους αναγκάσει να ξαναβρεθούν. Εν τω μεταξύ στην Αγγλία τα βοοειδή πάσχουν από μια επιδημία αποβλάκωσης. Κι η μάνα του Νέιθαν έχει γίνει τιβι περσόνα, ως «Μάνα κουράγιο».

Με όπλο του τον άριστο χειρισμό των διαλόγων, ο Sam Byers κατορθώνει να χτίσει ένα σύμπαν σύγχρονο και παλλόμενο, γεμάτο χιούμορ, και πίκρα και να πει δυο λόγια για τους ανθρώπους, τον τρόπο που βλέπει ένας τριαντάρης τον εαυτό του, τις σχέσεις με τους άλλους, τους χωρισμούς, την Αγγλία, το περιβάλλον και τις… αγελάδες. Μιλάμε για ένα κατεξοχήν Βρετανικό μυθιστόρημα, περίπου στα χνάρια του Κόου και του Λοτζ, ευκολοδιάβαστο και διαφορετικό από ό,τι θα έγραφε ποτέ ένας Έλληνας.

Η «Ιδιοπάθεια» είναι βιβλίο που ρουφιέται- πολύ λίγο με κούρασε εκεί περίπου στην μέση- που αξίζει να το διαβάσει κανείς για την καθαρή, αγνή, ατόφια, χαρά της ανάγνωσης. Και φυσικά για την εξαιρετική του μετάφραση που κρατά τον ρυθμό αμείωτο και το ύφος συγκεκριμένο.



«Ιδιοπάθεια», Sam Byers, μετ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Ίκαρος, σελ. 374, 2013

3/7/14

"Τηλεφωνήματα", Roberto Bolaño





Το βασικό στην γραφή του Ρομπέρτο Μπολάνιο είναι όλα αυτά που δεν λέγονται. Οι αφηγήσεις του αγαπούν την σιωπή και το ανείπωτο, οι χαρακτήρες του, θλιμμένοι και ενίοτε γκροτέσκοι, κρύβονται από τον ίδιο τους τον εαυτό και από τους άλλους. Ο Μπολάνιο, εραστής της μικρής φόρμας που έγραψε παρ’ όλα αυτά δυο κολοσσιαία μυθιστορήματα κοντά 1000 σελίδες το καθένα, είναι μαέστρος στα διηγήματα. Ξέρει να υποβάλλει την ατμόσφαιρα στον αναγνώστη, να λέει και να ξαναλέει τον δικό του καημό ιδωμένο κάθε φορά από μια διαφορετική γωνία.

Τα «Τηλεφωνήματα» είναι λιγότερο εντυπωσιακά από τις «Πουτάνες φόνισσες», έχουν όμως μια συνοχή που δίνει ίσως τις πρώτες υπόνοιες για τους Άγριους Ντετέκτιβ και το 2666 που θα ακολουθήσουν. Στα πρώτα ήρωες είναι συγγραφείς, στα επόμενα η πολιτική και στα τελευταία οι γυναίκες. 

Στο εναρκτήριο κείμενο ένας νεαρός συγγραφέας συμμετέχει σε ένα διαγωνισμό διηγήματος. Εκεί συνειδητοποιεί πως το πρώτο βραβείο το παίρνει ένας αγαπημένος του γηραιότερος συγγραφέας. Ο μεγαλύτερος θα αρχίσει αλληλογραφία με τον μικρότερο με βάση την έξη του από τους διαγωνισμούς, τον μόνο τρόπο να θρέψει την οικογένειά του.

Στο τελευταίο, μια γυναίκα, η Ανν Μουρ, συνεχώς κινείται ανάμεσα σε τόπους, άντρες, δουλειές. Η καταγραφή των συνεχών φυγών της μοιάζει αέναη, και το κείμενο θα μπορούσε να είναι για οποιαδήποτε γυναίκα.

Από τα υπόλοιπα, συγκρατώ το «Μια λογοτεχνική περιπέτεια», όπου ο Β. άσημος συγγραφέας, γράφει ένα μυθιστόρημα που διακωμωδεί τον διάσημο συγγραφέα της γενιάς του Α. Μόνο που ο Α. γράφει για αυτό μια διθυραμβική κριτική. Και φυσικά την «Τζοάννα Σιλβέστρι», για την γηρασμένη πορνοστάρ που αναπολεί την πολύ σύντομη αναζωπύρωση της σχέσης της με έναν συνάδελφό της που έπασχε από AIDS λίγο πριν εκείνος πεθάνει.

Αυτό που διαθέτει ο Μπολάνιο είναι η ικανότητα να μπλέκει το πολύ εσωτερικό με το συλλογικό, να μιλά για κάτι εντελώς δικό του –όπως στα διηγήματα με ήρωες συγγραφείς ή αυτά με ηρωίδες τις γυναίκες της ζωής του- αλλά ταυτοχρόνως να ξεμπερδεύει το κουβάρι που είναι η πολιτική στις χώρες όπου έζησε. Λένε πως το σεντούκι με τα ανέκδοτά του κείμενα δεν έχει στερέψει ακόμα. Ο άνθρωπος που βάλθηκε να γράψει όσο περισσότερο μπορούσε μόνο όταν έμαθε πως θα πέθαινε μάλλον θα έχει- από κει που βρίσκεται- κι άλλους άσσους  κρυμμένους στο μανίκι του. 

«Τηλεφωνήματα», Ρομπέρτο Μπολάνιο, μετ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδ. Άγρα, 2009, σελ. 296