30/9/12

Κολλημένη στο νούφαρο


Πέρασε ένας μήνας λοιπόν, από τους πιο ζόρικους στη ζωή μου, που ήταν ως τώρα προφυλαγμένη από σχετικά μεγάλες λύπες. Ένας μήνας έξω από τη γυάλα κι αποδείχτηκε πως δεν ήμουν χρυσόψαρο, ανακάλυψα πως είμαι αμφίβιο, ένας βάτραχος που βγήκε στη στεριά∙ μπορεί και να απομείνω κολλημένη στο νούφαρο.
           Υπάρχει ένα βαθύ φιλοσοφικό ερώτημα στο θάνατο, που σε χτυπάει καταπρόσωπο πραγματικά μόνο όταν έρχεσαι αντιμέτωπη με μια τέτοιου είδους απώλεια, που δοκιμάζει τις ως τώρα εμπειρίες σου, σε ατσαλώνει. Αν για κάτι βεβαιώθηκα είναι πως η πλειοψηφία των ιερέων είναι για γέλια. Χθες ο παπάς-delivery –με παίρνετε στο κινητό, κάνω ευχέλαιο πάνω από τον τάφο, παίρνω 20 ευρώ για τον κόπο μου- ήταν σε meeting και δεν μπορούσε. Ο άλλος παπάς ο επιλεγόμενος και Παπά-στρινγκ ήταν άφαντος. Από την άλλη κι εγώ άφαντη ήμουν, δεν αντέχω να έρθω αντιμέτωπη με το νεκροταφείο. Δεν έχω πάει ούτε μια στιγμή, του μιλάω στον ύπνο μου, στο ξύπνιο, σατιρίζω αυτό που θα έλεγε, μαλώνω μαζί του στο αμάξι, αλλά εκεί δεν πάω. Αρνούμαι να φύγω από το νούφαρο.
            Το αν έχει σχέση η θρησκεία με τους παπάδες, τις κάθε λογής δεισιδαιμονίες και τις τελετουργίες το έχω λύσει μέσα μου από μικρή. Όμως η ίδια η βεβαιότητα του θανάτου, η παράλογη εικόνα της ανυπαρξίας, της μη ζωής είναι κάτι εν πολλοίς άλυτη. Ο άντρας μου λέει πως το θρησκευτικό τελετουργικό – η κηδεία, τα συνεχή ευχέλαια, οι σαράντα μέρες που δεν πρέπει να σβήσει το καντηλάκι- βοηθούν να έρθεις πρόσωπο με πρόσωπο με αυτό που συνέβη, να το αποδεχτείς. Εγώ διαλύομαι, δεν μπορώ καν να πλησιάσω στο μνήμα, αρνούμαι να συμμετάσχω στον παραλογισμό. Δεν το αποδέχομαι.
            Θα ήταν πολύ παρηγορητικό να ήμουν βέβαιη για την αθανασία της ψυχής. Δεν είμαι, για την ακρίβεια είμαι βέβαιη για τη θνητότητά της. Σε αυτόν τον παράλογο κόσμο η θρησκεία είναι η εκλογίκευση του αβάσταχτου πόνου, από κει εκπορεύεται, εκεί στηρίζεται, εκεί θεριεύει και φυσικά οι λειτουργοί της αυτό εκμεταλλεύονται πιο πολύ από όλα. Δε γουστάρω να δω την αλήθεια κατάματα, θα μείνω εδώ στο νούφαρο, θα κάνω τα παιδιά μου- τα εγγόνια του- θα ζήσω με τη σκιά του σε κάθε βήμα, θα του μιλάω στον αέρα, θα μαλώνω μαζί του για τα πολιτικά, θα τον σκέφτομαι κάθε φορά που κάτι κάνουμε μαζί. Είμαι μισή εκείνος κι αυτή είναι η μοναδική αθανασία στην οποία πιστεύω.


27/9/12

"Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά", Leonardo Padura





Εμβληματικό και ογκώδες το μυθιστόρημα του Λεονάρντο Παδούρα «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά» ξεκινά με αφετηρία ένα ιστορικό γεγονός, την δολοφονία του Τρότσκι, για να μας μιλήσει για όνειρα που χάθηκαν, επαναστάσεις που κατέληξαν νοσηρά κατασκευάσματα άρρωστων εγκεφάλων, εκκαθαρίσεις, προγραφές, σπασμένες ζωές και ματαιωμένες ελπίδες.
Τρεις αφηγηματικές φωνές στην ουσία, η μια μας εξιστορεί την ζωή του Τρότσκι από τότε που βρέθηκε στην εξορία, η άλλη μας εισάγει στην κόσμο του δολοφόνου του, Ραμόν Μερκαντέρ, ενός Ισπανού επαναστάτη που μετατράπηκε σε εκδικητική μηχανή θανάτου και διαλύθηκε ως προσωπικότητα και ενός Κουβανού, του Ιβάν, που με αφορμή την συνάντηση του με τον Μερκαντέρ σε μια παραλία της Αβάνας κοντά σαράντα χρόνια από τότε που διεπράχθη το έγκλημα θα μπει στον κόπο να μας πει για την ζωή του και να μας εξηγήσει πως κατέληξε να τα γράψει όλα αυτά.
Το πρωτοποριακό είναι πως τους συμπαθούμε και τους συμπονούμε και τους τρεις. Είναι τρεις άντρες που «αγαπάνε τα σκυλιά», που είναι τελικά θύματα της σταλινικής εγκληματικής ιδιοφυίας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Και φυσικά το μυθιστόρημα είναι μυθοπλασία, δεν είναι μόνο ιστορικά γεγονότα, ειδικά όσον αφορά την προσωπικότητα του Μερκαντέρ, που από Ισπανός κομμουνιστής μεταμορφώθηκε μέσα από νοσηρά ψυχολογικά πειράματα στον Βέλγο μποέμ Ζακ Μορνάρ, που για να προσεγγίσει τον Τρότσκι πούλησε «έρωτα» σε μια γραμματέα του και διατήρησε σχέση μαζί της μια διετία και δεν επανήλθε ποτέ στην παλιά του προσωπικότητα, δεν ξαναπήρε ποτέ το πραγματικό του όνομα και είκοσι χρόνια στις Μεξικάνικες φυλακές δεν έσπασε. Μόνο που διαλύθηκε μετά όταν βίωσε τη ματαίωση της ελπίδας, όταν κατάλαβε πως ήταν ένα όργανο στα χέρια της σταλινικής μηχανής, πως η πράξη του δεν άλλαξε τον κόσμο. Αλλά και τον Τρότσκι, που φυσικά δεν ήταν κανένα αγγελούδι, αλλά τόλμησε να αντισταθεί στον Στάλιν την εποχή της παντοδυναμίας του. Από κοντά και ο Κουβανός συγγραφέας Ιβάν, που το σταλινικό σύστημα τον συνέτριψε πνευματικά.
Αν κάτι έχω να προσάψω στο μυθιστόρημα είναι η αναλυτικότητά του, οι πολλές λεπτομέρειες και ο όγκος του. Σε κάποιες στιγμές ο ιστορικός υπερίσχυσε του συγγραφέα, αλλά μόνο σε κάποιες. Μιλάμε για ένα μεγαλειώδες έργο ζωής, που είμαι σίγουρη πως καταβρόχθισε την καθημερινότητα του Παδούρα όσο το έγραφε, αλλά άξιζε τον κόπο.

"Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά", Λεονάρντο Παδούρα, μετ. Κώστας Αθανασίου, εκδ. Καστανιώτη, 2011, σελ 685


25/9/12

Η αλεπού στο παζάρι




Με αφορμή την είδηση για ένα ακόμη παζάρι βιβλίου που έφτασε στο mail μου, θα σας πω την εμπειρία μου, κυρίως για αυτό που στήνεται στις τέντες της Κλαυθμώνος βέβαια, γιατί το φετινό γίνεται αλλού. Σχεδόν κάθε χρόνο θέλω να πάω, δεν έχει σημασία που τα βιβλία είναι τουλάχιστον πενταετίας, το βιβλίο δεν είναι εδώδιμο εποχιακό. Είμαι ενθουσιασμένη, περνάω ώρες εκεί μέσα, και… τελικά αγοράζω γύρω στα δέκα υποψήφια αδιάβαστα. Λειτουργεί δηλαδή η λογική του καλαθιού, η φτήνια τρώει τον παρά, αγοράζω παρορμητικά, σχεδόν αταβιστικά, «βιβλίο είδα, βιβλίο θα πάρω». Τα τελευταία χρόνια αντιστέκομαι και δεν πηγαίνω. Πέρυσι πήγα σε κάποια από τα bazaar συγκεκριμένων οίκων, κι αγόρασα βιβλία που ήθελα έτσι κι αλλιώς. Αλλά στο παζάρι του Σωματείου Εκδοτών, όσο κι αν η πρώτη μου παρόρμηση, είναι «πότε, πότε;» λέω να μην ξαναπάω. Ή ίσως πάλι «μόνο για λίγο;»

Το παζάρι διοργανώνεται στο Riverwest από το Σωματείο Εκδοτών από 1 ως 20 Οκτωβρίου, τα βιβλία έχουν εκδοθεί πριν το 2007 και οι τιμές ξεκινούν από 0,50€. 

Υ.Γ. Όπως παρατηρήσατε, άλλο παζάρι κι άλλο bazaar. Μη μου πέσει η μύτη....


21/9/12

Φίλοι διαδικτυακοί


           

            Υπάρχουν λίγα πράγματα μόνο που δεν μπορώ να διαχειριστώ. Η θεωρία λέει πως είμαι σχετικά πρακτική και αποτελεσματική, τείνω να συσσωρεύω πάνω μου τις άμεσες φροντίδες, είμαι εγώ που θα κανονίσω τους λογαριασμούς, θα ασχοληθώ με το σπασμένο παράθυρο, θα πάω την εφορία. Χθες μου είπαν πως «γεννήθηκα ώριμη, αλλά παραείμαι συναισθηματική». Ε;
            Δεν είχα ποτέ την τάση της προσκόλλησης, αν κάποιος δεν μου πηγαίνει συναισθηματικά το ξέρει σχεδόν από την πρώτη στιγμή, δεν μπαίνει στον κόπο, δεν μπαίνω ούτε κι εγώ. Αν κάποιον τον θέλω στη ζωή μου, κι ας τα φέρνουν έτσι οι καταστάσεις που να ανταλλάσσουμε δυο κουβέντες όλο το χρόνο, το ξέρει πως είναι μαζί μου. Με λίγα λόγια οι «κοινωνικές» μου επαφές είναι ελάχιστες, μόνον οι κανονικές. Έτσι ήταν ο πατέρας μου. Από το δικό του παράδειγμα έμαθα να μην θέλω να αλλάξω τους ανθρώπους, μονάχα να τους αποδέχομαι για αυτό που είναι και να προχωρώ στο επόμενο βήμα με αυτούς που μου ταιριάζουν. Δίπλα μου είναι λίγοι και για μένα καλοί.
            Τότε γιατί τόσο εκείνος, όσο κι εγώ τα τελευταία χρόνια που το internet μπήκε πιο δυναμικά στη ζωή μας, αποκτήσαμε τόσους διαδικτυακούς φίλους; Και μιλώ για φίλους, όχι  μόνο για «φίλους στο fb». Λοιπόν, στην «κανονική» ζωή, συναντάς λίγους ανθρώπους με τους οποίους να μοιράζεσαι κοινά ενδιαφέροντα, κι από αυτούς διαλέγεις ακόμα λιγότερους, κι οι συγκυρίες τα φέρνουν έτσι που μοιράζεσαι τη ζωή σου με ελάχιστους. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν την αμεσότητα της γειτονιάς και σου δίνουν τη δυνατότητα για ξεκαθάρισμα. Όταν μπαίνεις σε έναν κύκλο ανθρώπων γιατί διαβάζετε τα ίδια βιβλία ή αγαπάτε την ίδια μουσική, έχεις από την αρχή ένα αβαντάζ, θέμα ενδιαφέρουσας συζήτησης. Και μετά «κολλάς με χαρακτήρες», άλλοι σου πηγαίνουν, άλλοι καθόλου.
            Έτσι δικαιολογείται πως ο πατέρας μου έχει «φύγει» είκοσι μέρες, κι όμως μέρα νύχτα κάποιος είναι στο προφίλ του και  του αφιερώνει ένα κομμάτι, ένα ποίημα, μια καλημέρα ή μια καληνύχτα. Ή πως πραγματικά μηνύματα συμπαράστασης, κι όχι απλά συλλυπητήρια, έλαβα από ανθρώπους με τους οποίους ποτέ δεν έχουμε ιδωθεί, πως δίπλα μου στάθηκαν άνθρωποι που γνώρισα γιατί αγαπάμε τα βιβλία ή γιατί τα παιδάκια μας γεννήθηκαν τον ίδιο μήνα.
            Γεννήθηκα ώριμη αλλά παραείμαι συναισθηματική, είπε η θεία μου. Η έκρηξη των συναισθημάτων μου είναι συχνά παροιμιώδης. Δεν μπορώ να χειριστώ τον θάνατο του πατέρα μου – «κι ας έχω τώρα ένα παιδάκι και πρέπει να σκεφτώ την οικογένειά μου» ( το κλισέ αυτό είναι μακράν το χειρότερό μου). Αποφεύγω να μπαίνω στο προφίλ του  και να κοιτώ «αγνώστους» να τον αγαπούν∙ αγνώστους σε μένα, όχι σε κείνον, νιώθω αποκομμένη από ένα κομμάτι του. Κι όμως αυτοί οι άνθρωποι που από την πρώτη μέρα συμπεριφέρθηκαν τόσο συγκινητικά, που θρήνησαν και ακόμα θρηνούν για το χαμό του, έχουν κάθε δικαίωμα. Ήταν – και είναι – φίλοι του.


Υ.Γ. Η  μισή αφορμή για αυτήν  την ανάρτηση βρίσκεται εδώ. Και φυσικά από κει βούτηξα και την εικόνα.
Υ.Γ. Κι όμως στην κηδεία του πατέρα μου ήρθαν οι διαδικτυακοί του φίλοι κι ας μην μας ήξεραν, κι ας τους ήταν- φαντάζομαι- άβολο.

18/9/12

"Η ζωή και οι απόψεις του σκύλου Μαφ και της φίλης του Μαίριλυν Μονρόε", Andrew O' Hagan




              Τα τελευταία χρόνια σπάνια παρατάω βιβλία, επειδή η επιλογή γίνεται κάπως πιο συνειδητά, τα υπομένω ως το τέλος, κι ας τα θάβω μετά σε μιαν ακρούλα του υποσυνείδητου (Ο Πίντσον δεν μετράει σας λέω, μετά από κανέναν χρόνο θα τον τελειώσω). Όμως ο σκύλος Μαφ, η Μαίριλυν Μονρόε, ο Σινάτρα, και οι άλλοι συναφείς με έκαναν να βαρεθώ μέχρι δακρύων και να μην τελειώσω τις ιστορίες τους. Πλαδαρή αφήγηση, βαρετές λεπτομέρειες που φαίνονται σαν κακοχωνεμένη βιβλιογραφία, ένας σκύλος που διαβάζει λογοτεχνία, ξέρει από κουλτούρα και είναι τροτσκιστής και το βασικό του πρόβλημα με τις γάτες είναι πως τους αρέσει η ποίηση.
            Ο Σινάτρα λοιπόν κάνει δώρο τον σκύλο Μαφ στη Μαίριλυν (τον βαφτίζει έτσι από τη Μαφία), κι αυτός τη συνοδεύει παντού στα δυο τελευταία χρόνια της ζωής της, στα πάρτυ, στις μοναξιές της. Είναι ένας αφηγητής ξερόλας και επιδεικτικά καλλιεργημένος- ξέρει τα πάντα, από τέχνη, από λογοτεχνία, από πολιτική. 
            Το βασικό μου πρόβλημα με το βιβλίο είναι πως όλα φαίνονται κατασκευασμένα, "θα γράψω ένα βιβλίο για τη Μαίριλυν για να τραβήξω κόσμο, θα βάλω ένα σκύλο να αφηγείται γιατί πρέπει να έχει κι ένα εύρημα, κι έπειτα θα κάνω μια βαρετή επίδειξη λεπτομερειών χωρίς φυσικά πουθενά να σκανδαλολογώ, ή να αμαυρώνω μνήμες, μη διαταράξω και τις σχέσεις μου με το σύστημα". Με λίγα λόγια δεν μου φάνηκε προϊόν συναισθηματικής ανάγκης η γραφή, αντίθετα σα να ήταν υπολογισμένη σκέψη. Κι αυτό στα μάτια μου καταργεί την ίδια την ιδέα της τέχνης. 


"Η ζωή και οι απόψεις του σκύλου Μαφ και της φίλης του Μαίριλυν Μονρόε" ,  Άντριου Ο Χάγκαν, μετ. Δημήτρης Αθηνάκης, εκδ. Πολις, 2011, σελ. 330


15/9/12

Ποιό θα πάρω και ποιό θα αφήσω




             Πριν από κάποιο καιρό η Α., νέα αναγνώστρια του μπλογκ,  με ρώτησε πώς φτιάχνω τη λίστα με τα βιβλία που θέλω να διαβάσω, να αγοράσω, να βάλω στα προσεχώς τέλως πάντων. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια αυτή η διαδικασία ήταν εντελώς ασυνείδητη, υποθέτω πως σταχυολογούσα τις γνώμες των κριτικών, των φίλων μου, κι  αυτά που έβλεπα στα βιβλιοπωλεία όπου σύχναζα – της γειτονιάς, κεντρικά, εκθέσεις βιβλίου- κι έτσι διάβαζα, εντελώς ατάκτως ερριμένα, σχεδόν διαισθητικά. Ήταν μια άλλη φάση ζωής, που δεν έβγαινα με μια σακούλα με δέκα βιβλία σε κάθε επίσκεψή μου σε χώρο πώλησης βιβλίων, για δυο λόγους, δεν είχα λεφτά για να το κάνω και δεύτερον άμα είχα και δεύτερο αδιάβαστο νόμιζα πως βιαζόμουν με το πρώτο κι έτσι τα βιβλία μου κρατούσαν λιγότερο.
            Κι έπειτα μεγάλωσα, έπιασα δουλειά και σπίτι και οικογένεια (κι αυτή την πιάνεις σαν τα ψάρια, μη νομίζεις). Και απέκτησα πρώτα την κακή συνήθεια να περιδιαβαίνω στα ελληνικά βιβλιοφιλικά μπλογκ κι μετά άνοιξα κι ένα δικό μου. Οι προτεραιότητές μου άλλαξαν τόσο στο διάβασμα, όσο και στη ζωή. Δεν έχω πια χρόνο να κάνω περατζάδα στα βιβλιοπωλεία, όμως έχω ακόμα την ανάγκη για βιβλία. Δεν έχω πια τη διάθεση να διαβάζω μια ευπώλητη σούπα, θέλω όμως κάποια κλασικά βιβλία, ίσως και λίγο δυσκολότερα, να τα διαβάσω με σοβαρότητα κι όχι όπως άλλοτε, μες στον αχταρμά.
           Ο τρόπος που τώρα πια φτιάχνω τη book list μου είναι ο εξής : Για αρχή σημειώνω σε ένα σημειωματάριο όποιον τίτλο μου κινήσει το ενδιαφέρον (η πηγή είναι τα μπλογκς, οι κριτικές, οι φίλοι μου, τα ενημερωτικά mail που μου στέλνουν οι εκδοτικοί οίκοι για την καινούργια τους φουρνιά), έπειτα όποτε έχω κέφι χαζεύω στη biblionet κάποιο από αυτά, σβήνω μερικά, άλλα τα αφήνω με ερωτηματικό, κάποια με αστεράκια. Η λίστα εμπλουτίζεται με βιβλία που πάντοτε ήθελα να διαβάσω ( η τωρινή ας πούμε έχει τον "Παραγιό" του Βάλζερ και "Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου του Γκαίτε) και κάποια από συγγραφείς που ξέρω πως μου πάνε (ας πούμε στη δεδομένη στιγμή ο Auster, ο Delillo και ο Wallace- περνάω μια φιλοαμερικάνικη φάση). Η τελική απόφαση θα παρθεί στο βιβλιοπωλείο, πραγματικό ή εικονικό, πιο συχνά ηλεκτρονικό τον τελευταίο καιρό. Από τα δέκα περίπου βιβλία τη φορά που θα αγοράσω, τα 2-3 θα παραμείνουν στην στάκα με τα αδιάβαστα για καιρό. Μπορεί να τα ξετρυπώσω σε τρία χρόνια, ίσως και ποτέ ( η "Λαγνεία" της Γέλινεκ με περιμένει 5 χρόνια). Κι έτσι αυτή η στοίβα ολοένα μεγαλώνει, και μέσα της κρύβονται και διαμαντάκια, και χαζομάρες της στιγμής, και άλλα ενδιάμεσα βιβλία που απλά δεν ήταν η μοίρα μας να συναντηθούμε. Γιατί όποιος ισχυριστεί πως στη ζωή του θα καταφέρει να διαβάσει όλα τα βιβλία που θα ήθελε, απλά δεν είναι αναγνώστης.



  

14/9/12

Σύγχρονο Συγχωροχάρτι....


Λοιπόν ο θάνατος για τους Έλληνες ορθόδοξους είναι μια ακριβή ιστορία, πέρα από την τελετή, το φέρετρο, τις μεταφορές, τις θέσεις στο κοιμητήριο, υπάρχουν και οι παπάδες. Δεν ξέρω κανέναν άλλο δημόσιο λειτουργό που να βγάζει τόσα πολλά από φακελάκια, των γιατρών, των εφοριακών και των πολεοδόμων εξαιρουμένων - τώρα που το σκέφτομαι, άστο, ας πούμε απλώς πως είναι δημόσιοι λειτουργοί που παίρνουν το έξτρα κάτι τις τους για κάθε πράξη που θα έπρεπε να τελούν ως ορίζουν τα καθήκοντά τους για τα οποία πληρώνονται από το κράτος. Αλλά τέλως πάντων όλα αυτά τα φακελάκια είναι αυτό που είθισται, θες κηδεία, τόσα η ταρίφα, θες τρισάγιο σου δίνει ο παπάς του νεκροταφείου το κινητό του και κάνεις όσα τραβάει η καρδιά σου με το αζημίωτο φυσικά, θες και μνημόσυνο, ε, κάτι θα δώσεις για τον νεωκόρο. Όμως αυτό που συνέβη χθες ήταν από εξοργιστικό έως αηδιαστικό.

 Πλησίασε τη μητέρα μου που είναι εμφανώς σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση- το να χάνεις το ταίρι σου των τελευταίων σαράντα χρόνων στη συνείδησή μου είναι το μεγαλύτερο πένθος, αξεπέραστο και ίσως και αγιάτρευτο- παπάς οικογενειακός φίλος. «Αν  θέλεις η ψυχή του άντρα σου να πάει στον παράδεισο και να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του, τέκνον μου, θα δώσεις τα χρήματα να φτιάξουμε την αγία τράπεζα του ναού στο όνομά του». Ξέρετε πόσο τιμάται το εν λόγω πόνημα; 5.500 ευρώ. Ναι, καλά ακούσατε, για να πάει ο μπαμπάς μου στον παράδεισο πρέπει να δώσουμε πεντέμισι χιλιάρικα. Γιατί φαίνεται πως υπάρχουν και σύγχρονα συγχωροχάρτια, και κάποιοι λειτουργοί του Κυρίου είναι ειδικά εξουσιοδοτημένοι, σαν υπάλληλοι πρωτοκόλλου ένα πράγμα, για να σου βγάλουν το  εισιτήριο. Δεν τον ρώτησα αν θα μας έδινε απόδειξη για τη συγχώρεση, ούτε τον διαολόστειλα, γιατί φυσικά δεν τόλμησε να το κάνει παρουσία μου. Δεν θα τον πετύχω όμως κάπου, οικογενειακός φίλος είναι, διάολε…..


13/9/12

«Mexri na gineis gata”, Stella Samiotou Fitzsimons





Το βιβλίο μου το έστειλε ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος – που εκτιμώ ιδιαίτερα αν και γνωρίζω μόνο διαδικτυακά- «δώρο» για τα γενέθλια μου. Δεν ήξερε φυσικά πως θα φτάσει δυο μέρες μετά το θάνατο του πατέρα μου. Παρόλο λοιπόν που το διάβασα σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, δεν με απογοήτευσε.
Στην αρχή το θέμα μου φάνηκε τετριμμένο, μια γυναίκα που πατάει τα τριάντα, είναι απογοητευμένη από τη δουλειά της, τον άντρα της, το παιδί της κι έχει εραστή τον μικρότερο της μουσικό που μένει στο διπλανό διαμέρισμα, περνά μια φάση αυτογνωσίας γιατί αυτός εξαφανίζεται. Την ιστορία την έχω ξανακούσει σίγουρα. Όμως η συγγραφέας Στέλλα Σαμιώτου Φιτζάιμονς έχει το χάρισμα της αφήγησης, την ικανότητα να μπερδεύει την πραγματική απώλεια με αυτή που συμβαίνει μονάχα εντός μας, και την έμπνευση να μας αφήνει συνέχεια με την απορία αν ο νεαρός εραστής υπάρχει κάπου αλλού εκτός από τη φαντασία της. Μια μικρή διολίσθηση προς το μελό διέκρινα προς το τέλος.
Αυτό όπως καταλαβαίνω είναι το πρώτο μεγαλύτερης έκτασης κείμενό της που εκδίδεται και νομίζω πως αν δεν χαραμίσει το ταλέντο της σε θέματα «γνωστά» και  «χιλιοειπωμένα» θα ήθελα σίγουρα να διαβάσω και το επόμενο.

Υ.Γ. 1. Η αρχική εικόνα του βιβλίου με τους λατινικούς χαρακτήρες στο εξώφυλλο με ξένισε, και η διευκρίνιση στο οπισθόφυλλο πώς επιβάλλονται επειδή η έκδοση έγινε στις Η.Π.Α ήταν η μόνη που με κράτησε να μην το κακοχαρακτηρίσω.  
Υ.Γ.2 Η Στέλλα Σαμιώτου Φιτζάιμονς διατηρεί το "Λογοτεχνικό Μπιστρό της Στέλλας», ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον διαδικτυακό περιοδικό για τα βιβλία.
Υ.Γ. 42 Ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος διατηρούσε το αγαπημένο μου Ημερολόγιο Ανάγνωσης, που ακόμα αναπολώ και τώρα το copypastebook


«Mexri na gineis gata”, Stella Samiotou Fitzsimons, 2012, σελ.149



11/9/12

"Το άγγιγμα του Σκιαθίτη"



«Τα εκατόν εξήντα χρόνια από τη γέννηση του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη και τα εκατό χρόνια από τον θάνατό του είναι απλώς η αφορμή για το «Hotel - Ένοικοι γραφής» να τιμήσει και να θυμηθεί, εν τοις πράγµασι, Σκιαθίτη πεζογράφο. Η στιγμή, δηλαδή, να τον διαβάσουμε πέραν των αγιογραφικών ή αντιαγιογραφικών προσλήψεών του. Με άλλα λόγια, να «καθαρίσουμε» το έργο του σπουδαίου Ευρωπαίου διηγηματογράφου από τις ιδεολογικές προσμείξεις ή τις ερμηνευτικές παραναγνώσεις που κατά καιρούς ζητάει κάθε εποχή. Ο Παπαδιαµάντης δεν είναι παπαδιαµαντικός! Αυτό ας κρατήσει ως σημείο εκκίνησης ο κάθε επίδοξος συγγραφέας που σκέφτεται να διεκδικήσει μια θέση στους Ένοικους Γραφής του Hotel Παπαδιαµάντης»

Αυτή ήταν πάνω κάτω η προκήρυξη του διαγωνισμού, συνειδητοποίησα την ύπαρξή του αργά, δεκαπέντε μέρες πριν την λήξη κι έγραψα ένα κάπως άγριο και ακατέργαστο διήγημα βασισμένο στο "Όνειρο στο κύμα", το ίντερνετ, την ηδονοβλεψία και τη λαγνεία, που περίμενα να πάει άπατο. Όμως εγώ τον αγαπώ τον Παπαδιαμάντη, και φαίνεται πως κάτι από την πολύχρονη εμμονή μαζί του διέβλεψαν οι κριτές του διαγωνισμού  κι έτσι το "Όνειρο στο πράσινο κύμα"  κατέληξε στα 15 επικρατέστερα διηγήματα από τα 143. Εννιά από αυτά συγκρότησαν τον τόμο "Το άγγιγμα του Σκιαθίτη" που μόλις κυκλοφόρησε σε μορφή e-book. Η τιμή του είναι κάτι λιγότερο από 5 ευρώ, κι εγώ επιτέλους είδα το ονοματάκι μου στο εξώφυλλο ενός βιβλίου. Νικήτρια του διαγωνισμού είναι η Κατερίνα Κοντοπούλου.
Το βιβλίο μπορείτε να το αγοράσετε διαδικτυακά εδώ


Υ.Γ. Είχαν πει πως θα έβγαινε μέσα Αυγούστου, τελικά βγήκε αρχές Σεπτέμβρη. Μιαν άλλη φορά δεκαπέντε μέρες δε θα μου φαίνονταν καν, τώρα....

9/9/12

Έμαθα ήδη να το κρύβω




Έμαθα ήδη να το κρύβω. Κουφάλα η ανθρώπινη φύση, σε ό,τι κι αν πιστεύει, όπως κι αν το εκλογικεύει, θέλει να προχωρήσει να ζει. Ο θάνατος συμβαίνει σε έναν, σε αυτόν που χάνεται, εμείς οι «οικείοι», ακόμα και οι τόσο οικείοι, ανακαλύπτουμε μηχανισμούς επιβίωσης μέσα από την παράνοια. Ο θάνατος συμβαίνει σε έναν, όλοι οι υπόλοιποι είμαστε παρατρεχάμενοι του, ταπεινοί προσκυνητές σε μια έκρηξη συναισθημάτων κι έπειτα στο καταχώνιασμά τους σε αυτόν τον ανυπόφορο κόμπο στον λαιμό∙ μετά κατεβαίνει στο στομάχι, κατοικεί στα έντερα, βρίσκεται στα νεφρά, απεκκρίνεται μέρα νύχτα, λίγο λίγο χάνεται, που και που σαν πέτρα δημιουργεί σπασμό πόνου. Κολικός. Ο πατέρας μου ήταν ουρολόγος.
Δεν πιστεύω στη μετά-θάνατον ζωή, αν κι εκείνος, άθεος στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, τα τελευταία χρόνια πίστευε, ήθελε να το ξορκίσει. Είχα αποκτήσει την κακιά συνήθεια να τον αγκαλιάζω πολύ, παρατεταμένα, να του λέω πως τον αγαπώ πάλι και πάλι. Γέμιζαν τα μάτια του ένα δάκρυ ψιλό, δυσδιάκριτο στο άμαθο μάτι, ξέραμε κι οι δυο πως αυτό το αγκάλιασμα ήταν αποχωρισμός. Το διέπραξα δυο μέρες πριν πεθάνει. Δε μετανιώνω.

Τίποτα δεν βοηθάει.
Τίποτα.
Είναι (πάντα μαύρη) νύχτα και κοιτάζω προς τα έξω, εκεί που ξέρω ότι
βρίσκεται η θάλασσα.

Μου το έγραψε ένας φίλος, που έχασε τον πατέρα του πριν έντεκα χρόνια, μάλλον θα μπορούσα να το είχα γράψει εγώ. Κάθε μέρα δεν απαλύνει την απώλεια, μόνο την εντείνει. Έμαθα ήδη να το κρύβω.

            

7/9/12

«Ο θεός αυτοπροσώπως», Σάκης Σερέφας




Ο θεός αυτοπροσώπως είναι ο αφηγητής αυτού του μυθιστορήματος, άλλοτε ως παρατηρητής, κι άλλοτε στο σώμα των ηρώων του, ένας αφηγητής παιχνιδιάρης, αιρετικός, πικρός, χιουμορίστας, αμείλικτος. Το εύρημα δίνει στο κείμενο μια κάποια χιουμοριστική χροιά, που χρειάζεται για να αλαφρύνει το θέμα που αφορά το θάνατο, το βασανισμό, τις πρακτικές της αστυνομίας, βιασμούς, ψέματα, αλήθειες, τη θανατική ποινή, την αθωότητα και την ενοχή, τη μνήμη.  
Ένας άντρας, που έχει καταδικαστεί να τουφεκιστεί, λαμβάνει την ύστατη κυριολεκτικά ώρα χάρη, αποδεικνύεται πως είναι αθώος. Όσο καπνίζει με τις χειροπέδες ακόμα το τσιγάρο του, η μνήμη του σβήνεται, μένει ένας κενός καμβάς, δεν θυμάται τίποτα για το ποιος είναι και για το ποιος ήταν, ο εγκέφαλος καίγεται. Ένας ψυχίατρος χρόνια μετά θα προσπαθήσει να τον επαναφέρει με μια «επαναστατική» μέθοδο αναβίωσης των βιωμάτων του, όσο πιο τραυματικά, τόσο καλύτερα.
            Ο Σάκης Σερέφας  μας λέει στην αρχή του βιβλίου πως εμπνεύστηκε από την αμφιλεγόμενη ιστορία του Αριστείδη Παγκρατίδη,  που τουφεκίστηκε ως ο «δράκος του Σέιχ Σου», αν και υπήρξαν πολλές αμφιβολίες για την ενοχή του και ποτέ δεν υπήρξε τρόφιμος ψυχιατρείου. Ακόμα όμως κι αν δεν ήξερα το αρχικό έναυσμα η ιστορία θα με συνάρπαζε∙ μιλά για όλη τη φαυλότητα της ανθρώπινης ύλης, για τους μηχανισμούς της εξουσίας, τη δύναμη της βίας. Και το κάνει καλά.

«Ο θεός αυτοπροσώπως», Σάκης Σερέφας, εκδ. Μεταίχμιο, 2012, σελ.177 


4/9/12

Ένας χαρισματικός άνθρωπος




       Σήμερα θα σας πω για τον μπαμπά μου. Ο πατέρας μου ήταν ένας χαρισματικός άνθρωπος, προικισμένος με εξαιρετική μνήμη, καλλιεργημένος, με πραγματική γνώση για την ιστορία, τη μουσική, τα αυτοκίνητα, την ιατρική, τον κινηματογράφο, τη γεωγραφία, τα αγγλικά, τα λατινικά, τα γερμανικά, ένα σωρό άλλες γλώσσες που μιλούσε εμπειρικά. Με λίγα λόγια ήταν ένας άνθρωπος εξαιρετικά ευφυής. Όμως η μεγαλύτερη του αρετή ήταν η ανυπόκριτη αγάπη, αυτή που τον έκανε να είναι 38 χρόνια ερωτευμένος με τη μάνα μου, να μου έχει μεγάλη αδυναμία, να αγαπά το σκιουράκι σα να μην υπήρχε αύριο. Ο πατέρας μου ήξερε να ζει το τώρα, να το ρουφάει, να είναι ευχαριστημένος γιατί το φαγητό ήταν πετυχημένο σήμερα, γιατί τα μαλλιά του στέκονταν σωστά, γιατί πήγε βόλτα, ταξίδι, εκδρομή, ήρθε να δει τον εγγονό του, έκανε μια ωραία κουβέντα με τους φίλους του, μίλησε για κάποιο κομμάτι στην ομάδα κλασικής μουσικής στο facebook.
Ο μπαμπάς μου με τα γυαλάκια του, από την γωνιά του, συχνά χωρίς να το καταλαβαίνουμε, ήταν ο συνδετικός κρίκος όλων μας. Χθες στην κηδεία του έπαθα τρεις απανωτές κρίσεις πανικού, δε μπορούσα να ανασάνω. Υποθέτω πως για καιρό δε θα μπορώ να ανασάνω. Όταν ανασάνω όμως, θα είμαι περήφανη που έφυγε στη θάλασσα, με το μαγιώ του, με μιαν ανάσα, χωρίς άλλα νοσοκομεία, σωληνάκια, εντατικές. Δε γούσταρε στο πιστοποιητικό θανάτου του να γράφει βαριά καρδιακή ανεπάρκεια, δεν ήθελε να γράφει ανακοπή. Μαγκιά του.