22/2/25

"Αδύνατες πόλεις", Νίκος Μάντης


                                   



Αν κάπως έπρεπε να περιγράψω τις Αδύνατες πόλεις του Νίκου Μάντη, θα έλεγα πως είναι μια ωδή στη μυθοπλασία. Στη μυθοπλασία κάθε μορφής και είδους, από την υψηλή λογοτεχνία ως τα ευπώλητα της επιστημονικής φαντασίας, από τον Ταρκόφσκι ως το Walking dead, από την πιο τεκμηριωμένη επιστημονική θεωρία ως την ευτελέστερη θεωρία συνομωσίας, από τις θρησκείες ως την πιο φρικώδη αίρεση, από τον κόσμο των Ιδεών ως αυτόν της απολυτότητας της ύλης, από τον κομμουνισμό ως τον οργιώδη καπιταλισμό. Το μυθιστόρημα αυτό είναι η εποχή μας, η πραγματικότητα, όχι αυτό που έρχεται, μα αυτό που είναι εδώ και μας κοιτάει στα μάτια. Σαν άλλη Σεχραζάτ, ο Μάντης μας λέει 1000 και μία ιστορίες, με κεντρικό θέμα την ίδια τη ζωή και τον θάνατο— και την αθανασία ανάμεσά τους∙ την Εξουσία κι τον Έρωτα, ως υπέρτατες μορφές Αθανασίας.

Στο μεσοπρόθεσμο μέλλον, εκεί γύρω στο 2060, δυο παιδιά θαύματα, ο Ντεβέντρα Πούρι κι ο Βασίλι Ιγκνάτι έχουν φτιάξει μια εταιρία προσομοίωσης που ελέγχει τη ζωή των ανθρώπων, που ζουν πια σε θεματικά πάρκα, παίζοντας σενάρια, σαν το Westworld, και μετά αυτό εξελίσσεται σε ένα ακόμα πιο αιματηρό Matrix, για να καταλήξει ένα όνειρο μέσα στο όνειρο, μέσα στο Όνειρο, όπως το Inception, και τελικά να μοιάζει με hard boiled νουάρ του Ρέιμοντ Τσάντλερ, ή κάποιες φορές με το Wives of Stepford, κι όλο μαζί να παραπέμπει στο Στάλκερ, το σωστό το ορθόδοξο και μερικές φορές το άλλο το Χολιγουντιανό, με μια στάση από Άρχοντα των δαχτυλιδιών και Τζέημς Μποντ και Μάτια ερμητικά κλειστά.

Θα ήταν άραγε περήφανη η Μαίρη Σέλευ για τον Ντεβέντρα Πούρι ως Φρανκενστάιν του μέλλοντος; Ή θα τρόμαζαν ακόμα και τη γιαγιά της επιστημονικής φαντασίας τα αλλεπάλληλα τέρατα που δημιούργησε από τον εαυτό του και θραύσματα των ανθρώπων που αγάπησε, κόβοντας σαν άλλος Βόλντερμοτ την ψυχή του σε κομμάτια∙ σα συγγραφέας δηλαδή, γιατί αυτό κάνουμε, κόβουμε την ψυχή μας και τη δανείζουμε σε όλους μας τους ήρωες. Αν υπάρχει ψυχή.

Εκτός από μια προσπάθεια απεικόνισης της πραγματικότητας, μπροστά μας έχουμε κι ένα μυθιστορήματα ποιητικής.

Θα ήταν άραγε περήφανοι οι Ουλιπιστές για αυτές τις Αδύνατες πόλεις, που τόσο μας μπερδεύουν με τις Αόρατες του Καλβίνο, με την ίδια προσοχή και λεπτομέρεια χτισμένες για την αρχιτεκτονική του χρόνου και του χώρου, έτσι που μερικές φορές, παύει να πρωταγωνιστεί ο άνθρωπος και ξεπηδά η Ιστορία. Κι ο Νταν Μπράουν, ίσως κι αυτός, ίσως κι ο Φίλιπ Πούλμαν που δάνεισε το Αληθειόμετρό του. Κι ο Μπόρχες με τον Σάμπατο, τι θα ένιωθαν για αυτόν τον μαίανδρο με τα πολλαπλά κάτοπτρα, μήπως στη στροφή θα ζητούσε εύρετρα κι ο Ζωρζ Περέκ; Μέχρι κι ο Γκοσποντίνοφ κάτι θα διεκδικούσε, μη γελιόμαστε.

Αν ο Νίκος Μάντης έγραφε στα Αγγλικά, τώρα θα ήταν υποψήφιος για το Μπούκερ. Το παιχνίδι με τον Χρόνο, τον Τόπο, τις πολλαπλές ταυτότητες, την επήρεια της Τεχνολογίας σε μια ζωή που δεν είναι ούτε τεχνητή ούτε φυσική πια, ο βαθύς υπαρξιακός τρόμος για το μέλλον της Ανθρωπότητας, σε 983 πυκνές σελίδες, που μέρος τους θα ζήλευε η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Μπολάνιο, ο Καμπρέ και λίγο ο Σαραμάγκου, δεν αφήνουν περιθώρια στον αναγνώστη να πάρει ανάσα.

Έχει σημασία να βρούμε όλες τις αναφορές; Σιγά να μην τις θυμάται κι ο ίδιος ο Μάντης. Σημασία έχει ο ίδιος ο λαβύρινθος, το παιχνίδι είμαστε εμείς. Οι ζωές μας ανώδυνες και μάταιες, σε μια αέναη υπαρξιακή λούπα, μέχρι να κρασάρει ο κεντρικός υπολογιστής και να μαυρίσουν όλα. Κι ίσως δεν έχει καν σημασία να πούμε πόσο οξυδερκής είναι αυτός ο συγγραφέας, που έπλεξε το γαιτανάκι και βγήκε, όχι αλώβητος, από τον σκυλοκαυγά με τον Μινώταυρο, όχι ακέραιος, ούτε κι αθώος, χωρίς απαντήσεις, και χωρίς ερωτήσεις σχεδόν, έβγαλε τον εαυτό του από τον λαβύρινθο του μυαλού του, στον λαβύρινθο της πραγματικότητας, έστησε ένα γιγάντιο καθρέφτη σαν γκιλοτίνα, κατέβασε τη λεπίδα και μας πήρε μαζί του στο λευκό. Μια λευκή τυφλότητα, σαν μαύρη γλίτσα, για το ποιο είναι τελικά το Καλό και ποιο το Κακό.


                                     Κατερίνα Μαλακατέ




"Αδύνατες πόλεις", Νίκος Μάντης, εκδ. Καστανιώτη

6/2/25

"Τα Μάγια", Hermann Broch




                                                      
Ο Χέρμαν Μπροχ εμφανίστηκε μεγάλος ηλικιακά στα λογοτεχνικά πράγματα. Γεννήθηκε το 1886, την Βιέννη της Αυστροουγγαρίας και αρχικά πήρε την κλωστοϋφαντουργική εταιρεία της πλούσιας οικογένειας του, παντρεύτηκε, έκανε έναν γιο. Το 1927 τα τίναξε όλα στον αέρα, πούλησε την επιχείρηση, ξεκίνησε να σπουδάζει φιλοσοφία, ψυχολογία και μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Το πρώτο του βιβλίο, η Τριλογία «Οι Υπνοβάτες» είναι ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που κίνησε το ενδιαφέρον τόσο των κριτικών όσο και των συναδέλφων του συγγραφέων –δεν συγκίνησε βέβαια ιδιαίτερα το ευρύ αναγνωστικό κοινό, να τα λέμε κι αυτά.

Ξεκίνησε να γράφει το δεύτερό του βιβλίο, τα Μάγια το 1935 και μέχρι το 1936 είχε τελειώσει την πρώτη εκδοχή του πρώτου τόμου (το προόριζε για τριλογία). Έγραψε και δεύτερη εκδοχή, εντωμεταξύ φυλακίστηκε από τον Χίτλερ το 1938, αποφυλακίστηκε με την παρέμβαση του Τζόυς, αυτοεξορίστηκε στην Αγγλία κι έπειτα στις ΗΠΑ και το χειρόγραφο έπειτα από σαράντα κύματα ξαναβρέθηκε στην κατοχή του. Το άλλαξε πάρα πολλές φορές, ο τίτλος άλλαξε πάρα πολλές φορές, τελικά εκδόθηκε το 1969, μετά τον θάνατο του, στη σημερινή εκδοχή και με τίτλο «Die Verzauberung», μάλλον περισσότερο «Η μάγευση» κατά κυριολεξία. Κάποιες φορές ήθελε να το ονομάσει Δήμητρα, άλλες το Μυθιστόρημα του Βουνού σε ευθεία αναφορά στην ελληνική μυθολογία ή το μυθιστόρημα του Τόμας Μαν, «Μαγικό βουνό». Αν και αν πρέπει να βρούμε άμεση αναλογία με το έργο του Μαν, θα πρέπει μάλλον να ανατρέξουμε στον Δρ. Φάουστους. 

Πρόκειται για την ημερολογιακή καταγραφή του γιατρού ενός ορεινού χωριού, όπου εμφανίζεται ένα τύπος ονόματι Μάριους Ράτι. Στην αρχή ο Ράτι φαίνεται περίεργος, ένας περιπλανώμενος ιεροκήρυκας που ζητά οι άνθρωποι να μην χρησιμοποιούν μηχανήματα, διατείνεται πως «ακούει το βουνό» που είναι γεμάτο χρυσάφι, ο μυστικισμός του φτάνει στα άκρα. Σιγά σιγά όμως, με άλλο κίνητρο ο καθένας, κάποιοι ονειρεύονται τον χρυσό, κάποιοι να διώξουν τον διπλανό τους, άλλοι απλά την εξουσία, οι χωριανοί μαγεύονται από τον Ράτι, αρχίσουν κρυφά ή φανερά να τον υποστηρίζουν, γίνονται «στρατός».

Το βασικό θέμα στα «Μάγια» είναι η ψυχολογία της μάζας, πώς ένα ολόκληρο χωριό μπορεί να μαγευτεί από έναν γοητευτικό τσαρλατάνο, να αφήσει κατά μέρος τη λογική και να ενστερνιστεί τον πιο ακραίο μυστικισμό. Η αναλογία με την άνοδο του Χίτλερ είναι ευθεία, μην ξεχνάμε και την εποχή, αν και θα μπορούσε να αφορά οποιονδήποτε λαοπλάνο – μοιάζει πολύ και με την εποχή μας, μη γελιόμαστε.





Ο Μπροχ είναι ένας συγγραφέας που λατρεύει την φιλοσοφία, και τον μοντερνισμό, στους Υπνοβάτες διασπά την πλοκή, έχει ολόκληρα φιλοσοφικά δοκίμια, στα Μάγια η πλοκή είναι μάλλον γραμμική, και όλα τα φιλοσοφικά κομμάτια κρύβονται στα πρόσωπα και στους διαλόγους. Ο αφηγητής γιατρός είναι η πλευρά της επιστήμης και της λογικής, ο μόνος πνευματικός άνθρωπος στο χωριό, που όμως έχει μεγάλο σεβασμό για τη Μάνα Γκίσον, που μοιάζει να διαφεντεύει το βουνό και να είναι βαθιά η πίστη της στο μεταφυσικό.

Η μάνα Γκίσον είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα φιγούρα, η εκπρόσωπος της μητριαρχίας, η θεά Δήμητρα, η θεά της Γης και όλων των ζωντανών, που αναγκάζεται να στείλει την Περσεφόνη της στον κόσμο των νεκρών. Και που για κάποιο λόγο έχει πάρει απόφαση πως η Εποχή της έχει τελειώσει

Και ο Ράτι, που βλέπουμε τόσο λίγο, αλλά η φιγούρα του δεσπόζει σε όλο το μυθιστόρημα. Υποκινεί τους χωριανούς να κάνουν μια ακραία θυσία. Κι έπειτα όλοι νιώθουν πως αυτό έπρεπε να γίνει, όλοι συνεχίζουν τη ζωή τους χωρίς καμία θλίψη. Για μένα, αυτό το δεύτερο μέρος, μετά τη θυσία είναι το σοκαριστικό. Μην ξεχνάμε πως εμείς διαβάζουμε την πρώτη εκδοχή του βιβλίου, αυτή που γράφτηκε το 1935, και προδικάζει τη συμπεριφορά της μάζας ακόμα κι όταν το Έγκλημα έχει διαπραχθεί, καμία τύψη, μόνο η αίσθηση της νομοτέλειας.

Ενδιαφέρουσες φιγούρες είναι και ο ξενομερίτης Βέτσι, που κανένας δεν τον συμπαθεί και τον αναγκάζουν να φύγει αλλά και ο «νάνος» Βέντσελ, ο άνθρωπος που διαφέρει, μα έχει μέσα του τόσο μίσος για αυτούς που είναι διαφορετικοί.

«Τα μάγια» είναι ένα πολύ δύσκολο, φιλοσοφικό βιβλίο, χωρίς σε καμία περίπτωση δεν αγγίζει τα δυσθεώρητα ύψη των "Υπνοβατών", που το να τελειώσεις τον τρίτο τόμο τους μοιάζει ακατόρθωτος άθλος. Κάποια κομμάτια είναι βαθιά ποιητικά και λυρικά, αλλά εξοντωτικά περιγραφικά. Έχει χωρία που θέλεις να τα υπογραμμίσεις με μανία, γιατί αφορούν όλη την ανθρώπινη ύπαρξη, κι άλλα που μοιάζουν κάπως φτιαχτά μεταξύ χωριατών. Μην ξεχνάμε άλλωστε πως ο Μπροχ υπήρξε πάντα παιδί των κοσμοπολίτικων πόλεων, ακόμα και στην εξορία, ακόμα κι όταν κοιμόταν στους καναπέδες των διάσημων φίλων του. Έχει λόγο που βγάζει τον Ράτι από την πολυπλοκότητα του αστικού περιβάλλοντος, αυτό όμως δεν σημαίνει πως καταλαβαίνει πλήρως τη ζωή στην ύπαιθρο. Στη βάση τους. Πρόκειται ένα μυθιστόρημα που διερευνά την ανθρώπινη ηθική, τη λογική απέναντι στο συναίσθημα, το προσωπικό τραύμα, έναντι στο συλλογικό. Και το κάνει σε τέτοιο βάθος, που δεν μπορείς παρά να το θαυμάσεις. Και να μαγευτείς.


                                        Κατερίνα Μαλακατέ