14/6/09

Τρίτη

Ήταν ένα άγριο πρωινό Τρίτης. Ο αέρας έξω λυσσομανούσε, η υγρασία κολλούσε στην ατμόσφαιρα. Μάλλον έβρεχε. Το ξυπνητήρι χτύπησε κατά τις εξίμησι κι η Καιτούλα σηκώθηκε τουρτουρίζοντας από το κρεβάτι. Φορούσε μια κοντή μαύρη νυχτικιά όλο ροζ δαντέλα στα τελειώματα. Τα πόδια της ήταν εξαιρετικά για μια τόσο μικροκαμωμένη γυναίκα και το ντεκολτέ της φάνταζε ακόμα πιο άσπρο από ό,τι συνήθως στο σκοτάδι. Έκανε να κινηθεί προς το μέρος του Νίκου. Τελικά το μετάνιωσε και τον άφησε να κοιμάται.

Σύρθηκε ως την τουαλέτα. Πάντα σιχαινόταν τη μοντέρνα διακόσμηση. Κι όμως την είχε ανεχτεί για χάρη του. Αυτή και τόσα άλλα. Οι τοίχοι ήταν στρωμένοι με σκούρο γκρι πλακάκι που μίκραινε το χώρο. Ένας μεταλλικός καταρράκτης κατέβαινε ακριβώς μπροστά της, αντανακλούσε το φως και την τύφλωνε. Η γυναίκα στάθηκε στον πλακέ τετράγωνο νιπτήρα και ο καθρέφτης την κοίταξε εξεταστικά. Το πρόσωπό της άλλοτε ήτανε όμορφο. Τώρα δυο βαθιές ρυτίδες-παρενθέσεις το πλαισίωναν. Αναρωτήθηκε αν άξιζε τον κόπο να προσπαθήσει και σήμερα.

Στην κουζίνα, απορροφημένη στις σκέψεις της, χάζεψε για λίγο εξω από το παράθυρο τον καιρό που χειροτέρευε. Ανατρίχιασε, έτσι όπως πατούσε με γυμνά πόδια στο κρύο πάτωμα. Όταν επανήλθε στην πραγματικότητα, ο καφές της έβραζε ήδη. Έμεινε να τον κοιτάζει καθώς μικρές φουσκάλες σχηματίζονταν στην επιφάνεια του, έπειτα έπεφταν πάλι. «Χωρίς καϊμάκι και σήμερα λοιπόν», παραδέχτηκε μέσα της. Η γυάλινη επιφάνεια της τραπεζαρίας δεν την καλοδέχτηκε. Πήγε και χώθηκε στον καναπέ. Φορούσε ακόμα τη νυχτικιά της, ούτε καν μια ρόμπα να προφυλαχτεί, όταν εμφανίστηκε εκείνος.

Ήταν μελαχρινός, κοντός μα γεροδεμένος. Το κορμί του –παράδοξο – ανέδυε μια μυρωδιά χώματος και βρεγμένου γρασιδιού. Ίσως όμως να ήταν μονάχα η ιδέα της. Τον προσκάλεσε κι εκείνος χώθηκε στην αγκαλιά της. Μπόρεσε έτσι, ίσως με κάποια λύπη, να δει τις πρώτες άσπρες τρίχες ανάμεσα στα άλλοτε κορακίσια γένια του. «Με τσιμπούν», του είπε όταν προσπάθησε να τη φιλήσει. Εκείνος ελαφρά θιγμένος εξαφανίστηκε προς το μπάνιο και αναπτέρωσε τις ελπίδες της. Ίσως να γλίτωνε και σήμερα.

Ο Νίκος, που πάντοτε ως τώρα ήταν κύριος, που είχε φερθεί με τον καλύτερο τρόπο στα παιδιά και στα εγγόνια τους, που την αγαπούσε με το σταθερό και ήρεμο τρόπο των πολυκαιρισμένων ζευγαριών, είχε γίνει άλλος άνθρωπος από τότε που οι κόρες τους έφυγαν από το σπίτι, παντρεύτηκαν κι έκαναν οικογένεια. Τη διεκδικούσε συνέχεια, την κυνηγούσε στους διαδρόμους, στο νεροχύτη, στα παιδικά δωμάτια. Ζητούσε μια δεύτερη νεότητα, ένα μήνα του μέλιτος που δεν έζησαν ως νιόπαντροι. Τα πρωινά οι διαθέσεις του ήταν χειρότερες. Από τότε που είχε συνταξιοδοτηθεί δεν την άφηνε σχεδόν ποτέ να φύγει χωρίς μια γερή δόση σεξ.

«Τους δίνουν τη σύνταξη νωρίς κι έπειτα αφήνουν εμάς να βγάλουμε το φίδι από την τρύπα», σκεφτόταν εκείνη. Εθελουσία έξοδος με ένα γερό πακέτο. Για να μείνει έπειτα η Καίτη μόνη να φροντίζει το σπίτι, τη δουλειά της, τα εγγόνια, την ευρύτερη οικογένεια κι αυτός να γυρνά όλη μέρα σαν την άδικη κατάρα από καφενείο σε σινεμά, κι από πολιτιστικό σύλλογο σε θεατρική ομάδα. Ο Νίκος να προσπαθεί να γεμίσει έναν ατελείωτο ελεύθερο χρόνο κι αυτή να κυνηγά το ρολόι μπας και την αφήσει ήσυχη μια στάλα. Αλλά αυτός ανένδοτος.

Ο Νίκος βγήκε από το μπάνιο ανανεωμένος. Τώρα η μυρωδιά του σαπουνιού και του άφτερ-σέιβ τη συνεπήρε. Τον ρώτησε αν θα βοηθούσε με κάποιες από τις εξωτερικές δουλειές του σπιτιού κι εκείνος, ως συνήθως, αρνήθηκε. Δεν ήξερε, δεν μπορούσε, ποτέ άλλοτε δεν είχε αναγκαστεί να τις κάνει. Η Καίτη αναστέναξε. Όλα στους ώμους της πάλι. Εκείνος τη φίλησε για ώρα στο στόμα κι ήταν η οικειότητά τους τέτοια, το κορμί του τόσο αβάσταχτα δοσμένο στη στιγμή, που δεν κρατήθηκε.
«Σε αγαπώ, μαναράκι μου», της ψιθύρισε στο αυτί.
«Έχω λίγο χρόνο ακόμα πριν φύγω», είπε εκείνη. «Στο δωμάτιο;»

2 σχόλια: