Έξω έβρεχε καταρρακτωδώς. Είχαν ανοίξει οι κρουνοί του ουρανού, σαν τιμωρία και σαν κάθαρση και έραιναν τα πάντα με μιαν ατέρμονη ροή από νερό και αστραπές. Η Κάτια έπλενε τα πιάτα στην κουζίνα και κοιτούσε από το παράθυρο τη βροχή να ξεπλένει τους δρόμους, τα αυτοκίνητα, τα δέντρα. Συχνά πυκνά άστραφτε. Τα πεύκα στο απέναντι άλσος προσέλκυαν τους κεραυνούς. Η γυναίκα φοβήθηκε για την ίδια και για το σπίτι της. Για την μεγάλη περιπέτεια της ζωής που τώρα ξεκινούσε ξανά. Μόλις είχε μετακομίσει σε τούτο το διαμέρισμα. Θα έμενε μόνη. Να καθαρίσει τις σκέψεις της, να βρει το εαυτό της. Έτσι έλεγε σε όλους, έτσι έλεγε και στα μύχια της ψυχής της. «Όλα θα πάνε καλά».
Με αργές κινήσεις, πήγε από δωμάτιο σε δωμάτιο και έκλεισε τους διακόπτες των τηλεοράσεων, έκλεισε τα στόρια, να μη βλέπει τη βροχή, να μην ακούει τις βροντές, να μην έρχονται άσχημες σκέψεις και φόβοι να την προϋπαντήσουν. Μια γυναίκα μόνη πάντα είναι ευάλωτη στις καταιγίδες. Έπειτα ξαναγύρισε στο πλύσιμο των πιάτων, στο ακόμα ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας και τις ανάκατες σκέψεις της.
Λένε πως το πλύσιμο των πιάτων είναι ψυχοθεραπευτικό. Πως καθαρίζει το μυαλό από τα υπολείμματα του ασυνειδήτου. Η βροχή, καταρρακτώδης, ορμητική, γεμάτη ένταση και ενέργεια πρωτόγνωρη, έδινε τροφή και ηλεκτρισμό στις σκέψεις της Κάτιας. Το μυαλό της αρχικά πιάστηκε από τα ζητήματα στη δουλειά, έπειτα στις εκκρεμότητες στο σπίτι. Σκέφτηκε με θυμό τα πλυμένα ρούχα που στράγγιζαν στο παρκέ του άδειου παιδικού δωματίου. «Δεν αξιώθηκα ένα παιδάκι», ξεκίνησε η διαδικασία της αυτολύπησης.
Αναπάντεχα, ένας κεραυνός φώτισε το απόμερο δρομάκι κάτω από το διαμέρισμα της. Στο φως του, η Κάτια είδε βαθιά μέσα στο άλσος, απέναντι από το σπίτι, μια γυναίκα. Της έμοιασε να μη φορά τα κατάλληλα ρούχα για βροχή. Σα να ήταν ντυμένη μοναχά με τη ρόμπα του σπιτιού της. Η γυναίκα αυτή δεν ήταν μόνη. Στο φως του επόμενου κεραυνού φάνηκε πως την έσερνε ένας άντρας από τα χέρια, την τραβολογούσε μέσα στη βροχή. Τη χτυπούσε αλύπητα. Το πρόσωπο της ήταν διεσταλμένο από τον πόνο και φάνηκε φρικιαστικό και άσχημο στη στιγμιαία λάμψη του κεραυνού.
Η Κάτια παράτησε τα πιάτα, έριξε πάνω της το αδιάβροχο που κρεμόταν στον καλόγερο δίπλα στην πόρτα, αλλά δεν ήταν το δικό της, και βγήκε τρέχοντας από το σπίτι. Η βροχή, καταλυτική και λυτρωτική, την πότισε αμέσως ως την τελευταία ίνα του κορμιού της. Έμεινε μια στιγμή να ανασάνει τη ζωογόνο δύναμη της. Έπειτα ένας κεραυνός την τάραξε με τον κρότο του και της έδειξε το δρόμο. Έτρεξε προς το ζευγάρι, που φαινόταν τώρα να παλεύει, ρίχτηκε πάνω σε αυτόν τον άντρα, που θέλησε να κακοποιήσει τη γυναίκα μέσα στην ζωντανή βροχή. Την τράβηξε από τα χέρια του, με μια επιδέξια κίνηση του έριξε μια κλωτσιά στα αχαμνά κι έπειτα κι άλλη κι άλλη, ώσπου ο άντρας σωριάστηκε αιμόφυρτος στο μαλακό γρασίδι. Την έσωσε.
Την πήρε σπίτι της. Τύλιξε το μωλωπισμένο κορμί της με μια κουβέρτα, έτριψε τα πονεμένα άκρα της με λίγη κολόνια, της έφτιαξε καφέ. Η γυναίκα τρομαγμένη, δε μιλούσε. Δεν είχε λόγια να την ευχαριστήσει, να της πει πόσο σημαντικό ήταν για αυτήν που κάποιος νοιάστηκε, που κάποιος έτρεξε μες στη βροχή για να τη σώσει. Ήπιε το ρόφημα αχόρταγα κι έπειτα κοιμήθηκε στο κρεβάτι που της έστρωσε η Κάτια. Με ζεστές κουβέρτες και παπλώματα που απαλύνουν τους πόνους.
Η Κάτια ξύπνησε μουδιασμένη το πρωί. Έξω το πρωινό έδειχνε καθαρό και όμορφο, μετά το χθεσινό ξέσπασμα του καιρού. Το κορμί της πονούσε ολόκληρο από τη χθεσινοβραδινή περιπέτεια. Άναψε το θερμοσίφωνα και περίμενε να ζεσταθεί το νερό, όσο να πιει τον καφέ της. Μπήκε στο μπάνιο με αργές τελετουργικές κινήσεις, γδύθηκε, εξέτασε στον καθρέφτη το κορμί της και τις ουλές στην ψυχή. Έπειτα άφησε ευεργετικό το νερό να κυλήσει επάνω της. Βγήκε και σκούπισε προσεκτικά το σώμα της. Είχαν ήδη αρχίσει να φαίνονται οι μελανιές. Τηλεφώνησε στην αστυνομία. «Χθες βράδυ. Στο άλσος. Προσπάθησαν να με βιάσουν. Αλλά εγώ του ξέφυγα. Αλλά εγώ σώθηκα»
Ήρθε ένας αστυνόμος, έπειτα, από το σπίτι της για να της βάλει τις χειροπέδες, να την πάει στο τμήμα, να τη ρωτήσει πώς τον σκότωσε. Στην αρχή τους είπε την ιστορία με το βιασμό. Ύστερα την ιστορία με την άλλη, την άγνωστη γυναίκα. Έπειτα ήρθε η αδελφή της. Κατέθεσε πως το θύμα ήταν ο πρώην της Κάτιας. Πως τη χτυπούσε. Πως μια μέρα σαν την χθεσινή, την είχε βγάλει στη βροχή και την έσπασε στο ξύλο. Την έστειλε στο νοσοκομείο. Κι έπειτα στο τρελάδικο. Για κάποιον καιρό.
Στο τέλος η Κάτια τους είπε πως έφταιγε ο κεραυνός. Αν δεν ήταν αυτός δε θα είχε δει ποτέ τον πρώην άντρα της να διασχίζει το αλσάκι έξω από το σπίτι, μέσα στη νύχτα και τη βροχή.
Δεν έχω λόγια..
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή αλλά λιβανίσματα δεν έχει:)
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα σου πω ακριβός τι ένιωσα για να το εκμεταλλευτής.
Το θέμα, την ιδέα, την έμπνευση τά 'χεις αναμφισβήτητα.
Απλά δε σε ένιωσα χαλαρή, δεν έτρεχα πάνω στις γραμμές σου αβίαστα σα νεράκι και γνωρίζεις πως αυτό ακριβός που νιώθει κανείς όταν γράφει το μεταδίδει.
Ίσως η καθημερινότητα και η ένταση της να πέρασε μέσα στις γραμμές σου.
Βάλε μας κι άλλα δικά σου.
Καλή Κυριακή.
Έφη, σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι εσένα Κωνσταντίνε σε ευχαριστώ. Έχεις δίκιο, το κείμενο είναι από μια εποχή πολύ αγχωτική, το μαρτυρούν και οι πολύ μικρές προτάσεις κι αυτές το κάνουν κάπως στριφνό.
Εμένα στην αρχή μου φάνηκε πως βλέπω Χίτσκοκ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌμως ο Χίτσκοκ δεν θα έκανε ποτέ το λάθος, η βιασμένη γυναίκα να κοιμάται στο σπίτι της Κάτιας και να ξυπνάει στο δικό της!
Ή μήπως κάποιος κεραυνός με τύφλωσε και μπέρδεψα τις σκηνές…
Δεν υπήρχε άλλη γυναίκα. Στο μυαλό της μπλέχτηκαν οι σκηνές του περλθόντος με το παρον. Εκείνος απλά περπατούσε στο άλσος τη νύχτα του φόνου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕ, λοιπόν Κατερίνα τον ξεπέρασες τον Χίτσκοκ, έγινες γριφοδέστερη!
ΑπάντησηΔιαγραφή