Κάποτε έλεγε πως δε θα κρυβόταν, αλλά δε γίνεται να μην κρύβεσαι όταν σε κυνηγούν. Χώθηκε στην αγκαλιά του άντρα της με μια ρώμη εντελώς περίεργη. Την κοίταξε, αυτή δεν ήταν ποτέ δυνατή, δεν της έφταναν τα γνωστά συναισθήματα για να εκφράσει την ευαισθησία της. Εγκαταστάθηκαν σε ένα δωμάτιο κάπου στο κέντρο. Είχαν και άλλοτε φύγει από τη χώρα, αλλά πάντα για αναψυχή, ποτέ από ανάγκη. Το δωμάτιο είχε τρεχούμενο νερό και ρεύμα και για αυτό ήταν ευγνώμονες, τα πιο απλά πράγματα είναι τελικά τα πιο ωφέλιμα. Σκέφτηκε το παιδάκι της που το άφησε πίσω στη γιαγιά και τον παππού, ήλπιζε μόνο να τον τάιζαν. Ό,τι είχαν δηλαδή κι αυτοί, αν υπήρχε αρκετό φαγητό δεν θα σηκώνονταν να φύγουν. Μάτωσε η καρδιά της όταν τον αποχαιρετούσαν μα ο Νίκος είχε δίκιο, δε μπορούσε το παιδί να υποστεί αυτήν την ταλαιπωρία.
Το Παρίσι ήταν όπως το θυμόταν, βρώμικο και πανέμορφο. Σιχτήρισε τον εαυτό της που δεν έδωσε ποτέ βάση στα Γαλλικά της, που αρκέστηκε μόνο στα πτυχία, δεν τα εξάσκησε. Τώρα δε μπορούσε να καταλάβει δυο λέξεις στο μπακάλικο. Κοίταξε τον Νίκο, φαινόταν χαμένος, αν και πάντα εκείνος ήταν δυνατός και πιο χαμηλών τόνων, δεν τον ένοιαζαν οι πολυτέλειες. Στεναχωριόταν που αναγκάστηκαν να έρθουν σκαστοί. Χωρίς χαρτιά δεν θα εύρισκαν δουλειά πουθενά, τουλάχιστον μια κανονική δουλειά. Έπρεπε να μετρήσουν την κατάσταση καλύτερα πριν κλείσουν τα σύνορα. Κανένας από τους δυο τους δεν ήταν άνθρωπος της δράσης, αφήναν τα γεγονότα να τους παρασέρνουν. Αναστέναξε. Γύρω από τη ζωή της απλωνόταν ένα δίκτυ προστατευτικό, ακροβατούσε μα με τη σιγουριά της αρτιμέλειας. Τώρα από κάτω τους έχασκε το κενό, κι έπρεπε να πραγματοποιήσουν την πιο επικίνδυνη φιγούρα.
Άρχισε να τακτοποιεί τα συμπράγκαλά. Στη βαλίτσα υπήρχαν μόνο τα άκρως απαραίτητα από ρούχα, όλη την ντουλάπα τους την άφησε πίσω. Την έπιασε μια αδικαιολόγητη νοσταλγία για μια φούστα και κάτι παπούτσια, άχρηστα και τα δυο στην καινούρια της ζωή, όμορφα. Σκέφτηκε να κλάψει, αλλά ο λόγος της φάνηκε τόσο πεζός που συγκρατήθηκε. Θα την έβλεπε κι ο Νίκος, του το χρωστούσε να είναι δυνατή, αυτή τον έσυρε σε αυτή την περιπέτεια.
Πάντως το ταξίδι από την Πάτρα ως εδώ ήταν εντελώς ανώδυνο. Σα να ταξιδεύεις σε πλοίο της γραμμής το καλοκαίρι, ζέστη και συνωστισμός και ένταση, αλλά ως εκεί. Σα να τους άφηναν να φύγουν λαθραία, σα να τους δέχονταν λαθραία. Σκέφτηκε τον χοντρό Τούρκο που τους έφερε οδικώς ως το Παρίσι. Έκανε αυτή τη δουλειά χρόνια φαινόταν, απλά άλλαζε η xώρα του λάθρου μετανάστη. Κι όταν τους εγκατέστησε σε αυτόν το χώρο και τους είπε το νοίκι, δεν είχε καμία μνησικακία που ήταν Έλληνες, το έβλεπε στα μάτια του. Ίσα ίσα που τους έδωσε την καλύτερη τρύπα.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι απότομα, φυσικό να μην μπορεί να κοιμηθεί πρώτη μέρα στο ξένο μέρος. Πρέπει να βρω δουλειά σκέφτηκε. Έστω και καθαρίστρια. Δηλαδή, μάλλον μόνο καθαρίστρια μπορώ να βρω χωρίς χαρτιά. Στην εποχή που όλα τα δεδομένα είναι ανά πάσα στιγμή ανοιχτά για όλους στο δίχτυο, τα πτυχία μου μόνο κόλλημα μπορεί να δημιουργήσουν. Η σιγουριά πως ήταν Ελληνίδα, έστω και λαθρομετανάστρια, δεν την εγκατέλειπε. Ούτε δυο χρόνια δεν πήγαιναν που ταξίδευες από την Ελλάδα στη Γαλλία μόνο με την ταυτότητά σου.
Έξω ξημέρωνε, αλλά η καμαρούλα ήταν υπόγεια και δεν ήθελε να υποθέτει. Ντύθηκε και βγήκε. Ο Βασιλάκης γύρισε πάλι στο μυαλό της. Έπρεπε να το φέρουν και το παιδί εδώ, τριών χρονών, χωρίς τους γονείς του μπορεί και να τους ξεχνούσε. Ανατρίχιασε ολόκληρη. Να τους ξεχνούσε. Δεν θα το συγχωρούσε ποτέ στον εαυτό της που το παιδάκι της δε μεγάλωνε μαζί τους. Ούτε που δεν έκαναν άλλο παιδί τώρα που μπορούσαν.
Η σχέση της με το Νίκο αλλάξε. Κάποτε, ακόμα και τις κακές εποχές τους έδενε κάτι, τί δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Τώρα τα μάτια του ήταν βουλιαγμένα, από την ώρα που εγκαταστάθηκαν εδώ. Ή ίσως από τη στιγμή που του πρότεινε ο Τούρκος να βγει στα φανάρια για να πληρώνουν το νοίκι της τρύπας. Πιο σωστά από τότε που αναγκάστηκε να αποδεχτεί την πρόταση. Έτρεμαν τα χέρια του που κάποτε κρατούσαν το νυστέρι σταθερότατα. Σε μια άλλη ζωή. Ίσως από κάτι τέτοια να προέκυψε η ιδέα της μετεμψύχωσης. Ή μιας άλλης ζωής, εντελώς μεταθανάτιας.
Κοίταξε το κορμί της, τουλάχιστον δεν κάνω για πόρνη, σκέφτηκε. Πριν κάποια χρόνια, ήταν απλά αφρατούλα, είχε τα κιλάκια της, που τα ταλαιπωρούσε με ατελείωτες δίαιτες που δεν έβγαζαν πουθενά. Τώρα, το δέρμα είχε ζαρώσει εκεί που θυμόταν πιο τροφαντή τη σάρκα και τα στήθη της κοιτούσαν το χώμα. Η καλύτερη δίαιτα στον πλανήτη, πρότεινε τον τίτλο του περιοδικού. Ακόμα σκεφτόταν τα ελληνικά περιοδικά. Είχε ανάγκη να ακούσει Ελληνικά, αλλά αυτός ο ασχημομούρης στο μπακάλικο την αγριοκοίταζε αν της ξέφευγε καμία ελληνικούρα και το γύριζε στα Γαλλικά αμέσως. Ήθελε να του πει κι εσύ μετανάστης είσαι, αλλά ήταν Αλγερινός, δηλαδή νόμιμος, με σχεδόν πρώτη γλώσσα τα Γαλλικά, δεν την έπαιρνε να του εναντιωθεί. Ένα σκαλί πάνω από κείνη.
Όντως ξημέρωνε. Το ξημέρωμα στο Παρίσι δεν ήταν ροζ και μοβ, είχε μια αίσθηση βαριά, βρωμιάς από τα σύννεφα. Δεν το είχε παρατηρήσει όταν ήρθαν για μήνα του μέλιτος. Ήθελαν να φέρουν και το Βασιλάκη στη Eurodisney, τρομάρα τους. Αυτά τους έλειπαν τώρα. Σκέφτηκε το Νίκο στα φανάρια, κάθε μέρα που περνούσε γυρνούσε πιο βρώμικος σπίτι, με τη μούρη γεμάτη απόγνωση. Πιθανολογούσε πως δεν θα είχαν πάλι για το νοίκι. Η ίδια, που σε μια άλλη ζωή ποτέ δεν σκέφτηκε δεύτερη φορά για να φωνάξει στη καθαρίστρια να δουλεύει πιο πολύ, ούτε έμεινε ποτέ χωρίς «γυναίκα» να τους σιδερώνει, τώρα καθάριζε τουαλέτες σε κάτι γραφεία. Πάλι καλά, γιατί για σιδέρωμα ήταν άχρηστη. Πάντα είχαν «γυναίκα». Τώρα ήταν η «γυναίκα». Για την ακρίβεια ήταν μια ρυπαρή ζητιάνα.
Το βρώμικο ροζ του ουρανού την επηρέαζε. Το πρώτο ξημέρωμα στο Παρίσι δεν φαινόταν ρόδινο. Άλλοτε την κρατούσε ξύπνια ο Βασιλάκης, φώναζε στον ύπνο του, μαμά, μαμά κι έτρεχε να του παρασταθεί. Ώρες ολόκληρες καθόταν μαζί του, τον έπαιρνε αγκαλιά και κάθονταν στην πολυθρόνα με τα αρκουδάκια, αγκαλίτσα μανούλα και παιδάκι μες στη νύχτα, ώσπου η αναπνοή του μικρού καθάριζε από τα αναφιλητά, γινόταν ήρεμη και σταθερή. Τότε τον απίθωνε στο κρεβατάκι του. Τώρα το μετανιώνει, έπρεπε να τον παίρνει στο μεγάλο κρεβάτι μαζί τους, να μην χάνουν ούτε στιγμή. Της έλειπε τόσο το λιγνό κορμάκι, τα μάτια και τα χεράκια του. Προσπάθησε να τον θυμηθεί μωρό, δεν τα κατάφερε.
Δεν είχε φέρει μαζί φωτογραφίες τυπωμένες και οι ηλεκτρονικές ήταν μια πολυτέλεια ανύπαρκτη, οι μνήμες και τα τηλέφωνα που κουβάλησαν αράχνιαζαν. Οι Γάλλοι θα τους έβρισκαν αμέσως, με το που έμπαιναν στο δίκτυο. Οι Γάλλοι ήταν αυστηροί με τους λαθρομετανάστες. Όλοι ήταν αυστηροί με τους λαθρομετανάστες. Λες και την ανθρώπινη υπόσταση τη δικαιολογούν μονάχα οι ταυτότητες. Λούφαξε σε μια γωνιά. Το να χάσουν την καμαρούλα τους, που είχε νεράκι και ρεύμα ήταν μεγάλο πλήγμα. Τουλάχιστον δεν ζούσαν στο αγιάζι. Ήθελε να τυλιχτεί στην αγκαλιά του Νίκου, αλλά ήξερε πως εκείνος δεν ήθελε. Είχε σπάσει και δεν είχε πια χέρια για αγκαλιές.
«Ο Βασιλάκης θα πηγαίνει πια σχολείο» του είπε. Ο άντρας της την κοίταξε με μάτι θολό. Ίσως από το ποτό, μάλλον από τα δάκρυα. Λες να τον έγραψαν οι γονείς μου ή να το ξέχασαν πως κλείνει φέτος τα έξι. Τα μάτια του δάκρυσαν. «Λες να μας θυμάται;» Ο Νίκος τραντάχτηκε ολόκληρος. «Ο Βασιλάκης πέθανε, θυμάσαι;», της ψιθύρισε. «Τρία χρόνια τώρα, στο μεγάλο ταξίδι για εδώ. Δε θυμάσαι; Δε θυμάσαι;» Τον έκανε πέρα με σιχασιά. Καταλάβαινε την ανάγκη του να πάψει να υπάρχει. Αλλά να σκοτώσει το παιδί τους; «Ο Βασίλης μας πέθανε», της ψιθύρισε ξανά. Κι εκείνη αποφάσισε εκεί και τότε να τον παρατήσει.
Ωραιο ως ρεαλιστικη αφηγηση, αλλα Ελληνες λαθρομεταναστες στο Παρισι το 2013 δεν στεκει, εκτος εαν δεν καταλαβα καλα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο διήγημα είναι γραμμένο πριν 3 χρόνια και είναι μέρος ενός μεγαλύτερου αφηγήματος που μιλά για την υποθετική έξωση της Ελλάδας από την Ε.Ε. και την επίσης υποθετική απομόνωση της χώρας...
ΔιαγραφήΣυνηθίζεις την λέξη "σιχτιρίζω" ε? Συμφωνώ ότι ο καθημερινός άνθρωπος πρέπει να έχει και καθημερινή γλώσσα, αλλά καλύτερα να ειπωθεί ένα "διαολοστέλνω" παρά η παραπάνω λέξη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτέφανος