Το να γράψω
κριτική για την «Τριλογία της Νέας Υόρκης» με τρομάζει λιγάκι. Πώς μιλάς για ένα
βιβλίο τόσο μεστό, τόσο γεμάτο, τόσο εξαιρετικό. Θα πω για αρχή αυτό, πως χάρηκα
που το διάβασα τώρα κι όχι παλαιότερα, πως είναι ένα βιβλίο που οι βιβλιογραφικές
αναφορές δεν κουράζουν, μπορούν άνετα και να προσπεραστούν, αν πρόκειται για
κάποιον που δεν τον νοιάζει. Όμως αν μπορείς να το απολαύσεις σε όλο του το μεγαλείο…
Σε
πρώτο επίπεδο, έχουμε να κάνουμε με τρεις διαφορετικές «αστυνομικές» ιστορίες,
καμία από τις οποίες δεν ακολουθεί την κλασική δομή του αστυνομικού, ούτε την
καταλύει τελείως φυσικά. Στην πρώτη ένας συγγραφέας ο Quinn- που γράφει αστυνομικά με το ψευδώνυμο William Wilson και ήρωα τον Max Work- λαμβάνει ένα λάθος
τηλεφώνημα, που απευθύνεται στον Paul Auster, έναν ντετέκτιβ και η ιστορία των ιντριγκάρει τόσο πολύ, ώστε
καταλήγει να αναλάβει την υπόθεση. Η καταβύθιση του Quinn στην περιπέτεια,
το παιχνίδι της ταυτότητας ανάμεσα σε αυτόν, τον Paul Auster, τον Wilson και τον Work, η ευκολία με την οποία
μπορεί κανείς να χάσει την ταυτότητα και τη ζωή του, είναι θέματα που βγαίνουν αβίαστα.
Αυτά και η αναφορά στον Δον Κιχώτη, στην
τρέλα, στη σχέση του συγγραφέα με τους ήρωες και τη ζωή, το αν το να γράφεις μια ιστορία καθοδηγεί και την πραγματική ζωή, τί είναι
η πραγματική ζωή.
Και
θα σκεφτεί κανείς πως με μια τόσο ισχυρή πρώτη ιστορία, η δεύτερη δεν μπορεί παρά
να είναι αδύναμη. Κι όμως, στην δεύτερη συναντάμε έναν ντετέκτιβ, τον Blue, που του αναθέτει ο κύριος
White μια υπόθεση, να
παρακολουθεί συνεχώς τον Black.
Ο Blue απομονώνεται στο
απέναντι διαμέρισμα από τον Black
και τον ακολουθεί σε ό,τι κάνει. Μόνο που, ο Black δεν κάνει απολύτως τίποτα, γράφει,
διαβάζει, βγαίνει για ψώνια, γράφει, διαβάζει…
Και
τέλος το πανηγυρικό φινάλε, ένας άντρας λαμβάνει ένα γράμμα από την γυναίκα του
χαρισματικού παιδικού του φίλου Fanshawe που έχει να τον δει δέκα χρόνια. Όταν πηγαίνει να την επισκεφτεί, ανακαλύπτει
μια κούκλα με ένα μωρό στην αγκαλιά, που του λέει πως ο φίλος του είναι εξαφανισμένος
έξι μήνες και πιθανότατα νεκρός και ότι θα ήθελε να δει τα γραπτά του, μήπως
και μπορούν να δημοσιευτούν. Διαβάζει τα χειρόγραφα, ενθουσιάζεται αλλά
ταυτόχρονα απογοητεύεται για τον εαυτό του που δεν μπορεί να γράψει τόσο καλά,
βοηθά να δημοσιευτούν τα βιβλία και ταυτόχρονα παίρνει τη θέση του φίλου του,
ερωτεύεται τη γυναίκα, την παντρεύεται και υιοθετεί το παιδί. Ως εδώ όλα καλά,
αν δεν είχε λάβει ένα γράμμα από τον φίλο του, ανώνυμο, που του έλεγε πως ήταν
ζωντανός αλλά ήθελε όλα αυτά να συμβούν και πως αν προσπαθούσε να τον ψάξει θα
τον σκότωνε.
Το
παιχνίδι των ονομάτων αρέσει πολύ στο συγγραφέα. Όμως φυσικά ένα όνομα δεν δίνει
ταυτότητα, μια ζωή δεν καθορίζεται από αυτά. Ή μήπως τελικά καθορίζεται; Ποιός είναι
ο ήρωας, ποιός ο συγγραφέας, ποιός κάποιος άλλος, άσχετος τελικά ή και πολύ
σχετικός. Και τί είναι αυτό που ορίζει
την τρέλα και τη σκοτεινιά εντός μας. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψει κανείς
αυτό που καταφέρνει ο Auster
σε αυτό το βιβλίο, να μιλήσει για πράγματα
ακατάληπτα ίσως στον μη αναγνώστη, κι όμως τόσο γνωστά στον συστηματικό αναγνώστη,
πόσο μάλλον στον γραφιά. Κι αν η ζωή εντός μας, αυτή που σχηματίζεται μέσα στο
κεφάλι μας, και αναπλάθεται στις ιστορίες μας- αυτές που γραφούμε κι αυτές που
διαβάζουμε- είναι σημαντικότερη από την πραγματική, τότε τι;
"The New York Trilogy", Paul Auster, Faber and Faber Ltd, 2011, first published 1987. pg.314
"The New York Trilogy", Paul Auster, Faber and Faber Ltd, 2011, first published 1987. pg.314
Το διάβασα πριν 1 μήνα και στριφογυρίζει συνέχεια στο κεφάλι μου. Το 'κλεισα κι έμεινα να κοιτάω το ταβάνι...Το χω προτείνει παντού.
ΑπάντησηΔιαγραφή