Παλιότερα δεν με ενδιέφερε καθόλου να μάθω για τους συγγραφείς, σιχαινόμουν τις βιογραφίες, δεν είχα καμία όρεξη να ασχοληθώ με τις πολιτικές απόψεις τους, δεν πήγαινα σε παρουσιάσεις και δεν ασχολιόμουν καν αν κάποιος από τους πολυδιαβασμένους μου ερχόταν στην Αθήνα από το εξωτερικό. Παλιότερα με ενδιέφεραν μόνο τα κείμενα.
Τα τελευταία πέντε χρόνια μπήκαν στη ζωή μου οι παρουσιάσεις. Αν θέλω να είμαι ειλικρινής, όλο αυτό άρχισε με το blog. Για να γράψεις δυο κουβέντες για το βιβλίο ενός συγγραφέα πάντα ρίχνεις μια ματιά στο βιογραφικό του, την εργογραφία του. Έχουν ενδιαφέρον οι συνδέσεις. Τώρα με το Booktalks μάλλον παραβρέθηκα σε περισσότερες βιβλιοπαρουσιάσεις από όσες οποιοσδήποτε βιβλιόφιλος μπορεί να αντέξει. Και κατέληξα στο συμπέρασμα πως πολύ λίγες είχαν πραγματικό ενδιαφέρον. Αυτές που είχαν όμως ήταν σαν μυσταγωγία, σαν να βλέπεις στο σινεμά επιτέλους μια ταινία πραγματικής τέχνης, ενώ όλο το καλοκαίρι έχεις δει όλα τα blockbuster.
Ταυτόχρονα άρχισα να ενδιαφέρομαι και για τους ξένους συγγραφείς που έρχονται εδώ. Η αρχή έγινε με τον Όστερ, έπειτα ήρθε ο Ντελίλο, μετά δεν θα μπορούσα να χάσω τον Παδούρα. Φέτος είδα μαζεμένους όσους δεν είχα δει όλη μου την ζωή, τον Καμπρέ, τον Μπρυκνέρ, τον Φορντ, τον Πεϊσότο, τον Γκαλάν. Και κατέληξα πως και με αυτούς ισχύει το ίδιο, οι περισσότερες παρουσιάσεις είναι άνευρες και κακές. Μέχρι να βρεθεί μια που να αξίζει τον κόπο.
Ο Όστερ βαριόταν, δεν τον βοηθούσε κι ο παρουσιαστής του που είχε πάρει τις ερωτήσεις όπως όπως από τις 2-3 πρώτες συνεντεύξεις που βγαίνουν στο google. Απαντούσε λοιπόν τα ίδια και τα ίδια, με χάρη κι εμφανή τα σημάδια της κούρασης. Ο Ντελίλο πιο μαζεμένος, πιο σοφός, λιγότερο λαμπερός αλλά με κάποιον τρόπο πιο βαθύς, ήθελες να τον ακουμπήσεις και να του υποσχεθείς πως ναι, εσύ είσαι μεγάλη του φαν, εσύ τον έχεις διαβάσει. Ο Παδούρα έκανε την παρουσίαση να μοιάζει με γιορτή.
Ο Καμπρέ ουσιαστικός, και μαζί διεκπεραιωτικός. Το ένιωθες πως δεν έδινε δεκάρα σε ποια γωνιά του κόσμου βρισκόταν, τον ένοιαζε μονάχα να μιλήσει για την Καταλονία. Το ίδιο κι ο Γκαλάν, το θέμα του είναι και θα είναι το Ελ Σαλβαδόρ, τα βιβλία είναι μόνο η αφορμή. Συγκινητικός ήταν ο Ρίτσαρντ Φορντ, ένιωθε τιμή που τον καλέσαν να μιλήσει στην Ελλάδα, είχε ετοιμάσει έναν κλασικά Αμερικανικό λόγο, όπου οι χιουμοριστικές ατάκες εναλλάσσονταν με τις σοβαρές. Κι ο Πεϊσότο ήταν ο πιο άμεσος και συμπαθής από όλους, θα μπορούσες άνετα να τον κάνεις παρέα.
Σε αυτές τις τελευταίες, τις φετινές εκδηλώσεις- τη εξαιρέσει αυτής του Καμπρέ στη Σαλονίκη- ο κόσμος ήταν λιγοστός. Η επίσημη ομιλία του Φορντ δεν κατόρθωσε να γεμίσει καν μία αίθουσα στη βιβλιοθήκη του Μεγάρου, στον Πεϊσότο ανάθεμα αν ήταν 40 άτομα, μαζί με τους επισήμους της Πορτογαλικής πρεσβείας. Αρχίζει κανείς να σκέφτεται αν όλα αυτά αξίζουν τον κόπο, αν ο συγγραφέας πρέπει ή όχι να περιφέρεται από χώρα σε χώρα ή από χωριό σε χωριό. Κάποιοι θα πουν πως έστω κι ένας νέος αναγνώστης, είναι κέρδος. Κάποιοι άλλοι πως ο συγγραφέας δεν είναι περιφερόμενος ροκ σταρ να ζει σε ξενοδοχεία και να βλέπει γκρουπις.
Νομίζω πως η αλήθεια βρίσκεται κάπου ανάμεσα.
Νιώθω μπουκωμένη από τις πολλές εγχώριες παρουσιάσεις βιβλίων, όμως δεν θα ήθελα να σταματήσουν αυτές, θα κάνω εγώ μια παύση. Τον Ιούνιο που ήταν εδώ και ο Φορντ και ο Οντάαντζε και όλοι αυτοί οι Ισπανόφωνοι και Πορτογαλόφωνοι που έφερε το ΛΕΑ μπούκωσα και δεν ήθελα άλλον. Κάποιους δεν τους είδα, σε κάποιους δεν πήγα. Δεν μπορώ τον καταναγκασμό.
Θα ήθελα κάθε παρουσίαση να είναι μια ξεχωριστή γιορτή. Αυτό θα ήθελα. Να μην είναι κάτι το συνηθισμένο και τετριμμένο. Θα ήθελα οι παρουσίασεις βιβλίου να μην είναι υποχρέωση, να μην είναι κοινωνική σύμβαση, να μην πρέπει να καταναγκάσεις γνωστούς και φίλους. Αυτά από την πλευρά του αναγνώστη. Γιατί αν φορέσω το καπέλο του συγγραφέα, θα έλεγα πως οι παρουσιάσεις βιβλίων πρέπει να καταργηθούν. Χίλιες φορές ένα πάρτυ.
Κατερίνα Μαλακατέ
Υ.Γ. 42 Η πρώτη φωτογραφία από την παρουσίαση Ρουκ-Βλαβιανού στο Booktalks- η γνωριμία με τη Ρουκ ίσως από τους μεγαλύτερους θησαυρούς της ιστορίας αυτής.
Αυτό η Φεραντε το είχε φιλοσοφήσει. Τη σημασία έχει ο άνθρωπος όταν ταυτοποιήσει με το έργο και τους χαρακτήρες του. Έχουμε τη ψευδαίσθηση ότι ο συγγραφέας πρέπει να μας αφήσει άναυδους με την προσωπικότητα του. Προσωπικά αφήνω το έργο να μιλήσει σε εμένα και αποφεύγω meetings με συγγραφείς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑφού ανέφερα όλα αυτα ανυπομονώ να γνωρίσω τον Κναουσγκαρντ το Σεπτέμβριο. (:-)
Ναι, για πες για αυτό το ανάκατο, που αφού τα λέμε όλα αυτά, τελικά πάμε να τους γνωρίσουμε;
ΔιαγραφήΈλα πες τα χρυσόστομη,συμφωνώ.Πολύ καλά τα λες.Το μόνο που φοβάμαι όταν τους γνωρίζω-αυτό το λιγάκι δηλαδή, γιατί πόσο να γνωρίσεις κάποιον σε μισή και μια ώρα εδώ που τα λέμε-,είναι μη τυχόν και μου βγουν ολότελα άλλο πράγμα από εκείνο που δείχνουν, ή εγώ νομίζω ότι δείχνουν, στα κείμενά τους.Μερικές φορές κάποιοι με έχουν απογοητεύσει οικτρά.Αλλά γίνεται τουλάχιστον σε ορισμένους να μην πας;Δεν γίνεται!
ΑπάντησηΔιαγραφή