Βιβλίο αισθαντικό, το «Τρυφερή είναι η νύχτα», το κύκνειο άσμα του Φ.Σ. Φιτζέραλντ, είναι ένα μυθιστόρημα που δεν χορταίνεις να διαβάζεις. Έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που συναρπάζουν τον αναγνώστη στον Μεγάλο Γκάτσμπυ, αλλά με μια διαφορετική, λιγότερο πυρετική και πιο ουσιαστική ματιά. Ξέρω πως ακούγεται περίεργο, μα νομίζω πως προτιμώ τη Νύχτα από τον Γκάτσμπυ.
Το βιβλίο έχει εκδοθεί σε διάφορες εκδοχές και η ελληνική μετάφραση ακολουθεί την τελευταία, που μας ενημερώνει από την αρχή για την αρρώστια της πρωταγωνίστριας κι ακολουθεί μια πιο γραμμική πλοκή. Παρ’ όλα αυτά δεν χάνεται τίποτα από την δύναμή του, δεν είναι ένα βιβλίο που στηρίζεται στην έκπληξη ή στα μοντερνιστικά παιχνίδια, αλλά στο αφηγηματικό βάθος.
Ο Ντικ Ντάιβερ είναι ένας νεαρός ψυχίατρος που γνωρίζει τη Νικόλ όσο εκείνη νοσηλεύεται στην κλινική ενός φίλους του γιατί είχε μια κρίση παράνοιας. Αν και στην αρχή αντιστέκεται, τελικά ερωτεύεται και παντρεύεται την ασθενή του που είναι πανέμορφη και συνάμα πάμπλουτη. Λίγα χρόνια αργότερα κι ενώ κάνουν μπάνιο με τους φίλους τους κάπου στη Γαλλική Ριβιέρα, το ζευγάρι θα γνωρίσει τη νεαρή ηθοποιό Ρόζμαρι. Το κορίτσι θα γοητευτεί από τον Ντικ και θα τον ερωτευτεί.
Οι Ντάιβερς ζουν μια ζωή μέσα στα πλούτη, με φίλους, πάρτυ, ταξίδια, είναι γοητευτικοί και έξυπνοι και οι δύο. Έχουν και δυο παιδιά που δεν τους ανησυχούν ιδιαίτερα, τα προσέχουν οι νταντάδες. Φαινομενικά τα έχουν όλα. Μόνο που εκείνη δεν μπορεί να ξεφύγει από το παρελθόν κι εκείνος δεν μπορεί να ξεφύγει από το παρόν.
Το βιβλίο παρακολουθεί την πτώση τους, που είναι σαφής αλλά ανεπαίσθητη, ένα βήμα τη φορά. Ο Φιτζέραλντ κεντάει τους χαρακτήρες, αφήνει να φανεί όλη η ευαισθησία κι ο πόνος του. Δεν είναι κρυφό πως η Νικόλ- και οι κρίσεις της- είναι στηριγμένη πάνω στη γυναίκα του Ζέλντα. Και πως ο Ντικ- και ο αλκοολισμός του- είναι στηριγμένος στον ίδιο τον συγγραφέα. Πρόκειται για ένα γλυκό βιβλίο, για ένα πικρό βιβλίο, για ένα ίσως από τα πιο αληθινά μυθιστορήματα που γράφτηκαν ποτέ. Και θα άξιζε από μόνο του για να δώσει στον Φιτζέραλντ μια θέση στην αιωνιότητα.
Κατερίνα Μαλακατέ
«Τρυφερή είναι η νύχτα», Φ.Σ. Φιτζέραλντ, μετ. Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδ. Μεταίχμιο, 2013, σελ 476
Ode to a Nightingale
BY JOHN KEATS
My heart aches, and a drowsy numbness pains
My sense, as though of hemlock I had drunk,
Or emptied some dull opiate to the drains
One minute past, and Lethe-wards had sunk:
'Tis not through envy of thy happy lot,
But being too happy in thine happiness,—
That thou, light-winged Dryad of the trees
In some melodious plot
Of beechen green, and shadows numberless,
Singest of summer in full-throated ease.
O, for a draught of vintage! that hath been
Cool'd a long age in the deep-delved earth,
Tasting of Flora and the country green,
Dance, and Provençal song, and sunburnt mirth!
O for a beaker full of the warm South,
Full of the true, the blushful Hippocrene,
With beaded bubbles winking at the brim,
And purple-stained mouth;
That I might drink, and leave the world unseen,
And with thee fade away into the forest dim:
Fade far away, dissolve, and quite forget
What thou among the leaves hast never known,
The weariness, the fever, and the fret
Here, where men sit and hear each other groan;
Where palsy shakes a few, sad, last gray hairs,
Where youth grows pale, and spectre-thin, and dies;
Where but to think is to be full of sorrow
And leaden-eyed despairs,
Where Beauty cannot keep her lustrous eyes,
Or new Love pine at them beyond to-morrow.
Away! away! for I will fly to thee,
Not charioted by Bacchus and his pards,
But on the viewless wings of Poesy,
Though the dull brain perplexes and retards:
Already with thee! tender is the night,
And haply the Queen-Moon is on her throne,
Cluster'd around by all her starry Fays;
But here there is no light,
Save what from heaven is with the breezes blown
Through verdurous glooms and winding mossy ways.
I cannot see what flowers are at my feet,
Nor what soft incense hangs upon the boughs,
But, in embalmed darkness, guess each sweet
Wherewith the seasonable month endows
The grass, the thicket, and the fruit-tree wild;
White hawthorn, and the pastoral eglantine;
Fast fading violets cover'd up in leaves;
And mid-May's eldest child,
The coming musk-rose, full of dewy wine,
The murmurous haunt of flies on summer eves.
Darkling I listen; and, for many a time
I have been half in love with easeful Death,
Call'd him soft names in many a mused rhyme,
To take into the air my quiet breath;
Now more than ever seems it rich to die,
To cease upon the midnight with no pain,
While thou art pouring forth thy soul abroad
In such an ecstasy!
Still wouldst thou sing, and I have ears in vain—
To thy high requiem become a sod.
Thou wast not born for death, immortal Bird!
No hungry generations tread thee down;
The voice I hear this passing night was heard
In ancient days by emperor and clown:
Perhaps the self-same song that found a path
Through the sad heart of Ruth, when, sick for home,
She stood in tears amid the alien corn;
The same that oft-times hath
Charm'd magic casements, opening on the foam
Of perilous seas, in faery lands forlorn.
Forlorn! the very word is like a bell
To toll me back from thee to my sole self!
Adieu! the fancy cannot cheat so well
As she is fam'd to do, deceiving elf.
Adieu! adieu! thy plaintive anthem fades
Past the near meadows, over the still stream,
Up the hill-side; and now 'tis buried deep
In the next valley-glades:
Was it a vision, or a waking dream?
Fled is that music:—Do I wake or sleep?
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου