Δυσκολεύτηκα να βρω έναν λόγο για να συνεχίσω το διάβασμα του «Συζητήσεις με φίλους» της 28χρονης Σάλλυ Ρούνεϋ, κι αν τελικά το τελείωσα είναι για να καταλάβω γιατί ένα τέτοιο βιβλίο μπορεί να «αντιπροσωπεύει τη γενιά των millennials» ή τι το νέο κομίζει στη λογοτεχνία που το ξεχωρίζει και το καθιστά αρκετά σημαντικό για να ασχοληθούν τόσοι μαζί του. Ομολογώ πως ως το τέλος, δεν το βρήκα. Η Ρούνεϋ φαίνεται να αδιαφορεί για τη λογοτεχνική γλώσσα, το κείμενο μοιάζει άχαρο και κακογραμμένο. Έχει σε κάποια σημεία φρεσκάδα, σαν να διαβάζεις στάτους στα κοινωνικά δίκτυα, όμως πώς αυτό μπορεί να μετουσιωθεί σε λογοτεχνία ατόφιο και μη επεξεργασμένο, μου διαφεύγει. Τα πράγματα δεν βελτιώνονται ούτε από την ιστορία, γεμάτο δήθεν χαρακτήρες, με σχηματική πλοκή, στηρίζεται κυρίως στην ανάλυση των διαπροσωπικών σχέσεων. Συχνά νιώθεις πως διαβάζεις το «Sex and the city» του 2020.
H Φράνσις είναι μια 21χρονη ποιήτρια, που παλιά τα είχε με τη Μπόμπι, ενώ τώρα είναι απλά κολλητές. Μαζί κάνουν περφόρμανς ποίησης, ώσπου τους ανακαλύπτει η 37χρονη κριτικός λογοτεχνίας Μελίσσα. Η Μπόμπι θα γοητευτεί από τη Μελίσσα, μα η Φράνσις θα γοητευτεί από τον άντρα της, τον Νικ. Ο Νικ είναι 32χρονος, ηθοποιός, κούκλος, που πάσχει και από κατάθλιψη. Παρακολουθούμε τη Φράνσις και τη Μπόμπι στην εκδρομή που κάνουν όλοι μαζί στη Γαλλία, όπου η Μελίσσα τις καλεί σε μια έπαυλη που δεν είναι δική της, ενώ η Φράνσις πηδιέται με τον άντρα της. Η πλοκή είναι απελπιστικά αργή, η ηρωίδα- που όταν πληγώνεται ρίχνει και μια τσιμπιά στο μπράτσο της μέχρι να ματώσει και μετά βάζει τσιρότο, ενώ πάσχει από ενδομητρίωση και για αυτό έχει βαριές περιόδους-, είναι μάλλον αντιπαθής και εγωκεντρική.
Το να παρουσιάσεις τη γενιά που ανδρώθηκε μέσα στην κρίση, τους εικοσάρηδες, σαν ανθρώπους τόσο ρηχούς, που κινούνται και κοιμούνται με την προηγούμενη γενιά με άνεση μα δεν μπορούν να δέσουν ούτε τα κορδόνια τους, είναι επιφανειακό και εύκολο. Το θέμα με τα chat και τα mail δεν τσουλάει, φαίνεται παρωχημένο. Η τεχνολογία μάς προλαβαίνει συνεχώς, αν το έγραφε τώρα η Ρούνεϋ, μόλις 2 χρόνια μετά, η γλώσσα θα ήταν ήδη άλλη. Αυτή η γλώσσα είναι και το βασικό πρόβλημα. Για να γράψεις μυθιστόρημα σε μια γλώσσα έξω από τα καθιερωμένα λογοτεχνικά πρότυπα απαιτούνται κότσια και γνώση. Εδώ φαίνεται η συγγραφέας απλά να μην μπορεί, και να το επιδεικνύει κιόλας.
Εν ολίγοις, θα περίμενα από ένα μυθιστόρημα σαν κι αυτό, πολλαπλά επίπεδα. Για να μπορέσει να εκφράσει μια γενιά, δεν αρκεί η στείρα καταγραφή ενός κομματιού της, με μια γλώσσα του συρμού, απαιτείται άλλη δεξιοτεχνία. Το βάθος δεν επιτυγχάνεται όταν κανείς το παίζει μπλαζέ και αδιάφορος, αντίθετα χρειάζεται σκάψιμο και προσπάθεια. Εικάζω πως αν η Σάλλυ Ρούνεϋ είναι η νέα Φρανσουάζ Σαγκάν, ο νέος Τρούμαν Καπότε ή ο νεός Σάλιντζερ, όπως κατά κόρον διαφημίζεται, τότε η λογοτεχνία μας θα έχει σοβαρότατα προβλήματα στο μέλλον.
Κατερίνα Μαλακατέ
"Συζητήσεις με φίλους", Σάλλυ Ρούνεϋ, μετ. Μαρία Φακίνου, εκδ. Πατάκη, 2019, σελ. 382
Υ. Γ. Γενικά τα μεγάλα λόγια στα οπισθόφυλλα με κάνουν να κρατώ πια μικρό καλάθι.
Συμφωνώ απόλυτα και αναρωτιέμαι που το πάνε οι διάσημοι κριτικοί τελικά ; Στην αποκαθήλωση της Λογοτεχνίας...
ΑπάντησηΔιαγραφή