Είναι μια συνεχιζόμενη κουβέντα μέσα μου, αυτή για την ανάγνωση. Είναι καλύτερα να είσαι αγνός, να μην ξέρεις τίποτα για τον συγγραφέα, την εποχή, το ιστορικό γίγνεσθαι, τις κριτικές που γράφτηκαν, να προσεγγίζεις την τέχνη γυμνός, έτοιμος να την δεχτείς χωρίς μπαγκάζια; Ή να προσκολλάσαι στα όσα έγραψαν οι άλλοι, να ενστερνίζεσαι τη δική τους άποψη, να διαβάζεις σαν να παίρνεις μουρουνόλαδο; Και τα δυο έχουν τις ευκολίες τους. Είναι ανέξοδο να διαβάζεις χωρίς γνώση, μένεις στο συναίσθημα, ίσως αναγνωστικά να προχωράς λόγω των ίδιων των αναγνωσμάτων. Όμως αυτά τα αναγνώσματα δεν μπαίνουν ποτέ σε μια σειρά, δεν οργανώνονται στο μυαλό σου.
Από την άλλη, πώς μπορεί ένα βιβλίο να είναι "αγαπημένο σου", χωρίς να το ‘χεις διαβάσει, γιατί άρεσε στον τάδε ή στον δείνα κριτικό, γιατί ο συγγραφέας είναι υποστηρικτής του ενός ή του άλλου λογοτεχνικού ρεύματος. Είναι εύκολο να αφεθείς να μην έχεις άποψη γιατί έχουν άποψη τα μεγαθήρια, και ποιος είσαι εσύ, για να κρίνεις την τέχνη. Βέβαια έτσι χάνεις όποια πηγαία χαρά ανήκει στην ανάγνωση, στην πραγματικότητα ενώ είσαι πιστός οπαδός της τέχνης, καταλύεις με τη στάση σου τη βασική της λειτουργία.
Κάποια στιγμή πρέπει να πηδήσεις τον φράχτη∙ και να απελευθερωθείς.
Τα κριτικά κείμενα να πάψουν να σε βαραίνουν την ώρα της ανάγνωσης, τα βιογραφικά και τα πραγματολογικά στοιχεία να υπάρχουν μόνο στο πίσω μέρος του μυαλού όταν έρχεσαι σε επαφή με την ίδια την τέχνη, να μπορείς να διαμορφώσεις τη δική σου άποψη. Κι έπειτα όλα όσα έχεις διαβάσει, σε δεύτερο χρόνο, μαζί και το ίδιο το έργο, να μπορούν να μπουν στη θέση που τους αξίζει. Δεν είναι άσκοπες οι κριτικές και η θεωρία της λογοτεχνίας, φτιάχνουν το υπόστρωμα για να πατήσεις. Δεν είναι όμως κι Ευαγγέλιο. Αν δεν πηδήξεις τον φράχτη, αν δεν έχεις δική σου άποψη, τότε χάνεις όλη την απόλαυση.
Είναι περίεργη ιστορία η λογοτεχνία. Ξεκινά από το θυμικό μας, για να αρπάξει τη λογική μας, μας (εκ)παιδεύει και μας παιδεύει. Πρέπει να είσαι σε διαρκή εγρήγορση, αυτό είναι το μεγάλο πλεονέκτημα, δεν σε αφήνει να εφησυχάσεις. Αν νομίσεις πως την κατέχεις, όλο και κάποιος συγγραφέας θα σου βγάλει τη γλώσσα. Αν νομίσεις πως την ορίζεις, τότε η μούχλα σου θα αρχίσει να βρωμάει. Αν νομίσεις πως δεν απαιτεί τίποτα, τότε χάνεις τη μισή της γοητεία. Απαιτεί γνώση, και χρόνο, και διάθεση. Απαιτεί, στα έσχατα, την ψυχή σου. Το αν θα τη δώσεις, είναι απόφαση που κανείς δεν παίρνει έλλογα. Αυτή είναι η γοητεία της, την ώρα που κάνει επίκληση στο μυαλό σου, ανάβει μια φωτιά για να μαγειρέψει την καρδιά σου. Μπορεί να βγεις από το καζάνι αλώβητος, μπορείς να βράσεις αργά και βασανιστικά. Υπάρχει κι επιλογή να χορέψεις με τις φλόγες και να καείς.
Κατερίνα Μαλακατέ
Booktalks |
Κατά τη γνώμη μου, είναι πολύ χρήσιμο (έως και απαραίτητο) να ξέρεις την εποχή και το ιστορικό γίγνεσθαι ενός βιβλίου. Μόνο αυτά όμως. Την ώρα της ανάγνωσης, οι κριτικές, οι απόψεις του συγγραφέα, τα βραβεία, οι πωλήσεις, κτλ δεν παίζουν απολύτως κανέναν ρόλο – κι αν παίξουν κάποιον, σίγουρα δεν θα είναι για καλό, αλλά θα είναι για σου επιβληθούν και να αλλοιώσουν τον τρόπο με τον οποίον εσύ βιώνεις την συγκεκριμένη ανάγνωση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξάλλου, η ανάγνωση (και γενικότερα η τέχνη) είναι κατά κύριο λόγο συναίσθημα· είναι εκείνη η επίγευση που σου αφήνει στο τέλος. Αργότερα (λεπτά, ώρες, μέρες), όταν η επίγευση αυτή αρχίσει να εξασθενεί, τότε είναι που η καρδιά δίνει την θέση της στο μυαλό και γίνεται η αναζήτηση απόψεων, συμβολισμών, κριτικών, παραλληλισμών και νοημάτων. Τουλάχιστον κατά την δική μου κρίση.