Ο Τζίμι δουλεύει σε ένα τηλεφωνικό κέντρο του Λονδίνου, στη βάρδια
του δέχεται παράπονα για πακέτα διακοπών – και ονείρων- που πήγαν στραβά, από
πλούσιους που δεν ξέρουν πώς είναι να ζεις με τον μίνιμουμ μισθό στο Λονδίνο. Ο Τζίμυ είναι παχουλός και queer, του αρέσει το βερνίκι νυχιών και
το κραγιόν, έχει σχέση με τον οικογενειάρχη συνάδελφό του και φαντασιώνεται τον
προϊστάμενο του. Ο προϊστάμενος όλο τον βγάζει στον τάκο, και του δίνει μόνο τη
βραδινή βάρδια. Πάντα αυτός χρησιμοποιεί τα χειρότερα ακουστικά, τον χειρότερο
υπολογιστή. Πάντα αυτός είναι το παράδειγμα προς αποφυγή. Κι απαντάει στους πελάτες
στον παράδεισο.
Η σχέση του Τζίμι με τη μάνα του, μια σισιλιάνα αδύνατη, με
τον εαυτό του, με την ταυτότητά του, με τη βαρεμάρα, τη σεξουαλικότητα, την ευαισθησία
του, ο τρόπος να χαθείς σε μια κοινωνία που σου δίνει επιλογές— ανάμεσα στην dream job, να κάνεις τον τεθλιμμένο
συγγενή σε ένα γραφείο κηδειών ενώ θέλεις να πηδήξεις το πτώμα ή να κάνεις την
βραδινή βάρδια σε ένα τηλεφωνικό κέντρο, όπου ευκατάστατοι κόπανοι έχουν θέμα
με την θερμοκρασία της θάλασσα ενώ θέλεις να πηδήξεις το αφεντικό σου, η
μοναξιά, η αβάσταχτη μοναξιά, η δυστυχία με αναλαμπές έξαλλης χαράς.
Ο Τζίμυ είναι ένας καθημερινός άνθρωπος στον χειρότερό του
εφιάλτη και ο χοντρός κώλος του και τα υπέροχα χείλια του με την ακριβώς σωστή
απόχρωση κραγιόν, το αποδεικνύουν. Wonderfuck, wonderful,
wunderbar, με μια
ταυτότητα που δεν σου ανήκει, κάνεις το καλύτερο pity τηλεφωνικό
σεξ, για να βρεθείς πάλι στον αδηφάγο δρόμο, φυγάς από τον εαυτό σου. Δεν ονειρεύεσαι
καν ένα luxury ταξίδι μαζικού τουρισμού που πήγε λάθος γιατί το δωμάτιο
είναι στο λάθος χρώμα. Ή οι άντρες δεν θέλουν το εξηντάχρονο λιωμένο κορμί σου.
Η Φόλκμερ παίζει με τις φοβίες και τις φαντασιώσεις μας,
αλλά κυρίως με τον πανάρχαιο φόβο της απογύμνωσης μπροστά στον εαυτό μας. Μιλάει
για σεξισμό και ρατσισμό, για χονδροφοβία και γεροντοφοβία, για μαζικά όνειρα, για
την πάλη των γαμημένων των τάξεων, και πώς είναι αδύνατο από μια θέση
προνομιακή να καταλάβεις τι βιώνει αυτός που δεν την έχει. Μας στήνει μπροστά
σε ένα καθρέφτη που τα δείχνει όλα όλα, όλα. Κι αυτό είναι αβάσταχτο. Δυνατό
και τολμηρό. Όπως πάντα πρέπει να είναι η λογοτεχνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου