Είναι το «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ» ένας από τους παππούδες του σημερινού autofiction; Υπό μία έννοια, ναι, πρόκειται για ένα μυθιστόρημα όπου ο συγγραφέας μετατρέπει τον εαυτό του σε μυθιστορηματικό ήρωα, δανείζεται κομμάτια της ζωής του και τα μετατρέπει σε πλοκή. Από την άλλη ο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, δεν είναι ένα αμιγώς αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα. Ο Κ. Ντ, κρατάει τον εαυτό του ως παλίμψηστο του Ντ.Κ., όμως δανείζει μόνο θραύσματα των προσωπικοτήτων των γύρω του στους υπολοίπους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες.
Αυτό που πιο πολύ από όλα τα άλλα μας θυμίζει ας πούμε το «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο» του Προυστ, είναι η ιδέα της υποκειμενικής μνήμης, της ρευστότητας της ανάμνησης, της επανεφεύρεσης του εαυτού, μέσα από την εξιστόρηση. Ο Ντίκενς το λέει ξανά και ξανά μέσα στην ίδια την αφήγηση, το βάζει το στόμα της κας Τρότγουντ, του ίδιου του πρωτοπρόσωπου αφηγητή, Ντέιβιντ: η ανάμνηση είναι βασισμένη στην πραγματικότητα, αλλά στην πραγματικότητα δημιουργείται κάθε φορά από το ποιος είναι αυτός που θυμάται.
Το «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ», έτσι, δεν είναι απλά ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, αναδύεται από μέσα του η έννοια της ίδιας της μνήμης και του χρόνου. Κάτι που μάλλον δεν θα το περίμενε κανείς από ένα Βικτωριανό μυθιστόρημα του 1850, που δημοσιεύτηκε σε συνέχεις, χωρίς σαφή σκελετό από την αρχή, από τον Μάιο του 1849 έως και τον Νοέμβριο του 1850, και που οι άνθρωποι αγόραζαν κάθε επιφυλλίδα για μισή πένα, «κατεβάζοντας» έτσι την Υψηλή λογοτεχνία στο ανάστημα των φτωχών.
‘I know enough of the world now, to have almost lost the capacity of being much surprised by anything; but it is matter of some surprise to me, even now, that I can have been so easily thrown away at such an age. A child of excellent abilities, and with strong powers of observation, quick, eager, delicate, and soon hurt bodily or mentally, it seems wonderful to me that nobody should have made any sign in my behalf.’
Το παιδικό τραύμα του Ντίκενς, το ότι αναγκάστηκε στα 12 του να δουλέψει σε βιοτεχνία παπουτσιών για να συντηρήσει την οικογένεια, όσο ο πατέρας του ήταν φυλακή για χρέη, είναι το κομβικό γεγονός που καθορίζει τη ζωή και του Ντέιβιντ. Οι γονείς του Ντίκενς εμφανίζονται σε πολλούς χαρακτήρες, η μητέρα του στην αφελή και πανέμορφη μητέρα του Ντ.Κ., Κλάρα Κόπερφιλντ. Ο «θάνατος» της μέσα του όταν του ζήτησε να συνεχίσει να δουλεύει και να μην ξαναρχίσει το σχολείο, στο θάνατο της Κλάρας. Ο πατέρας του, Τζον Ντίκενς, στο πρόσωπο του πομπώδους κου Μικόουμπερ που φυλακίστηκε για χρέη, κι ίσως αργότερα στον καλόκαρδο αλλά θεότρελο κο Ντικ. Ο Ντίκενς θεωρούσε τους γονείς του ευτυχείς και ανέμελους, αλλά ανίκανους για γονείς.
Αυτό διαμόρφωσε και την ιδέα του περί γυναικών και γάμου, που τελικά κατέστρεψε και τον ίδιο και την γυναίκα του, Κέιτ Ντίκενς, που υπέφερε τα πάνδεινα στα χέρια του.
Στον Ντ. Κόπερφιλντ επανέρχονται τρία βασικά γυναικεία πρότυπα. Η Ντόρα και η Κλάρα, οι γυναίκες-παιδιά, που μπορείς να τις εκμεταλλευτείς ή να τις λατρέψεις. Η Ντόρα είναι βασισμένη στην πρώτη αγάπη του Ντίκενς, Maria Beadnell, και πώς φανταζόταν πως θα ήταν ο γάμος της μαζί του, αν το τολμούσε. Η Άγκνες, η ιδανική Βικτωριανή γυναίκα, που κρατάει άψογα το νοικοκυριό, είναι νουνεχής και φροντιστική και πάντα πανέμορφη. Και φυσικά η Μέγαιρα, όπως η κα Νταρτλ και η κα Μερντστόουν.
Ο Ντίκενς, που αγαπούσε τα του οίκου του, λένε πως ακόμα κι όταν έγινε διάσημος και πάμπλουτος έκανε εκείνος τα καθημερινά ψώνια για να μην τον κλέψει ο χασάπης, δημιουργεί στον Ντ. Κόπερφιλντ ξανά και ξανά ιστορίες για αυτό το θέμα, για γυναίκες που τα κατάφερναν κι άλλες όχι. Δυστυχώς για την Κάθριν Ντίκενς, που τον γνώρισε όταν ήταν ένα ανέμελο κορίτσι στα 18 της, (που έγραφε, ήταν ηθοποιός, φοβερή μαγείρισσα, εξέδωσε μάλιστα έναν οδηγό μαγειρικής όσο ζούσε), δεν τα κατάφερε να παραμείνει η ιδανική γυναίκα στα μάτια του.
Στην αρχή πήγαιναν ταξίδια, θέατρα, μιλούσαν για λογοτεχνία, ο Ντίκενς ήταν πανευτυχής, όπως ο Τραντλς στον Κόπερφιλντ. Αλλά μετά, η Κέιτ άρχισε να κάνει παιδιά, 10 ή 11 τον αριθμό επέζησαν έστω και λίγο, ενώ είχε τουλάχιστον 2 αποβολές. Ο δεύτερός του γιος γεννήθηκε το 1849, λίγο πριν αρχίσει ο Ντ.Κ. Η τρίτη τους κόρη γεννήθηκε το 1850, την ονόμασαν Ντόρα, από το μυθιστόρημα. Το μωράκι πέθανε 8 μήνες αργότερα.
Η Κάθριν χόντρυνε, έπαθε κατάθλιψη, ήταν μια μέγαιρα δίπλα στον λαμπερό σούπερ σταρ συγγραφέα, που έκανε ήδη παγκόσμιες περιοδείες. Το 1857, ο Ντίκενς την αντικατέστησε με την 18χρονη Νέλλυ (όταν ο ίδιος ήταν 45 χρονών, η Κέιτ 42, και η τελευταία τους κόρη, 18 χρονών). Και την κατασυκοφάντησε γράφοντας δακρύβρεχτες επιστολές και επιφυλλίδες στο Household Words, το εβδομαδιαίο περιοδικό του. Και της στέρησε τα παιδία της. Όταν πέθανε ο Κάρολος, ο κόσμος πίστευε πως είχε παντρευτεί μια ημίτρελη, χοντρή, ανάπηρη από τις πολλές γέννες. Όταν πέθανε η Κάθριν, που δημοσίως δεν μίλησε ποτέ κακά για κείνον, έδωσε στην κόρη της τις επιστολές τους, για να μάθει ο κόσμος πως πραγματικά αγαπήθηκαν.
Ο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ ακολουθεί παρόμοια επαγγελματική πορεία με τον Κάρολο Ντίκενς, γίνεται δημοσιογράφος και συγγραφέας, ίσως όχι με την έξαλλη επιτυχία που είχε ο δημιουργός του. Όμως κυρίως έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με κείνον, την ιδιοφυία, την ικανότητα της ψυχογράφησης, τη λατρεία για τον Σαίξπηρ και το θέατρο, την δυνατότητα να συγκεντρωθεί και να γράψει τεράστια μυθιστορήματα, την αφέλεια και το τραύμα, τις επιπόλαιες φιλικές σχέσεις που φτάναν στα όρια της λατρείας. Ο C.D και o D.C. ερωτεύονταν με τον ίδιο τρόπο, την ιδέα αντί για τη γυναίκα.
Κι έχουν κοινά θέματα στα μυθιστορήματά τους, την μικροαστική Βικτωριανή ηθική, την παιδική εργασία, το γάμο, τον έρωτα, τα σχολεία, το δικαστικό σύστημα. Άλλωστε στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, γίνεται σαφές πως ο Ντ.Κ. γράφει ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα. Ο Ντ.Κ. ως αναξιόπιστος αφηγητής της ιστορίας του, είναι και δεν είναι ο Κ.Ντ.
Ο Ντίκενς δήλωνε ανοιχτά πως από όλα τα μυθιστορήματά του, αυτό, το 8ο, ήταν το αγαπημένο του. Έγραψε, π.χ., στον πρόλογο της έκδοσης του 1857:
“[]like many fond parents, I have in my heart of hearts a favourite child. And his name is David Copperfield".
Αν κάποιος του έλεγε πως γράφει autofiction, θα τον κοιτούσε ωσάν τον εξωγήινο. Το σίγουρο είναι ένα, στο "Ντέιβιντ Κόπερφιλντ" δένεται το πραγματικό με το φανταστικό, [«a very complicated weaving of truth and invention», έλεγε ο ίδιος] κι έτσι φτιάχνεται λογοτεχνία∙ του πιο μεγάλου ύψους.
Κατερίνα Μαλακατέ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.