26/12/25

"Τα ονόματα της Φελίσας", Juan Gabriel Vásquez



                    

«Η εξόριστη στη Γαλλία κολομβιανή γλύπτρια Φελίσα Μπουρστίν πέθανε από θλίψη στις 10:15 της περασμένης Παρασκευής, 8 Ιανουαρίου, σ’ ένα παρισινό εστιατόριο.

Αυτή η φράση του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, γραμμένη στις 20α Ιανουαρίου του 1982, κόλλησε στο μυαλό του Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκεζ όταν την πρωτοδιάβασε το 1996 κατά τη διάρκεια της πρώτης του επίσκεψης στο Παρίσι. Κοντά τριάντα χρόνια μετά, ο Βάσκεζ έγραψε τα «Ονόματα της Φελίσας», βάζοντας το μυθιστορηματικό του άλτερ ίγκο, να περπατήσει στα βήματά της και να δει τη ζωή της. Φυσικά ο Βάσκεζ δεν ήξερε ποια ήταν η Φελίσα πριν το άρθρο του Μ

άρκες, γιατί αυτή ήταν γνωστή, αλλά όχι πασίγνωστη∙ ούτε καν μέσα στην Κολομβία. Ίσως ειδικά εκεί.

Ο Βάσκεζ-αφηγητής γράφει ένα βιβλίο για τις πολλαπλές μεταμορφώσεις, πρόσωπα, ταυτότητες και ονόματα της Φελίσας και στην πορεία γίνεται μια από αυτές τις μεταμορφώσεις, τόσα χρόνια μετά το θάνατό της. Οι αναμνήσεις του από αυτήν— δεν έχει αναμνήσεις, μόνο συνεντεύξεις, και αποκόμματα και γλυπτά και μαρτυρίες— μιλάνε για εκείνον κι όχι για κείνη. Έτσι με αυτό το μυθιστόρημα, μας παραδίδει ένα κείμενο ποιητικής, ένα κείμενο για το πώς φτιάχνεται ένα έργο τέχνης, ποιο είναι το έναυσμα και ποιο τελικά το δεύτερο επίπεδο, που ξεπερνά την ίδια την ιστορία και την πλοκή και δημιουργεί στον καλλιτέχνη την εμμονή με το θέμα και σε μας την ταύτιση.

Αυτός ο αφηγητής είναι το μεγάλο ατού του βιβλίου, το κάνει διαφορετικό και μοναδικό από αντίστοιχες μυθιστορηματικές βιογραφίες, και ο λόγος που ίσως κάποιοι αναγνώστες να νιώσουν στην αρχή απόσταση, σαν να διαβάζουν δημοσιογραφικό κείμενο. Εμένα, μου δημιούργησε το ακριβώς αντίθετο, κι είναι ένας από τους λόγους που θεωρώ το μυθιστόρημα σπουδαίο.

Η Φελίσα Μπουρστίν (Feliza Bursztyn) γεννήθηκε στην Κολομβία από γονείς Εβραίους, που ξέμειναν στην Μποκοτά όταν ανέβηκε στην εξουσία ο Χίτλερ. Οι γονείς της ήταν εύποροι και αρκετά προοδευτικοί σε ιδέες, κι έτσι δέχτηκαν να σπουδάσει η κόρη τους τέχνη στη Νέα Υόρκη. Εκείνη γύρισε στα 18 της με έναν αμερικανό σύζυγο, με τον οποίο έκανε τρεις κόρες. Ούτε κι εκείνη ήξερε γιατί τον παντρεύτηκε, πιθανώς για το αίσθημα της ασφάλειας, το σίγουρο είναι πως τη δεκαετία του ‘50 ο Λάρι είχες σαφείς ιδέες για τη θέση της γυναίκας: έπρεπε να μεγαλώσει τα τρία της παιδιά και να κρατήσει τις ιδέες της για τέχνη ως χόμπι. Κι όταν είδε πως η Φελίσα δεν συμμορφωνόταν, η λύση ήταν απλή, της έσπασε το χέρι, για να μην ασχοληθεί με την τέχνη πια. Σύντομα, την κάλεσε κι ο έρωτας, με τον επίσης παντρεμένο ποιητή Χόρχε Γαϊτάν. Το σκάνδαλο ήταν τέτοιο που ο Λάρι απήγαγε τα παιδιά τους και τα πήγε στην Αμερική, το «παράνομο» ζευγάρι αναγκάστηκε να καταφύγει στο Παρίσι, ενώ ο πατέρας της την έθαψε, σε ένα κενό φέρετρο, με όλες τις τιμές της εβραϊκής κηδείας.

Η Φελίσα πήρε την γενναία απόφαση να ακούσει την κλίση της, να σπουδάσει στο Παρίσι, να φύγει με τον έρωτα της ζωής της, να παρατήσει τα παιδιά της στην Αμερική. Κι όμως, αυτή γυναίκα, γύρισε στη Μποκοτά, γιατί τέχνη μπορούσε να κάνει μόνον εκεί, στην Πατρίδα.

Η έννοια της Πατρίδας και της εξορίας απασχολεί πολύ τον Βάσκεζ σε αυτό το βιβλίο, ίσως γιατί αναγκάστηκε κι αυτός όπως πολλοί λατινοαμερικάνοι καλλιτέχνες να εγκαταλείψει την πατρίδα του όταν τα πράγματα στρίμωξαν πολιτικά. «Η τέχνη απαιτεί θυσίες» λέει σχεδόν κοροϊδευτικά το κλισέ, αλλά η Φελίσα Μπουρστίν, και ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, και ο Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκεζ το έζησαν στο πετσί τους, μαζί με πολλούς πολλούς άλλους που παρελαύνουν σε αυτό το μυθιστόρημα, έστω και ως ονόματα.

«Εξορία: ποτέ δεν της είχε αρέσει αυτή η λέξη, αλλά κατέληξε πως καμία άλλη δεν ταίριαζε πιο πολύ: η εκπατρισμός δεν της έφτανε, η προσφυγιά της φαινόταν αμήχανη, η άσυλο πρόδιδε μιαν αδυναμία μια τρωτότητα, σαν να υπονοούσε μια αναπηρία.
Η Φελίσα αναγκάστηκε ξανά και ξανά να επανεφεύρει το δυσκολοπρόφερτο όνομά της που οι κριτικοί δεν κατάφεραν ούτε μια φορά να γράψουν σωστά στις εφημερίδες, το πρόσωπο και τον εαυτό της, αναζητώντας πάντα την καλλιτεχνική και την προσωπική ελευθερία. Αν και αυτή, η ελευθερία, δεν υπάρχει παρά μόνον όταν απαλλαγείς από τους άλλους, όταν πεθάνεις, μας το λέει ο Βάσκεζ ρητά. Η γυναίκα αυτή που δεν υπήρξε στρατευμένη φεμινίστρια, ούτε στρατευμένη κομμουνίστρια, τιμωρήθηκε γιατί ήταν γυναίκα και τιμωρήθηκε γιατί πήγε στην Κούβα, και τιμωρήθηκε γιατί θέλησε κάτι πέρα από τη σύμβαση. Και πέθανε μια μέρα, στα 48 της χρόνια, σε ένα καταπαγωμένο Παρίσι, χωρίς φίλους, αυτή που έζησε πάντα μέσα από την αγάπη των άλλων, που δημιούργησε πρωτοποριακά γλυπτά και που δεν μπορούσε να κάνει τέχνη παρά μόνον σπίτι της, στην Μποκοτά.

Αγάπησα τη λογοτεχνία του Βάσκεζ, την ιδιοτροπία της, την λογιοσύνη της, την ελευθερία της να μιλά για πράγματα που κοστίζουν, ήδη από τον «Ήχο των πραγμάτων όταν πέφτουν» που έγραψε όταν ήταν μόλις 38 χρονών. «Τα ονόματα της Φελίσας» μοιάζει το πιο μεστό μυθιστόρημά του ως τώρα, το έγραψε άλλωστε στα 48, στην ηλικία που οι μυθιστοριογράφοι φτάνουν στην ακμή τους. Α και στην ηλικία που πέθανε η Φελίσα∙ από θλίψη.


"Τα ονόματα της Φελίσας", Juan Gabriel Vásquez, μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Ίκαρος















Για τη Φελίσα Μπουρστίν: 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.