Στο «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» ο Αλέξης Σταμάτης, συγγραφέας πολύ αγαπημένων μου βιβλίων όπως το «Μπαρ Φλομπέρ» και το «Μητέρα Στάχτη», πειραματίζεται και αλλάζει φόρμα. Τα προηγούμενά του είναι σφιχτοδεμένα από άποψη πλοκής, εξαιρετικά σκηνοθετημένα για να σε οδηγούν σε μια λύση αναπάντεχη μεν, ομαλά εξελισσόμενη δε. Δεν ξέρω αν υπήρχε πρόθεση, μα εδώ μάς δίνεται ένα μυθιστόρημα σχεδόν μεταμοντέρνο. Και δεν μπορώ παρά να χαιρετίσω μια τέτοια προσπάθεια στο βάλτο της ελληνικής λογοτεχνικής πραγματικότητας που αρνείται σθεναρά εδώ και χρόνια να καταλάβει τί γίνεται κάτω από τη μύτη της σε όλο τον κόσμο.
Ο ήρωας του βιβλίου είναι ένας πετυχημένος σκηνοθέτης και σεναριογράφος που έχει πέσει στην ευκολία της μανιέρας, από τις δύσκολες ταινίες της αρχής του τώρα έχει κάνει εμπορικότερη στροφή χωρίς κατ’ ανάγκη να εκχυδαϊστεί. Έχει μόλις τελειώσει ένα ημιαυτοβιογραφικό σενάριο που αρέσει σε όλους, στον παραγωγό, στους συνεργάτες του, μια σίγουρη επιτυχία, όταν μέσα από ένα τυχαίο γεγονός μπλέκεται με δυο άτομα, μια γοητευτική νεαρή γυναίκα κι έναν «γιατρό» που θα τον οδηγήσουν σε άλλους δρόμους. Θα τον βάλουν στη διαδικασία της αλήθειας.
Το βιβλίο παρουσιάζει εξαιρετικά ευρήματα γραφής, τα οποία θα ήταν καλύτερα ακόμα δοσμένα αν δεν άλλαζαν τα τυπογραφικά στοιχεία για να μας τα επισημάνουν κι ένα αναπάντεχο τέλος για όλους εμάς που αγαπήσαμε τα προηγούμενα μυθιστορήματά του, υποθέτω. Από τα μοναδικά στοιχεία που κάπως με ενόχλησαν ήταν η συνεχής αναφορά σε φράσεις από βιβλία και ταινίες, κάποιες φορές ίσως μόνον για να είναι εκεί. Εξαίρεση η «Νοσταλγία» του Ταρκόφσκι με ουσιαστικό λόγο ύπαρξης στην πορεία της πλοκής.
Εν ολίγοις, το «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» χωρίς να μπορέσει να αντικαταστήσει μέσα μου τα προηγούμενα βιβλία του Αλέξη Σταμάτη, με τις αδυναμίες και τις αστοχίες του κάποιες στιγμές, μού έδωσε ελπίδα. Πώς άνθρωποι με φανερό συγγραφικό ταλέντο δεν κάθονται στα αυγά τους και τις ευκολίες τους, τολμούν να βγουν από αυτά και να ανοίξουν πανιά για άλλα.
Ο ήρωας του βιβλίου είναι ένας πετυχημένος σκηνοθέτης και σεναριογράφος που έχει πέσει στην ευκολία της μανιέρας, από τις δύσκολες ταινίες της αρχής του τώρα έχει κάνει εμπορικότερη στροφή χωρίς κατ’ ανάγκη να εκχυδαϊστεί. Έχει μόλις τελειώσει ένα ημιαυτοβιογραφικό σενάριο που αρέσει σε όλους, στον παραγωγό, στους συνεργάτες του, μια σίγουρη επιτυχία, όταν μέσα από ένα τυχαίο γεγονός μπλέκεται με δυο άτομα, μια γοητευτική νεαρή γυναίκα κι έναν «γιατρό» που θα τον οδηγήσουν σε άλλους δρόμους. Θα τον βάλουν στη διαδικασία της αλήθειας.
Το βιβλίο παρουσιάζει εξαιρετικά ευρήματα γραφής, τα οποία θα ήταν καλύτερα ακόμα δοσμένα αν δεν άλλαζαν τα τυπογραφικά στοιχεία για να μας τα επισημάνουν κι ένα αναπάντεχο τέλος για όλους εμάς που αγαπήσαμε τα προηγούμενα μυθιστορήματά του, υποθέτω. Από τα μοναδικά στοιχεία που κάπως με ενόχλησαν ήταν η συνεχής αναφορά σε φράσεις από βιβλία και ταινίες, κάποιες φορές ίσως μόνον για να είναι εκεί. Εξαίρεση η «Νοσταλγία» του Ταρκόφσκι με ουσιαστικό λόγο ύπαρξης στην πορεία της πλοκής.
Εν ολίγοις, το «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» χωρίς να μπορέσει να αντικαταστήσει μέσα μου τα προηγούμενα βιβλία του Αλέξη Σταμάτη, με τις αδυναμίες και τις αστοχίες του κάποιες στιγμές, μού έδωσε ελπίδα. Πώς άνθρωποι με φανερό συγγραφικό ταλέντο δεν κάθονται στα αυγά τους και τις ευκολίες τους, τολμούν να βγουν από αυτά και να ανοίξουν πανιά για άλλα.
Γιατί δεν κάνεις κι εσύ το ίδιο; Τα συρτάρια δεν διαβάζουν τα γραπτά μας...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ, βρε αλατάκι, για την ενθάρρυνση αλλά έχω φάει αρκετές πόρτες ως τώρα. Ας μου λείπει το βύσσινο. Κάτσε να συνέλθω από τις αρνήσεις για το προηγούμενο μυθιστόρημα και θα βγάλω και το καινούριο στη γύρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγω παντως που το διαβασα προσφατα δεν τρελαθηκα κιολας.Πιασαρικος τιτλος αλλα ετερον ουδεν.
ΑπάντησηΔιαγραφή