27/5/14

"Η ανάγνωση είναι χάσιμο χρόνου", του Μαραμπού

Όταν με ρωτούν πώς μου αρέσει να περνώ τις ελεύθερες ώρες μου, πάντοτε διακρίνω μια ανεπαίσθητη αλλά παρούσα επιτίμηση για τις επιλογές μου στα λόγια και τις εκφράσεις των συνομιλητών μου. Οι ελεύθερες ώρες είναι ένας ευφημισμός αφού συνεχώς είναι φυλακισμένες από την σφαιρική μεταλλική μπάλα μιας διόλου σφαιρικής κριτικής. Είτε μου αρέσει να διαβάζω είτε να μετρώ τους σκουρόχρωμους ρόζους του ξύλινου ταβανιού μου, αυτό είναι λίγο πολύ κατακριτέο. Ακόμα όμως και όταν βρω έναν που του αρέσει να περνά τις ελεύθερες ώρες του όπως εγώ, οι λεπτές αποχρώσεις και διαφοροποιήσεις των δραστηριοτήτων μας, μπορούν να προκαλέσουν μια κανιβαλική κριτική άνευ προηγουμένου, με δυο λόγια, να φάμε τις σάρκες μας.

Μου αρέσει να διαβάζω αλλά όχι αστυνομικά. Όταν κάποιος μου λέει ότι λατρεύει να περνάει την ώρα του διαβάζοντας αστυνομικά, εγώ σουφρώνω τα χείλη και σκέφτομαι (ίσως και να το λέω δυνατά), τι χάσιμο χρόνου! Τις λίγες φορές που επέλεξα να διαβάσω ένα αστυνομικό, πρόλαβα και βαρέθηκα μέχρι θανάτου, στο ελάχιστο χρονικό διάστημα που διήρκεσε η πυρετώδης ανάγνωσή του. Έμοιαζε σαν να βρισκόμουν σ' ένα αυτοκίνητο που έτρεχε ιλιγγιωδώς σε μια λεωφόρο, χωρίς να προλαβαίνω να απολαύσω την διαδρομή, βλέποντας μόνο μια ομοιόμορφη και θολή αλληλουχία δέντρων και κτιρίων. Ώσπου, φτάναμε σε μια ανοιχτωσιά και μου ανακοίνωναν ψυχρά, εδώ κατεβαίνεις φίλε!

Επίσης, με ενοχλεί η τελειότητά τους. Όλα μέσα τους μου φαντάζουν τέλεια, αψεγάδιαστα. Αν δεν περιέχουν ένα κραυγαλέο λογικό κενό στην ιστορία τους, τότε έχουν κερδίσει το στοίχημα. Η πλαστική επέμβαση πέτυχε, μοιάζουν ολότελα φυσικά! Αντιλαμβάνομαι, εντούτοις, ότι υπάρχουν διαβαθμίσεις σ' αυτήν την τελειότητα που ένα έμπειρο μάτι μπορεί να διακρίνει με ευκολία. Για όσο όμως θα επιμένω να μην προτιμώ την ανάγνωσή τους, όλα θα συνεχίσουν να μου μοιάζουν τέλεια. Η ανέφικτη οικειότητα δεν πρόκειται να διαταράξει αυτήν την συμφέρουσα συνθήκη. Όλα αυτά γράφονται εν είδει επιμυθίου, μετά την προ ημερών ανάγνωση του βιβλίου του Τζορτζ Πελεκάνου «Αδιέξοδο». Όσοι διακινδυνεύσετε να εμπιστευτείτε την κρίση μου, στο τέλος ευελπιστώ να συμφωνήσετε μαζί μου όταν σας λέω ότι, το συγκεκριμένο βιβλίο ...ήταν τέλειο!


Νομίζω ότι χάνω τον ελεύθερο χρόνο μου πιο συνετά και ευθύς αμέσως θα σας περιγράψω την πρόσφατη χασούρα μου για να κρίνετε και μόνοι σας! Οι συγγραφείς γιγαντώνονται ή συρρικνώνονται βιβλίο με το βιβλίο είτε με την σειρά που τα γράφουν είτε μ' εκείνη που τα διαβάζεις. Πάντοτε μου ήταν δύσκολο να ξεχωρίσω τον συγγραφέα από το βιβλίο του. Η παρουσία του ήταν συνεχής, αν όχι στην ιστορία που κάθε φορά μου αφηγούνταν (ενίοτε αυτό λειτουργεί ανασταλτικά για την ίδια την ιστορία και κατ' επέκταση για την διαχρονική σπουδαιότητα του βιβλίου), τουλάχιστον ήταν παρών στην φαντασία μου που τον έπλαθε (με την βοήθεια και κάποιων εξωτερικών ερεθισμάτων) κατά το δοκούν και αδιαλείπτως. Αυτά τα εξωτερικά ερεθίσματα ήταν συνήθως κάποιες φωτογραφίες των συγγραφέων, βιογραφικά στοιχεία, μερικά ανέκδοτα από την πολυτάραχη ή βαρετή ή τραγική ή ό,τι άλλο ζωή τους, κάποιες εμμονικές παραξενιές τους, πολύ συχνά δε, και μερικά αυτοβιογραφικά κείμενα ή δοκίμια θεωρητικού περιεχομένου που ανέπλαθαν με μια “δεύτερη” γραφή τα σπουδαιότερα επιτεύγματα της πρώτης.  Τα ανέκδοτα για να μην περιπέσουν στην φθηνή ρητορική των κουτσομπολιών πρέπει να τα χειριστεί ένα χέρι έμπειρο, που ναι μεν δε θα τους χαριστεί, αλλά τουλάχιστον θα τους “ντύσει” με την ομορφιά του γραπτού λόγου, τον οποίο και εκείνοι πιστά και επίμονα υπηρέτησαν, θα τους κάνει για λίγο χάρτινους ήρωες, εξάλλου τείνω να πιστεύω ότι οι σπουδαίοι συγγραφείς, που ξεχνάει να τους περιμαζέψει η λήθη, είναι επινοημένοι, ζουν μόνο στην φαντασία μας, σχεδόν λησμονούμε ότι κάποτε κατάφεραν και έζησαν και έξω απ' αυτήν.

Αυτήν τη δουλειά ανέλαβε να την περατώσει, υποψιάζομαι με περισσή ευχαρίστηση, ο Χαβιέρ Μαρίας στο βιβλίο του “Γράφοντας τις ζωές των άλλων” που εκδόθηκε πρόσφατα στην Ελλάδα. Πρόκειται για είκοσι έξι αποκαλυπτικά πορτρέτα συγγραφέων-μύθων που στην πλειονότητά τους διατηρούν ακέραιο τον συγγραφικό μύθο τους, με δυο-τρεις εξαιρέσεις στις οποίες η ζωή τους υπονομεύει (όχι όμως μέχρι τέλους) την φαντασία τους. Ο Χαβιέρ Μαρίας δηλώνει εξαρχής ότι βρίσκει απωθητικούς τρεις ανθρώπους, τον Τζέημς Τζόυς, τον Τόμας Μαν και τον Γιούκο Μίσιμα. Διαβάζοντας τα πορτρέτα και αφού αφαιρέσω τον Τζόυς για προσωπικούς λόγους καίτοι ομολογουμένως ήταν μεγάλο καθίκι, έρχομαι να συμφωνήσω με τον Μαρίας. Ο Μαν με έκανε να γελάσω από αγανάκτηση και λύπηση. Είχε τόση έπαρση ώστε άφησε τα ημερολόγιά του σε σφραγισμένους φακέλους με την εντολή να ανοιχτούν μετά από 25 χρόνια, όταν δε ανοίχτηκαν, η απογοήτευση υπήρξε μεγάλη καθώς σπάνια περιείχαν κάποιο οξυδερκές σχόλιο αντάξιο ενός συγγραφέα, απλώς έβριθαν από καθημερινές ανούσιες καταγραφές που θα άφηναν αδιάφορο και τον πιο κουτσομπόλη. «Κατάφερα να ενεργηθώ μετά το πρωινό», «Πέρασα ένα μεγάλο μέρος χωρίς την τεχνητή οδοντοστοιχία μου. Βάσανα», «Δυσκολευόμουν να καταπιώ το φαγητό οπότε χρειάστηκε να μου το αλέσουν στο μύλο». Απομυθοποίηση τώρα! Είχα σκοπό να καταπιαστώ εντατικότερα με το έργο του Μαν, από το οποίο έχω διαβάσει ελάχιστα, όμως αυτό το πορτρέτο του λειτούργησε ανασταλτικά και θα περάσει καιρός πριν το ξανασκεφτώ.

Ο Μίσιμα από την άλλη, ήταν και αυτός κάργα επηρμένος και εκτός όλων των άλλων που έκανε, με αποκορύφωμα τον τελετουργικό αλλά ανόητο θάνατό του, την χρονιά που έκανε παγκόσμια περιοδεία για να προωθήσει το έργο του, συζητιόταν έντονα ότι το Νόμπελ λογοτεχνίας θα πάει πρώτη φορά σε Ιάπωνα, έτσι ο Μίσιμα φρόντισε να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο την ώρα της ανακοίνωσης ώστε το κοινό να τον θαυμάσει με κάθε μεγαλοπρέπεια.

(...) Όταν το αεροπλάνο όμως προσγειώθηκε και βγήκε πρώτος πρώτος μ' ένα πελώριο χαμόγελο στα χείλη, βρήκε το αεροδρόμιο βυθισμένο στην θλίψη, μια και ο βραβευθείς ήταν ένας ενοχλητικός συγγραφέας από τη Γουατεμάλα. Έναν χρόνο αργότερα η απογοήτευσή του έγινε ακόμα βαθύτερη: Το Νόμπελ είχε δοθεί επιτέλους στην Ιαπωνία, αλλά στον φίλο και δάσκαλό του Γιασουνάρι Καβαμπάτα. Η αντίδραση του Μίσιμα ήταν άμεση: Πήγε τρέχοντας στο σπίτι του Καβαμπάτα, για να είναι ο πρώτος που θα τον συγχαρεί και να βγει και εκείνος τουλάχιστον στις φωτογραφίες. Δε χρειάζεται να πούμε πως ο Μίσιμα θεωρούσε πως όχι μόνο του άξιζε το Νόμπελ, αλλά και πως ήταν – το δίχως άλλο – ιδιοφυΐα. «Θέλω να ταυτίσω το λογοτεχνικό έργο μου με τον Θεό» είπε κάποτε σ' έναν φανατικό ακροδεξιό, που πιθανότατα να ήταν συνηθισμένος σε παρόμοια παραληρήματα μεγαλείου.


Σχεδόν όλες οι ζωές των συγγραφέων που παρουσιάζονται στο βιβλίο ήταν τραγικές και αυτοκαταστροφικές, μοναδική φωτεινή αχτίδα ήταν ο Λώρενς Στερν (παρά τα βάσανά του), του οποίου τον Τρίστραμ Σάντι όποιος έχει διαβάσει καταλαβαίνει αμέσως την πηγαία αισιοδοξία του δημιουργού του. Στο τελευταίο κεφάλαιο που τιτλοφορείται “Τέλειοι καλλιτέχνες”, ο Μαρίας έχει συγκεντρώσει μερικές κάρτ-ποστάλ αγαπημένων του συγγραφέων και προσπαθεί μέσα από την εικόνα που έχει μπροστά του να μαντέψει συμπεριφορές και κρυφά αισθήματα των εικονιζομένων. Βέβαια, στην εποχή των εικόνων (κινούμενων και μη) και της υπερπληροφόρησης πλέον, ποιος θα χάσει τον χρόνο του σε τέτοιες παλιομοδίτικες διαδικασίες και επισφαλείς εικασίες; Αλλά είπαμε, εδώ μιλάμε για τον χαμένο χρόνο και έχουμε κάθε δικαίωμα να αναφέρουμε και αυτό!
Το βιβλίο του Μαρίας διαβάζεται εξίσου ιλιγγιωδώς όπως και ένα αστυνομικό, όμως μού δίνει τον χρόνο να δω κρυφές θεάσεις των κτιρίων, που έχω παρατηρήσει με την ησυχία μου εκατοντάδες άλλες φορές. Γι' αυτό και μένει περισσότερο στην μνήμη μου. Επίσης, δεν μου φαντάζει τέλειο. Κάθε άλλο. Φθάνει ως εδώ! Μην χάνετε τον χρόνο σας με ανόητες αερολογίες. Χάστε τον χρόνο σας υπεύθυνα. Διαβάζοντας. 


"Γράφοντας τις ζωές των άλλων", Χαβιέρ Μαρίας, μετ. Γεωργία Ζακοπούλου, εκδ. Πατάκη, 2014, σελ.352



                                                                                             Μαραμπού 

13 σχόλια:

  1. Ανώνυμος27/5/14, 12:50 μ.μ.

    Είχα μια σκασίλα τι πιστεύει ο Χ. Μαρίας για τον Τόμας Μαν και τον Χένρι Τζέιμς. Και οι δύο είναι μοναδικοί συγγραφείς, από τους σπουδαιότερους στην παγκόσμια λογοτεχνία (και σε προσωπικό επίπεδο σίγουρα στους 5 αγαπημένους μου). Όσο και να επιχειρηματολογεί δεν με πείθει ο Χ. Μαρίας. Ξέρω ότι και οι δύο συγγραφείς ήταν ανθρωπιστές, αλλά και να μην ήταν ποτέ ο χαρακτήρας ενός καλλιτέχνη δεν θα στεκόταν εμπόδιο στο να αξιολογήσω το έργο του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλησπέρα Konsgaard!
      Ο Χ. Μαρίας δεν επιχειρηματολογεί απλώς παραθέτει μερικά στιγμιότυπα από την ζωή των συγγραφέων. Μου φάνηκε αντικειμενικός. Εννοείται ότι ο χαρακτήρας ενός καλλιτέχνη δεν επηρεάζει την αξία του έργου του. Απλώς, μερικές φορές σκέφτομαι ότι όπως ο θάνατος ενός δημιουργού και το πέρασμα των χρόνων οξύνει την αξία (εφόσον υπάρχει τέτοια!) του έργου, ταυτόχρονα, αμβλύνει και τις όποιες άσχημες συμπεριφορές κατείχε εν ζωή. Αν, ένας συγγραφέας ήταν μεγάλο καθίκι εν ζωή, δύσκολα θα του συγχωρούνταν οι "αμαρτίες" του από τους συγχρόνους του, όπως και δύσκολα αναγνωρίζεται η αξία ενός σπουδαίου έργου στο σύντομο διάστημα μιας ανθρώπινης ζωής. Όλα αυτά όμως, αποτελούν δυσεπίλυτες όψεις ενός ευρύτερου προβλήματος.

      Σχετικά με τον Τόμας Μαν, πιστεύω ότι είναι ένας βαρετός συγγραφέας (δεν μου ταιριάζει δηλαδή) και γι' αυτό δύσκολα και κατόπιν σκέψεως αποφασίζω να διαβάσω κάτι δικό του. Όταν λοιπόν, διάβασα αυτό για τα ημερολόγιά του, ένιωσα ότι επιβεβαιώθηκαν οι υποψίες μου! Είμαι φανατικός αναγνώστης των ημερολογίων και της αλληλογραφίας των συγγραφέων και θα απογοητευόμουν οικτρά αν έπεφταν στα χέρια μου τα ημερολόγια του Μαν. Όταν έχω το ημερολόγιο του Κάφκα στην κορυφή, όλα τα άλλα πρέπει να καλύψουν μεγάλη απόσταση για να σταθούν σε ισάξιο επίπεδο. Το ημερολόγιο του Κάφκα είναι ένα σπουδαίο έργο από μόνο του!


      Διαγραφή
    2. Δε νομίζω ότι στόχος του είναι να τους απορρίψουμε. Θα ήταν ανόητο να ξόδευε τόσο χρόνο περιγράφοντάς τους.
      Οι συγγραφείς συχνά ταυτίζονται με το έργο τους όπως το Τέρας με τον Φρανκενστάιν.
      Μια ελληνική περίπτωση τέτοιας εξιδανίκευσης είναι ο Καζαντζάκης που πια έχει ταυτιστεί με τους Ζορμπάδες και Καπετάν Μιχάληδες που ονειρευόταν να ήταν ενώ όσοι τον γνώριζαν περιγράφουν ένα 'χαρτοπόντικα' φιλόδοξο, ραδιούργο, κλέφτη ιδεών και εκφράσεων (και αίτιο να χάσει το Νόμπελ ο Σικελιανός).
      Το ότι γνωρίζω αυτά και άλλα δε με εμποδίζει να χαρώ το έργο του όμως.

      Διαγραφή
    3. Καλημέρα Δάφνη!
      Φυσικά και δεν θέλει να τους απορρίψουμε. Ο Μαρίας τους αντιμετωπίζει όλους με αγάπη και σεβασμό αλλά και με μια ευτράπελη διάθεση ως προς τα καμώματά τους στην ζωή. Δεν απορρίπτω συγγραφείς εξαιτίας των καμωμάτων τους, τους απορρίπτω μόνο αν πιστεύω ότι δεν ταιριάζουν με το γούστο μου. Και αυτό όμως δεν είναι ισόβια συνθήκη, αλλάζει με κάθε φύσημα του αέρα! Εξάλλου, δεν προλαβαίνω να διαβάσω όλα τα σπουδαία έργα. Πρέπει να κάνω μια επιλογή.

      Διαγραφή
  2. Αυτο που περιγραφεις στην αρχη ειναι ο ελληνας!!!
    ΒΟΗΘΗΣΕ ΣΤΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΤΟΥ BLOG ΜΑΣ!!!
    ΜΠΕΣ ΕΔΩ ΨΗΦΙΣΕ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ http://theacity.blogspot.gr/2014/05/blog-post_26.html ΚΑΙ ΑΝ ΘΕΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΣΟΥ ΚΑΝΕΙ ΚΟΠΟ ΑΦΗΣΕ ΜΑΣ ΚΑΙ ΕΔΩ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ http://theacity.blogspot.gr/2014/05/blog-post_26.html ΜΕ ΤΟ ΤΙ ΨΗΦΙΣΕΣ.ΚΑΙ ΠΟΙΕΣ ΣΤΗΛΕΣ ΣΤΗΡΙΖΕΙΣ!!
    ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ !!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ταυτίζομαι μαζί σας σε ανησυχητικά μεγάλο βαθμό. (Μήπως είστε …εγώ;)

    Αφ’ ενός, τον ελεύθερο χρόνο μου (και τον ...παντρεμένο) τον χάνω διαβάζοντας, γεγονός ψιλοακατανόητο σε όσους επιμένουν να μάθουν πώς περνάω τη μέρα μου, αφ’ ετέρου, δεν θα ήταν η προτεραιότητά μου τα αστυνομικά, αν κι έχω διαβάσει αρκετά σε νεαρή ηλικία. Μου έχει συμβεί ακόμη να έχω θαυμάσει βιβλία που σε ένα επίπεδο είχαν αστυνομική πλοκή (Το όνομα του ρόδου, Η Ροσάουρα απόψε στις 10, Αύριο στη μάχη να με σκεφτείς, κλπ.)

    Κι εγώ επίσης δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω το συγγραφέα από τη ζωή του. Τρελαίνομαι να διαβάζω όλα τα γύρω από το Βίο και την Πολιτεία του καθενός, ημερολόγια και αλληλογραφία, κουτσομπολικά και μη, απομυθοποιητικά συνοδευτικά μέχρι φρίκης,
    πχ. για τους Καταραμένους Ποιητές και λοιπούς, για τον Έζρα Πάουντ, τον Κνουτ Χάμσουν, τον Μίσιμα –τι περίπτωση κι αυτός!-, τον Σελίν (τον οποίο τυχαίνει να ξανά-διαβάζω τώρα, μετά από τουλάχιστον 20 χρόνια), τον λατρεμένο Μπόρχες για τον οποίο εντέχνως(;) παραλείπεται ότι συνεργάστηκε με το καθεστώς Βιντέλα
    http://www.kathimerini.gr/763984/article/politismos/vivlio/oi-skoteines-selides-toy-mporxes

    Όμως, όμως, δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω την εξαιρετική γραφή και το ταλέντο όσων αγαπώ, γιατί τελικά είναι κι αυτοί άνθρωποι. Άρα, όχι τέλειοι.

    Συμπέρασμα: Μ’ ενδιαφέρει κάργα το πόνημα του Μαρίας.

    ΥΓ. Ενδιαφέρον θα είχε να συγκεντρώνονταν και τα ελληνικά παραλειπόμενα για ενδιαφέροντες ανθρώπους της Λογοτεχνίας. Σίγουρα υπάρχουν κάποια, αλλά πάντα χρειάζονται συμπληρώματα.


    κ.κ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Καλησπέρα κ.κ. Ευχαριστώ για την σύμπλευση απόψεων και ιδεών!

    Όλα αυτά τα πάρεργα και παραλειπόμενα ενισχύουν τον μύθο του συγγραφέα παρά τον απομυθοποιούν γιατί έχει ήδη προλάβει να με γοητεύσει η γραφή τους, εξάλλου σπάνια διαβάζω αλληλογραφία/ ημερολόγια χωρίς να έχω πρώτα ασχοληθεί με το δημιουργικό τους έργο. Επίσης, έχω την ψευδαίσθηση ότι διαβάζοντάς τα, μπορώ και βλέπω τους αρμούς που κρατούν σταθερό και άχρονο το μεγαλόπρεπο έργο τους.

    Δεν με ενοχλούν τα κουτσομπολιά των ζωών τους, με εκνευρίζει όμως αφάνταστα να τα διαβάζω με την άθλια γραφή των περιοδικών ποικίλης ύλης. Θέλω να ξεχωρίζω ευκρινώς και με την πρώτη ματιά, πότε διαβάζω κουτσομπολιά για τον Μίσιμα και πότε για την Μενεγάκη. Ο Μαρίας στο βιβλίο του παράγει όμορφο λόγο και συν τοις άλλοις, τον χρωματίζει με πινελιές χιούμορ και ειρωνείας. Νομίζω ότι θα περάσετε μερικές απολαυστικές ώρες μαζί του και θα ξαναγυρνάτε κάπου κάπου σ' αυτό για να φρεσκάρετε την μνήμη σας.

    Η τιμή του βιβλίου κινείται στα όρια του λογικού. Η εκ των προτέρων γνώση ότι θα το απολαύσω πολύ, καθώς και η εξακολουθητική ανάγνωση στην οποία θα υποβάλλεται, συνέβαλαν ώστε να το αγοράσω χωρίς περιστροφές και γκρίνια. Εν τέλει, το βιβλίο λειτούργησε αποσυμφορητικά στην κίνηση των αναγνώσεων, σε μια παρατεταμένη περίοδο λογοτεχνικής αιχμής, που εδώ και καιρό διανύω!


    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σωστά διευκρινίζετε ότι προηγείται το έργο και έπονται όσα το συνοδεύουν. Αλλιώς, δεν θα μ' ενδιέφεραν ουδόλως. Και δεν μιλάμε βεβαίως για περιοδικά ποικίλου κουτσομπολιού.

      (Εν τελευταία αναλύσει, ο Μαρίας είναι ...έρωτας με την πρώτη ματιά! Χαβιερο-μαριό-πληκτη κι εγώ, βλέπετε, εδώ και χρόνους πολλούς.)

      κ.κ.

      Διαγραφή
  5. Ενημερώθηκα χθες ότι ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης ανάρτησε στο facebook το παρακάτω κείμενο στο οποίο με “μαλώνει” για τον τρόπο που συμπεριφέρομαι σε μερικούς σπουδαίους συγγραφείς.


    “Διακρίνω μια τάση να ξηλώνουμε την κάλτσα όπου τη βρίσκουμε. Διάφοροι τιτάνες της σκέψης και πελώριοι anyparktians αποδομούν κάτι ενοχλητικούς γραφιάδες όπως ο Pynchon, ο Ginsberg, ο Joyce, ο Mann, ο Levi. Ψυχραιμία στο σκάφος!
    Μία είναι,η δέουσα στάση απέναντι σε όσους φώτισαν, διαύγασαν, ανέταμαν, εξέθεσαν την ανθρώπινη κατάσταση: σεβασμός απέναντι στις κολοσσιαίες δημιουργίες τους, ταπεινή και επίμονη προσπάθεια να αντιληφθούμε τι μπόρεσαν να κάνουν, διαρκής δάπλους του ωκεανού που είναι το έργο τους. Ορισμένοι έχουν το δικαίωμα να τους φέρονται με μια κάποια οικειότητα (λόγω μακρινής αγχιστείας, λόγω παρατεταμένης συνδιαλλαγής με τον βίο και την προσφορά τους). Οι άλλοι, οι ψελλίζοντες αποδομήσεις και κουτσομπολιά με την άνεση τέως τραπεζοϋπαλλήλων που ύστερα από τρεις τέσσερις πληκτικές δεκαετίες άρχισαν να συχνάζουν σε λέσχες ανάγνωσης και εργαστήρια δημιουργικής γραφής, ας σταθούν λίγο κι ας σκεφτούν ξανά τι σημαίνει να είσαι δημιουργός και τι ανθυπογκρούπυ.
    Ο Joyce; Καθίκι!
    Ο Mann; Για λύπηση!
    Ο Pynchon; Επιφανειακός!
    Ο Ginsberg; Πομφόλυξ!

    ΥΓ. Νέα άφιξη: Ο Χαβιέρ Μαρίας δηλώνει εξαρχής ότι βρίσκει απωθητικούς τρεις ανθρώπους, τον Τζέημς Τζόυς, τον Τόμας Μαν και τον Γιούκο Μίσιμα. Διαβάζοντας τα πορτρέτα και αφού αφαιρέσω τον Τζόυς για προσωπικούς λόγους καίτοι ομολογουμένως ήταν μεγάλο καθίκι, έρχομαι να συμφωνήσω με τον Μαρίας. Ο Μαν με έκανε να γελάσω από αγανάκτηση και λύπηση. Είχε τόση έπαρση ώστε άφησε τα ημερολόγιά του σε σφραγισμένους φακέλους με την εντολή να ανοιχτούν μετά από 25 χρόνια, όταν δε ανοίχτηκαν, η απογοήτευση υπήρξε μεγάλη καθώς σπάνια περιείχαν κάποιο οξυδερκές σχόλιο αντάξιο ενός συγγραφέα, απλώς έβριθαν από καθημερινές ανούσιες καταγραφές που θα άφηναν αδιάφορο και τον πιο κουτσομπόλη. «Κατάφερα να ενεργηθώ μετά το πρωινό», «Πέρασα ένα μεγάλο μέρος χωρίς την τεχνητή οδοντοστοιχία μου. Βάσανα», «Δυσκολευόμουν να καταπιώ το φαγητό οπότε χρειάστηκε να μου το αλέσουν στο μύλο». Απομυθοποίηση τώρα! Είχα σκοπό να καταπιαστώ εντατικότερα με το έργο του Μαν, από το οποίο έχω διαβάσει ελάχιστα, όμως αυτό το πορτρέτο του λειτούργησε ανασταλτικά και θα περάσει καιρός πριν το ξανασκεφτώ.”


    Λυπάμαι που δεν έχω λογαριασμό στο facebook έτσι ώστε να απολαύσω την συζήτηση που ακολούθησε το εν λόγω κείμενο, γι' αυτό περιορίζομαι να απαντήσω από εδώ, την πηγή της ανάρτησης, την οποία ο κύριος Μπαμπασάκης δεν φιλοτιμήθηκε να σεβαστεί αλλά επέλεξε να απομονώσει μια παράγραφο έξω από το συγκείμενό της. Προφανώς δεν έχει διαβάσει το βιβλίο του Χαβιέρ Μαρίας γιατί αν το είχε κάνει θα καταλάβαινε την διάθεση με την οποία γράφτηκε το κείμενο του Μαρίας και με παρόμοια διάθεση, θέλω να πιστεύω, ότι γράφτηκε και η δική μου ανάρτηση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ο Τόμας Μαν ήταν για λύπηση, σύμφωνα με τον τρόπο που προσπάθησε να επιδιώξει την υστεροφημία του, που είναι τουλάχιστον καταγέλαστος, και θα αποτελούσε φαιδρό ανέκδοτο, αν τελικά δεν επικρατούσε η μεγάλη αξία του δημιουργικού του έργου. Ήδη θεωρώ τον Μαν βαρετό συγγραφέα για τα δικά μου γούστα και αυτά που διάβασα στο βιβλίο του Μαρίας λειτούργησαν κάπως ανασταλτικά στο να διαβάσω άμεσα κάποιο βιβλίο του. Ποιος είπε ότι τον υποτιμώ ως συγγραφέα;;
    Υποψιάζομαι ότι η άλλη φράση μου που πυροδότησε την έκρηξη του κύριου Μπαμπασάκη ήταν όταν αναφέρθηκα στον Τζόυς λέγοντας πως ομολογουμένως ήταν μεγάλο καθίκι. Νομίζω, ότι υπάρχουν αρκετές πηγές που αποδεικνύουν ότι ο Τζούς υπήρξε τουλάχιστον σκληρός και απάνθρωπος με τον περίγυρό του. Δεν νομίζω πως θέλει περισσότερη τεκμηρίωση, ειδικά σε μία ανάρτηση που δεν ζητά τίποτε άλλο παρά να διασκεδάσει και να προτείνει ένα-δυο βιβλία. Ο κύριος Μπαμπασάκης όμως, επέλεξε να ξεχωρίσει σε στυλ επικεφαλίδας τις δύο φράσεις.

    Ο Joyce; Καθίκι!
    Ο Mann; Για λύπηση!

    ...έτσι ώστε οι “φίλοι” του στο facebook να μην δυσκολευτούν να καταλάβουν ότι ο συντάκτης της ανάρτησης είναι ένας γεροξεκούτης τραπεζοϋπάλληλος, που τα έχει χαμένα μετά από τόσες πληκτικές δεκαετίες ζωής. Αφού λοιπόν, ο κύριος Μπαμπασάκης αρέσκεται στην απομόνωση φράσεων, για να μπορεί να “ντύσει” με περισσή κακεντρέχεια τις απόψεις του, ας μου επιτραπεί και μένα να χρησιμοποιήσω μια παράγραφο από το επίμετρο που έγραψε ο ίδιος για το βιβλίο του Τζόυς “Το κονάκι του Φιν”, χωρίς να έχω τον χώρο και τον χρόνο, να συμπεριλάβω και το συγκείμενο. Συγχωρέστε με:


    “...ο Τζόις θα χαρακτηριστεί, ούτε λίγο ούτε πολύ, μισάνθρωπος, κοκαϊνομανής, υποχονδριακός κολεγιόπαις που τον τρώνε τα σπυριά του (αυτό από τη Βιρτζίνια Γουλφ!), δευτέρας διαλογής (της ίδιας!), κόλακας και με το αζημίωτο συνοδός δουκισσών, μπολσεβίκος προπαγανδιστής, κατάσκοπος στην υπηρεσία της Αυστρίας.”


    Απ' ό,τι φαίνεται κάποιοι έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τον χαρακτηρισμό “καθίκι” (ή και άλλους βαρύτερους χαρακτηρισμούς) περισσότερο απ' ό,τι οι υπόλοιποι. Μπορεί ο κύριος Μπαμπάσακης να συνιστά με πατρική στοργή να υπάρξει “ψυχραιμία στο σκάφος” αλλά αν δεν κάνω κάποιο τραγικό λάθος από αυτά που συνηθίζουν να κάνουν οι πελώριοι anyparktians, εκείνος που φαίνεται να εγκαταλείπει πρώτος το πλεούμενο, είναι ο “καπετάνιος”.

    Υ.Γ. Εν τέλει, Μπαμπασάκης ή Μπαμπεσάκης;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Ανώνυμος26/6/14, 3:09 μ.μ.

    Αγαπητέ Μαραμπού.
    Πρώτα να πω ότι χαίρομαι τις συνεργασίες σας στο μπλογκ της Διαβάζοντας. Σπανίζει ένα μπλογκ να δίνει βήμα και σε άλλους συνεργάτες και να πλουταίνει ο διάλογος.
    Είναι όντως ένα μεγάλο ζήτημα η προσωπική ζωή και το έργο, τι δεχόμαστε, τι οφείλουμε να γνωρίζουμε, τι δεν μπορεί να μην συμπεριληφθεί στην μελέτη ενός έργου. Οι σκέψεις σας με βρίσκουν σύμφωνο αλλά θα άξιζε να γραφτεί κάποτε ένα μεγάλο κείμενο για το θέμα.
    Θα μπορούσατε να κάνετε και δυο αναρτήσεις χωριστά η Διαβάζοντας και εσείς εφόσον έχετε γράψει και άλλα τέτοια γενικά κείμενα για την λογοτεχνία. Ο διάλογος που θα ακολουθήσει θα είναι πιστεύω ενδιαφέρων.

    Όσο για τον γελοιωδέστατο εγωμανή Γ.Ι.Μ., θα έπρεπε να γνωρίζετε ότι εδώ και χρόνια του έχει κολλήσει το «Μπαμπεσάκης», το γνωρίζει και ο ίδιος, ενώ έχει και άλλα ονόματα από εκείνους που νομίζει φίλους του και τους υμνεί κιόλας. Ίκακος (σε στέκι που κάποτε πήγαινε), Ίκαφρος, Κατινίκαρος (σε λογοτεχνικό περιοδικό όπου συνεργάζεται αραιότερα τώρα), Κατσίκαρος (συντροφιά περιοδικού που δεν βγήκε) και Λίκαρος (λόγω των πολλών γλειψιμάτων). Η θέση σας με βρίσκει απολύτως σύμφωνο και εκφράζει πολύ κόσμο πιστέψτε με.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Ίσως θα αρκούσε μόνο το έργο ενός συγγραφέα και τίποτα περισσότερο. Ίσως οι λεπτομέρειες που πεταρίζουν τριγύρω του να μην έχουν καμιά σημασία. Όμως, όλες αυτές οι λεπτομέρειες κάνουν πιο ελκυστικό (τουλάχιστον σε μένα) το έργο του. Συνωθούνται σαν τα αιωρούμενα σωματίδια της σκόνης πάνω στον φρεσκοζωγραφισμένο πίνακα και κάνουν την εικόνα να δείχνει είτε αλλόκοτα πιο γοητευτική είτε γοητευτικά πιο αλλόκοτη! Αν αυτές οι λεπτομέρειες λάβουν εκτεταμένες διαστάσεις και καπελώσουν το έργο τότε είναι λάθος του δημιουργού. Η αχνή σκόνη θα καταφαγωθεί από την αδυσώπητη σκόνη του Χρόνου και τέλος. Πρέπει να μάθεις να διακρίνεις πότε το έργο ζει την ζωή του δημιουργού του (και άρα θα πεθάνει μαζί του) και πότε ο δημιουργός ζει τη ζωή του έργου του!

    Το "Μπαμπεσάκης" μου βγήκε αυθόρμητα (η δύναμη και η γοητεία της γλώσσας), δεν προσδοκώ να δρέψω δάφνες πρωτοτυπίας. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα ότι αυτό το προσωνύμιο τού είχε κολλήσει από καιρό. Ίσως όμως να το είχα διαβάσει κάπου κάποτε και να επανεμφανίστηκε ως ατόφιο γέννημα -- τι αφελής σκέψη! -- του μυαλού μου. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τόση κακεντρέχεια από μέρους του. Δεν καταλαβαίνουν όλοι σώνει και καλά τα ίδια πράγματα, γιατί να τους βρίζεις, θα αρχίσουν έτσι να απολαμβάνουν πιο εύκολα την γραφή του Πύντσον ή τα έργα των Μπητ; Εμένα δεν μου αρέσει η γενιά των Μπητ, θεωρώ βαρετή και ηλίθια την γραφή της, αντιλαμβάνομαι την δύναμη και τον συμβολισμό της γενιάς αυτής, αλλά ως εκεί, δεν εκσταζιάζομαι με τα γραπτά τους, ούτε καν αναπνέω πιο γρήγορα, ο δε Κέρουακ θεωρώ πως είναι ένας απατεωνίσκος της λογοτεχνίας που όσο περνά ο χρόνος αργοπεθαίνει και δε θα αργήσει να μεταβεί από τον δρόμο οριστικά "στον τάφο"! Γιατί να με βρίσεις λοιπόν; Επειδή δεν ξέρω που παν τα τέσσερα από λογοτεχνία, ή επειδή τυγχάνει να έχω μια άποψη, επισφαλή ή και ολότελα λάθος, διαφορετική ωστόσο, για αυτήν;;

    Ευχαριστώ πολύ για το σχόλιό σας! Καλό βράδυ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Ανώνυμος27/6/14, 11:08 π.μ.

    Αγαπητοί σχολιαστές, δυστυχώς δεν είστε άξιοι να πιάνετε στο στόμα σας τον μεγαλύτερο εν ζωή Έλληνα δημιουργό! Ο Γ.Ι.Μ. αν θέλετε να ξέρετε είναι τόσο ψαγμένος που ακόμα και στο facebook γράφει σε πολυτονικό! Όχι αγαπητοί, δεν ειναι επιδειξιομανία, είναι παλιά συνήθεια! Επειδή εσείς περιορίζεστε στην ανάγνωση βιβλίων που διαδραματίζονται εκτός κυψέλης δεν σημαίνει οτι τα βιβλία του είναι για πέταμα και οτι φίλισε κατουρημένες ποδιές για να εκδοθούν. Σταματήστε επιτέλους να διαβάζετε τον κάθε τυχάρπαστο, που δεν ανεβάζει καν μια ψαγμένη, ασπρόμαυρη φωτογραφία απο την παιδική ηλικία του αγαπημένου του συγγραφέα την ημερα των γενεθλίων του, όπως κάνει ο Γ.Ι.Μ. Όχι! ούτε αυτό είναι επιδειξιομανία! Δεν θέλει να δείξει οτι ξέρει πότε γεννήθηκε ο κάθε συγγραφέας. Θέλει απλά να του ευχηθεί. Ο άνθρωπος αυτός έχει πάει σε μπαρ και έχει πιεί και ουίσκι !! Τι ακριβώς να μας πείτε εσείς απο την μίζερη ζωούλα σας ? Ο άνθρωπος αυτός διαβάζει pynchon, joyce και άλλους "δύσκολους"¨που εσείς χαζοί δεν μπορείτε να καταλάβετε (τι σκατά ψαγμένος είσαι αμα απολαμβάνεις βιβλία που καταλαβαίνει και ο θείος σου στο χωριό..) Αυτό έλλειπε, επαγγελματίες αναγνώστες όπως ο Γ.Ι.Μ. και εσείς να διαβάζετε τα ίδια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή