Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ώριμης
περιόδου του συγγραφέα είναι το «Μπετόν» του Τόμας Μπέρνχαρντ που εκδόθηκε την ίδια
χρονιά με τον «Ανιψιό του Βίτγκενσταιν» και μοιάζει πολύ και με τους «Φτηνοφαγάδες».
Πρόκειται για έναν μικρό, σχεδόν παραληρηματικό μονόλογο ενός άντρα που δεν κατάφερε
ποτέ τίποτα να ολοκληρώσει στην ζωή του.
Ο Ρούντολφ είναι προσπαθεί δέκα χρόνια να γράψει μια πραγματεία
για τον Μέντελσον Μπαρτόλντυ, αλλά αυτή η αρχική φράση του διαφεύγει. Κατηγορεί
την αδελφή του για αυτό, και τις συνεχείς αντιπνευματικές της παρεμβάσεις, την
ασθένεια του, το μέρος, το σπίτι του, τον κακό του τον καιρό. Αποφασίζει να φύγει
και να πάει στην Μαγιόρκα που είναι το κλίμα ευκολότερο για την σαρκοείδωση
του. Ούτε κι εκεί όμως έρχεται η πολυπόθητη συγκέντρωση.
Ο Ρούντολφ είναι ένας χαρακτηριστικός
άντρας του Μπερχαρντικού σύμπαντος∙ μόνος στα σαρανταοκτώ του, δεν μπορεί να
ανεχτεί ούτε καν την αδελφή του που όπως αποδεικνύεται νοιάζεται για αυτόν και
τον αγαπά, ζει απομονωμένος στο πατρικό του στο Πάισχαμ, ενώ κάποτε ζούσε την
πολύβουη ζωή της Βιέννης. Ένας άντρας αποτραβηγμένος από τους φίλους του, που
δεν τελείωσε όποιες σπουδές κι αν ξεκίνησε, δεν δούλεψε ποτέ, ένας άνθρωπος
που συνειδητοποιεί σε όλο της το μεγαλείο τη ζωή ως ανίατη ασθένεια.
Μέσα από το δίχως παραγράφους κείμενο
ο συγγραφέας στηλιτεύει μια ολόκληρη γκάμα κοινωνικών συνθηκών, τον εύκολο
πλουτισμό, τις τάχαμου φιλανθρωπίες, την πολιτική, τα «καλλιτεχνικά σαλόνια», τις
εκκεντρικότητες. Και φυσικά αναδεικνύει και την ματαιότητα της απομόνωσης, της κατηγορίας
των άλλων για τις δικές μας αδυναμίες. Ο ήρωας του- που τόσο του μοιάζει, και
που τόσο μοιάζει με πολλούς από τους ήρωες του- είναι αδύναμος, τυλιγμένος στις
φοβίες, ανίκανος να ανταποκριθεί στα βασικά κοινωνικά καθήκοντα με οποιονδήποτε
τρόπο. Ένας εν δυνάμει συγγραφέας που δεν έγραψε τίποτα ποτέ.
Το «Μπετόν», αν και μου πήρε κάποιες
μέρες να το διαβάσω, ήταν η παρηγοριά μου σε μια περίοδο που το διάβασμα έμοιαζε
περισσότερο αγγαρεία παρά ευχαρίστηση. Στην αρχή φοβήθηκα πως ούτε κι αυτό θα
με έβγαζε από την αναγνωστική ανία. Όμως τελικά ο Μπέρχαρντ έκανε καλά τη
δουλειά του. Κλείνοντας την τελευταία σελίδα του επαναληπτικού σύμπαντός του συνειδητοποίησα-
όχι δίχως κάποια θλίψη- πως η λαχτάρα μου για διάβασμα επέστρεψε.
«Μπετόν», Τόμας Μπέρνχαρντ, μετ. Αλέξανδρος Ίσαρης, εκδ. Εστία, 2008,
σελ. 183
τον φοβάμαι λιγάκι τον μπέρνχαρντ. έχω διαβάσει τη ''διόρθωση'' που αν και με κούρασε λίγο, μου άφησε μια περιέργεια να διαβάσω και άλλα βιβλία του. έχω τους ''φτηνοφαγάδες'' να περιμένουν τη στιγμή που θα νιώσω έτοιμος.
ΑπάντησηΔιαγραφήθλίψη γιατί?
Μην τον φοβάσαι, νομίζω πως θα σου αρέσει. Θέλει λίγο να τον συνηθίσεις.
ΔιαγραφήY.Γ. 42 Χαριτολογώ για την θλίψη. Είχα πρήξει τόσο τους γύρω μου που δεν διάβαζα, που θα μου λείψει η γκρίνια μου :P