19/4/16

Πώς πέρασες τη μέρα σου; - (3 μ.μ.) του Μαραμπού






Ο Τζόυς μετά από ένα δύσκολο και απαιτητικό κεφάλαιο συνήθως παρεμβάλει ένα εύκολο για να ισορροπήσει την αναγνωστική εμπειρία του αναγνώστη. Οι “Πλαγκταί Πέτραι” είναι ένα απλό και χαμηλόφωνο κεφάλαιο χωρίς γλωσσικές παρεκτροπές και δομικές περιπλοκές. Τολμώ να πω ότι δεν το απόλαυσα ιδιαίτερα, παρόλα αυτά δεν μπορώ παρά να αναγνωρίσω την εκπληκτική ικανότητα του Τζόυς να κορυφώνει την ένταση στο τέλος κάθε κεφαλαίου.

Βρισκόμαστε στους δρόμους του Δουβλίνου στις 3 το μεσημέρι. Ο Τζόυς κρατά στο παρασκήνιο τον Μπλουμ και τον Στέφανο και μας προσφέρει ένα παλίμψηστο φωνών μέσα από τους χαρακτήρες που γνωρίσαμε στα προηγούμενα κεφάλαια ή και άλλους που κάνουν πρώτη εμφάνιση. Οι χαρακτήρες διαδέχονται ο ένας τον άλλον και οι εξωτερικές φωνές τους δίνουν πρόθυμα την θέση τους και στις εσωτερικές, καθιστώντας τώρα πια, εκείνους τους πρώιμους συγγραφικούς δουβλινέζους πιο ενδιαφέροντες και συναρπαστικούς. Η ζωή ξαφνικά παίρνει μπροστά και η δράση επανακτά μεγάλο μέρος από το χαμένο έδαφος των προηγούμενων κεφαλαίων. Νιώθεις σαν να στέκεσαι καταμεσής ενός δρόμου και όπου στρέφεις το κεφάλι ακούς συζητήσεις και παρατηρείς γεγονότα.

Μέσα σε αυτόν τον λαβύρινθο προσώπων και λόγων, ξεχώρισα τρία περιστατικά που σχετίζονται με την ζωή του Τζόυς και πώς αυτός τελικά τα ενσωμάτωσε στο βιβλίο του. Το πρώτο έχει να κάνει με την οικονομική ανέχεια που επικρατούσε στο πατρικό του σπίτι και την σκληρή αντιμετώπιση που επεφύλασσε ο πατέρας στις κόρες του, η οποία μοιραία και αντισταθμιστικά έθρεψε το μίσος από μέρους τους.

- Πήγε να βρει τον πατέρα, είπε η Μάγκυ.
Η Μπούντυ, σπάζοντας μεγάλες μπουκιές ψωμιού μέσα στην κίτρινη σούπα, πρόσθεσε:
- Ο πατέρας μας ο οποίος δεν είναι εν τοις ουρανοίς.
Η Μάγκυ, ένω έχυνε κίτρινη παχιά σούπα στο μπολ της Κέιτυ, αναφώνησε:
- Μπούντυ! Ντροπή!





Λίγο παρακάτω υπάρχει και ένας διασκεδαστικός διάλογος ανάμεσα στην κόρη και τον πατέρα, με την κόρη να προσπαθεί να αποσπάσει με τεχνάσματα λίγα λεφτά για να ταΐσει τα μικρότερα αδέρφια και τον πατέρα με ανάλογα τεχνάσματα να επιμένει ότι δεν έχει άλλα λεφτά! Μια γνώριμη κατάσταση για τον έφηβο Τζόυς (που ίσως προσδιόρισε μέσα του και την κάκιστη σχέση που θα είχε με τα λεφτά στην μετέπειτα ζωή του), οικεία και καθημερινή που αποδίδεται εξαιρετικά στο κείμενο.

Ένα άλλο μοτίβο που εμφανίζεται στο κεφάλαιο, εκ των βασικότερων που διατρέχουν τον Οδυσσέα, είναι η απιστία (επίσης αυτή η μικρή αναφορά εδώ, μας προετοιμάζει για όσα θαυμαστά θα ακολουθήσουν στο επόμενο κεφάλαιο). Σε μία συζήτηση μεταξύ φίλων του Μπλουμ, ένας εξ αυτών εξιστορεί μια φορά που μέσα σε μία άμαξα βρισκόταν αυτός, ο Μπλουμ με την γυναίκα του και ένας ακόμη. Ο Μπλουμ με τον άλλον κάθονταν στην μια πλευρά της άμαξας και ο αφηγητής με την γυναίκα του Μπλουμ στην απέναντι. Περιγράφει στους φίλους του, πώς με κάθε τράνταγμα της άμαξας η Μόλλυ έπεφτε πάνω του με το ζεστό κορμί της και το πλούσιο στήθος της, πώς μύριζε, πώς κάθε τόσο της έφτιαχνε το γουνάκι στους ώμους. Όση ώρα συνέβαινε αυτό ο Μπλουμ κοίταζε τον ουρανό από το παράθυρο της άμαξας και ονομάτιζε τους αστερισμούς στον συνεπιβάτη που καθόταν δίπλα του. Ο ίδιος ο αφηγητής, μετά το τέλος της αφήγησης, αποφαίνεται συμπερασματικά:

Ο Μπλουμ είναι γενικά καλλιεργημένος, είπε σοβαρά. Δεν είναι συνηθισμένη περίπτωση... ξέρεις... Υπάρχει κάτι από καλλιτέχνη στο γερο-Μπλουμ.





Εδώ ο Τζόυς κάνει μία ακόμα νύξη (σαφέστερη σε σύγκριση με το προηγούμενο κεφάλαιο) της ώριμης εκδοχής του καλλιτέχνη που αντιπροσωπεύει ο γερο-Μπλουμ σε αντιδιαστολή με τον καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία που είναι ο Στέφανος. Λίγο παρακάτω στο κεφάλαιο, ο Μπλουμ επισκέπτεται ένα βιβλιοπωλείο για να επιλέξει βιβλίο για την Μόλλυ.

Έβαλε παραπέρα τα δυο βιβλία και έριξε μια ματιά στο τρίτο: Ιστορίες του γκέτο υπό Λεοπόλδου φον Ζάχερ-Μάζοχ.

Ο Τζόυς επηρεάστηκε από τα βιβλία του Ζάχερ-Μάζοχ (ο προσεκτικός αναγνώστης δεν γίνεται να προσπεράσει την ομοιότητα του μικρού ονόματος του Αυστριακού συγγραφέα με εκείνο του βασικού ήρωα του Οδυσσέα, ακόμα και αν κάτι τέτοιο είναι τυχαίο!) και ενσωμάτωσε τις ιδέες του μέσα στο δικό του κείμενο. Ο Ρίτσαρντ Έλμαν σημειώνει,

[…] Η ομοιότητα Στήβεν και Μπλουμ, επιφανειακά τόσο απίθανη, εδραιώνεται με μεγάλη επιδεξιότητα. Ο Τζόυς αξιοποιεί δύο πηγές, και τις δυο από το χώρο της λογοτεχνίας. Η πρώτη είναι ο Λεοπόλδος φον Ζάχερ-Μάζοχ, η δεύτερη ο Γουίλλιαμ Μπλέηκ. Ιδωμένη από τη χειρότερη δυνατή σκοπιά, η παθητικότητα του Μπλουμ μπροστά στην ερωτική πολιορκία της Μόλλυ… δίνει την εντύπωση ότι είναι μέρος μιας πρόθυμης υποχώρησης ανάλογης με εκείνης του Ζάχερ-Μάζοχ. Από την καλύτερη δυνατή σκοπιά είναι η απόρριψη του σωματικού που βρίσκουμε στον Μπλέηκ.

Στο τρίτο περιστατικό βλέπουμε τους δύο συγκατοίκους του πύργου Μαρτέλλο, να συζητούν για τον Στέφανο και να χλευάζουν την προσπάθειά του να φέρει κάτι νέο στην λογοτεχνία της χώρας του.

- Του ξεστράτισαν τα μυαλά, είπε, με οράματα της κόλασης. Ποτέ δε θα συλλάβει τον αττικό τόνο. Τον τόνο του Σουίνμπερν, όλων των ποιητών, τον χλωμό θάνατο και τη ροδοκόκκινη γέννηση. Δηλαδή την τραγωδία. Αυτός δεν μπορεί ποτέ να γίνει ποιητής. Η χαρά της δημιουργίας…

Ο Τζόυς μέσα από τον κυνικό Μπακ Μάλλιγκαν αυτοσαρκάζεται αλλά και επιβεβαιώνεται για τις νεανικές του δηλώσεις.

- Δέκα χρόνια, είπε μασώντας και γελώντας. Πρόκειται να γράψει κάτι σε δέκα χρόνια.

Στο ίδιο κομμάτι του κεφαλαίου διαβάζουμε και την φράση «Ο Σαίξπηρ είναι ένας χαρούμενος κυνηγότοπος για όλα τα ανισόρροπα μυαλά», υπονομεύοντας διακριτικά την πελώρια εντύπωση που προκαλεί στον αναγνώστη το προηγούμενο κεφάλαιο με την θεωρία του Στέφανου για τον Σαίξπηρ!

Το κεφάλαιο κλείνει θεαματικά με τον Τζόυς να βάζει τον αντιβασιλιά μετά της συνοδείας του να διασχίζει με έφιππη πομπή τους δρόμους της πόλης συγκεντρώνοντας τα βλέμματα και τις σκέψεις σχεδόν όλων όσοι παρουσιάστηκαν στις προηγούμενες σελίδες. Σαν να ενεργοποιεί τον μηχανισμό (τέχνη: μηχανική, διαβάζουμε στο πρόχειρο πλάνο που είχε φτιάξει ο Τζόυς για τον Οδυσσέα και υπάρχει στην αρχή του βιβλίου) που θα κάνει όλα τα γρανάζια να γυρίσουν και να θέσουν σε λειτουργία τη ζωή.

(...) Στην σκεπαστή είσοδο του Φωρ Κωρτς ο Ρίτσι Γκούλντινγκ... τον είδε έκπληκτος.
(...) Μετά τη γέφυρα... μια ηλικιωμένη γυναίκα... χαμογέλασε ευπίστως στον αντιπρόσωπο της Αυτού Μεγαλειότητος.
(...) Από την αμπολή του στην αποβάθρα Γουντ κάτω από το γραφείο του Τομ Ντέβαν ο ποταμός Πολντ κρέμασε εις ένδειξιν αφοσιώσεως μια γλώσσα υγρών βοθρολυμάτων.
(...) Πάνω από τις κουρτίνες του ξενοδοχείου Όρμοντ, χρυσός δίπλα σε μπρούντζο, το κεφάλι της δεσποινίδας Κέννεντυ δίπλα στο κεφάλι της δεσποινίδας Ντους έβλεπαν και θαύμαζαν.
(...) Πιο πέρα... ο Τζων Γουάυζ Νόλαν χαμογέλασε με κρυφή παγερότητα προς τον λόρδο υποστράτηγο και γενικό διοικητή της Ιρλανδίας.
(...) Από το παράθυρο της Ε.Α.Δ. ο Μπακ Μάλλιγκαν χαρούμενος, και ο Χέινς βαρύθυμος, ατένιζαν κάτω την ιππήλατη άμαξα...
(...) Ο Τζων Χένρυ Μέντον, ... κοίταζε με κρασωμένα μεγάλα μάτια...
(...) Ο Πάτρικ Αλλούσιους Ντίγκναμ... σήκωσε και αυτός το καινούριο του μαύρο καπέλο με δάχτυλα λερωμένα από το χαρτί με τις χοιρινές μπριζόλες.
(...) Στην οδό Κάτω Μάουντ ένας πεζός με καφέ αδιάβροχο, τρώγοντας ξερό ψωμί, πέρασε γρήγορα και αλώβητος ανάμεσα από τον δρόμο του αντιβασιλιά.
(...) Στη γωνία του δρόμου Χάντινγκτον δυο γυναίκες γεμάτες άμμο σταμάτησαν... για να δουν με κατάπληξη τον δήμαρχο και την δημαρχίνα χωρίς τη χρυσή του καδένα.
(...) Απέναντι από το κατάστημα μουσικών ειδών του Πίγκοτ ο κ. Ντένις Τζ. Ματζίνι, καθηγητής μουσικής κ.α., ντυμένος χαρωπά, περπατώντας σοβαρά, προσπεράστηκε από έναν αντιβασιλιά και πέρασε απαρατήρητος.





Στις τέσσερις τελευταίες εκπληκτικές σελίδες του κεφαλαίου, ο Τζόυς βάζει τους δουβλινέζους του να αντιδρούν ποικιλοτρόπως για την βρετανική κυριαρχία, με τις αντιδράσεις να κυμαίνονται από ήπιες και αμήχανες έως διασκεδαστικές και κυνικές, με αποκορύφωμα την προσωποποίηση του ποταμού Πόλντ (ίσως με την σκέψη κατά νου ότι ο ποταμός αντιπροσωπεύει και την ζωή των πολιτών που τον περιτριγυρίζουν. Επιπλέον, ο ποταμός Λίφφυ στην “Αγρύπνια των Φίννεγκαν” παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο και αποτελεί την ζωή - Lif(f)e(y)!) και την κρεμάμενη γλώσσα υγρών βοθρολυμάτων. 


                                                                  Μαραμπού







"Οδυσσέας", Τζέημς Τζόυς, μετ. Ελευθέριος Ανευλαβής, εκδ. Κάκτος, 2014, σελ 1098





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου