"Για τις πόλεις ισχύει το ίδιο που ισχύει και για τους ανθρώπους, κύριε Βάντερμαρ", είπε ο κ. Κρουπ. "Τα έντερά τους είναι ο καθρέφτης της υγείας τους".
Με χιούμορ, αφηγηματική άνεση, παιχνίδια του μυαλού και της γλώσσας, ο Νιλ Γκέιμαν στήνει στο «Ποτέ και πουθενά» ένα σύμπαν παραληρηματικό και γκροτέσκο, ονειρικό, δίκαιο και άδικο μαζί, που μοιάζει αρχικά σαν να μεταγράφει την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων και μετά σαν να πρόκειται για μια πολύ καλή ταινία δράσης και τρόμου.
Το «Ποτέ και πουθενά» γράφτηκε αρχικά ως σενάριο τηλεοπτικής σειράς, όμως ο νεαρός τότε Γκέιμαν απηύδησε με τις συνεχείς αλλαγές στο σενάριό του, κι αποφάσισε να το κάνει μυθιστόρημα με τους δικούς του όρους. Κι έτσι κατέληξε με ένα ευρηματικό βιβλίο, που χαίρεσαι να το διαβάζεις.
Η πλοκή έχει ως εξής: ο Ρίτσαρντ Μέιχιου είναι στέλεχος εταιρίας, βγάζει καλά λεφτά κι έχει μια αρραβωνιαστικιά την Τζέσικα που το μόνο που την νοιάζει είναι το στάτους της και η εμφάνισή της. Ο Ρίτσαρντ, μια βραδιά που στο τσακ προλαβαίνει να τα κάνει όλα σωστά κι ενώ προχωρά με την Τζέσικα για ένα πολύ σημαντικό δείπνο, βλέπει πεσμένη στο δρόμο μια κοπέλα, αβοήθητη. Έξω από κάθε λογική, παρατάει σύξυλη την έξαλλη Τζέσικα και περιθάλπει την κοπέλα. Η περιπέτεια ξεκινά.
Το επόμενο πρωί είναι αόρατος για τους συναδέλφους του, η Τζέσικα δεν θυμάται καν την ύπαρξή του, και η μόνη του επιλογή είναι να γλιστρήσει μέσα από τις χαραμάδες στο κάτω Λονδίνο. Εκεί, ανάμεσα σε πληρωμένους προαιώνιους φονιάδες, φατρίες, ποντίκια, μαρκήσιους και το κορίτσι που το λένε Ντορ, θα ζήσει μέσα στους χειρότερούς του εφιάλτες. Ανά πάσα στιγμή κινδυνεύει να χάσει τη ζωή του, έχει μεταμορφωθεί σε έναν κουρελή και βρώμικο ζητιάνο, περνά δοκιμασίες στους κλειστούς και απαρχαιωμένους σταθμούς του Μετρό, και μαθαίνει πως οι αλιγάτορες στους υπονόμους δεν είναι αστικός μύθος.
Αστικός μύθος είναι πάντως πως η γεμάτη άγχος ζωή ενός μεγαλοστελέχους, με τις δεξιώσεις, τα λεφτά και τις γκλάμουρους γκόμενες, έχει νόημα. Αστικός μύθος είναι πως ένας φλούφλης ανερχόμενος νεόπλουτος όπως ο Ρίτσαρντ δεν μπορεί τελικά να γίνει σούπερ ήρωας.
Το παραμύθι που στήνει ο Γκέιμαν μοιάζει αρχετυπικό, σε σημεία μάλιστα βρωμάει και λίγο διδακτισμό. Παρ’ όλα αυτά ο κεντρικός του χαρακτήρας είναι εξαιρετικά ζωντανός, ενώ οι δευτερεύοντες, με προεξάρχοντες τον «καλό» μαρκήσιο Καραμπάς και τους κακούς κ.Κρουπ και Βάντερμαν, πραγματικό κέντημα.
Ο συγγραφέας, μέσα σε όλα αυτά κατορθώνει να γράψει μια εξαιρετική αλληγορία, σε βάζει να σκεφτείς για τη δική σου «ασφαλή και τακτοποιημένη» ζωή, για τους «φίλους», τη «δουλειά», την «σχέση» σου αλλά και την «τρέλα», την «ανασφάλεια», την περιπέτεια. Του αρέσει να παίζει με την έννοια του χρόνου και του τόπου, ενώ φαίνεται να τον βασανίζει- κι εμάς μαζί- η πραγματικότητα- τι είναι, ποια είναι, ποιος την ορίζει, αν υπάρχει. Όλα αυτά με διαβολεμένο χιούμορ, γρήγορους διαλόγους, μπαρόκ φάντασυ σκηνές και περιγραφές. Με λίγα λόγια το «Ποτέ και πουθενά» είναι ένα πληθωρικό κατασκεύασμα, που εδραίωσε τον Γκέιμαν στο μυαλό του μέσου αναγνώστη ως συνεχιστή του Πράτσετ αλλά και του Ντικ· και όχι άδικα.
Κατερίνα Μαλακατέ
«Ποτέ και πουθενά», Νιλ Γκέιμαν, μετ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Ίκαρος, 2017, σελ. 466
Υ.Γ. 42 Πρόκειται για φοβερή έκδοση και εξαιρετική μετάφραση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου