Απ' τη μέρα που γεννήθηκα, ζω μες στον κόρφο και κάτω απ' τη σκιά της ψυχικής ασθένειας, έχω σαν δεύτερο σφυγμό τις υφέσεις και τις εξάρσεις της, μυρίζομαι την απελπισία της και μαθαίνω τα τεχνάσματά της.
Διάβασα την Καλύτερη χειρότερη μέρα του Αύγουστου Κορτώ με μεγάλο ενδιαφέρον, είχα καιρό να πιάσω κάτι δικό του, από την Κατερίνα, που με είχε συγκινήσει. Πρόκειται για ένα διαφορετικό βιβλίο, αυτοβιογραφικό κι αυτό. Εδώ ο Κορτώ δεν μας λέει την ιστορία γραμμικά, μα μέσα από σπαράγματα, άλλοτε με χιούμορ, κι άλλοτε με μια μαυρίλα που μόνο όσοι έχουν περάσει κλινική κατάθλιψη μπορούν να αναγνωρίσουν. Πιστεύω πως σε αυτούς κυρίως απευθύνεται ο συγγραφέας, στα αδέλφια του. Το λέει κι ο ίδιος στις τελευταίες σελίδες.
Δεν γνωριζόμαστε, αλλά σε ξέρω.
Έχουμε περάσει μέρες και μήνες μαζί, ο καθένας κλεισμένος στο σπίτι του.
Το κάνει για να ξορκίσει τους δικούς του δαίμονες και να δείξει πως κανείς δεν είναι μόνος. Όσο κι αν στον βυθό της κατάθλιψης, μοιάζει έτσι, σαν να μην έχει τίποτα νόημα, πως ποτέ δεν θα γίνεις καλά, πως ακόμα κι οι πιο δικοί σου είναι ξένοι.
"Η καλύτερη χειρότερη μέρα της ζωή σου" είναι η ημέρα της απόπειρας αυτοκτονίας. Ο συγγραφέας έπειτα από μια περίοδο υπομανίας, πήρε φάρμακα για τη διπολική διαταραχή που γύρισαν τη μανία σε κλινική κατάθλιψη και για οκτώ μήνες βυθίστηκε, χωρίς να μπορεί να ξεφύγει, παρ' όλο που ήταν υπό παρακολούθηση και φαρμακευτική αγωγή. Ήταν η τέταρτη του φορά στα γρανάζια της απραξίας, της αδράνειας, της ανηδονίας, αλλά αν και βετεράνος δεν άντεξε, θέλησε να βάλει τέρμα στη ζωή του παίρνοντας όλα τα χάπια του μαζί.
"Πώς πάμε; Πόσα βγάλαμε;"
"Είκοσι δυο. Και μη μιλάς, γιατί κουνιέται ο σωλήνας και δεν βλέπω"
"Άντε, Άλλα είκοσι".
"Μη μου κουνιέσαι -- και δεν τα προλαβαίνουμε όλα. Κάποια διαλύθηκαν".
"Θα ζήσω; τι λέτε;"
"Εσύ θα ζήσεις, εμείς να δούμε".
Έτσι ξεκινά το βιβλίο, με την ξεκαρδιστική σκηνή την ώρα της πλύσης στομάχου. Στην πραγματικότητα η πλύση στομάχου είναι οδυνηρή. Αυτός είναι ο Κορτώ, με αυτόν τον τρόπο αντιδρά και γράφει. Η ασθένειά του είναι σοβαρή, και το ξέρει, δεν την υποτιμά, ούτε τη θεωρεί στίγμα, νοσηλεύτηκε μετά την απόπειρα σε ψυχιατρικό νοσοκομείο για μήνες. Προσπαθεί να βρει παρηγοριά στο χιούμορ, στην αγάπη, στη λογοτεχνία. Έχει ανάγκη να τον αγαπούν οι άνθρωποί του και να τον αποδέχονται, είναι το βασικό του στήριγμα στη ζωή. Το διάβασμα και το γράψιμο τον κρατούν στον αφρό.
Δεν είναι μυθοπλαστικό αυτό το κείμενο κι αυτό το κάνει άβολο, επικίνδυνο και απαραίτητο ανάγνωσμα. Ο παραληρηματικός τρόπος του Κορτώ έχει ερείσματα στην αφηγηματική του άνεση, μπλέκει όλες τις διακειμενικές αναφορές μέσα στο κεφάλι του, που είναι πολλές, με ιατρικές πληροφορίες, και ιστορίες φίλων και συγγενών, και δικές του, με τρόπο που το ενδιαφέρον δεν χάνεται στιγμή. Δεν ξέρω αν είναι λογοτεχνία. Πάντως ο Κορτώ τολμά να μιλήσει. Δεν αρέσει σε όλους αυτό. Εγώ του βγάζω το καπέλο.
Κατερίνα Μαλακατέ
"Η καλύτερη χειρότερη μέρα της ζωής σου", Κουβέντες για το φως μες στο σκοτάδι της κατάθλιψης, Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Πατάκη, 2020, σελ.174
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου