Ξεκίνησα να γράφω το «Κανείς δεν θέλει να πεθάνει», όπως μου συμβαίνει συνήθως∙ ήξερα την πρώτη πρόταση. Από κείνη την αρχική φράση προέκυψε ένα διήγημα που έλεγε πολλά για αυτά που με απασχολούσαν- τον θάνατο, την επιμήκυνση της ζωής, την αθανασία, τα γηρατειά, την γυναικεία ομορφιά, την ματαιοδοξία, την ολέθρια σχέση γονιών-παιδιών, την σεξουαλικότητα, τον θεό, την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του. Α, και τους μετανάστες.
Θα μου πει κανείς χωράν όλα αυτά σε ένα διήγημα κοντά 2000 λέξεις. Φαίνεται πως όχι, γι’ αυτό η ιστορία με κυνηγούσε. Μια πρώτη εκδοχή της ολοκληρώθηκε περίπου πέντε χρόνια πριν. Έκτοτε το βιβλίο γράφτηκε και ξαναγράφτηκε, κόπηκε και συρρικνώθηκε, άλλαξε στη μορφή αλλά όχι τα βασικά. Πέρα από την κεντρική πλοκή, μια γυναίκα που είναι σε κώμα και νιώθει το σώμα της να την εγκαταλείπει ενώ οι πνευματικές της δυνάμεις είναι ακόμα ακμαίες- ειρήσθω εν παρόδω αυτή η αίσθηση που μπορεί να έχει κάποιος που είναι εγκλωβισμένος σε ένα κορμί που δεν τον υπακούει πάντοτε με τρόμαζε υπερβολικά- μπήκαν στο βιβλίο όλες εκείνες οι θρησκευτικές αναζητήσεις που με οδήγησαν σε αυτό που είμαι σήμερα∙ δηλαδή τίποτα. Δεν πιστεύω σε κανέναν θεό.
Μα νομίζω πως πια δυο λόγια για την ιστορία είναι απαραίτητα. Η Ελίζα είναι μια ογδοντάχρονη που έπαθε εγκεφαλικό και δεν έχει πια καμία εξωτερική λειτουργία, δεν μπορεί να κινηθεί ούτε και να μιλήσει. Στο προσκεφάλι της ο γιος της και η εγγονή της, ένα κορίτσι που της μοιάζει υπερβολικά, προσμένουν την οικιακή βοηθό που θα την αναλάβει. Όταν η νεαρή Ουκρανή μένει μόνη με την Ελίζα επιχειρεί να της πάρει το μενταγιόν που κρέμεται από το λαιμό της. Και τότε συμβαίνει∙ οι δυο γυναίκες ανταλλάσσουν κορμί και δίνεται στην γηραιά κυρία μια δεύτερη ευκαιρία σε ένα τριαντάχρονο σώμα. Από κει κι εμπρός βλέπουμε την πορεία της στην Αθήνα ενώ την καταδιώκουν ένας Αφρικανός άλλοτε γιος του φύλαρχου της φυλής που τώρα πλένει τζάμια στα φανάρια κι ένας Ινδός που διατείνεται πως είναι θεός.
Πέρασα καλά γράφοντας το «Κανείς δεν θέλει να πεθάνει». Ξέρω πως λίγοι είδαν πέρα από την σοβαρή και την χιουμοριστική πλευρά του, ίσως την έκρυψα αρκετά καλά πίσω από αυτά που με καίγαν πολύ. Η υπόγεια αντιπαλότητα ανάμεσα στην παλιά και την νέα γενιά- θα υποκύψει ή όχι η γιαγιά στην ανήθικη παρόρμηση να πάρει το κορμί της εγγονής της- η παράλογη εμμονή πως ζούμε για πάντα μέσα από τους απογόνους μας, η απαρχή της σεξουαλικότητας μιας κοπέλας πάντοτε μαζεμένης και φρόνιμης, η τρέλα της ή η διαύγεια της ήταν θέματα που μου βγήκαν αβίαστα, που ρέουν από κείμενο σε κείμενό μου χωρίς καν να το καταλάβω.
Το ζήτημα των συνθηκών ζωής των παράνομων μεταναστών, του σύγχρονου δουλεμπορίου, του εμπορίου λευκής σαρκός, ήταν τότε αλλά είναι και τώρα τόσο έντονα γύρω μας. Κι όσο περνούν τα χρόνια, το πρόβλημα φαίνεται να οξύνεται αντί να στρογγυλεύουν οι αιχμές του, θα μας αφορά για καιρό όσο κι αν θέλουμε να ζούμε στον γυάλινο κόσμο μας, τον αγγελικά πλασμένο όπου τέτοια συμβαίνουν μόνο στους άλλους.
Φαντάζομαι πως αν το βιβλίο το ξεκινούσα τούτη την εποχή θα είχε διαφορετική εξέλιξη. Ίσως γιατί πια είμαι μάνα και κατανοώ με μεγαλύτερη ενάργεια τις λεπτές αποχρώσεις την γονεϊκής αγάπης. Μπορεί και να μην γραφόταν ποτέ. Ένα ξέρω. Πως έβαλα τις σκέψεις μου για τον θάνατο στο χαρτί πριν αυτός μου χτυπήσει την πόρτα, ολοκλήρωσα το κείμενο πριν να έχω άμεση επαφή μαζί του. Στα επόμενα χρόνια πέθανε ίσως ο προσφιλέστερος μου άνθρωπος σε αυτόν τον κόσμο. Πρόλαβα, με πρόλαβα∙ κάποιες φράσεις του τότε ανυποψίαστου εαυτού μου είναι ακόμα παρηγοριά και βάλσαμο. Τώρα πια, υποψιασμένη στον πόνο, δεν θα μπορούσα να τις είχα γράψει.΄
Υ.Γ. 42 Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο Fractal
Υ.Γ. 42-42 Αύριο στο Free Thinking Zone ( Σκουφά 64 ) η τελευταία παρουσίαση του "Κανείς δεν θέλει να πεθάνει" στην Αθήνα. Στις 7 μ.μ. σε μια συζήτηση για τον φόβο του θανάτου με αφορμή το βιβλίο θα συνομιλήσω με τον συγγραφέα Γιώργο Ξενάριο, την ποιήτρια Μαρία Κουλούρη και την ψυχολόγο Φοίβη Δαρογιάννη.
Έτσι που τα λες μου δίνεις την εντύπωση ότι το θεωρείς ανώριμο Κατερίνα. Δεν είναι. Διότι δεν είναι ίδιες όλες οι σχέσεις με το θάνατο ή ολες οι γονεϊκές.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο απόλαυσα, το χάρηκα διαβάζοντάς το και μήνες μετά μου έρχεται συχνά στο νου, πράγμα που αποδεικνύει τη δύναμή του.
Αν πρέπει να το ψάξουμε τόσο πολύ, αν θέλουμε να βρούμε πού και αν διακρίνουμε σ' αυτό ανωριμότητα εγώ δεν τη βλέπω στις σχέσεις ή στην άψογη γλώσσα ούτε στη συγγραφέα παρά μονάχα στη συγγραφή, την αγωνία πρώτου βιβλίου να τα χωρέσει όλα. Όμως το επόμενο θα δείξει αν έχω δίκιο ή αν τέτοιο είναι το στυλ σου. Ως τότε περιμένουμε..
Δεν το θεωρώ ανώριμο, επώδυνο το θεωρώ. Ίσως ο πόνος να μην με άφηνε να το γράψω, αυτό ήθελα να πω.
ΔιαγραφήΕλπίζω πως αυτό, "θέλω να τα πω όλα σε 130 σελίδες" θα είναι η παιδική ασθένεια που θα διορθωθεί στο επόμενο βιβλίο.
Σίγουρα θα διορθωθεί
Διαγραφήαν και (το έχεις προσέξει;) κάποιοι φτάνουν στο άλλο άκρο και διαβάζοντας νιώθουμε πόσα κρατάνε γα το επόμενο.
Το δικό σου επόμενο όμως το περιμένω με μεγάλο ενδιαφέρον.