Δεν συνηθίζω να γράφω για βιβλία non-fiction στο Διαβάζοντας γιατί θεωρώ τον εαυτό μου μάλλον ανεπαρκή να μιλήσω για δοκίμια, ακόμα και ποίηση.
Όμως για το «Εμείς οι θνητοί» θα κάνω μια εξαίρεση, γιατί με άφησε ξάγρυπνη δυο βράδια σερί μέχρι να το τελειώσω και του αξίζει ειδική μνεία. Ο Ατούλ Γκαουάντε, ένας Αμερικάνος ιατρός Ινδικής καταγωγής γράφει για τον θάνατο, ή μάλλον για τον καιρό λίγο πριν τον θάνατο, με μια νηφαλιότητα που με σόκαρε· ταυτόχρονα με αφύπνισε.
Στο πρώτο κομμάτι του βιβλίου μας λέει για τα γηρατειά, για το πώς τώρα που η μεγάλη οικογένεια δεν είναι πια σε ισχύ και οι άνθρωποι ζουν όλο και περισσότερο πρέπει να οργανωθούν οι δομές για καλύτερη διαβίωση στα τελευταία χρόνια της ζωής. Χρειάζεται φροντίδα χωρίς κανείς να νιώθει πως είναι σε ίδρυμα ή φυλακή.
Στο δεύτερο κομμάτι τα πράγματα δυσκολεύουν, μιλά πια για ανθρώπους νέους που για κάποιον λόγο (κυρίως καρκίνο) ξέρουν πως θα χάσουν την ζωή τους. Για το άλυτο -για μένα- ζήτημα: «αξίζει τον κόπο να ζήσεις πετσοκομμένος έξι μήνες παραπάνω ή ολόκληρος έξι μήνες λιγότερο, όταν ήδη ξέρεις πως δεν υπάρχει γιατρειά». Σε αυτό το τελευταίο κομμάτι της πρότασης κρύβεται η αλήθεια. Πώς ξέρεις πως δεν υπάρχει σωσμός; Κι αν είσαι αυτός ο ένας ανάμεσα στα εκατομμύρια που θα σωθεί κι εσύ αφεθείς στην «παρηγορητική θεραπεία» και πεθάνεις;
Ο ίδιος ο Ατούλ Γκαουάντε μας λέει:
Έγραψα αυτό το βιβλίο με την ελπίδα να καταλάβω τι έχει συμβεί. Η θνητότητα είναι δόλιο θέμα. Ορισμένοι ίσως τρομάξουν με την ιδέα ότι ένα γιατρός κάθεται να γράψει για το αναπόδραστο της φθοράς και του θανάτου. Σε πολλούς ανθρώπους τέτοιες κουβέντες, όσο προσεκτικά κι αν διατυπωθούν, ζωντανεύουν το φάσμα μιας κοινωνίας που ετοιμάζεται να θυσιάσει τους αρρώστους και τους ηλικιωμένους της. Αν όμως οι γέροι μας και οι άρρωστοί μας ήδη θυσιάζονται, αν γίνονται θύματα της άρνησής μας να δεχτούμε το αναπόφευκτο τέλος του κύκλου της ζωής; Κι αν τελικά υπάρχουν καλύτερες προσεγγίσεις, μπροστά στη μύτη μας, που περιμένουν απλώς να τις δούμε;α
Το βιβλίο δεν δίνει λύσεις, ούτε κάνει κήρυγμα. Παρουσιάζει περιπτώσεις ανθρώπων, σε αφήνει να βγάλεις τα δικά σου συμπεράσματα, σέβεται τον αναγνώστη του. Είναι επίπονο ανάγνωσμα, σε φέρνει πιο κοντά στο θέμα που βασανίζει τον άνθρωπο από καταβολής του αλλά γίνεται ακόμα πιο επιτακτικό να διερευνηθεί στις μέρες μας, τώρα που η ιατρική κάνει τον θάνατο όλο και πιο δύσκολο, όλο και πιο σπάνιο: υπάρχει συμφιλίωση με την ιδέα του θανάτου όσο ακόμα είσαι ζωντανός; Και στην τελική υπάρχει κανείς που να θέλει να πεθάνει;
«Εμείς οι θνητοί», Ατούλ Γκαουάντε, μετ. Λύο Καλοβυρνάς, εκδ. ΠΕΚ, 2016, σελ. 348
«Υπάρχει κανείς που να θέλει να πεθάνει;», κλείνει το άρθρο της η Κατερίνα Μαλακατ Δεν υπάρχει τίποτα στη Φύση, ζωντανό, οργανικό ή ανόργανο, που να ΘΕΛΕΙ να πεθάνει. Από οποιοδήποτε ζώο ή φυτό μέχρι το πλακάκι πάνω στο οποίο πατά η καρέκλα που κάθομαι αυτή τη στιγμή και γράφω. Πλην όμως, δεν τους πέφτει λόγος. Η ιδιότητα που κάνει τη Φύση ζωντανή είναι ο μεταβολισμός, η αέναη μεταβολή, αυτό που πριν λίγο ήταν τώρα δεν είναι, κι αυτό που τώρα είναι σε λίγο δεν θα είναι. «Τὰ πάντα ρεῖ» ώστε «Οὐκ ἄν δίς τον αὐτόν ποταμόν ἐμβαίης», το είχε πει ο Ηράκλειτος.
ΑπάντησηΔιαγραφή«Ο φόβος, η δειλία, η λύπη, η αγωνία έχουν θέση μόνον για πράγματα που μπορεί να συμβούν ή να μη συμβούν. Για το θάνατο είναι μάταιο και περιττό: οπωσδήποτε θα συμβεί, δεν εξαρτάται από τη θέλησή μου. ΕΠΕΙΔΗ, λοιπόν, ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΟΠΩΣ ΕΓΩ ΘΕΛΩ, ΝΑ ΘΕΛΩ ΕΓΩ ΟΠΩΣ ΕΚΕΙΝΟ ΓΙΝΕΤΑΙ», συμβούλεψε, παραπέμποντας στον Μέγα Βασίλειο, ο Ευγένιος Βούλγαρης, αρχιεπίσκοπος και διδάσκαλος του Γένους, στην περίφημη «ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΠΕΡΙ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑΣ» (http://www.biblionet.gr/book/116165/) εδώ και πάνω από δύο αιώνες (Πετρούπολη 1804), απαντώντας στον πρίγκηπα Ρακοβίτσα που τον ρώτησε «Πώς μπορεί κάποιος να σταθεί απέναντι στο θάνατο με γεναιότητα και ευψυχία;» Και πρόσθεσε: «Μεγάλο βοήθημα κατά του φόβου του θανάτου και της πολλής δειλίας είναι τούτος ο στοχασμός: ούτε να κακοπεθαίνει μετά την ώρα του (ΔΥΣΘΑΝΑΤΆ) ο άνθρωπος, ούτε απ’ την άλλη πριν την ώρα του (ΠΡΟΘΑΝΑΤΆ), αλλά να καλοπεθαίνει στην ώρα του (ΕΥΘΑΝΑΤΆ).» Ήταν μάλιστα το πρώτο «βοήθημα και μέσο που καθιστά την ψυχή μετριοπαθή» απέναντι στο θάνατο, που του πρότεινε. Ευθανασία (=καλός θάνατος, στην ώρα του), είπε ο Βούλγαρης. Ούτε προθανασία (πρόωρος θάνατος, πριν την ώρα του), ούτε μεταθανασία (μετάωρος θάνατος, μετά την ώρα του): καί τα δύο (κι ο πρόωρος κι ο μετάωρος) είναι κακός θάνατος (δυσθανασία).
Τα ερωτήματα είναι σπουδαιότερα από τις απαντήσεις τους. Το "Υπάρχει κανείς που να ΘΕΛΕΙ να πεθάνει;" είναι το λάθος ερώτημα. Δεν τίθεται κάν τέτοιο θέμα. Δεν μας αφορά. Είναι θέμα του δημιουργού που μας έφτιαξε. Το σωστό ερώτημα είναι "ΠόΤΕ Πρέπει κάποιος να Πεθαίνει;" (ΠΠΠ). Αυτό ναι, μας πέφτει λόγος. Ένα ολόκληρο αφιέρωμα στο περιοδικό της Ιατρικής Εταιρίας Αθηνών "Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής" ασχολήθηκε με το "πότε": http://www.mednet.gr/archives/contents2016-sup-gr.html. Και ένα τριήμερο Συμπόσιο, 28-30 Απριλίου 2017, θα ασχοληθεί με αυτό ακριβώς, με τον προσδιορισμό αυτού του "πότε": https://dl.dropboxusercontent.com/u/7661680/PPP/Simposio2017_Anakinosi-1-Kosmitia_Y2-30Iun2016.docx. Αν έχετε "κάτι να πείτε", καλοδεχούμενοι. Αν έχετε "κάτι ν’ ακούσετε" δυο φορές καλοδεχούμενοι!
"Πότε Πρέπει να Πεθαίνομε;" (ΠΠΠ) τριήμερο Συμπόσιο, 28-30 Απριλίου 2017: ΠΡΑΚΤΙΚΑ: όλες οι ομιλίες και όλα τα άρθρα: https://olympias.lib.uoi.gr/jspui/handle/123456789/32634 & http://dx.doi.org/10.26268/heal.uoi.12441.
ΑπάντησηΔιαγραφή