"Ο κόσμος έχει ριζωμένη στο κεφάλι του την πανάρχαια αυτήν προκατάληψη- - ότι πρέπει να γράφει κανείς μόνο αν τον εμπνέει το Άγιο Πνεύμα. Σε πληροφορώ ότι το γράψιμο είναι επιχείρηση.[] Η θεία έμπνευση ανήκει σε άλλες σφαίρες. Εμείς μιλάμε για τη λογοτεχνία ως επάγγελμα, όχι για τον Όμηρο, τον Δάντη ή τον Σαίξπηρ. Αν μπορούσα να το χώσω αυτό στο κεφάλι του καημένου του Ρίρντον! Τι διάβολο- θέλω να πω τι έχουν τα τυπογραφικά στοιχεία κι ο,τι τυπώνεται πρέπει να είναι ιερό; Δεν προπαγανδίζω τη χυδαία λογοτεχνία, απλώς μιλώ για καλό, άξεστο, εμπορεύσιμο υλικό για τους άξεστους της ζωής."
Ήδη από τις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος του Τζορτζ Γκίσινγκ, «Οι Κονδυλοφόροι» (“New Grub Street”) ο ένας από τους δύο κεντρικούς ήρωες, ο νεαρός πολύ φιλόδοξος δημοσιογράφος λογοτεχνικών περιοδικών Τζάσπερ Μίλβεν εξηγεί στις αδελφές του, Ντόρα και Μοντ, πώς κινείται ο λογοτεχνικός κόσμος. Αν δεν είσαι λογοτεχνική μεγαλοφυΐα, οπότε θα ξεχωρίσεις έτσι κι αλλιώς, ας είσαι λογοτεχνικό μυρμηγκάκι, να βγάζεις το ψωμί σου. Ο νεαρός Μίλβεν μελετάει τον χώρο πριν «χτυπήσει», θα κάνει έναν καλό γάμο, με μια νύφη της ανώτερης αστικής τάξης, θα γράψει στα σωστά περιοδικά και θα πετύχει. Προς το παρόν μάλλον πένεται, κι αυτό θα γίνει εντονότερο όταν χάσει τη μάνα του και μαζί το μικρό της εισόδημα.
Στον αντίποδα του Μίλβεν, έχουμε τον νεαρό κύριο Ρίρντον. Ο Ρίρντον, που έχει κλίση προς πιο λόγια και φιλολογικά θέματα, αναγκάζεται να στραφεί προς τη λογοτεχνία για να ζήσει. Γράφει ένα δυο-καλά μυθιστορήματα, κι έπειτα το σύστημα της εποχής τον καταβροχθίζει. Οι εκδότες ζητούν τρίτομα μυθιστορήματα, γιατί αυτό απαιτούν οι δανειστικές βιβλιοθήκες κι αυτό τον απομυζά.
Επί μία εβδομάδα έγραφε με τον επιθυμητό ρυθμό· έπειτα ήρθε ξανά η κρίση που είχε προβλέψει.
Γνώριμο σύμπτωμα της αρρώστιας που χτυπά την εξαντλημένη φαντασία. Μετεωριζόταν στη σκέψη του πέντε ή έξι πιθανά θέματα για ένα βιβλίο, όλα από την εποχή που είχε αρχίσει για πρώτη φορά να γράφει μυθιστόρημα, τότε που οι ιδέες του έρχονταν εύκολα. Αν προσπαθούσε απεγνωσμένα να γραπωθεί από μια κι έβαζε τα δυνατά του να την αναπτύξει, για μια δυο μέρες ήταν σχεδόν ικανοποιημένος· πρόσωπα, καταστάσεις, κίνητρα διαμορφώνονταν αρκετά κι αισθανόταν έτοιμος να αρχίσει να γράφει. Αλλά σπάνια προλάβαινε να γράψει ένα δυο κεφάλαια πριν καταρρεύσει το οικοδόμημα. Είχε κάνει λάθος. Δεν έπρεπε να καταπιαστεί με αυτή την ιστορία αλλά με την άλλη.[]
Ο Ρίρντον είναι παντρεμένος με την Έμι, κόρη του Έντουαρτ Γιούλ, μια όμορφη και καλλιεργημένη αλλά φτωχή κοπέλα που τον πιέζει ολοένα να γράφει για να αποκτήσουν λεφτά και φήμη. Τον φτάνει στα όριά του, τόσο που εκείνος παρατά την λογοτεχνία για μια θέση γραφιά κι αυτή, μαζί με το παιδί τους, τον παρατά.
Ο Μίλβεν θα γνωρίσει την ξαδέλφη της Έμι, Μαριάν Γιούλ, που είναι ένα κορίτσι που γράφει σχεδόν όλα τα άρθρα του πατέρα της Άλφρεντ. Ο Άλφρεντ Γιούλ είναι η αποτυχία του συστήματος προσωποποιημένη, κάποτε διευθυντής ενός λογοτεχνικού περιοδικού, προσπάθησε να γράψει τα πάντα και απέτυχε σε όλα, έχει μεγάλη αντιπαλότητα με έναν πανίσχυρο διευθυντή ενός πετυχημένου περιοδικού και είναι βαθιά, βαθύτατα πικραμένος από τη ζωή, από τη λογοτεχνία, από το σύμπαν. Όταν πεθαίνει πάντως ο αδελφός του, και αφήνει στη Μαριάν μια μικρή περιουσία, προσπαθεί να την καταχραστεί και να στήσει ένα περιοδικό. Κι εκεί που συμπεριφερόταν σκαιά τόσο στη Μαριάν, όσο και στην αμόρφωτη μάνα της και γυναίκα του, τώρα γίνεται σχεδόν υποφερτός. Ο Μίλβεν που νιώθει έντονη έλξη για τη Μαριάν, θα της κάνει πρόταση γάμου μόλις μάθει για την κληρονομιά. Και θα την αποσύρει, μόλις αυτή χαθεί.
Γύρω από αυτά τα πρόσωπα κινούνται: ο κύριος Γουιπερντέιλ που δεν έχει κανένα λογοτεχνικό ταλέντο, αλλά καταφέρνει να βιοπορίζεται κάνοντας μαθήματα δημιουργικής γραφής(!) κι αργότερα ως διευθυντής ενός περιοδικού για τους «κατά το ένα τέταρτο μορφωμένους». Ο κύριος Μπίφεν που αγαπά τη λογοτεχνία με πάθος, γράφει ό,τι του αρέσει, και τελικά αυτοκτονεί από την ακραία φτώχεια, οι αδελφές του Τζάσπερ που ζουν γράφοντας μυθιστορήματα για κυρίες.
Τα δύο βασικά θέματα του Γκίσινγκ, ο λογοτεχνικός κόσμος αλλά και ο αστικός κόσμος της Βικτωριανής περιόδου, είναι έκδηλα σχεδόν σε κάθε φράση. Ο Γκίσινγκ καυτηριάζει αυτό που ζει στο πετσί του, άντρες που πεθαίνουν ανύπαντροι στην ψάθα γιατί αγαπούν τη λογοτεχνία, γυναίκες που διψούν για φήμη και καταξίωση, άλλες που τις νοιάζει μόνο η αγάπη. Η κατάπτωση των καλλιεργημένων ανθρώπων που βουλιάζουν στην φτώχεια, πώς επιπλέουν οι «συνειδητοποιημένοι», πόση σημασία έχει ο έρωτας, ποιος είναι ένας "πετυχημένος" γάμος.
Αγάπησα αυτό το μυθιστόρημα, υποπτεύομαι πως θα γυρίζω σε αυτό ξανά και ξανά. Το τσάκισα και το υπογράμμισα με μανία. Κι ελπίζω να είναι μια συνεχής υπενθύμιση, ένα καμπανάκι που θα χτυπάει στο μυαλό μου, όποτε τα πράγματα πάνε στραβά. Ο Τζορτζ Γκίσινγκ έγραψε κι αυτός πάμπολλα τρίτομα μυθιστορήματα και σχεδόν ξεχάστηκε. Πάντως "Οι Κονδυλοφόροι" είναι ένα μυθιστόρημα που πρέπει να διαβαστεί από όσους καταπιάνονται σήμερα, 130 χρόνια μετά, με το σπορ της λογοτεχνίας. Είναι σαν να περιγράφει τους καιρούς μας ακριβώς, τις έριδες, τα πάθη, τη φτώχεια, τη μιζέρια, τις ελλιπείς αμοιβές, τα 300 αντίτυπα. Κι αν αλλάξουμε τα ονόματα, τις άμαξες και το ντύσιμο, μάλλον πολλοί θα αναγνωρίσουν τον εαυτό τους.
«[]Ο τύπος εξελίχτηκε σε «λογοτεχνικό σύμβουλο". Κάθε εβδομάδα βάζει αγγελία στη Μελέτη «Προς τους Νέους Συγγραφείς και τους Ευέλπιδες της Λογοτεχνίας»- κάτι τέτοιο. «Συμβουλές για διάφορα θέματα. Ανάγνωση, διόρθωση χειρογράφων, προτάσεις σε εκδότες. Τιμές λογικές». Γεγονός! Και μάλιστα έβγαλε έξι λίρες το πρώτο δεκαπενθήμερο· τουλάχιστον αυτό ισχυρίζεται ο ίδιος. Τέτοιο καλαμπούρι δεν έχω ξανακούσει. Ένας τύπος που δεν μπορεί να εκδώσει ούτε τα δικά του κείμενα, κερδίζει τη ζωή του λέγοντας στους άλλους πώς να γράφουν».
Κατερίνα Μαλακατέ
"Οι Κονδυλοφόροι", George Gissing, μετ. Βασίλης Καλλιπολίτης, εκδ. Εξάντας, 1993, σελ. 674
Φαίνεται ενδιαφέρον ως θέμα, δυστυχώς όμως έχει εξαντληθεί!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπόστολος
Υπάρχουν μερικά αντίτυπα ακόμα, σκόρπια σε βιβλιοπωλεία.
ΔιαγραφήΘα το κοιτάξω!
ΑπάντησηΔιαγραφή