Πρώτος μου Σκαμπαρδώνης ο «Νοέμβριος». Λάθος, μέγα λάθος, πώς την πάτησα έτσι, τώρα θα πρέπει να αναζητήσω όλα τα βιβλία του σε αυτή την ώριμη ηλικία. Νόμιζα πως η εποχή που κολλούσα με συγγραφείς είχε περάσει ανεπιστρεπτί.
Τα πρώτα διηγήματα της συλλογής με ενόχλησαν, αυτοαναφορικότητα, ίσως μια ιδέα ελιτισμός, η πραγματικότητα ιδωμένη μόνο από μια πλευρά, χειραγωγημένη. Αυτή η χειραγώγηση είναι που κάνει τελικά το βιβλίο τόσο ενδιαφέρον και ολοκληρωμένο. Οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, που μοιάζουν να ανήκουν στην ίδια φωνή, αν και συχνά δεν αφορούν τον ίδιο άνθρωπο, έχουν κάτι κοινό, δίνουν μια αίσθηση πως πρόκειται για μυθιστόρημα, ή έστω για θραύσματα ενός μυθιστορήματος, που είναι πιο γοητευτικό ημιτελές, από ο,τι θα ήταν τελειωμένο.
Η μνήμη, η προσωπική μυθολογία του συγγραφέα, ο τόπος, ο χρόνος, οι άνθρωποι, δίνουν πνοή στο βιβλίο, που διαβάζεται σχεδόν απνευστί. Τα διηγήματα είναι ολιγοσέλιδα, σπάνια ξεπερνούν τις τρεις σελίδες, και κάποια μοιάζουν με πεζή ποίηση. Όμως τα είδη δεν μπλέκονται. Ο Σκαμπαρδώνης γράφει με σιγουριά πεζογραφία, το ξέρει, και το κάνει ενσυνείδητα. Όλο αυτό γίνεται με συγγραφική μαεστρία, σχεδόν πρόκειται για επίδειξη δύναμης. Στα έγχρωμα μπουκαλάκια των φαρμακείων, στις παλιές βιτρίνες της Θεσσαλονίκης, στις ανεμογεννήτριες και τα αυτοκίνητα, ο Σκαμπαρδώνης βλέπει παντού λογοτεχνία, ανασαίνει για αυτήν. Μέσα στο βιβλίο παίζει συνεχώς το δίλημμα, με το σώμα ή το πνεύμα, κι η απάντηση είναι το ίδιο το βιβλίο.
Στέκομαι και κοιτάζω άναυδος αυτά τα υπέροχα χρώματα, σαν αλχημιστής που έκανε μια μεγάλη ανακάλυψη - το φως πολλαπλασιάζει αυτή την αίσθηση της μαγείας. Μεταμορφώνομαι κι εγώ και γίνομαι δεκαπεντάχρονος μαθητής με κοντά παντελόνια. Όλη η τρίτη τάξη επιστρέφει γύρω μου, ο πάγκος των πειραμάτων με τα γυάλινα αγγεία και μαζί και ο καθηγητής μας της Χημείας, ο κύριος Τσιτουρίδης. Το φως μπαίνει από δεξιά κι απ' τα ανοιχτά παράθυρα ακούγονται, μακρινά, τα παιδιά της δευτέρας τάξης που έχουνε γυμναστική, να φωνάζουν στην αυλή του σχολείου παίζοντας μπάσκετ.
Σηκώνομαι και πάω στην παλιά, εμαγιέ ζυγαριά. Ανεβαίνω κι ενώ είμαι ογδόντα ένα κιλά, με δείχνει τριάντα οκτώ, όπως ήμουν στα δεκαπέντε μου. Μάλλον, σίγουρα, είναι χαλασμένη από καιρό.
Η μικρή φόρμα είναι μαυλίστρα. Αρκετοί την υπηρετούν μέτρια, έχει άλλωστε τις ευκολίες της. Για να απογειωθεί όμως απαιτεί έναν από τους βιρτρουόζους του είδους. Παγκόσμια είναι ελάχιστοι. Ο Σκαμπαρδώνης είναι φανερά ένας από αυτούς.
Κατερίνα Μαλακατέ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου