Αγοράστε το εδώ: https://www.booktalks.gr/logotexnia/amerikaniki-logotexnia/amerikaniki-pezografia/amerikaniki-pezografia-muthistorima/i-gunaika-tou-epano-orofou.html |
«Πόσο οργισμένη είμαι; Δεν θέλετε να ξέρετε. Αυτό κανένας δεν θέλει να το ξέρει.
Είμαι καλό κορίτσι, γλυκό κορίτσι, άριστη μαθήτρια, αυστηρών αρχών, υποδειγματική κόρη, ευσυνείδητη επαγγελματίας, και ποτέ δεν έκλεψα τον γκόμενο καμιάς και ποτέ δεν παράτησα καμία φίλη, και ανέχτηκα τις μαλακίες των γονιών μου και τις μαλακίες του αδελφού μου, κι εξάλλου δεν είμαι κορίτσι, έχω περάσει τα σαράντα, το κέρατό μου, και είμαι καλή στη δουλειά μου και απίθανη με τα παιδιά, και κρατούσα το χέρι της μάνας μου όταν πέθανε, έπειτα από τέσσερα χρόνια που της κρατούσα το χέρι όσον καιρό πέθαινε, και μιλάω στον πατέρα μου κάθε μέρα στο τηλέφωνο –κάθε μέρα, προσέξτε, και τι καιρό κάνει απ’ τη δική σας πλευρά του ποταμού, γιατί εδώ ο καιρός είναι μουντός κι έχει και λίγη υγρασία; Υποτίθεται ότι θα έγραφε «Μεγάλη Καλλιτέχνιδα» στο μνήμα μου, αλλά αν πέθαινα αυτή τη στιγμή, αντί γι΄αυτό θα έγραφε «πολύ καλή δασκάλα/κόρη/φίλη»∙ κι αυτό που στ’ αλήθεια θέλω να φωνάξω, και το θέλω και με μεγάλα γράμματα, σ’ εκείνο τον τάφο είναι ΑΙ ΓΑΜΗΘΕΙΤΕ ΟΛΟΙ ΣΑΣ.
Το ίδιο δεν νιώθουμε όλες οι γυναίκες;»
Έτσι μας συστήνεται η κεντρική ηρωίδα αλλά και πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια Νόρα στην πρώτη πρώτη σελίδα του βιβλίου. Σφύζει από οργή στα 42 της. Όμως αυτό που την εξόργισε συνέβη πέντε χρόνια πριν, στα 37 της, τότε που θεωρούσε τον εαυτό της ήδη μεσόκοπο. Για την τριανταεπτάχρονη Νόρα, που άκουσε τη συμβουλή της μητέρας της και σπούδασε παιδαγωγικά αντί για Τέχνη, όλα αλλάζουν μόλις μπαίνει στην τάξη της ο Ρεζά, ένα πανέμορφο αγόρι, που δεν μιλάει λέξη Αγγλικά. Σύντομα η Νόρα θα γνωρίσει τη μαμά του αγοριού, την Σιρένα. Η Σιρένα είναι πραγματική καλλιτέχνιδα, με εκθέσεις, αναγνώριση, ταπεραμέντο και θα της προτείνει να νοικιάσουν ένα στούντιο μαζί. Κι έτσι ξεκινά μια σχέση (ή μάλλον τρεις σχέσεις) μάγευσης και απομάγευσης.
Η Νόρα, που στο πρώτο μέρος του βιβλίου μας μιλά για την οργή της, για τις ανασφάλειες της, για τη μάνα της και τα ανεκπλήρωτα όνειρά της, για τις επιταγές της κοινωνίας και τις μάσκες που πρέπει να ενδυθεί μια γυναίκα για να επιβιώσει, πέφτει με τα μούτρα πάνω στην οικογένεια. Παθαίνει εμμονή, ερωτεύεται τόσο τη Σιρένα, όσο και τον άντρα της, τον Σκαντάρ, φαντασιοκοπεί πως είναι η μάνα του παιδιού τους. Και κάνει τέχνη, δίπλα στη Σιρένα. Η Σιρένα φτιάχνει εγκαταστάσεις που καταλαμβάνουν όλον τον χώρο, η Νόρα φτιάχνει μικρά κουκλόσπιτα όμοια με την πραγματικότητα της.
Η Νόρα, που φτιάχνει κουκλόσπιτα, με πρώτο της Ντίκινσον, η καλλιτέχνιδα που όλο μικραίνει μικραίνει μικραίνει, δεν φαίνεται πουθενά και δημιουργεί από τη σκοτεινιά της, έρχεται σε άμεση αντίστιξη με τη Σιρένα, την όμορφη, επιτυχημένη, σύζυγο, μαμά που φτιάχνει μια τεράστια Χώρα τον θαυμάτων. Οι λογοτεχνικές αναφορές πυκνώνουν στο βιβλίο, γιατί η Νόρα δεν είναι η "γυναίκα του Υπογείου", ούτε "The madwoman in the attic", αλλά είναι «The woman upstairs». Μπαίνει στη μέση όλη η φεμινιστική θεωρία, η Μπάτλερ κ.ο.ο αλλά και όλη η λογοτεχνία, ο Προύφροκ του Έλιοτ, η ποίηση του Λάρκιν. Όλοι οι ανασφαλείς και σκοτεινοί. Όλοι όσοι γοητεύονται από τον νάρκισσο.
Η Νόρα, που στο πρώτο μέρος μάς μιλά για τη θηλυκότητα που είναι μία μασκαράτα, για τα κορίτσια που δεν τολμούν να πουν πως καταλαβαίνουν τα μαθηματικά, για τη δουλειά του άντρα που έχει πάντα προτεραιότητα, για ματαιωμένα καλλιτεχνικά όνειρα, για σιγουριά και θάνατο, πέφτει με τα μούτρα σε μια εμμονή, με μια ολόκληρη οικογένεια. Δεν θέλει απλά αυτό που έχουν, θέλει να τους καταβροχθίσει, να φάει τις σάρκες τους, να ικανοποιηθεί σεξουαλικά. Και ξαφνικά η ταύτιση με όσα λέει στο πρώτο μέρος, και πιθανότατα τα έχει νιώσει κάθε γυναίκα της γενιάς μας, διαλύεται. Η Νόρα ορθώνεται και μαζί καταρρέει, επιτέλους δημιουργεί, αλλά από την άλλη προσκολλάται, αφήνεται να την εκμεταλλευτούν όλα τα μέλη της οικογένειας, που μέσα στο ναρκισσισμό τους, δεν παίρνουν καν χαμπάρι τι γίνεται. Θύματα και θύτες. Όλοι. Στο τέλος θα φάει το χαστούκι της να στρώσει, θα μπει στη γωνιά της, ξανά, στη θέση της, θα διαπιστώσει αν θέλει να είναι καλλιτέχνιδα, θα συνεχίσει να είναι μόνη και προσκολλημένη στην πεθαμένη μάνα της. Αλλά πια θα είναι και οργισμένη.
Παρά τα όσα λέγονται για τη «Γυναίκα του επάνω ορόφου», δεν είμαι σίγουρη πως η Μεσούντ έγραψε ένα «φεμινιστικό βιβλίο μόνο για γυναίκες», ένα βιβλίο "βγαλμένο από τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής", ένα βιβλίο "για μια αντιηρωίδα", ή ένα βιβλίο γ"ια βαθιά χασμουρητά". Για την ακρίβεια είμαι πολύ σίγουρη πως αυτό το τελευταίο δεν ισχύει, το αντίθετο συνέβη, είναι τέτοια η ένταση του πρώτου μέρους, που πολλοί ενστικτωδώς αντέδρασαν στο δεύτερο όχι από βαρεμάρα, αλλά γιατί ανατρέπει αρκετά από αυτά που λέγονται στην αρχή.
Το μυθιστόρημα διαπραγματεύεται τη γυναικεία κατάσταση αλλά και αυτή της δημιουργού. Ποια θα επιτύχει, τι είναι επιτυχία, ποια είναι τα πολλαπλά είδωλα της πραγματικότητας. Δεν έχει απαντήσεις, κι αυτό είναι το μεγαλύτερο προσόν του. Χτίζει τον περίπλοκο κόσμο της ανασφάλειας του καλλιτέχνη, που δεν έχει καμία αναφορά στα φύλα, όμως ταυτόχρονα διερευνά τη γυναίκεια υπόσταση, όπως ορίζεται από τις κοινωνικές επιταγές. Διαπραγματεύεται ένα από τα πιο καυτά θέματα στη λογοτεχνία του καιρού μας, τη γυναικεία δημιουργία, τον χώρο που πρέπει να διεκδικήσει η γυναίκα καλλιτέχνιδα. Χωρίς εμμονή με τα φεμινιστικά κλισέ –τα βλέπουμε όλα γραμμένα στο πρώτο μέρος, για να σκάσουν –τα πιο πολλά— εκκωφαντικά στο δεύτερο. «Η γυναίκα του επάνω ορόφου», αυτή η ήσυχη κυρία που δεν την βλέπεις καν, ενοχλεί∙ είναι πια η δουλειά της. Ενοχλεί γιατί διεκδικεί και είναι οργισμένη, ενοχλεί γιατί είναι ανθρώπινη κι έχει εμμονές, ενοχλεί γιατί δεν τη συμπαθείς, γιατί τελικά ανακαλύπτει πως δεν μπορεί να σηκώσει στις πλάτες της τη δημιουργία όλου του κόσμου. Κι αυτό τελικά, είναι εντάξει.
Κατερίνα Μαλακατέ
Υπέροχο βιβλίο! Δεν χόρταινα να το διαβάζω!
ΑπάντησηΔιαγραφή