14/6/25

"Η τελειότητα", Vincentzo Latronico


   αγοράστε το εδώ: 



Η τελειότητα του Βιντσέντζο Λατρόνικο είναι ένα βιβλίο μορφής, και όχι πλοκής, γράφτηκε βασισμένο στα «Πράγματα» του Ζωρζ Περέκ, κι έτσι οι ήρωες του είναι μάλλον κάτι γενικόλογες καρικατούρες παρά χαρακτήρες μυθιστορήματος. Δεν μαθαίνουμε τίποτε για αυτούς, ούτε για την ιστορία, ούτε και για τη σχέση τους, δεν τους εξανθρωπίζει τίποτα, παραμένουν ανδρείκελα. Αυτός είναι άλλωστε και ο σκοπός του συγγραφέα, είναι σύμβολα μιας γενιάς που γοητεύτηκε από την εικόνα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, επένδυσε σε μια ινσταγκραμική ζωή και βρέθηκε να ψάχνει τον εαυτό της ανάμεσα στη λιτή μπεζ διακόσμηση από το ikea και τις στίβες που κρύβονταν στις ντουλάπες για να μην χαλάσουν τις φωτογραφίες. Το βιβλίο έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ο ίδιος ο Λατρόνικο έζησε στο Βερολίνο από το 2009 ως το 2023 ως ψηφιακός νομάς, και ξέρει εκ των έσω την κοινότητα των expats που περιγράφει.

Το κείμενο είναι γεμάτο ινσταγκραμικές περιγραφές (με μια τέτοια μακροσκελή περιγραφή ξεκινά στο κεφάλαιο του «Ενεστώτα»-- είπαμε βασίζεται στον Περέκ), που μου φαίνονται το ίδιο βαρετές ως λογοτεχνία και ως εικόνα, οι δυο ήρωες ζουν σε ένα διαμέρισμα στο Βερολίνο, που το νοικιάζουν πού και πού ως Airbnb ενώ στην πραγματικότητα δεν βγάζουν όσα λεφτά θα θελαν, δεν κάνουν πραγματικές σχέσεις παρά με άλλους expats, ζουν σε ένα ιδιόμορφο γκέτο με γουστόζικα καφέ και καλοσχεδιασμένα μπαρς, δεν μαθαίνουν Γερμανικά, μιας και κουτσομιλάνε κάτι universal αγγλικά και δεν ντρέπονται για αυτά. Νοιάζονται για τα δικαιώματα, το περιβάλλον, εφ’ όσον τίποτα από αυτά δεν τους αγγίζει. Μοιάζει να μην έχουν προσωπική ιστορία και να μην έχουν προσωπικότητα. Και καταλήγουν μόνοι.

Ομολογώ πως η ανάγνωση της Τελειότητας με άφησε δίβουλη, από τη μια καταλαβαίνω τι θέλει να πει για τη γενιά μας (ίσως και για τους λίγο νεότερους από μας Millenials), από την άλλη βαριέμαι τις γενικεύσεις και την καταστροφολογία για μια γενιά συλλήβδην, και δεν πιστεύω επ’ ουδενί πως οι άνθρωποι είναι καρικατούρες. Zούμε κάτι πρωτόγνωρο που δεν μπορούμε να το ακόμα να το κατανοήσουμε πλήρως, το διαδίκτυο ορίζει τη ζωή μας πολύ περισσότερο από όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε, άλλωστε αυτή η γνώμη ανεβαίνει σε ένα blog, θα ήταν τουλάχιστον αστείο να ισχυριστώ το αντίθετο.

Αγαπώ τη λογοτεχνική φόρμα, κι αυτό το βιβλιαράκι έχει πολλή από αυτή, όμως αγαπώ και τις ιστορίες, κι απ’ αυτό δεν έχει καθόλου. Μου αρέσει το παιχνίδι με τους χρόνους στην αρχή, που μετά παραμένει αυτό, απλά ένα προβλέψιμο παιχνίδι, δεν φτάνει με κανέναν τρόπο την ιδιοφυία του Περέκ. Το βιβλίο είναι υποψήφιο για το Booker 2025, μα κάτι μου έμεινε λειψό, σαν να μην εμβαθύνει αρκετά, να μένει στην επιφάνεια, για κάτι τόσο σημαντικό και σύγχρονο. Το διάβασα σε μία μέρα, είναι μικρό και δεν χάνεται η συνοχή του, μα είναι μυθοπλασία, είναι μέτα- μυθοπλασία, δεν μπορώ με σιγουριά να ξέρω. Ούτε καν το πιο απλό, αν μου άρεσε ή όχι, δεν μπορώ να αποφασίσω.

                                                   Κατερίνα Μαλακατέ


"Η τελειότητα", Βιντσέντζο Λατρόνικο, μτφ. Δήμητρα Δότση, εκδ. Loggia 

2/6/25

Μπέρτα Ίσλα, Javier Marías






Ο Χαβιέ Μαρίας πήρε θέση ανάμεσα στους αγαπημένους μου από τότε που διάβασα το πρώτο του βιβλίο κοντά 15 χρόνια πριν. Πιθανότατα ο σπουδαιότερος Ισπανός συγγραφέας των τελευταίων χρόνων, μας άφησε νωρίς το 2020 στα 70 του, ειδάλλως θα είχε πάρει με σιγουριά το Νόμπελ. Ταυτόχρονα ευπώλητος και κουλτουριάρης, υπήρξε χαρακτηριστική φιγούρα των ισπανικών γραμμάτων, έγραψε 17 μυθιστορήματα και αμέτρητα άρθρα, διηγήματα, δοκίμια. Από πολύ μικρός καταβρόχθιζε αυτό που αγαπούσε πιο πολύ, ταινίες και λογοτεχνία κι έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα μόλις στα 17.

Ο τρόπος γραφής του, σπειροειδής και κυκλικός, δημιουργεί συνεχώς την αίσθηση κατόπτρων και αντικατοπτρισμών. Ο λόγος του μακροπερίοδος, με την κάθε πρόταση να καταλαμβάνει πάνω από μια σελίδα, βγάζει τελικά πάντα νόημα. Γιατί αν άλλοι συγγραφείς προσπαθούν να προσεγγίσουν την πραγματικότητα, αυτός προσπαθεί να μας δώσει μια καταγραφή της ανθρώπινης σκέψης, όπως η αγαπημένη του Βιρτζίνια Γουλφ ∙και τα δυο έργα ευγενή, και άκρως λογοτεχνικά, αλλά ανέφικτα. Ο Μαρίας αποτυγχάνει με απαράμιλλη χάρη.

Εδώ χοροπηδάει γύρω από την αφηγηματική φωνή, που πότε μιλά από την πλευρά της πρωταγωνίστριας, Μπέρτα Ίσλα, πότε από την πλευρά του άντρα της Τομάς Νέβινσον κι άλλοτε γίνεται στριφνή και παντογνωστική. Με χιούμορ και ελαφρότητα, γράφει ένα κατασκοπευτικό μυθιστόρημα, που βέβαια δεν είναι κατασκοπευτικό, γιατί είναι μυθιστόρημα ενηλικίωσης, κι ένα campus novel και ένα μυθιστόρημα ποιητικής και τελικά ένα ψυχοβγάλτικο φιλοσοφικό μυθιστόρημα που μιλά για τη ζωή και τον θάνατο, ενώ ταυτόχρονα σε αποκοιμίζει με το πόσο ευκολοδιάβαστο είναι, πόσο γλυκιά είναι η διαδικασία της ανάγνωσης, πόσο δεν θες να το αφήσεις από τα χέρια σου.

Η Μπέρτα Ίσλα ερωτεύεται ήδη από το σχολείο τον δίγλωσσο Τομάς Νέβινσον, μισό Άγγλο, μισό Ισπανό, και ξέρει από νωρίς πως ο στόχος της ζωής της είναι να τον παντρευτεί. Κι αυτός τον ίδιο στόχο έχει, αλλά όταν φεύγει στην Οξφόρδη, τα πράγματα στη ζωή τους παίρνουν μια κάπως ανεξέλεγκτη τροπή. Η διγλωσσία του Τομ, η παθητικότητά του, η αδυναμία του να πάρει ουσιαστικές αποφάσεις για τη ζωή του, τα παιδιά τη γυναίκα του, η έννοια του άπατρι, που δεν μπορεί να σταθεί πουθενά, ούτε σε γλώσσα, ούτε σε χώρα, ούτε σε οικογένεια, ούτε σε σύντροφο, ούτε σε παιδιά, γίνονται σχεδόν το κεντρικό θέμα του βιβλίου.

Σχεδόν, γιατί τα θέματα είναι τόσα πολλά που θα αδικούσαμε ένα άλλο, πιο κομβικό. Το μυθιστόρημα είναι κατασκοπικό, με έναν τρόπο που μάλλον θα έκανε τον ΛεΚαρέ να ντρέπεται, δεν έχει ούτε μια στιγμή πραγματικής δράσης, πραγματεύεται τον έρωτα και τις μακροχρόνιες σχέσεις, με ακατάλυτη δύναμη, το ερώτημα «Γιατί δεν φεύγει η Μπέρτα Ίσλα, γιατί δεν «φτιάχνει» τη ζωή της, γιατί δέχεται τα μυστικά και τα ψέματα, γιατί δεν αφήνει τον Τομ να πεθάνει, ακόμα κι αν δεν υπάρχει πτώμα, αιωρείται συνεχώς πάνω από όλη της ιστορία. Και μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν είναι καλύτερη μια αλήθεια φτιασιδωμένη, που μοιάζει πολύ με φαντασίωση και ψέμα, ή μια αλήθεια γυμνή, άσχημη που συνέχεια σου θυμίζει την προδοσία.

Ο Μαρίας, σε βάζει να βυθιστείς στην ιστορία και την Ιστορία, λεπτομέρεια τη λεπτομέρεια, γιατί εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν, και αυτό που μοιάζει εξωτικό, μιλάει τελικά για την ίδια τη ζωή μας, γιατί μένουμε σε πεθαμένες μακροχρόνιες σχέσεις, ακόμα κι ο άντρας μας δεν είναι κατάσκοπος. Κι είναι τελικά σπαταλημένες αυτές οι ζωές, ή είναι απλά η ζωή έτσι. Και, μήπως τελικά το πολιτικό παίζει ρόλο κομβικό σε αυτό που είναι ο καθένας μας. Υπάρχει αίσθηση εαυτού και ταυτότητας εκτός χρόνου και τόπου;

Οι λογοτεχνικές αναφορές πετάγονται από παντού είναι οργανικό μέρος του κειμένου ακόμα κι όταν μιλάει ο αρχικατάσκοπος, όλοι ξέρουν οκτώ καντάρια λογοτεχνία, ο Μαρίας είναι τόσο λόγιος που δεν καταλαβαίνει ή δεν θέλει να καταλάβει την αντίφαση, για αυτό βάζει και πολλά από τα γεγονότα να συμβαίνουν στην Οξφόρδη.

Η Μπέρτα Ίσλα είναι το προτελευταίο βιβλίο του συγγραφέα πριν πεθάνει. Το τελευταίο ονομάζεται Τομάς Νέβινσον και το αναμένουμε με λαχτάρα στα ελληνικά. Γιατί ο Τομ, άλτερ ίγκο του ίδιου του συγγραφέα που ποτέ δεν στέριωσε σε μια μακροχρόνια σχέση, υπήρξε περιώνυμος γυναικάς, και πέθανε δίχως να έχει «νόμιμα» παιδιά, αφηγηματικά έχει φωνή σε αυτό το μυθιστόρημα, πιθανώς όμως ουσιαστικά θα μας μιλήσει στο επόμενο.


                Κατερίνα Μαλακατέ


"Μπέρτα Ίσλα", Χαβιέ Μαρίας, μτφ. Χριστίνα Θεοδωροπούλου, εκδ. Πατάκη 

















26/5/25

"Το Σαράκι", Layla Martínez






«Φεμινισμός του τρόμου» ή φεμινιστικός τρόμος, ή απλά τρόμος σε ένα κόσμο που μάλλον ακόμα δεν είναι πολύ φεμινιστικός και το κυνήγι μαγισσών δεν έχει τελειώσει, κάθε άλλο. Αυτό είναι το Σαράκι. Τρόμος υπαρξιακός, για την ίδια τη γυναικεία υπόσταση, για τις σκιές που περνούν από γενιά και γενιά και τραύματα που εγγράφονται τόσο βαθιά, γίνονται δικά μας, είναι εδώ και μας στοιχειώνουν. Τρόμος για μια πατριαρχία κακοποιητική, ύπουλη, που κρύβει τα κοφτερά της δόντια και μας προστάζει να τα κρύψουμε κι εμείς, ακόμα και στο μοναδικό μας καταφύγιο, μέσα στο ίδιο μας το σπίτι. Ένα σπίτι που τα φαντάσματά του είναι όλα άντρες και τα «τέρατα» όλα γυναίκες.

Η Λάιλα Μαρτίνεθ γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1987, κι έγραψε το Σαράκι το 2021, ένα ημι-αυτοβιογραφικό βιβλίο για το μητρικό της σπίτι στη Μάντσα, για τη γιαγιά, τη μάνα της, την ίδια, για τον νταβατζή παπού της. Το σπίτι υπάρχει, βρυχάται όλο φαντάσματα, ξερνάει τα μυστικά του στους τοίχους, σε εγκλωβίζει εκεί, στην κοινωνική σου τάξη— όλες οι γυναίκες της οικογένειας είναι προορισμένες να γίνουν υπηρέτριες—, στην αδικία, την καταπίεση, τον εγκλεισμό. Το Σαράκι είναι γραμμένο παραληρηματικά, με δυο αφηγηματικές φωνές, πότε αναλαμβάνει την αφήγηση η γιαγιά, πότε η εγγονή, που τελικά συγκλίνουν στο βασικό: την εκδίκηση για όλα όσα έχουν υποστεί οι (φτωχές) γυναίκες ανά τους αιώνες.

Ο τρόμος είναι παραδοσιακά ένα ανδροκρατούμενο είδος, οι γυναίκες σε αυτά τα βιβλία και τις ταινίες είναι είτε αφελείς και τις τρώει το τέρας, είτε πανέμορφες και φαμ φατάλ. Στο φεμινιστικό τρόμο όλα αντιστρέφονται, πρωταγωνίστριες είναι οι γυναίκες, μιλούν για θέματα που μας αφορούν, για τη μητρότητα, το διαγενεακό τραύμα, τη βία, για το σκύψιμο του κεφαλιού έναντι στην εξουσία (των αντρών ή των πλουσίων).

Το Σαράκι, με την ιδότυπη χρήση της γλώσσας, και της στίξης, ταυτόχρονα τελείως ταπεινή, αλλά λογοτεχνικά ασφυκτική, είναι ένα βιβλίο που σε στραγγαλίζει, αργά και βασανιστικά, σου θυμίζει πως υπάρχουν ακόμα πολλά να κερδηθούν, πολλά να αλλάξουν. Και στο τέλος, δείχνει τον τρόπο, η λύση είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη, να πεθάνει η εξουσία, οι εξουσιαστές και οι απόγονοί τους. Η ηρωίδα παίρνει εκδίκηση από το τέρας - το ταξικό και φυλετικό τέρας της εξουσίας- και στην πορεία γίνεται κι η ίδια τέρας. Καμία επανάσταση, καμία αλλαγή, δεν είναι αναίμακτη. Στο μυαλό μας έρχεται το Πέδρο Πάραμο, το Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα, τα στοιχειωμένα σπίτια της Σίρλει Τζάκσον. Ο τέρας είναι εκεί που θα έπρεπε να είναι το ησυχαστήριο μας.

Η μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη ακολουθεί τον ρυθμό και την ένταση του πρωτοτύπου, αποτυπώνει τον θυμό που βράζει, την οργή που πρέπει να βρει τρόπο να εκτονωθεί. Ο Έλληνας αναγνώστης δεν χάνει τίποτα από το ύφος και το περιεχόμενο, ταυτίζεται, νιώθει το διαγενεακό τραύμα στο πετσί του. Η Ασπασία Καμπύλη τα τελευταία χρόνια μάς έχει δώσει εξαιρετικές μεταφράσεις, ειδικά μέσα από τις εκδόσεις Carnivora, όπου είναι και η συνεκδότρια (μαζί με την κόρη της, Μυρτώ Στείρου). Οι εκδόσεις Carnivora, έφεραν νέα πνοή στην ελληνική παραγωγή βιβλίων, δίνοντας από την αρχή το στίγμα τους, ισπανόφωνο και πορτογαλόφωνο νουάρ, ένα νέο νουάρ που «τσιτώνει» τόσο τα όρια του είδους, με βιβλία όπως Η Ελένα ξέρει και το Σαράκι που ανοίγουν νέους δρόμους στην παγκόσμια λογοτεχνία.



Κατερίνα Μαλακατέ


"Σαράκι", Λάιλα Μαρτίνεθ, μτφ. Ασπασία Καμπύλη, εκδ. Carnivora

22/2/25

"Αδύνατες πόλεις", Νίκος Μάντης


                                   



Αν κάπως έπρεπε να περιγράψω τις Αδύνατες πόλεις του Νίκου Μάντη, θα έλεγα πως είναι μια ωδή στη μυθοπλασία. Στη μυθοπλασία κάθε μορφής και είδους, από την υψηλή λογοτεχνία ως τα ευπώλητα της επιστημονικής φαντασίας, από τον Ταρκόφσκι ως το Walking dead, από την πιο τεκμηριωμένη επιστημονική θεωρία ως την ευτελέστερη θεωρία συνομωσίας, από τις θρησκείες ως την πιο φρικώδη αίρεση, από τον κόσμο των Ιδεών ως αυτόν της απολυτότητας της ύλης, από τον κομμουνισμό ως τον οργιώδη καπιταλισμό. Το μυθιστόρημα αυτό είναι η εποχή μας, η πραγματικότητα, όχι αυτό που έρχεται, μα αυτό που είναι εδώ και μας κοιτάει στα μάτια. Σαν άλλη Σεχραζάτ, ο Μάντης μας λέει 1000 και μία ιστορίες, με κεντρικό θέμα την ίδια τη ζωή και τον θάνατο— και την αθανασία ανάμεσά τους∙ την Εξουσία κι τον Έρωτα, ως υπέρτατες μορφές Αθανασίας.

Στο μεσοπρόθεσμο μέλλον, εκεί γύρω στο 2060, δυο παιδιά θαύματα, ο Ντεβέντρα Πούρι κι ο Βασίλι Ιγκνάτι έχουν φτιάξει μια εταιρία προσομοίωσης που ελέγχει τη ζωή των ανθρώπων, που ζουν πια σε θεματικά πάρκα, παίζοντας σενάρια, σαν το Westworld, και μετά αυτό εξελίσσεται σε ένα ακόμα πιο αιματηρό Matrix, για να καταλήξει ένα όνειρο μέσα στο όνειρο, μέσα στο Όνειρο, όπως το Inception, και τελικά να μοιάζει με hard boiled νουάρ του Ρέιμοντ Τσάντλερ, ή κάποιες φορές με το Wives of Stepford, κι όλο μαζί να παραπέμπει στο Στάλκερ, το σωστό το ορθόδοξο και μερικές φορές το άλλο το Χολιγουντιανό, με μια στάση από Άρχοντα των δαχτυλιδιών και Τζέημς Μποντ και Μάτια ερμητικά κλειστά.

Θα ήταν άραγε περήφανη η Μαίρη Σέλευ για τον Ντεβέντρα Πούρι ως Φρανκενστάιν του μέλλοντος; Ή θα τρόμαζαν ακόμα και τη γιαγιά της επιστημονικής φαντασίας τα αλλεπάλληλα τέρατα που δημιούργησε από τον εαυτό του και θραύσματα των ανθρώπων που αγάπησε, κόβοντας σαν άλλος Βόλντερμοτ την ψυχή του σε κομμάτια∙ σα συγγραφέας δηλαδή, γιατί αυτό κάνουμε, κόβουμε την ψυχή μας και τη δανείζουμε σε όλους μας τους ήρωες. Αν υπάρχει ψυχή.

Εκτός από μια προσπάθεια απεικόνισης της πραγματικότητας, μπροστά μας έχουμε κι ένα μυθιστορήματα ποιητικής.

Θα ήταν άραγε περήφανοι οι Ουλιπιστές για αυτές τις Αδύνατες πόλεις, που τόσο μας μπερδεύουν με τις Αόρατες του Καλβίνο, με την ίδια προσοχή και λεπτομέρεια χτισμένες για την αρχιτεκτονική του χρόνου και του χώρου, έτσι που μερικές φορές, παύει να πρωταγωνιστεί ο άνθρωπος και ξεπηδά η Ιστορία. Κι ο Νταν Μπράουν, ίσως κι αυτός, ίσως κι ο Φίλιπ Πούλμαν που δάνεισε το Αληθειόμετρό του. Κι ο Μπόρχες με τον Σάμπατο, τι θα ένιωθαν για αυτόν τον μαίανδρο με τα πολλαπλά κάτοπτρα, μήπως στη στροφή θα ζητούσε εύρετρα κι ο Ζωρζ Περέκ; Μέχρι κι ο Γκοσποντίνοφ κάτι θα διεκδικούσε, μη γελιόμαστε.

Αν ο Νίκος Μάντης έγραφε στα Αγγλικά, τώρα θα ήταν υποψήφιος για το Μπούκερ. Το παιχνίδι με τον Χρόνο, τον Τόπο, τις πολλαπλές ταυτότητες, την επήρεια της Τεχνολογίας σε μια ζωή που δεν είναι ούτε τεχνητή ούτε φυσική πια, ο βαθύς υπαρξιακός τρόμος για το μέλλον της Ανθρωπότητας, σε 983 πυκνές σελίδες, που μέρος τους θα ζήλευε η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Μπολάνιο, ο Καμπρέ και λίγο ο Σαραμάγκου, δεν αφήνουν περιθώρια στον αναγνώστη να πάρει ανάσα.

Έχει σημασία να βρούμε όλες τις αναφορές; Σιγά να μην τις θυμάται κι ο ίδιος ο Μάντης. Σημασία έχει ο ίδιος ο λαβύρινθος, το παιχνίδι είμαστε εμείς. Οι ζωές μας ανώδυνες και μάταιες, σε μια αέναη υπαρξιακή λούπα, μέχρι να κρασάρει ο κεντρικός υπολογιστής και να μαυρίσουν όλα. Κι ίσως δεν έχει καν σημασία να πούμε πόσο οξυδερκής είναι αυτός ο συγγραφέας, που έπλεξε το γαιτανάκι και βγήκε, όχι αλώβητος, από τον σκυλοκαυγά με τον Μινώταυρο, όχι ακέραιος, ούτε κι αθώος, χωρίς απαντήσεις, και χωρίς ερωτήσεις σχεδόν, έβγαλε τον εαυτό του από τον λαβύρινθο του μυαλού του, στον λαβύρινθο της πραγματικότητας, έστησε ένα γιγάντιο καθρέφτη σαν γκιλοτίνα, κατέβασε τη λεπίδα και μας πήρε μαζί του στο λευκό. Μια λευκή τυφλότητα, σαν μαύρη γλίτσα, για το ποιο είναι τελικά το Καλό και ποιο το Κακό.


                                     Κατερίνα Μαλακατέ




"Αδύνατες πόλεις", Νίκος Μάντης, εκδ. Καστανιώτη

6/2/25

"Τα Μάγια", Hermann Broch




                                                      
Ο Χέρμαν Μπροχ εμφανίστηκε μεγάλος ηλικιακά στα λογοτεχνικά πράγματα. Γεννήθηκε το 1886, την Βιέννη της Αυστροουγγαρίας και αρχικά πήρε την κλωστοϋφαντουργική εταιρεία της πλούσιας οικογένειας του, παντρεύτηκε, έκανε έναν γιο. Το 1927 τα τίναξε όλα στον αέρα, πούλησε την επιχείρηση, ξεκίνησε να σπουδάζει φιλοσοφία, ψυχολογία και μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Το πρώτο του βιβλίο, η Τριλογία «Οι Υπνοβάτες» είναι ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που κίνησε το ενδιαφέρον τόσο των κριτικών όσο και των συναδέλφων του συγγραφέων –δεν συγκίνησε βέβαια ιδιαίτερα το ευρύ αναγνωστικό κοινό, να τα λέμε κι αυτά.

Ξεκίνησε να γράφει το δεύτερό του βιβλίο, τα Μάγια το 1935 και μέχρι το 1936 είχε τελειώσει την πρώτη εκδοχή του πρώτου τόμου (το προόριζε για τριλογία). Έγραψε και δεύτερη εκδοχή, εντωμεταξύ φυλακίστηκε από τον Χίτλερ το 1938, αποφυλακίστηκε με την παρέμβαση του Τζόυς, αυτοεξορίστηκε στην Αγγλία κι έπειτα στις ΗΠΑ και το χειρόγραφο έπειτα από σαράντα κύματα ξαναβρέθηκε στην κατοχή του. Το άλλαξε πάρα πολλές φορές, ο τίτλος άλλαξε πάρα πολλές φορές, τελικά εκδόθηκε το 1969, μετά τον θάνατο του, στη σημερινή εκδοχή και με τίτλο «Die Verzauberung», μάλλον περισσότερο «Η μάγευση» κατά κυριολεξία. Κάποιες φορές ήθελε να το ονομάσει Δήμητρα, άλλες το Μυθιστόρημα του Βουνού σε ευθεία αναφορά στην ελληνική μυθολογία ή το μυθιστόρημα του Τόμας Μαν, «Μαγικό βουνό». Αν και αν πρέπει να βρούμε άμεση αναλογία με το έργο του Μαν, θα πρέπει μάλλον να ανατρέξουμε στον Δρ. Φάουστους. 

Πρόκειται για την ημερολογιακή καταγραφή του γιατρού ενός ορεινού χωριού, όπου εμφανίζεται ένα τύπος ονόματι Μάριους Ράτι. Στην αρχή ο Ράτι φαίνεται περίεργος, ένας περιπλανώμενος ιεροκήρυκας που ζητά οι άνθρωποι να μην χρησιμοποιούν μηχανήματα, διατείνεται πως «ακούει το βουνό» που είναι γεμάτο χρυσάφι, ο μυστικισμός του φτάνει στα άκρα. Σιγά σιγά όμως, με άλλο κίνητρο ο καθένας, κάποιοι ονειρεύονται τον χρυσό, κάποιοι να διώξουν τον διπλανό τους, άλλοι απλά την εξουσία, οι χωριανοί μαγεύονται από τον Ράτι, αρχίσουν κρυφά ή φανερά να τον υποστηρίζουν, γίνονται «στρατός».

Το βασικό θέμα στα «Μάγια» είναι η ψυχολογία της μάζας, πώς ένα ολόκληρο χωριό μπορεί να μαγευτεί από έναν γοητευτικό τσαρλατάνο, να αφήσει κατά μέρος τη λογική και να ενστερνιστεί τον πιο ακραίο μυστικισμό. Η αναλογία με την άνοδο του Χίτλερ είναι ευθεία, μην ξεχνάμε και την εποχή, αν και θα μπορούσε να αφορά οποιονδήποτε λαοπλάνο – μοιάζει πολύ και με την εποχή μας, μη γελιόμαστε.





Ο Μπροχ είναι ένας συγγραφέας που λατρεύει την φιλοσοφία, και τον μοντερνισμό, στους Υπνοβάτες διασπά την πλοκή, έχει ολόκληρα φιλοσοφικά δοκίμια, στα Μάγια η πλοκή είναι μάλλον γραμμική, και όλα τα φιλοσοφικά κομμάτια κρύβονται στα πρόσωπα και στους διαλόγους. Ο αφηγητής γιατρός είναι η πλευρά της επιστήμης και της λογικής, ο μόνος πνευματικός άνθρωπος στο χωριό, που όμως έχει μεγάλο σεβασμό για τη Μάνα Γκίσον, που μοιάζει να διαφεντεύει το βουνό και να είναι βαθιά η πίστη της στο μεταφυσικό.

Η μάνα Γκίσον είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα φιγούρα, η εκπρόσωπος της μητριαρχίας, η θεά Δήμητρα, η θεά της Γης και όλων των ζωντανών, που αναγκάζεται να στείλει την Περσεφόνη της στον κόσμο των νεκρών. Και που για κάποιο λόγο έχει πάρει απόφαση πως η Εποχή της έχει τελειώσει

Και ο Ράτι, που βλέπουμε τόσο λίγο, αλλά η φιγούρα του δεσπόζει σε όλο το μυθιστόρημα. Υποκινεί τους χωριανούς να κάνουν μια ακραία θυσία. Κι έπειτα όλοι νιώθουν πως αυτό έπρεπε να γίνει, όλοι συνεχίζουν τη ζωή τους χωρίς καμία θλίψη. Για μένα, αυτό το δεύτερο μέρος, μετά τη θυσία είναι το σοκαριστικό. Μην ξεχνάμε πως εμείς διαβάζουμε την πρώτη εκδοχή του βιβλίου, αυτή που γράφτηκε το 1935, και προδικάζει τη συμπεριφορά της μάζας ακόμα κι όταν το Έγκλημα έχει διαπραχθεί, καμία τύψη, μόνο η αίσθηση της νομοτέλειας.

Ενδιαφέρουσες φιγούρες είναι και ο ξενομερίτης Βέτσι, που κανένας δεν τον συμπαθεί και τον αναγκάζουν να φύγει αλλά και ο «νάνος» Βέντσελ, ο άνθρωπος που διαφέρει, μα έχει μέσα του τόσο μίσος για αυτούς που είναι διαφορετικοί.

«Τα μάγια» είναι ένα πολύ δύσκολο, φιλοσοφικό βιβλίο, χωρίς σε καμία περίπτωση δεν αγγίζει τα δυσθεώρητα ύψη των "Υπνοβατών", που το να τελειώσεις τον τρίτο τόμο τους μοιάζει ακατόρθωτος άθλος. Κάποια κομμάτια είναι βαθιά ποιητικά και λυρικά, αλλά εξοντωτικά περιγραφικά. Έχει χωρία που θέλεις να τα υπογραμμίσεις με μανία, γιατί αφορούν όλη την ανθρώπινη ύπαρξη, κι άλλα που μοιάζουν κάπως φτιαχτά μεταξύ χωριατών. Μην ξεχνάμε άλλωστε πως ο Μπροχ υπήρξε πάντα παιδί των κοσμοπολίτικων πόλεων, ακόμα και στην εξορία, ακόμα κι όταν κοιμόταν στους καναπέδες των διάσημων φίλων του. Έχει λόγο που βγάζει τον Ράτι από την πολυπλοκότητα του αστικού περιβάλλοντος, αυτό όμως δεν σημαίνει πως καταλαβαίνει πλήρως τη ζωή στην ύπαιθρο. Στη βάση τους. Πρόκειται ένα μυθιστόρημα που διερευνά την ανθρώπινη ηθική, τη λογική απέναντι στο συναίσθημα, το προσωπικό τραύμα, έναντι στο συλλογικό. Και το κάνει σε τέτοιο βάθος, που δεν μπορείς παρά να το θαυμάσεις. Και να μαγευτείς.


                                        Κατερίνα Μαλακατέ



11/1/25

Wonderfuck, Katharina Volckmer




                                                        Αγοράστε το εδώ



Αξίζουν όλα για ένα υπέροχο γαμήσι; Η Καταρίνα Φόλκμερ (νταξ, δεν προφέρεται έτσι, αλλά έτσι λέει στο εξώφυλλο) στήνει στο Wonderfuck την κοινωνία του καιρού μας στα 11 βήματα, της βάζει μάσκα και πυροβολεί.

Ο Τζίμι δουλεύει σε ένα τηλεφωνικό κέντρο του Λονδίνου, στη βάρδια του δέχεται παράπονα για πακέτα διακοπών – και ονείρων- που πήγαν στραβά, από πλούσιους που δεν ξέρουν πώς είναι να ζεις με τον μίνιμουμ μισθό στο Λονδίνο.  Ο Τζίμυ είναι παχουλός και queer, του αρέσει το βερνίκι νυχιών και το κραγιόν, έχει σχέση με τον οικογενειάρχη συνάδελφό του και φαντασιώνεται τον προϊστάμενο του. Ο προϊστάμενος όλο τον βγάζει στον τάκο, και του δίνει μόνο τη βραδινή βάρδια. Πάντα αυτός χρησιμοποιεί τα χειρότερα ακουστικά, τον χειρότερο υπολογιστή. Πάντα αυτός είναι το παράδειγμα προς αποφυγή. Κι απαντάει στους πελάτες στον παράδεισο.

Η σχέση του Τζίμι με τη μάνα του, μια σισιλιάνα αδύνατη, με τον εαυτό του, με την ταυτότητά του, με τη βαρεμάρα, τη σεξουαλικότητα, την ευαισθησία του, ο τρόπος να χαθείς σε μια κοινωνία που σου δίνει επιλογές— ανάμεσα στην dream job, να κάνεις τον τεθλιμμένο συγγενή σε ένα γραφείο κηδειών ενώ θέλεις να πηδήξεις το πτώμα ή να κάνεις την βραδινή βάρδια σε ένα τηλεφωνικό κέντρο, όπου ευκατάστατοι κόπανοι έχουν θέμα με την θερμοκρασία της θάλασσα ενώ θέλεις να πηδήξεις το αφεντικό σου, η μοναξιά, η αβάσταχτη μοναξιά, η δυστυχία με αναλαμπές έξαλλης χαράς.

Ο Τζίμυ είναι ένας καθημερινός άνθρωπος στον χειρότερό του εφιάλτη και ο χοντρός κώλος του και τα υπέροχα χείλια του με την ακριβώς σωστή απόχρωση κραγιόν, το αποδεικνύουν. Wonderfuck, wonderful, wunderbar, με μια ταυτότητα που δεν σου ανήκει, κάνεις το καλύτερο pity τηλεφωνικό σεξ, για να βρεθείς πάλι στον αδηφάγο δρόμο, φυγάς από τον εαυτό σου. Δεν ονειρεύεσαι καν ένα luxury ταξίδι μαζικού τουρισμού που πήγε λάθος γιατί το δωμάτιο είναι στο λάθος χρώμα. Ή οι άντρες δεν θέλουν το εξηντάχρονο λιωμένο κορμί σου.

Η Φόλκμερ παίζει με τις φοβίες και τις φαντασιώσεις μας, αλλά κυρίως με τον πανάρχαιο φόβο της απογύμνωσης μπροστά στον εαυτό μας. Μιλάει για σεξισμό και ρατσισμό, για χονδροφοβία και γεροντοφοβία, για μαζικά όνειρα, για την πάλη των γαμημένων των τάξεων, και πώς είναι αδύνατο από μια θέση προνομιακή να καταλάβεις τι βιώνει αυτός που δεν την έχει. Μας στήνει μπροστά σε ένα καθρέφτη που τα δείχνει όλα όλα, όλα. Κι αυτό είναι αβάσταχτο. Δυνατό και τολμηρό. Όπως πάντα πρέπει να είναι η λογοτεχνία.

                                                           Κατερίνα Μαλακατέ



Wonderfuck, Katharina Volckmer, μτφ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, εκδ. Στερέωμα

5/1/25

"Αμηχανία", Richard Powers




Ξεκίνησα την «Αμηχανία» του Ρίτσαρντ Πάουερς πολύ διστακτικά. Για αρχή, σάστισα μπροστά στη μετάφραση του τίτλου, Bewilderment, ως Αμηχανία, από τον πολύ έμπειρο και δοκιμασμένο στα δύσκολα Γιώργο Κυριαζή. Εγώ θα μετέφραζα «Σάστισμα». Από την άλλη το θέμα με καίει πάρα πολύ προσωπικά για να μπορέσω να το αγγίξω χωρίς να τσουρουφλιστώ.

Ο Θίο Μπερν είναι ένας αστροβιολόγος, που χήρεψε πριν από 2 χρόνια, και μεγαλώνει μόνος του τον Ρόμπιν, τον 9 χρονο γιο του, τον «κοκκινολαίμη» του. Ο Ρόμπιν έχει μεγάλη ευφυία και ευαισθησία αλλά ταυτόχρονα και έντονα ξεσπάσματα θυμού. Οι διαγνώσεις των ειδικών είναι: δυο Άσπεργκερ, ένας ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, ένας πιθανή ΔΕΠΥ. Ο πατέρας δεν πιστεύει σε διαγνώσεις και ταμπέλες, δεν θέλει να δώσει ψυχοτρόπα φάρμακα στον γιο του (και καλά κάνει) και τον πηγαίνει εκδρομή στη φύση. Όμως γυρίζοντας τα πράγματα είναι χειρότερα, ο Ρόμπιν σπάει το ζυγωματικό του καλύτερού του φίλου με ένα θερμός, και τότε, ο Θίο πάει τον γιο του για νευροανάδραση.

Δεν είναι ακριβώς σαφές αν το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται στο παρόν ή στο πολύ κοντινό μέλλον, βλέπουμε καμουφλαρισμένους την Γκρέτα Τούνμπεργκ, τον Τραμπ, ως και τη Μαρί Κόντο. Το συνηθισμένο θέμα του Πάουερς είναι και εδώ παρόν, η οικολογία, μιας και ο 9χρονος Ρόμπιν, που η μητέρα του ήταν ακτιβίστρια, είναι βίγκαν και το ειδικό του ενδιαφέρον είναι τα ζώα που θα εξαλειφθούν στο μέλλον. Το δεύτερο θέμα του μυθιστορήματος είναι η επίδραση που μπορεί να έχει η επιστήμη στον ανθρώπινο εγκέφαλο. (Να πούμε εδώ πως σε αυτή τη φάση η νευροανάδραση είναι εντελώς αστήρικτη επιστημονικά ακόμα. Ενώ το να προτείνει κάποιος ψυχοτρόπα σε 9χρονους αυτιστικούς ως πρώτη θεραπεία είναι ανήκουστο ακόμα και στη φαρμακολάγνα Αμερική)

Η πρόζα του Πάουερς είναι στεγνή, λιτή, αν εξαιρέσεις τις απαντήσεις που δίνει ο Ρόμπι στον πατέρα του που μοιάζουν κάπως εξωπραγματικές για έναν 9χρονο, κι είναι αυτές κυρίως που σε κάνουν να σκέφτεσαι πως πρόκειται για μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας. Δεν λείπουν κάποιες λυρικές (και πανέμορφες) περιγραφές της φύσης στην αρχή, κι επίσης δεν λείπει και το μελό που περιλαμβάνει τραύμα, θανάτους, μια θαυματουργή θεραπεία για τον αυτισμό και τη σχέση ενός πατέρα κι ενός γιου, σε ακραία μορφή.

Πολλά κλισέ κάνουν βόλτα στο βιβλίο, για το πώς είναι κάποιος νευροδιαφορετικός, στα οποία ο Πάουερς δεν θέλει ή δεν μπορεί να εντρυφήσει— μοιάζουν να έρχονται κατευθείαν από τα ιατρικά εγχειρίδια (ο μικρός είναι φοβερό αστέρι μαθησιακά, ζωγραφίζει εξαιρετικά, έχει εκρήξεις θυμού που μοιάζουν δικαιολογημένες από τον πόνο όλου του κόσμου). Πάρα πολλά πολιτικά και οικολογικά στερεότυπα μαστίζουν επίσης το μυθιστόρημα, σε σημεία γίνεται διδακτικό, μας κουνάει το δάχτυλο. Το πιο ενδιαφέρον λογοτεχνικά κομμάτι, όταν ο Θίο περιγράφει στον γιο του φανταστικούς πλανήτες όπου θα μπορούσε να υπάρξει ζωή, εξαντλείται σύντομα, και μερικές φορές διαβάζεις για τον επόμενο πλανήτη συγκαταβατικά, σαν ευφυολόγημα.

Δεν έχω διαβάσει πολύ Ρίτσαρντ Πάουερς, μόνο τον «Ποταμό της Μνήμης», που χειρίζεται ακριβώς τα ίδια θέματα, την επίδραση της νευροεπιστήμης στο ανθρώπινο μυαλό, την οικολογία και τις σχέσεις μεταξύ των οικογενειακών μελών. Διαβάζω όμως συχνά σε κριτικές, πως το γράψιμο του Πάουερς μοιάζει με του Ντελίλο. Ναι, έχουν κοινά θέματα, την επιστήμη, την βιολογία, το διάστημα, την οικολογία (θέματα που κατά κανόνα με συγκινούν όταν συνδυάζονται με πεζογραφική δεξιοτεχνία), μα εκεί σταματούν οι ομοιότητες. Ο Ντελίλο, στον «Λευκό θόρυβο» ας πούμε, είναι ιδιοφυής. Η «Αμηχανία» είναι ένα καλό βιβλίο, ευκολοδιάβαστο, που σου κρατά το ενδιαφέρον ως το τέλος, όμως μοιάζει κάπως βεβιασμένο, σαν να έψαχνε ο συγγραφέας άλλη μια αφορμή να μιλήσει για την πολιτική και την οικολογία και να σκόνταψε πάνω στον αυτισμό.



                                              Κατερίνα Μαλακατέ


"Αμηχανία", Richard Powers, μτφ. Γιώργος Κυριαζής, εκδ. Gutenberg

2/1/25

Για τα audio books


Χθες τελείωσα το πρώτο μου audiobook. Τρεις μήνες τώρα που έχω την εφαρμογή ξεκίνησα πολλά βιβλία, συμπεριλαμβάνεται και το δικό μου σε αυτά, αλλά κανένα δεν κατάφερα να τελειώσω ακούγοντάς το, ούτε καν την "Οικογενειακή ευτυχία" του Τοστόι ή (τον πρώτο τόμο) του Dune που τα έχω διαβάσει και χάρτινα πριν. Κάποια, όπως μερικά της Γαλανάκη, βοήθησαν τα μάλα στις αυπνίες μου. 

Άκουσα βέβαια από το youtube το Benjamine Button του Scott Fitzgerald (όπως πάντα το βιβλίο είναι πολύ καλύτερο από την ταινία) στο αεροπλάνο προς και από Κομοτηνή, αλλά δεν είμαι σίγουρη πως μετράει γιατί ήταν μόνον μία ώρα αφήγηση.

Το βασικό μου πρόβλημα με τα ελληνικά ακουστικά βιβλία είναι οι αφηγητές. Διαβάζουν οι περισσότεροι σαν να είναι σε αναλόγιο στο θέατρο, οπότε επηρεάζουν την φαντασία του αναγνώστη και αλλοιώνουν την αναγνωστική εμπειρία. Κάπoιoi διαβάζουν σαν να κάνουν διαφημιστικό σποτ, αυτοί είναι κάπως καλύτεροι, ειδικά αν είναι άχρωμη η φωνή τους, και κάποιοι, πανάθεμά τους, σαν να τον εκφωνητή στις Οικογενεικές ιστορίες ή στα Ελληνικά παραμύθια. Πάρα πολλές φορές είχα την αίσθηση πως μια τεχνητή φωνή ΑΙ θα ήταν απείρως καλύτερη. Ενώ κατέληξα πως η ΔΕΠΥ μου δεν αντέχει το πόσο αργά αφηγούνται, και για αυτό ακούω συστηματικά στην x1,2 ταχύτητα

Βετεράνο των audio books δεν με λες, μα συνειδητοποίησα πως όλα αυτά απαιτούν να τα συνηθίσεις. Δεν γίνεσαι από την μια στιγμή στην άλλη ακουστής βιβλίων. Το βιβλίο που τελείωσα είναι μια feelgood σαχλαμαρίτσα, το Πώς να μεγαλώσετε χωρίς αξιοπρέπεια που αν χάσεις καμιά λεπτομέρεια ή και καμιά δεκαριά σελίδες δεν έγινε και τίποτα. Πάντως το παρακολούθησα με προσοχή όσο έφτιαχνα το καθιερωμένο παζλ μου της αλλαγής του χρόνου και μετά όσο χαλάρωνα μετά τα μαγειρέματα της Πρωτοχρονιάς και μπορώ με σιγουριά να πω πως ήταν διασκεδαστικό, με ολοκληρωμένες καρικατούρες για χαρακτήρες που σε έκαναν πού και πού να γελάς ή να χαμογελάς- μια συμμορία παππούδων, μωρών, νηπίων, εφήβων και σκυλιών που σώζουν ένα ΚΑΠΗ. Λένε πως ένα μόνο από όλα αυτά να βάλεις στο βιβλίο σου, θα κλέψει την παράσταση, ε, η Clare Pooley έκανε έναν ωραίο αχταρμά από όλα, χωρισμένο σε μικρά κεφάλαια που τελείωναν με ηθικό δίδαγμα. Τέτοια μυθιστορήματα στα χρόνια που θα έρθουν θα φτιάχνουν οι ΑΙ με το σωρό, και καλά θα κάνουν. Σταματήστε να κλαίτε τώρα.

Αν ποτέ διάβαζα το βιβλίο κανονικά και χάρτινα, μάλλον θα το είχα παρατήσει στη σελίδα 2. Οπότε συμπεραίνω πως είμαι διαφορετική ως αναγνώστρια και διαφορετική ως ακούστρια βιβλίων. Ή απλά, επειδή σε μένα μοιάζει το ένα σπορ πολύ διαφορετικό από το άλλο, είμαι απλά νιούφισσα. Τα ακουστικά βιβλία χρησιμοποιούν διαφορετική αίσθηση για να φτάσουν στον εγκέφαλο, δεν έχουμε όλοι τις κατάλληλες συνάψεις ακόμα για κάτι τέτοιο. Όμως πρέπει να σας πω πως αυτούς του μήνες που τα έχω στη διάθεσή μου, σιδέρωσα, έφτιαξα παζλ, περπάτησα και έκανα στατικό ποδήλατο απείρως πιο ευχάριστα από άλλοτε. Ξεφορτώθηκα για κάποιες ώρες τα γυαλιά πρεσβυωπίας (ειρήσθω εν παρόδω, για όποιον εκδοτικό τυπώνει σε 10αρα γραμματοσειρά, και χρειάζεται να το ακούσει, εμείς οι γραίες είμαστε οι πελάτισσες, μεγαλώστε τα γράμματα βρε). Και κάπως τα συνήθισα - τα audio books, όχι τις 10ρες γραμματοσειρές.


                                             Κατερίνα Μαλακατέ