5550 λέξεις, ένα μεγάλο διήγημα είναι στην ουσία «Η δεύτερη ευκαιρία» του Χένρυ Τζέημς. Είναι όμως τέτοια η πυκνότητα του λόγου και των συναισθημάτων που θα νόμιζε κανείς πως πρόκειται για πολύ μεγαλύτερο κείμενο. Με την γνωστή στρυφνάδα του- που η μετάφραση της Καρολίνα Μέρμηγκα σοφά επιλέγει να διατηρεί όσο της πρέπει- ο Τζέημς γράφει ένα σφιχτοδεμένο αριστούργημα.
«Η εξέλιξή του υπήρξε αφύσικα, σχεδόν τραγελαφικά αργή. Τον είχαν εμποδίσει και καθυστερήσει οι εμπειρίες, και για μακρές περιόδους απλώς προχωρούσε στα σκοτεινά. Απαιτήθηκε υπερβολικά μεγάλο κομμάτι της ζωής του για να δημιουργήσει υπερβολικά μικρό κομμάτι της τέχνης του. Η τέχνη είχε έρθει, αλλά είχε έρθει μετά από όλα τα άλλα. Με τέτοιον ρυθμό μια πρώτη ζωή ήταν πολύ μικρή- αρκούσε μόνο για να συλλέξει κανείς το υλικό του· έτσι ώστε για να αποδώσει καρπούς, για να μπορεί να εκμεταλλευτεί αυτό το υλικό, κάποιος χρειάζεται και δεύτερη ζωή, μια παράταση. Για αυτή την παράταση αναστέναζε ο καημένος ο Ντένκομπ. Καθώς γύριζε τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου του μουρμούρισε: «Αχ, να μπορούσα να προσπαθήσω πάλι- αχ, να χα μια δεύτερη ευκαιρία».
Ο Ντένκομπ είναι ένας συγγραφέας στην ωριμότητά του, που πάσχει από μια θανατηφόρο ασθένεια, κι έχει στα χέρια του το τελευταίο του βιβλίο. Σε αυτό βλέπει πως επιτέλους έχει αρχίσει να γράφει καλά κι εύχεται να είχε μια ζωή ακόμα, να προλάβαινε να δώσει το πραγματικά αριστουργηματικό έργο που δεν έχει γράψει. Έτσι όπως στοχάζεται στην εξοχή, βλέπει τρεις ανθρώπους, μια ευτραφή κυρία και δύο νεαρούς- μια κοπέλα κι ένα αγόρι- που την συντροφεύουν. Ο άντρας, ο δρ. Χιού, αποδεικνύεται φανατικός θαυμαστής του κι από το μυαλό του Ντένκομπ περνά πως ίσως και να μπορεί να τον γιατρέψει. Αλλά… δεύτερη ζωή δεν έχει.
Το βιβλιαράκι ασχολείται με την ζωή, την δημιουργία, τον θάνατο, την απελπισία της αρρώστιας, της καλλιτεχνικής δημιουργίας, με τα μεγάλα και τα μικρά. Και την ελπίδα, την θέληση για ζωή ακόμα κι όταν νιώθεις πως έχει τελειώσει. Η απόγνωση του καλλιτέχνη που αισθάνεται κάθε φορά πως αυτό δεν είναι το αριστούργημα που μπορεί να δώσει, περιγράφεται με τέτοια γλαφυρότητα που είμαι σίγουρη πως θα την νιώσουν ακόμα κι αυτοί που ποτέ δεν έχουν επιχειρήσει να γράψουν τίποτα. Για εκείνους όμως που κάτι προσπαθούν να γράψουν ή να πουν, είναι η έκφραση όλων όσων φαντάζουν δύσκολο έστω και να αρθρωθούν στον εαυτό μας.
«Η δεύτερη ευκαιρία», Χένρυ Τζέιμς, μετ. Καρολίνα Μέρμηγκα, εκδ. Μελάνι, 2014, σελ. 90
Υ.Γ. 42 Η μετάφραση και το επίμετρο της Καρολίνας Μέρμηγκα μοιάζουν εξαιρετικά και η έκδοση είναι γλυκιά και προσεγμένη.
Υ.Γ. 42 Η μετάφραση και το επίμετρο της Καρολίνας Μέρμηγκα μοιάζουν εξαιρετικά και η έκδοση είναι γλυκιά και προσεγμένη.
Ενδιαφέρον θέμα. Πιστεύω ότι το βιβλίο μπορεί να "μιλήσει" στον καθένα που εξελίσσεται αργά (σε όποιον τομέα και να συμβαίνει αυτό, δε χρειάζεται να είναι συγγραφέας). Η αίσθηση του ανολοκλήρωτου, αυτό το "αχ! λίγο ακόμη ήθελα!" σε μια πρόοδο, αφήνει πικρή γεύση, υποθέτω ότι θα φαντάζει ως τρομερή αδικία. Απαραίτητη προϋπόθεση να είναι κανείς σε μια δυναμική πορεία, να μπορεί να αντιληφθεί τι σημαίνει να σου κόβεται η φόρα την ίδια στιγμή που νιώθεις έτοιμος για τα μεγάλα, για να δικαιώσεις τον εαυτό σου, να γίνεις αυτό που περίμενες. Αλλά, όπως λέει και το τραγούδι, "δεύτερη ζωή δεν έχει". (Από την άλλη, βέβαια, σκέφτομαι και το άλλο: θα έλεγε ποτέ ένας συγγραφέας - ή όποιος - "αρκετά ως εδώ"; Θα του έφτανε ποτέ η διαδρομή που θα είχε κάνει, θα θεωρούσε ότι τόσο μόνο μπορούσε να φτάσει - ή θα ζητούσε πάντα "λίγο ακόμη";)
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ όμορφο το εξώφυλλο. Είναι και μικρούλι: σχεδόν ένα βιβλίο-μπιμπελό! :-)
Νομίζω πως δεν ξέρω κανέναν καλλιτέχνη που να μην το νιώθει αυτό. Φυσικά δεν είναι μόνο δικό τους προνόμιο.
ΔιαγραφήΥ. Γ. 42 Είναι μικρό και κομψό.