7/8/25

James, Percival Everett








Είχα να απολαύσω μυθιστόρημα του Εβέρετ τόσο πολύ από τότε που πρωτοδιάβασα το Σβήσιμο πριν από περίπου μια δεκαετία. Ο Έβερετ δεν έκανε ποτέ ιδιαίτερες πωλήσεις στην Αμερική∙ η σκληρή, οργισμένη, βίαιη σάτιρά του μάλλον δεν καθόταν καλά στον μέσο Αμερικανό. Αν και είναι πολυγραφότατος— έχει στο ενεργητικό του κοντά 30 βιβλία στα 68 του χρόνια κι έχει πάρει άπειρα βραβεία—οριακά πουλούσε αρκετά αντίτυπα για να συνεχίζει να εκδίδεται από τον μικρό εκδοτικό με τον οποίο συνεργαζόταν. Τώρα όμως με το Τζέημς κάτι άλλαξε, τον «ανακάλυψαν», εκδίδεται από μεγάλους εκδοτικούς, ε πήρε και το Πούλιτζερ .

Το μυθιστόρημα με την πρώτη ματιά είναι μια επαναδιήγηση του Χακ Φιν του Μαρκ Τουέιν από την πλευρά ενός δευτερεύοντα χαρακτήρα, του σκλάβου Τζιμ. Όμως κανείς μάλλον θα το αδικούσε αν έμενε στην επιφάνεια, ο Έβερετ εδώ κωδικοποιεί και επανεφεύρει τη γνωστή ιστορία, φτιάχνει έναν στιβαρό χαρακτήρα στο πρόσωπο του Τζιμ, έναν ηγέτη που τον λένε Τζέημς.

Τυπικά ακολουθεί την πορεία του μυθιστορήματος του Τουέιν, η αρχή είναι όμοια, ο Τζιμ το σκάει, ο Χακ σκηνοθετεί το θάνατό του για να γλιτώσει από τον μέθυσο πατέρα του κ.ο.κ. Σε όσα κομμάτια ο Χακ και ο Τζιμ είναι μαζί, η πλοκή του μυθιστορήματος του Τουέιν κρατιέται απαρέγκλιτα, και μάλιστα αυτά είναι τα πιο κωμικά στιγμιότυπα. Όμως το βάθος που δίνεται στο James είναι άλλης διάστασης, και δεν είναι μόνον επειδή το τέλος είναι άλλο. Δεν αρκεί που βλέπουμε τα βασανιστήρια που υφίστανται οι σκλάβοι για να γίνει αυτό, ούτε ένας λιντσαρισμένος μαύρος γιατί έκλεψε ένα μολύβι. Είναι ο ίδιος ο κεντρικός χαρακτήρας που το επιβάλλει.

Ο Τζιμ, που στο Χακ Φιν, οριακά μιλάει κι είναι καλοκάγαθος γίγαντας, στο James είναι ένας έξυπνος άνθρωπος που έχει μάθει μόνος του στον εαυτό του να διαβάζει και να γράφει. Ο λάτρης της γλώσσας και λόγιος Έβερετ χρησιμοποιεί ένα λογοτεχνικό τέχνασμα, τη γλώσσα ως κώδικα όχι μόνον επικοινωνίας αλλά και κοινωνικής θέσης, συμπεριφοράς, υποταγής. Έτσι ο Τζιμ και οι υπόλοιποι σκλάβοι μιλούν το σκληρό ιδίωμα των μαύρων του Νότου μόνον μπροστά στους αφέντες, για να φαίνονται χαζοί και υποταγμένοι, ακίνδυνοι, ενώ μεταξύ τους μιλούν στο πιο ήπιο ιδίωμα των λευκών του Νότου.

Το μυθιστόρημα βασίζεται στον διάλογο και στη «μάσκα της γλώσσας». Στα σημεία που ο Τζιμ αφαιρείται και μιλάει στην κανονική του γλώσσα είναι σχεδόν σαν να μιλάει καθηγητής φιλολογίας ενώ όταν τον δαγκώνει ένας κροταλίας έχει παραισθήσεις με τον Βολταίρο και τον Τζον Λοκ. Έτσι η μετάφρασή του είναι πολύ δύσκολη στα Ελληνικά. Η μεταφράστρια Μυρσίνη Γκανά έπρεπε να κάνει μια επιλογή, είτε να υιοθετήσει μια ελληνική διάλεκτο για το κάθε ιδίωμα(κάτι όμως που θα επηρέαζε στο μυαλό του Έλληνα αναγνώστη τον τόπο και τον χρόνο) ή να βρει έναν τρόπο να καλύψει το τέχνασμα επαρκώς γιατί πάνω του βασίζεται μεγάλο κομμάτι της πλοκής. Αυτή η μεταφραστική δυσκολία υπάρχει βεβαίως σε όλους τους Αμερικάνους συγγραφείς του Νότου, προεξάρχοντος του Φώκνερ. Η λύση της μεταφράστριας δυστυχώς εδώ, ήταν να ακολουθήσει κατά γράμμα το αγγλικό πρωτότυπο, να «σπάσει» τη σύνταξη των ελληνικών, να χώσει όπου βρει συνδέσμους όπως το «που» και να γράφει πχ κυργία αντί για missusm (ούτε αυτό υπάρχει, αλλά στα αγγλικά δεν ακούγεται τόσο λάθος όσο αυτό το εκνευριστικό κυργία).

Ομολογώ πως μετά από λίγες σελίδες το ελληνικό κείμενο με κούρασε τόσο πολύ, που αγόρασα το αγγλικό σε e-book και το συνέχισα από εκεί. Το αγγλικό τρέχει, λόγω της πλοκής, η γλώσσα επιτελεί τον σκοπό της χωρίς να σε ενοχλεί πουθενά, και όσο άκουσα και από το audiobook είναι και απολαυστική. Τελικά τελείωσα το James σε λιγότερο από 48 ώρες στα αγγλικά.

Είχα καιρό να διαβάσω βιβλίο που να με συνεπάρει, να με κάνει να μην θέλω να το αφήσω από τα χέρια μου. Η εξυπνάδα του Έβερετ διαποτίζει το κείμενο, κάνει μασάζ στα εγκεφαλικά κύτταρα, χαίρομαι που ο πολύς κόσμος στην Αμερική θα τον μάθει μέσα από αυτήν την βιβλιάρα. Κι ας πήρε τόσα χρόνια για να γίνει ευπώλητος. Ο ίδιος βέβαια δήλωσε στο Night Show with Seth Mayers πως ελπίζει να το απαγορεύσουν για να τη σπάσει στις διάφορες επιτροπές λογοκρισίας.


                                           Κατερίνα Μαλακατέ




30/7/25

"Οι χήρες της Πέμπτης", Claudia Piñeiro






Η Κλαούδια Πινέιρο δεν είναι μια «νεαρή συγγραφέας». Γεννημένη το 1960, ασχολήθηκε αρχικά με τη δημοσιογραφία και ξεκίνησε να γράφει λογοτεχνία σχετικά αργά. Το 2005 εκδόθηκε το πρώτο της μυθιστόρημα, οι Χήρες της Πέμπτης, που έγιναν ταινία το 2009 (και πρόσφατα σειρά στο Νέτφιλξ), ενώ το «Η Ελένα ξέρει» βγήκε το 2007 μα δεν μεταφράστηκε στα Αγγλικά μέχρι το 2022, οπότε και ήταν shortlisted για το Man Booker. Αυτή η μετάφραση, η υποψηφιότητά της για το Booker, και η σειρά στο Νέτφλιξ, έκαναν την Πινέιρο γνωστή σε όλον τον λογοτεχνικό κόσμο.

Οι Χήρες της Πέμπτης είναι εκ πρώτης όψεως ένα κλασικό νουάρ, τρεις άντρες ηλεκτροβολημένοι από το καλώδιο του ενισχυτή—και νεκροί— σε μια πισίνα. Συνήθιζαν να βρίσκονται κάθε Πέμπτη βράδυ, αυτοί κι άλλος ένας, και να αφήνουν τις γυναίκες τους μόνες να πηγαίνουν κανένα σινεμά, που για αυτό είχαν το παρατσούκλι «οι Χήρες της Πέμπτης», μέχρι που το παρατσούκλι έγινε αλήθεια.

Το μυθιστόρημα είναι πολυφωνικό, βλέπουμε το κάθε γεγονός από διαφορετικούς αφηγητές, ενώ σε σημεία θυμίζει ένα κλασικό whodunit, γιατί η συγγραφέας διάλεξε έναν περιορισμένο χώρο για να τοποθετήσει την υπόθεση, ένα «ιδιωτικό προάστιο» για πλουσίους, που φυλάσσεται 24 ώρες το 24ωρο από ένοπλους φρουρούς, και όλοι είναι νεόπλουτοι CEO επιχειρήσεων. Οι γυναίκες νοιάζονται για την αρχιτεκτονική κήπων, τα παιδιά πηγαίνουν σε ιδιωτικά σχολεία και κάνουν ναρκωτικά, οι υπηρέτριες και το προσωπικά μπαίνουν τη γειτονιά από άλλη είσοδο μετά από εξονυχιστικό έλεγχο. Άρα κανένας «εξωτερικός» δεν θα μπορούσε να δολοφονήσει αυτούς τους άντρες. Οι ύποπτοι είναι μετρημένοι στα δάχτυλα των δυο χεριών.

Αυτό το «ιδιωτικό προάστιο», που τόσο βολεύει για την αστυνομική διάσταση της πλοκής, είναι στην ουσία ο πρωταγωνιστής, νοηματοδοτεί το κείμενο. Η Πινέιρο στέκεται κριτικά απέναντι στους νεόπλουτους ήρωές της, στα πάθια και τους καημούς τους μέσα στις πισίνες και τους ομοιόμορφους κήπους τους. Μερικές φορές φτάνει στα όρια του ανοιχτού σαρκασμού. Και χώνει το μαχαίρι στο κόκκαλο, έτσι απλά, με ένα νουαράκι για να περνά η ώρα.

Μέχρι τη μέση, αναρωτιόμουνα αν έχει νόημα να διαβάσω το βιβλίο, είμαι από αυτές τις άθλιες αναγνώστριες που ξέρουν πολύ γρήγορα τι έγινε με τους φόνους, ίσως για αυτό σπάνια απολαμβάνω τα whodunnit. Μετά όμως κατάλαβα, την πρόθεση, τους αντιπαθέστατους πρωταγωνιστές, την ψιλοβαρεμάρα και την αηδία που ένιωθα για αυτούς. Η Πινέιρο είχε πρόθεση, είχε λογοτεχνική πρόθεση και αυτό κάνει τα βιβλία σημαντικά.

Οι Χήρες της Πέμπτης είναι ένα εντυπωσιακό πρωτόλειο. Δεν είναι τόσο βαθύ βιβλίο όσο η Ελένα, αλλά σε βάζει να σκεφτείς ύπουλα για την κοινωνική διάσταση ενώ ψάχνεις να δεις τι έγινε. Η Κλαούδια Πινέριο είναι σήμερα η τρίτη πιο πολυμεταφρασμένη αργεντινή συγγραφέας σε όλον τον κόσμο∙ πρώτος είναι ο Μπόρχες, δεύτερος ο Κορτάσαρ. Εμείς εδώ στην Ελλάδα την ανακαλύψαμε αργά (να είναι καλά η Carnivora), αλλά νομίζω πως την αγαπάμε ήδη.


                                                       Κατερίνα Μαλακατέ


"Οι χήρες της Πέμπτης", Claudia Piñeiro, μτφ, Ασπασία Καμπύλη, εκδ. Carnivora 

25/7/25

"Αρχαία καλλιέργεια", Raduan Nassar



                                                

O Ραντουάν Νασάρ γεννήθηκε το 1935 στο Σάο Πάολο, παιδί μιας δωδεκαμελούς οικογένειας, από Λιβανέζους γονείς. Εμφανίστηκε στα βραζιλιάνικα γράμματα σαν κομήτης, έγραψε μονάχα την Αρχαία καλλιέργεια (1975), τη νουβέλα Ένα ποτήρι οργή (1978) και κάποια διηγήματα. Το 1984 αποσύρθηκε στο κτήμα του κι έζησε καλλιεργώντας τη γη. Το αποτύπωμά του όμως στην λογοτεχνία της χώρας είναι έντονο και θεωρείται από τους πιο επιδραστικούς συγγραφείς της Βραζιλίας.

Η Αρχαία καλλιέργεια είναι μυθιστόρημα βαθύ, με συνεχείς αναφορές στη Βίβλο και τις αρχαίες τραγωδίες, ένα βιβλίο ιδιαίτερης γλωσσικής ομορφιάς. Η γλώσσα πρωταγωνιστεί, είναι μέρος της ιστορίας, το ύφος καταλαμβάνει μεγαλύτερο χώρο από όσο συνήθως, γίνεται ταυτόχρονα μέσω βασανισμού και λύτρωσης του αναγνώστη. Η κεντρική ιστορία μοιάζει με αυτή του Άσωτου Υιού. Ένας γιος φεύγει από την πατρική εξουσία, από τον «νόμο, την τάξη και την ηθική» γιατί δεν αντέχει, ταυτόχρονα όμως δεν αντέχει ούτε τον εαυτό του, γιατί έχει αισθήματα για την αδελφή του. Καιρό μετά, ο αδελφός του τον ξαναβρίσκει και τον ξαναρουφά στην οικογένεια. Το Οιδιπόδειο, το τι είναι Ηθικό και τι είναι νόμιμο, οι όροι της Εξουσίας και ποιοι μπορεί να την ασκούν πάνω μας και με ποιο τρόπο, γίνονται το όχημα για να μιλήσει ο συγγραφέας μέσα από το ατομικό για το συλλογικό, για την ίδια την κοινωνία.

Η μετάφραση της Αθηνάς Ψυλλιά μοιάζει άθλος, όχι μόνον γιατί είναι πολύ ιδιότυπη η χρήση της γλώσσα, των σημείων στίξεων, κ.ο.κ. μα γιατί το κείμενο μιλά κυρίως μέσα από τις σιωπές, μέσα από αυτά που δεν λέγονται, και απαιτεί μεγάλη αυτοσυγκράτηση από τον μεταφραστή να μην αρχίσει να επεξηγεί στη δεύτερη γλώσσα. Βέβαια, η εντυπωσιακή θητεία της Αθηνάς Ψυλλιά στην μετάφραση του μεγαλύτερου μέρους του έργου του Ζοζέ Σαραμάγκου, μάλλον ήταν εχέγγυο για το αποτέλεσμα σε αυτό το τολμηρό εγχείρημα.



                                                                           Κατερίνα Μαλακατέ

Υ.42 Η μετάφραση της Αθηνάς Ψυλλιά πήρε το βραβείο του LEA για τα βιβλία που εκδόθηκαν το 2024

Υ.Γ.42-2 Υπάρχει και αυτή η ταινιάρα https://www.imdb.com/title/tt0241663/



"Αρχαία καλλιέργεια", Raduan Nassar, μτφ. Αθηνά Ψυλλιά, εκδ. Πατάκη, 2024

14/7/25

Τα 10 πιο αγαπημένα μας μυθιστορήματα

 



Έχουν περάσει πολλά χρόνια από την πρώτη φορά που σε αυτό το blog ζητήσαμε να φτιάξετε λίστες με τα 10 πιο αγαπημένα σας λογοτεχνικά βιβλία, και νομίζω πως καλοκαιράκι είναι, λίγες λίστες δεν έβλαψαν ποτέ κανέναν. Να σας πω μόνο πως δεν μας αξίζουν λίστες με βιβλία που θα θέλαμε να διαβάσουμε, ή βιβλία που θα μας κάνουν να φαινόμαστε πιο ψαγμένοι, μας αξίζουν μόνο λίστες με βιβλία που γουστάρουμε τρελα. 


Γράψτε εδώ στα σχόλια ή στην αντίστοιχη ανάρτηση στο group μας στο Facebook τα δέκα πιο αγαπημένα σας μυθιστορήματα (μην κλέβετε, σας βλέπω, δέκα είπαμε) και απολαύστε και τις λίστες των υπολοίπων. 


Στο τέλος του Ιουλίου θα βγάλουμε επισήμως αποτελέσματα, σας απειλώ. 



  

23/6/25

"Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος", Flannery O' Connor



Το να μιλήσει κανείς για το έργο της Φλάνερι Ο' Κόνορ χωρίς να μιλήσει για τη ζωή της μοιάζει παράταιρο. Για τους περισσότερους συγγραφείς λέμε πως αφήνουμε το έργο τους να μιλήσει, για αυτή την κυρία όμως, πως θα μπορούσε να μην πει κανείς πως πέθανε μόλις στα 39 της (τι στο καλό θα είχε γράψει άραγε αν δεν την είχε φάει ο λύκος) κι ήταν μια γυναίκα βαθιά θρησκευόμενη, πάντα σε συνομιλία με έναν θεό που φαίνεται καθόλου να μην ταιριάζει στο αδηφάγο χιούμορ της και που δεν γλιτώνει ούτε κι αυτός από το σαρκασμό της. Μια γυναίκα που έζησε μια συμβατική ζωή κι ας προσπάθησε μανιασμένα να ξεφύγει από αυτήν και που οι επιστολές της, εκτός από ένα άτομο ευφυές δείχνουν κι ένα άτομο που δεν διστάζει να πει την γνώμη του όσο άσχημη κι αν είναι. Είναι περιώνυμη εξάλλου για τη ρατσιστική φράση “I don’t like negroes”. Και όχι δεν υπάρχει δικαιολογία.

Αυτός ο ρατσισμός δεν φαίνεται τόσο πολύ στα γραπτά της, που ισορροπούν ανάμεσα στον Φώκνερ και τον Πόε, μερικές φορές υπερβαίνοντάς τους – ναι ξέρω τι ιεροσυλία ξεστομίζω, δεν είμαι καμιά νιούφισσα. Η Φλάνερι Ο Κόνορ έγραφε και διάβαζε βιβλία «όχι για να φύγει από την πραγματικότητα, αυτό θα ήταν ανόητο, αλλά για να βουτήξει μέσα της». Με έναν τρόπο αυτό είναι αλήθεια, γιατί ενώ προσπάθησε να ξεφύγει από την νοοτροπία και τη μικρότητα του Νότου, πήγε στο διάσημο Iowa Workshop και φαινόταν πως θα μείνει για πάντα στη Νέα Υόρκη, η αρρώστια, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, την έκανε να ξαναγυρίσει με πατερίτσες στη μαμά της και στις φάρμες του Νότου, στον προτεσταντισμό του νότου, αυτή μια Καθολική με βαθιά πίστη. “Θέε μου, βοήθησε με να γίνω συγγραφέας για να σε προσεγγίσω καλύτερα», γράφει στις περιβόητες προσευχές της.

Διαβάζοντας τα διαβολικά διηγήματα της Ο' Κόνορ, με το γκροτέσκο χιούμορ και την κοφτερή ματιά, διηγήματα που γράφτηκαν 70 χρόνια πριν, ξέρεις με σιγουριά γιατί η Αμερική του σήμερα βγάζει και ξαναβγάζει τον Τραμπ. Άθελα της, γιατί δεν φαινόταν συνειδητά να την αφορούν τα πολιτικά ζητήματα, φτιάχνει έναν κόσμο βαθιά πολιτικό, όπου ο ρατσισμός υφέρπει έναντι όποιου είναι αδύναμος. Στον “Πρόσφυγα”, οι λευκοί υπηρέτες σνομπάρουν τους μαύρους και οι μαύροι τους Πολωνούς μετανάστες, και μας δείχνει πως η αμορφωσιά και η εξουσιά σε οδηγούν στο να πατήσεις κυριολεκτικά κάτω αυτόν που θεωρείς κατώτερο.

Σε όλα τα διηγήματα κυριαρχεί η μητρική φιγούρα, ναρκισιστική, καθηλωμένη στις βεβαιότητες της αμάθειας, του κουτσομπολιού, αλλά ταυτόχρονα δυναμική, που τα «ξέρει όλα» και τα αναλαμβάνει όλα, και ταυτόχρονα καταπιέζει τις ζωές όλων των γύρω, κυρίως των παιδιών της. Μια μητέρα που ακόμα και όταν τους οδηγεί όλους στον θάνατο, προσπαθεί ακόμα να σώσει το τομάρι της. Τι μου θυμίζει, τι μου θυμίζει...

Νομίζω πως το άλτερ ίγκο της ίδιας της Ο' Κόνορ το είδα σε ένα διήγημα που στα ελληνικά έχει τον ατυχή τίτλο «Ευτυχές γεγονός» και στα αγγλικά τον ευφυή «A stroke of good fortune”. Η Χούλγκα, η κόρη, έχει σπουδάσει φιλοσοφία κι είναι άθεη, και έχει ένα ξύλινο πόδι και πρόβλημα στην καρδιά και για αυτό δεν μπορεί να είναι σε ένα πανεπιστήμιο μακριά, αλλά παραμένει με την ελεγκτική μάνα της. “Μέχρι που…”

Αυτό το «μέχρι που…» είναι το αξεπέραστο στα διηγήματα αυτά. Η Φλάνερι είναι σπουδαία στυλίστρια του λόγου, και σε πολλά σημεία θυμίζει Φώκνερ η χρήση της γλώσσας (για αυτό είναι και τόσο δύσκολη στη μετάφραση), και μεγάλη ψυχογράφος, όμως το βασικό ατού των διηγημάτων της είναι το τουίστ. Ό,τι διεστραμμένο, βίαιο, ακραίο και γκροτέσκο κι αν βάλεις με τον νου σου, αυτή έχει στο μυαλό της κάτι ακόμα χειρότερο.

Τυπικά η Φλάνερι ο Κόνορ, με τις ρατσιστικές ιδέες της, και τον καθολικισμό της, τη μανία της με τη «θεία χάρη» και πως «μας αφορά σε έναν μοντέρνο κόσμο», θα έπρεπε να μου είναι απεχθής. Αντιθέτως τη θεωρώ πολύ σπουδαία συγγραφέα, χωρίς φυσικά να της βρίσκω δικαιολογίες για όλα αυτά που γράφει στις επιστολές της. Εξάλλου από τα πιο τρυφερά και ταυτόχρονα κακοποιητικά διηγήματά της είναι το «Ψεύτικος αράπης», “the artificial niger”, ένα τερατώδες μνημείο της ανθρώπινης αμορφωσιάς και της ανασφάλειας που προκαλεί, της «ομάδας» που δημιουργεί απέναντι στο τέρας που είναι ο Άλλος.


                   Κατερίνα Μαλακατέ


"Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος", Flannery O' Connor, μτφ. Ρένα Χατχουτ, εκδ. Αντίποδες

14/6/25

"Η τελειότητα", Vincentzo Latronico


   αγοράστε το εδώ: 



Η τελειότητα του Βιντσέντζο Λατρόνικο είναι ένα βιβλίο μορφής, και όχι πλοκής, γράφτηκε βασισμένο στα «Πράγματα» του Ζωρζ Περέκ, κι έτσι οι ήρωες του είναι μάλλον κάτι γενικόλογες καρικατούρες παρά χαρακτήρες μυθιστορήματος. Δεν μαθαίνουμε τίποτε για αυτούς, ούτε για την ιστορία, ούτε και για τη σχέση τους, δεν τους εξανθρωπίζει τίποτα, παραμένουν ανδρείκελα. Αυτός είναι άλλωστε και ο σκοπός του συγγραφέα, είναι σύμβολα μιας γενιάς που γοητεύτηκε από την εικόνα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, επένδυσε σε μια ινσταγκραμική ζωή και βρέθηκε να ψάχνει τον εαυτό της ανάμεσα στη λιτή μπεζ διακόσμηση από το ikea και τις στίβες που κρύβονταν στις ντουλάπες για να μην χαλάσουν τις φωτογραφίες. Το βιβλίο έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ο ίδιος ο Λατρόνικο έζησε στο Βερολίνο από το 2009 ως το 2023 ως ψηφιακός νομάς, και ξέρει εκ των έσω την κοινότητα των expats που περιγράφει.

Το κείμενο είναι γεμάτο ινσταγκραμικές περιγραφές (με μια τέτοια μακροσκελή περιγραφή ξεκινά στο κεφάλαιο του «Ενεστώτα»-- είπαμε βασίζεται στον Περέκ), που μου φαίνονται το ίδιο βαρετές ως λογοτεχνία και ως εικόνα, οι δυο ήρωες ζουν σε ένα διαμέρισμα στο Βερολίνο, που το νοικιάζουν πού και πού ως Airbnb ενώ στην πραγματικότητα δεν βγάζουν όσα λεφτά θα θελαν, δεν κάνουν πραγματικές σχέσεις παρά με άλλους expats, ζουν σε ένα ιδιόμορφο γκέτο με γουστόζικα καφέ και καλοσχεδιασμένα μπαρς, δεν μαθαίνουν Γερμανικά, μιας και κουτσομιλάνε κάτι universal αγγλικά και δεν ντρέπονται για αυτά. Νοιάζονται για τα δικαιώματα, το περιβάλλον, εφ’ όσον τίποτα από αυτά δεν τους αγγίζει. Μοιάζει να μην έχουν προσωπική ιστορία και να μην έχουν προσωπικότητα. Και καταλήγουν μόνοι.

Ομολογώ πως η ανάγνωση της Τελειότητας με άφησε δίβουλη, από τη μια καταλαβαίνω τι θέλει να πει για τη γενιά μας (ίσως και για τους λίγο νεότερους από μας Millenials), από την άλλη βαριέμαι τις γενικεύσεις και την καταστροφολογία για μια γενιά συλλήβδην, και δεν πιστεύω επ’ ουδενί πως οι άνθρωποι είναι καρικατούρες. Zούμε κάτι πρωτόγνωρο που δεν μπορούμε να το ακόμα να το κατανοήσουμε πλήρως, το διαδίκτυο ορίζει τη ζωή μας πολύ περισσότερο από όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε, άλλωστε αυτή η γνώμη ανεβαίνει σε ένα blog, θα ήταν τουλάχιστον αστείο να ισχυριστώ το αντίθετο.

Αγαπώ τη λογοτεχνική φόρμα, κι αυτό το βιβλιαράκι έχει πολλή από αυτή, όμως αγαπώ και τις ιστορίες, κι απ’ αυτό δεν έχει καθόλου. Μου αρέσει το παιχνίδι με τους χρόνους στην αρχή, που μετά παραμένει αυτό, απλά ένα προβλέψιμο παιχνίδι, δεν φτάνει με κανέναν τρόπο την ιδιοφυία του Περέκ. Το βιβλίο είναι υποψήφιο για το Booker 2025, μα κάτι μου έμεινε λειψό, σαν να μην εμβαθύνει αρκετά, να μένει στην επιφάνεια, για κάτι τόσο σημαντικό και σύγχρονο. Το διάβασα σε μία μέρα, είναι μικρό και δεν χάνεται η συνοχή του, μα είναι μυθοπλασία, είναι μέτα- μυθοπλασία, δεν μπορώ με σιγουριά να ξέρω. Ούτε καν το πιο απλό, αν μου άρεσε ή όχι, δεν μπορώ να αποφασίσω.

                                                   Κατερίνα Μαλακατέ


"Η τελειότητα", Βιντσέντζο Λατρόνικο, μτφ. Δήμητρα Δότση, εκδ. Loggia