27/9/25

Τα αυτοβιογραφικά στοιχεία στον Ντέιβιντ Κόπερφιλντ









Είναι το «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ» ένας από τους παππούδες του σημερινού autofiction; Υπό μία έννοια, ναι, πρόκειται για ένα μυθιστόρημα όπου ο συγγραφέας μετατρέπει τον εαυτό του σε μυθιστορηματικό ήρωα, δανείζεται κομμάτια της ζωής του και τα μετατρέπει σε πλοκή. Από την άλλη ο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, δεν είναι ένα αμιγώς αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα. Ο Κ. Ντ, κρατάει τον εαυτό του ως παλίμψηστο του Ντ.Κ., όμως δανείζει μόνο θραύσματα των προσωπικοτήτων των γύρω του στους υπολοίπους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες.


Αυτό που πιο πολύ από όλα τα άλλα μας θυμίζει ας πούμε το «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο» του Προυστ, είναι η ιδέα της υποκειμενικής μνήμης, της ρευστότητας της ανάμνησης, της επανεφεύρεσης του εαυτού, μέσα από την εξιστόρηση. Ο Ντίκενς το λέει ξανά και ξανά μέσα στην ίδια την αφήγηση, το βάζει το στόμα της κας Τρότγουντ, του ίδιου του πρωτοπρόσωπου αφηγητή, Ντέιβιντ: η ανάμνηση είναι βασισμένη στην πραγματικότητα, αλλά στην πραγματικότητα δημιουργείται κάθε φορά από το ποιος είναι αυτός που θυμάται.

Το «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ», έτσι, δεν είναι απλά ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, αναδύεται από μέσα του η έννοια της ίδιας της μνήμης και του χρόνου. Κάτι που μάλλον δεν θα το περίμενε κανείς από ένα Βικτωριανό μυθιστόρημα του 1850, που δημοσιεύτηκε σε συνέχεις, χωρίς σαφή σκελετό από την αρχή, από τον Μάιο του 1849 έως και τον Νοέμβριο του 1850, και που οι άνθρωποι αγόραζαν κάθε επιφυλλίδα για μισή πένα, «κατεβάζοντας» έτσι την Υψηλή λογοτεχνία στο ανάστημα των φτωχών.


‘I know enough of the world now, to have almost lost the capacity of being much surprised by anything; but it is matter of some surprise to me, even now, that I can have been so easily thrown away at such an age. A child of excellent abilities, and with strong powers of observation, quick, eager, delicate, and soon hurt bodily or mentally, it seems wonderful to me that nobody should have made any sign in my behalf.’

Το παιδικό τραύμα του Ντίκενς, το ότι αναγκάστηκε στα 12 του να δουλέψει σε βιοτεχνία παπουτσιών για να συντηρήσει την οικογένεια, όσο ο πατέρας του ήταν φυλακή για χρέη, είναι το κομβικό γεγονός που καθορίζει τη ζωή και του Ντέιβιντ. Οι γονείς του Ντίκενς εμφανίζονται σε πολλούς χαρακτήρες, η μητέρα του στην αφελή και πανέμορφη μητέρα του Ντ.Κ., Κλάρα Κόπερφιλντ. Ο «θάνατος» της μέσα του όταν του ζήτησε να συνεχίσει να δουλεύει και να μην ξαναρχίσει το σχολείο, στο θάνατο της Κλάρας. Ο πατέρας του, Τζον Ντίκενς, στο πρόσωπο του πομπώδους κου Μικόουμπερ που φυλακίστηκε για χρέη, κι ίσως αργότερα στον καλόκαρδο αλλά θεότρελο κο Ντικ. Ο Ντίκενς θεωρούσε τους γονείς του ευτυχείς και ανέμελους, αλλά ανίκανους για γονείς.

Αυτό διαμόρφωσε και την ιδέα του περί γυναικών και γάμου, που τελικά κατέστρεψε και τον ίδιο και την γυναίκα του, Κέιτ Ντίκενς, που υπέφερε τα πάνδεινα στα χέρια του.

Στον Ντ. Κόπερφιλντ επανέρχονται τρία βασικά γυναικεία πρότυπα. Η Ντόρα και η Κλάρα, οι γυναίκες-παιδιά, που μπορείς να τις εκμεταλλευτείς ή να τις λατρέψεις. Η Ντόρα είναι βασισμένη στην πρώτη αγάπη του Ντίκενς, Maria Beadnell, και πώς φανταζόταν πως θα ήταν ο γάμος της μαζί του, αν το τολμούσε. Η Άγκνες, η ιδανική Βικτωριανή γυναίκα, που κρατάει άψογα το νοικοκυριό, είναι νουνεχής και φροντιστική και πάντα πανέμορφη. Και φυσικά η Μέγαιρα, όπως η κα Νταρτλ και η κα Μερντστόουν.

Ο Ντίκενς, που αγαπούσε τα του οίκου του, λένε πως ακόμα κι όταν έγινε διάσημος και πάμπλουτος έκανε εκείνος τα καθημερινά ψώνια για να μην τον κλέψει ο χασάπης, δημιουργεί στον Ντ. Κόπερφιλντ ξανά και ξανά ιστορίες για αυτό το θέμα, για γυναίκες που τα κατάφερναν κι άλλες όχι. Δυστυχώς για την Κάθριν Ντίκενς, που τον γνώρισε όταν ήταν ένα ανέμελο κορίτσι στα 18 της, (που έγραφε, ήταν ηθοποιός, φοβερή μαγείρισσα, εξέδωσε μάλιστα έναν οδηγό μαγειρικής όσο ζούσε), δεν τα κατάφερε να παραμείνει η ιδανική γυναίκα στα μάτια του.

Στην αρχή πήγαιναν ταξίδια, θέατρα, μιλούσαν για λογοτεχνία, ο Ντίκενς ήταν πανευτυχής, όπως ο Τραντλς στον Κόπερφιλντ. Αλλά μετά, η Κέιτ άρχισε να κάνει παιδιά, 10 ή 11 τον αριθμό επέζησαν έστω και λίγο, ενώ είχε τουλάχιστον 2 αποβολές. Ο δεύτερός του γιος γεννήθηκε το 1849, λίγο πριν αρχίσει ο Ντ.Κ. Η τρίτη τους κόρη γεννήθηκε το 1850, την ονόμασαν Ντόρα, από το μυθιστόρημα. Το μωράκι πέθανε 8 μήνες αργότερα.

Η Κάθριν χόντρυνε, έπαθε κατάθλιψη, ήταν μια μέγαιρα δίπλα στον λαμπερό σούπερ σταρ συγγραφέα, που έκανε ήδη παγκόσμιες περιοδείες. Το 1857, ο Ντίκενς την αντικατέστησε με την 18χρονη Νέλλυ (όταν ο ίδιος ήταν 45 χρονών, η Κέιτ 42, και η τελευταία τους κόρη, 18 χρονών). Και την κατασυκοφάντησε γράφοντας δακρύβρεχτες επιστολές και επιφυλλίδες στο Household Words, το εβδομαδιαίο περιοδικό του. Και της στέρησε τα παιδία της. Όταν πέθανε ο Κάρολος, ο κόσμος πίστευε πως είχε παντρευτεί μια ημίτρελη, χοντρή, ανάπηρη από τις πολλές γέννες. Όταν πέθανε η Κάθριν, που δημοσίως δεν μίλησε ποτέ κακά για κείνον, έδωσε στην κόρη της τις επιστολές τους, για να μάθει ο κόσμος πως πραγματικά αγαπήθηκαν.

Ο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ ακολουθεί παρόμοια επαγγελματική πορεία με τον Κάρολο Ντίκενς, γίνεται δημοσιογράφος και συγγραφέας, ίσως όχι με την έξαλλη επιτυχία που είχε ο δημιουργός του. Όμως κυρίως έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με κείνον, την ιδιοφυία, την ικανότητα της ψυχογράφησης, τη λατρεία για τον Σαίξπηρ και το θέατρο, την δυνατότητα να συγκεντρωθεί και να γράψει τεράστια μυθιστορήματα, την αφέλεια και το τραύμα, τις επιπόλαιες φιλικές σχέσεις που φτάναν στα όρια της λατρείας. Ο C.D και o D.C. ερωτεύονταν με τον ίδιο τρόπο, την ιδέα αντί για τη γυναίκα.

Κι έχουν κοινά θέματα στα μυθιστορήματά τους, την μικροαστική Βικτωριανή ηθική, την παιδική εργασία, το γάμο, τον έρωτα, τα σχολεία, το δικαστικό σύστημα. Άλλωστε στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, γίνεται σαφές πως ο Ντ.Κ. γράφει ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα. Ο Ντ.Κ. ως αναξιόπιστος αφηγητής της ιστορίας του, είναι και δεν είναι ο Κ.Ντ.

Ο Ντίκενς δήλωνε ανοιχτά πως από όλα τα μυθιστορήματά του, αυτό, το 8ο, ήταν το αγαπημένο του. Έγραψε, π.χ., στον πρόλογο της έκδοσης του 1857: 

“[]like many fond parents, I have in my heart of hearts a favourite child. And his name is David Copperfield".

Αν κάποιος του έλεγε πως γράφει autofiction, θα τον κοιτούσε ωσάν τον εξωγήινο. Το σίγουρο είναι ένα, στο "Ντέιβιντ Κόπερφιλντ" δένεται το πραγματικό με το φανταστικό, [«a very complicated weaving of truth and invention», έλεγε ο ίδιος] κι έτσι φτιάχνεται λογοτεχνία∙ του πιο μεγάλου ύψους.


                                     Κατερίνα Μαλακατέ


   
"Ντέιβιντ Κόπερφιλντ", Charles Dickens, μτφ. Άρης Σφακιανάκης- Ηρώ Σκάρου, εκδ. Κέδρος


24/9/25

Γιατί οι νέοι μας διαβάζουν λογοτεχνία και πώς να ξεπεράσουν αυτή την έξη.

[credits: Δημήτρης Δ.]

  

Η μανιώδης ανάγνωση λογοτεχνίας είναι έξις, χαρακτηριστική των καιρών μας και απειλητική για το σύνολο του ανθρωπίνου γένους. Το άτομο εθίζεται στην ανάγνωση μικρό, πιθανώς στην εφηβεία, χωρίς να παύουν να υπάρχουν περιπτώσεις εθισμού και σε μεγαλύτερες ηλικίες. Αν και πρέπει να πούμε εδώ, πως όσο μεγαλώνει και ωριμάζει κανείς, οι πιθανότητες μειώνονται σημαντικά.

Επιχειρώντας να διερευνήσουμε τα αίτια του φαινομένου, θα πρέπει να ανατρέξουμε στις μικροποσότητες λογοτεχνικών κειμένων που ανευρίσκονται σε κάθε ελληνικό σπίτι, τη Μάνα της Περλ Μπακ, Τα άγουρα χρόνια, το Με και το Χωρίς οικογένεια, το Κάστρο, πιθανώς και τα Ψηλά Βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Υπάρχει μια πιθανότητα να φταίει κι εκείνος ο σκληρόδετος τόμος του Λουντέμη με το εξώφυλλο στο κόκκινο της Βουργουνδίας∙ ή έστω ο Ζορμπάς.

 

[Στο σπίτι μου, ειρήσθω εν παρόδω, είχε άπειρα paperbacks Asimov και Philip Dick, ένα σωρό πετσοκομμένους Ιούλιους Βερν, και το Brave new world, το Doors of perception and hell και το 1984. Μάλλον για αυτό η δική μου περίπτωση είναι ανίατη. ]

 

Στη μανιώδη ανάγνωση οδηγούν συχνά τα τραύματα της παιδικής ηλικίας. Παιδιά παρατημένα από γονείς παραδομένους στην καλοκαιρινή μεσημβρινή ραστώνη, κατατρομοκρατημένα από τη φράση «Κιχ μη βγάλεις, στην έκοψα τη γλώσσα, κοιμάται ο μπαμπάς», βαριεστημένα από την 12η φορά που ξεφύλλισαν τον Μίκυ Μάους τους. Μοναχικοί έφηβοι που κρύβονται από τους δυνάστες τους και κάνουν κοπάνα στους διαδρόμους της αχανούς βιβλιοθήκης του ιδιωτικού τους σχολείο με έναν Ντοστογιέφκσι στο χέρι [εεε, συγγνώμην παρασύρθηκα από την προσωπική εμπειρία, επανέρχομαι]. Για τη βαρύτητα της κατάστασης ευθύνονται σαφώς τα κλασικά, ο Ουγκώ, ο Ντίκενς, ο Ζολά, ο Τολστόι και ο Κοσμάς Πολίτης.

Αν η έξη στα σκληρά λεγόμενα αναγνώσματα επέλθει σε τρυφερή ηλικία υπάρχει περίπτωση η κατάσταση να είναι μη αναστρέψιμη. Το ανθρώπινο μυαλό – εάν δεν μπει ένα όριο από νωρίς –,  έχει ανάγκη τη μυθοπλασία. Καίτοι οι υγιώς σκεπτόμενοι νέοι μας καταναλώνουν κουτσομπολιό, ποδόσφαιρο, τηλεόραση και shorts στο Youtube ικανοποιώντας επαρκώς αυτό το βίτσιο, μικρή μερίδα του πληθυσμού εθίζεται στα μυθιστορήματα και τον Ευρωπαϊκό κινηματογράφο.

Όταν το άτομο περάσει από τα σκληρά στα μαλακά αναγνώσματα των καιρών, η κατάσταση είναι πια τραγική. Το ερώτημα «αυτό τώρα εγώ θα θυμάμαι πως το διάβασα αύριο;» και το χειρότερο, «αυτό τώρα θα το διαβάζουν σε εκατόν πενήντα χρόνια όπως εγώ τον Γκόγκολ μου;» βασανίζει τη σκέψη και δημιουργεί δυσφορία, κάποιες φορές οδηγεί έτι δε περαιτέρω και στην αγχώδη διαταραχή.

Εν ολίγοις, ο ύπουλος εθισμός στην ανάγνωση, ταλανίζει τη νεολαία μας. Οι νέοι μας παραμελούν τα διαβάσματα του σχολείου, μετατρέπονται σε αντικοινωνικούς παρίες, λοιδορούνται στις παρέες και συχνά αρνούνται να συμμορφωθούν στα κοινωνικά πρότυπα. Η μανιώδης ανάγνωση μυθιστορημάτων προάγει τον ατομισμό και εξάπτει τη φαντασία οδηγώντας σε φαντασιοκοπίες πως καθείς μπορεί να έχει προσωπική άποψη και το δικαίωμα να κυνηγήσει το όνειρο της προσωπικής ευτυχίας και γαλήνης. Αυτό βεβαίως είναι ένας κίβδηλος κόσμος, μακριά από την πραγματικότητα και την κοινωνία. Απομακρύνετε τα παιδιά από τα βιβλία. Αφήστε τα να εξερευνήσουν με χαρά την αγορά εργασίας.

                             

             Κατερίνα Μαλακατέ

7/8/25

James, Percival Everett








Είχα να απολαύσω μυθιστόρημα του Εβέρετ τόσο πολύ από τότε που πρωτοδιάβασα το Σβήσιμο πριν από περίπου μια δεκαετία. Ο Έβερετ δεν έκανε ποτέ ιδιαίτερες πωλήσεις στην Αμερική∙ η σκληρή, οργισμένη, βίαιη σάτιρά του μάλλον δεν καθόταν καλά στον μέσο Αμερικανό. Αν και είναι πολυγραφότατος— έχει στο ενεργητικό του κοντά 30 βιβλία στα 68 του χρόνια κι έχει πάρει άπειρα βραβεία—οριακά πουλούσε αρκετά αντίτυπα για να συνεχίζει να εκδίδεται από τον μικρό εκδοτικό με τον οποίο συνεργαζόταν. Τώρα όμως με το Τζέημς κάτι άλλαξε, τον «ανακάλυψαν», εκδίδεται από μεγάλους εκδοτικούς, ε πήρε και το Πούλιτζερ .

Το μυθιστόρημα με την πρώτη ματιά είναι μια επαναδιήγηση του Χακ Φιν του Μαρκ Τουέιν από την πλευρά ενός δευτερεύοντα χαρακτήρα, του σκλάβου Τζιμ. Όμως κανείς μάλλον θα το αδικούσε αν έμενε στην επιφάνεια, ο Έβερετ εδώ κωδικοποιεί και επανεφεύρει τη γνωστή ιστορία, φτιάχνει έναν στιβαρό χαρακτήρα στο πρόσωπο του Τζιμ, έναν ηγέτη που τον λένε Τζέημς.

Τυπικά ακολουθεί την πορεία του μυθιστορήματος του Τουέιν, η αρχή είναι όμοια, ο Τζιμ το σκάει, ο Χακ σκηνοθετεί το θάνατό του για να γλιτώσει από τον μέθυσο πατέρα του κ.ο.κ. Σε όσα κομμάτια ο Χακ και ο Τζιμ είναι μαζί, η πλοκή του μυθιστορήματος του Τουέιν κρατιέται απαρέγκλιτα, και μάλιστα αυτά είναι τα πιο κωμικά στιγμιότυπα. Όμως το βάθος που δίνεται στο James είναι άλλης διάστασης, και δεν είναι μόνον επειδή το τέλος είναι άλλο. Δεν αρκεί που βλέπουμε τα βασανιστήρια που υφίστανται οι σκλάβοι για να γίνει αυτό, ούτε ένας λιντσαρισμένος μαύρος γιατί έκλεψε ένα μολύβι. Είναι ο ίδιος ο κεντρικός χαρακτήρας που το επιβάλλει.

Ο Τζιμ, που στο Χακ Φιν, οριακά μιλάει κι είναι καλοκάγαθος γίγαντας, στο James είναι ένας έξυπνος άνθρωπος που έχει μάθει μόνος του στον εαυτό του να διαβάζει και να γράφει. Ο λάτρης της γλώσσας και λόγιος Έβερετ χρησιμοποιεί ένα λογοτεχνικό τέχνασμα, τη γλώσσα ως κώδικα όχι μόνον επικοινωνίας αλλά και κοινωνικής θέσης, συμπεριφοράς, υποταγής. Έτσι ο Τζιμ και οι υπόλοιποι σκλάβοι μιλούν το σκληρό ιδίωμα των μαύρων του Νότου μόνον μπροστά στους αφέντες, για να φαίνονται χαζοί και υποταγμένοι, ακίνδυνοι, ενώ μεταξύ τους μιλούν στο πιο ήπιο ιδίωμα των λευκών του Νότου.

Το μυθιστόρημα βασίζεται στον διάλογο και στη «μάσκα της γλώσσας». Στα σημεία που ο Τζιμ αφαιρείται και μιλάει στην κανονική του γλώσσα είναι σχεδόν σαν να μιλάει καθηγητής φιλολογίας ενώ όταν τον δαγκώνει ένας κροταλίας έχει παραισθήσεις με τον Βολταίρο και τον Τζον Λοκ. Έτσι η μετάφρασή του είναι πολύ δύσκολη στα Ελληνικά. Η μεταφράστρια Μυρσίνη Γκανά έπρεπε να κάνει μια επιλογή, είτε να υιοθετήσει μια ελληνική διάλεκτο για το κάθε ιδίωμα(κάτι όμως που θα επηρέαζε στο μυαλό του Έλληνα αναγνώστη τον τόπο και τον χρόνο) ή να βρει έναν τρόπο να καλύψει το τέχνασμα επαρκώς γιατί πάνω του βασίζεται μεγάλο κομμάτι της πλοκής. Αυτή η μεταφραστική δυσκολία υπάρχει βεβαίως σε όλους τους Αμερικάνους συγγραφείς του Νότου, προεξάρχοντος του Φώκνερ. Η λύση της μεταφράστριας δυστυχώς εδώ, ήταν να ακολουθήσει κατά γράμμα το αγγλικό πρωτότυπο, να «σπάσει» τη σύνταξη των ελληνικών, να χώσει όπου βρει συνδέσμους όπως το «που» και να γράφει πχ κυργία αντί για missusm (ούτε αυτό υπάρχει, αλλά στα αγγλικά δεν ακούγεται τόσο λάθος όσο αυτό το εκνευριστικό κυργία).

Ομολογώ πως μετά από λίγες σελίδες το ελληνικό κείμενο με κούρασε τόσο πολύ, που αγόρασα το αγγλικό σε e-book και το συνέχισα από εκεί. Το αγγλικό τρέχει, λόγω της πλοκής, η γλώσσα επιτελεί τον σκοπό της χωρίς να σε ενοχλεί πουθενά, και όσο άκουσα και από το audiobook είναι και απολαυστική. Τελικά τελείωσα το James σε λιγότερο από 48 ώρες στα αγγλικά.

Είχα καιρό να διαβάσω βιβλίο που να με συνεπάρει, να με κάνει να μην θέλω να το αφήσω από τα χέρια μου. Η εξυπνάδα του Έβερετ διαποτίζει το κείμενο, κάνει μασάζ στα εγκεφαλικά κύτταρα, χαίρομαι που ο πολύς κόσμος στην Αμερική θα τον μάθει μέσα από αυτήν την βιβλιάρα. Κι ας πήρε τόσα χρόνια για να γίνει ευπώλητος. Ο ίδιος βέβαια δήλωσε στο Night Show with Seth Mayers πως ελπίζει να το απαγορεύσουν για να τη σπάσει στις διάφορες επιτροπές λογοκρισίας.


                                           Κατερίνα Μαλακατέ




30/7/25

"Οι χήρες της Πέμπτης", Claudia Piñeiro






Η Κλαούδια Πινέιρο δεν είναι μια «νεαρή συγγραφέας». Γεννημένη το 1960, ασχολήθηκε αρχικά με τη δημοσιογραφία και ξεκίνησε να γράφει λογοτεχνία σχετικά αργά. Το 2005 εκδόθηκε το πρώτο της μυθιστόρημα, οι Χήρες της Πέμπτης, που έγιναν ταινία το 2009 (και πρόσφατα σειρά στο Νέτφιλξ), ενώ το «Η Ελένα ξέρει» βγήκε το 2007 μα δεν μεταφράστηκε στα Αγγλικά μέχρι το 2022, οπότε και ήταν shortlisted για το Man Booker. Αυτή η μετάφραση, η υποψηφιότητά της για το Booker, και η σειρά στο Νέτφλιξ, έκαναν την Πινέιρο γνωστή σε όλον τον λογοτεχνικό κόσμο.

Οι Χήρες της Πέμπτης είναι εκ πρώτης όψεως ένα κλασικό νουάρ, τρεις άντρες ηλεκτροβολημένοι από το καλώδιο του ενισχυτή—και νεκροί— σε μια πισίνα. Συνήθιζαν να βρίσκονται κάθε Πέμπτη βράδυ, αυτοί κι άλλος ένας, και να αφήνουν τις γυναίκες τους μόνες να πηγαίνουν κανένα σινεμά, που για αυτό είχαν το παρατσούκλι «οι Χήρες της Πέμπτης», μέχρι που το παρατσούκλι έγινε αλήθεια.

Το μυθιστόρημα είναι πολυφωνικό, βλέπουμε το κάθε γεγονός από διαφορετικούς αφηγητές, ενώ σε σημεία θυμίζει ένα κλασικό whodunit, γιατί η συγγραφέας διάλεξε έναν περιορισμένο χώρο για να τοποθετήσει την υπόθεση, ένα «ιδιωτικό προάστιο» για πλουσίους, που φυλάσσεται 24 ώρες το 24ωρο από ένοπλους φρουρούς, και όλοι είναι νεόπλουτοι CEO επιχειρήσεων. Οι γυναίκες νοιάζονται για την αρχιτεκτονική κήπων, τα παιδιά πηγαίνουν σε ιδιωτικά σχολεία και κάνουν ναρκωτικά, οι υπηρέτριες και το προσωπικά μπαίνουν τη γειτονιά από άλλη είσοδο μετά από εξονυχιστικό έλεγχο. Άρα κανένας «εξωτερικός» δεν θα μπορούσε να δολοφονήσει αυτούς τους άντρες. Οι ύποπτοι είναι μετρημένοι στα δάχτυλα των δυο χεριών.

Αυτό το «ιδιωτικό προάστιο», που τόσο βολεύει για την αστυνομική διάσταση της πλοκής, είναι στην ουσία ο πρωταγωνιστής, νοηματοδοτεί το κείμενο. Η Πινέιρο στέκεται κριτικά απέναντι στους νεόπλουτους ήρωές της, στα πάθια και τους καημούς τους μέσα στις πισίνες και τους ομοιόμορφους κήπους τους. Μερικές φορές φτάνει στα όρια του ανοιχτού σαρκασμού. Και χώνει το μαχαίρι στο κόκκαλο, έτσι απλά, με ένα νουαράκι για να περνά η ώρα.

Μέχρι τη μέση, αναρωτιόμουνα αν έχει νόημα να διαβάσω το βιβλίο, είμαι από αυτές τις άθλιες αναγνώστριες που ξέρουν πολύ γρήγορα τι έγινε με τους φόνους, ίσως για αυτό σπάνια απολαμβάνω τα whodunnit. Μετά όμως κατάλαβα, την πρόθεση, τους αντιπαθέστατους πρωταγωνιστές, την ψιλοβαρεμάρα και την αηδία που ένιωθα για αυτούς. Η Πινέιρο είχε πρόθεση, είχε λογοτεχνική πρόθεση και αυτό κάνει τα βιβλία σημαντικά.

Οι Χήρες της Πέμπτης είναι ένα εντυπωσιακό πρωτόλειο. Δεν είναι τόσο βαθύ βιβλίο όσο η Ελένα, αλλά σε βάζει να σκεφτείς ύπουλα για την κοινωνική διάσταση ενώ ψάχνεις να δεις τι έγινε. Η Κλαούδια Πινέριο είναι σήμερα η τρίτη πιο πολυμεταφρασμένη αργεντινή συγγραφέας σε όλον τον κόσμο∙ πρώτος είναι ο Μπόρχες, δεύτερος ο Κορτάσαρ. Εμείς εδώ στην Ελλάδα την ανακαλύψαμε αργά (να είναι καλά η Carnivora), αλλά νομίζω πως την αγαπάμε ήδη.


                                                       Κατερίνα Μαλακατέ


"Οι χήρες της Πέμπτης", Claudia Piñeiro, μτφ, Ασπασία Καμπύλη, εκδ. Carnivora 

25/7/25

"Αρχαία καλλιέργεια", Raduan Nassar



                                                

O Ραντουάν Νασάρ γεννήθηκε το 1935 στο Σάο Πάολο, παιδί μιας δωδεκαμελούς οικογένειας, από Λιβανέζους γονείς. Εμφανίστηκε στα βραζιλιάνικα γράμματα σαν κομήτης, έγραψε μονάχα την Αρχαία καλλιέργεια (1975), τη νουβέλα Ένα ποτήρι οργή (1978) και κάποια διηγήματα. Το 1984 αποσύρθηκε στο κτήμα του κι έζησε καλλιεργώντας τη γη. Το αποτύπωμά του όμως στην λογοτεχνία της χώρας είναι έντονο και θεωρείται από τους πιο επιδραστικούς συγγραφείς της Βραζιλίας.

Η Αρχαία καλλιέργεια είναι μυθιστόρημα βαθύ, με συνεχείς αναφορές στη Βίβλο και τις αρχαίες τραγωδίες, ένα βιβλίο ιδιαίτερης γλωσσικής ομορφιάς. Η γλώσσα πρωταγωνιστεί, είναι μέρος της ιστορίας, το ύφος καταλαμβάνει μεγαλύτερο χώρο από όσο συνήθως, γίνεται ταυτόχρονα μέσω βασανισμού και λύτρωσης του αναγνώστη. Η κεντρική ιστορία μοιάζει με αυτή του Άσωτου Υιού. Ένας γιος φεύγει από την πατρική εξουσία, από τον «νόμο, την τάξη και την ηθική» γιατί δεν αντέχει, ταυτόχρονα όμως δεν αντέχει ούτε τον εαυτό του, γιατί έχει αισθήματα για την αδελφή του. Καιρό μετά, ο αδελφός του τον ξαναβρίσκει και τον ξαναρουφά στην οικογένεια. Το Οιδιπόδειο, το τι είναι Ηθικό και τι είναι νόμιμο, οι όροι της Εξουσίας και ποιοι μπορεί να την ασκούν πάνω μας και με ποιο τρόπο, γίνονται το όχημα για να μιλήσει ο συγγραφέας μέσα από το ατομικό για το συλλογικό, για την ίδια την κοινωνία.

Η μετάφραση της Αθηνάς Ψυλλιά μοιάζει άθλος, όχι μόνον γιατί είναι πολύ ιδιότυπη η χρήση της γλώσσα, των σημείων στίξεων, κ.ο.κ. μα γιατί το κείμενο μιλά κυρίως μέσα από τις σιωπές, μέσα από αυτά που δεν λέγονται, και απαιτεί μεγάλη αυτοσυγκράτηση από τον μεταφραστή να μην αρχίσει να επεξηγεί στη δεύτερη γλώσσα. Βέβαια, η εντυπωσιακή θητεία της Αθηνάς Ψυλλιά στην μετάφραση του μεγαλύτερου μέρους του έργου του Ζοζέ Σαραμάγκου, μάλλον ήταν εχέγγυο για το αποτέλεσμα σε αυτό το τολμηρό εγχείρημα.



                                                                           Κατερίνα Μαλακατέ

Υ.42 Η μετάφραση της Αθηνάς Ψυλλιά πήρε το βραβείο του LEA για τα βιβλία που εκδόθηκαν το 2024

Υ.Γ.42-2 Υπάρχει και αυτή η ταινιάρα https://www.imdb.com/title/tt0241663/



"Αρχαία καλλιέργεια", Raduan Nassar, μτφ. Αθηνά Ψυλλιά, εκδ. Πατάκη, 2024

14/7/25

Τα 10 πιο αγαπημένα μας μυθιστορήματα

 



Έχουν περάσει πολλά χρόνια από την πρώτη φορά που σε αυτό το blog ζητήσαμε να φτιάξετε λίστες με τα 10 πιο αγαπημένα σας λογοτεχνικά βιβλία, και νομίζω πως καλοκαιράκι είναι, λίγες λίστες δεν έβλαψαν ποτέ κανέναν. Να σας πω μόνο πως δεν μας αξίζουν λίστες με βιβλία που θα θέλαμε να διαβάσουμε, ή βιβλία που θα μας κάνουν να φαινόμαστε πιο ψαγμένοι, μας αξίζουν μόνο λίστες με βιβλία που γουστάρουμε τρελα. 


Γράψτε εδώ στα σχόλια ή στην αντίστοιχη ανάρτηση στο group μας στο Facebook τα δέκα πιο αγαπημένα σας μυθιστορήματα (μην κλέβετε, σας βλέπω, δέκα είπαμε) και απολαύστε και τις λίστες των υπολοίπων. 


Στο τέλος του Ιουλίου θα βγάλουμε επισήμως αποτελέσματα, σας απειλώ.