Όσην ώρα κοιτώ την λευκή σελίδα αναρωτιέμαι τι θα μπορούσε
να γράψει κανείς για ένα βιβλίο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, τι είναι αυτό που
θα είχε ένα κάποιο ενδιαφέρον, ένα νόημα πάνω και έξω από το ίδιο το βιβλίο.
Φυσικά τίποτα. Δεν είναι δυνατόν σε κείμενα τόσο δυνατά να προσπαθήσεις να
φανείς αντάξιος, ούτε καν άξιος. Μπορείς όμως να σκύψεις και να τα
αφουγκραστείς.
Γνωρίζοντας τις αδυναμίες σου, αναγνωρίζοντας στον εαυτό σου το
δικαίωμα της δεύτερης και της τρίτης και της εικοστής ανάγνωσης. Δίνοντας σου
την ελευθερία να μην γράψεις τίποτε για αυτό.
Δεν θα γράψω τίποτε για το «Πόλεως και νομού Δράμας
παραμυθία», όπως δεν θα τολμούσα να γράψω τίποτα για ένα βιβλίο ποίησης. Η
πρώτη μου αντίδραση ήταν αυτή, ο Πεντζίκης γράφει ποίηση, το εξώφυλλο μας κοροϊδεύει.
Στην δεύτερη ανάγνωση, μετάνιωσα, ο Πεντζίκης είναι ο Τζόυς της Ελλάδας
σκέφτηκα, ένας άνθρωπος βαθιά διαβασμένος που προσπαθεί να κάνει το αδιανόητο
λογοτεχνία. Είμαι στην τρίτη, τώρα νομίζω πως ο Πεντζίκης γράφει μυθολογία. Προσπαθεί
να κάνει την υπέρβαση, ανάμεσα στο λαϊκό παραμύθι, τον εσωτερικό μονόλογο, την συνειρμική γραφή και την ορθοδοξία. Ο Πεντζίκης γράφει συναξάρι αγίου.
Στην εικοστή θα σας πω την πραγματική μου γνώμη. Τώρα απλά
θα αντιγράψω αυτό, και θα σας πω να τον διαβάσετε.
Ένας γέρος, φτωχός και ζαρωμένος, με μια καμπούρα βουνό πίσω στην ράχη, δε μπόραγε να σταθεί στα πόδια του, αν δεν κράταγε το μπαστούνι κοντά του, γύρευε όμως πάντα και παντού παντρειά.
Πρώτη λοιπόν του Σεπτέμβρη, που αρχινάν να μετράν οι μέρες σε χωριστούς γύρους, αρσενικούς και γυναικείους μέσα στην Εκκλησία του Χριστού, της Παναγίας κι όλων των Αγίων, αφήνοντας πίσω του πολυτραγουδημένο ένα βουνό της θείας Γέννησης, ο Γεροζήτουλας που σχεδόν τα μάτις του δεν ξεχώριζαν το φως από το σκοτάδι, κρατώντας τη μαγκούρα, προχώραγε σε δρόμο, που ξεκινώντας από το Ηλιοβασίλεμα του Ήλιου πήγαινε να ανταμώσει την στράτα της Προσκύνησης.
Ώρες εικοσιτέσσερες πορεία, δίχως να απαντήσει καμιά κατοικία και ψυχή. Ξημέρωσε η άλλη μέρα κι απάντησε ένα μωρό, που αφημένο μόνο κι έρημο, το τάιζε ένα ελάφι. Ήρθε κοντά του ένα μαύρο άλογο και έξι περιστέρια στάθηκαν πάν' απ' το κεφάλι του. Μια καμπάνα απόμακρη άκουσε να σημαίνει: Αμήν. "Ζει ακόμα ο νους μου", είπε, κάνοντας τον σταυρό του από το μέτωπο, ίσαμε τον αφαλό πάνω στην κοιλιά κι από τον δεξί τον ώμο ίσαμε την κορακοειδή απόφυση στην άρθρωση του βραχίονα, ζερβά. Δεν είχε προλάβαι ακόμα να τελειώσει τον σχηματισμό κι από σαράβαλο που ένιωθε, έλαβε απίστευτη ομορφιά. []
«Πόλεως και νομού Δράμας παραμυθία», Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, εκδ. Άγρα, 1982, σελ.101 (άκοπες).
Υ.Γ. 42 Εδώ το αφιέρωμα του ΕΚΕΒΙ
Αυτή ήταν ωραία ανάρτηση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ :)
Διαγραφή