Σταθερός στον τρόπο του, ο Δημήτρης Σωτάκης γράφει ένα ακόμα μυθιστόρημα αλληγορικό, με πικρό χιούμορ και ειρωνεία. Ένα βιβλίο που επειδή σέβεται τον εαυτό του είναι γεμάτο αναληθοφάνειες, ακραία γεγονότα και ελάχιστα ψήγματα πραγματικής πραγματικότητας.
Ο Ροβήρος Άνθρωπος (οκ, ναι, το όνομα δεν είναι εξαιρετικά πετυχημένο, καταλαβαίνουμε τον συνειρμό με τον Ροβινσώνα και το επίθετο Μαν χωρίς κάποιος να μας τον δώσει τροφή μασημένη) ζούσε μια μετρημένη και τακτοποιημένη ζωή στην Ν. Ζηλανδία ως συντάκτης σε ένα φοιτητικό περιοδικό, το Νέξους. Όλο αυτό ανατρέπεται όταν βρίσκεται ναυαγός σε ένα νησί στην μέση του πουθενά. Το νησί είναι όλοδικό του, κανένας άνθρωπος δεν κατοικεί εκεί, παρά μόνον μια αγέλη από αγριοκάτσικα και αγριόχοιρους, και ο Ροβήρος μετά το αρχικό σοκ νιώθει καταγοητευμένος. Αποφασίζει να ανοίξει ένα σούπερ μάρκετ - όχι κάτι μεγάλο, ούτε και κάτι μικρό. Είναι καταχαρούμενος με την αλλαγή καριέρας, ευτυχισμένος που επιτέλους του δίνεται η δυνατότητα να κάνει "κάτι με την ζωή του" και να γίνει "κάποιος" και για αυτό στρώνεται στην δουλειά. Το μαγαζί είναι μετά από πολύ κόπο έτοιμο και η ευτυχία του ολοκληρώνεται όταν μια πανέμορφη αρκούδα, η Νάνση, θα βγει ωσάν γοργόνα από την θάλασσα. Σύντομα θα την ερωτευτεί και θα περάσει μια μαγική νύχτα μαζί της.
[] Τότε έσκυψα απαλά και την φίλησα. Και μετά ξανά. Και συνέχισα μέχρι που καταλήξαμε γυμνοί κι αγκαλιασμένοι μπροστά στη φωτιά που αργοπέθαινε, με τον πόθο μας μισοσβησμένο, δυο απελπισμένα σώματα στην άκρη της γης.Την ερτεύτηκα εκείνο το βράδυ. Σχεδόν έκλαψα από ευτυχία. Μείναμε αγκαλιασμένοι μέχρι το ξημέρωμα, γελάσαμε με την καρδιά μας με τις ιστορίες από τη θάλασσα και πριν αποκοιμηθούμε σμίξαμε άλλη μια φορά κάτω από το γυμνό, ουράνιο φως.
Το θέμα του Δημήτρη Σωτάκη είναι και σε αυτό το βιβλίο το διακύβευμα της ευτυχίας. Ο κόσμος μας, καπιταλιστικός και στριμωγμένος που δεν δίνει δυνατότητα να ονειρευτείς και να αλλάξεις το κλειστοφοβικό σου μέλλον, ο τρόπος του καθενός να αναζητήσει τον εαυτό του. Εδώ βέβαια βλέπουμε έναν ήρωα στα όρια της τρέλας που παρ' όλα αυτά δεν μπορεί να ξεφύγει από τα τα τετρημένα, θέλει να γίνει επιχειρηματίας, δεν θέλει να απελευθερωθεί, αντιθέτως, θέλει να πετύχει σε αυτή την κοινωνία.
Ένα σούπερ μάρκετ διαθέτει το απαιτούμενο ειδικό βάρος αναφορικά με το κοινωνικό στάτους του επιχειρηματία, δεν είναι ένας ποταπός ψιλικατζής, δεν συντηρεί ένα μαγαζάκι για να πληρώνει το νοίκι και να καλύπτει τις ανάγκες του και επίσης δεν είναι απ' την άλλη κανένας κολοσσός, δεν έχει ένα τεράστιο -ας πούμε- εμπορικό κέντρο, που ναι μεν περνά τον ιδιοκτήτη σε μια άλλη σφαίρα, εκείνη των κροίσσων, όμως τον αποξενώνει από τον κοινωνικό ιστό, δηλαδή από τους απλούς πολίτες, οι οποίοι τον θεωρούν πια έναν ανάλγητο νεόπλουτο, που δεν υπολογίζει τίποτα άλλο παρά μόνον το χρήμα.
Κείμενο σφιχτοδεμένο, με συνοχή και χιούμορ αγγλοσαξονικού τύπου, θα με εντυπωσίαζε αν τον διάβαζα πρώτη φορά. Καθώς όμως η σχέση μου με τα γραπτά του μετρά πολλά χρόνια, έχει χαθεί το στοιχείο της έκπληξης. Αντίθετα, λες "α, κλασικός Σωτάκης" και το προσπερνάς. Ο Δημήτρης Σωτάκης νομίζω πως έχει όλα τα αφηγηματικά όπλα για να μας εκπλήξει ξανά στο μέλλον. Μόνο που ίσως πρέπει να εγκαταλείψει την - κατά τα άλλα συμπαθέστατη και γοητευτικότατη- αρκούδα και να προσγειωθεί στα καθ' ημάς.
Κατερίνα Μαλακατέ
"Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ", Δημήτρης Σωτάκης, εκδ. Κέδρος, σελ. 201, 2015
Ακούστε εδώ την πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα μας, όπου μεταξύ (πολλών) άλλων- Κινεζικών και εξαιρετικών- ο Δημήτρης Σωτάκης δίνει και μια είδηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου