4/2/15

"Ο άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι και τα χρόνια του προσκυνήματός του", Haruki Murakami




Ο Χαρούκι Μουρακάμι είναι ένας από τους ελάχιστους συγγραφείς που πουλάει τόσα πολλά αντίτυπα παγκοσμίως. Μπορεί κανείς να τα βρει στο αεροδρόμιο, στο σουπερμάρκετ αλλά και στα πιο σοβαρά βιβλιοπωλεία, ενώ ταυτόχρονα χαίρει εκτίμησης ανάμεσα στους βιβλιόφιλους. Δεν θα κρύψω την προτίμησή μου, έχω διαβάσει σχεδόν όλα του τα βιβλία, ακόμα και κάποια που δεν έχουν μεταφραστεί ακόμα στα ελληνικά, αγαπώ τον τρόπο που μπλέκει την νωχελικότητα της γραφής του με μια υποψία μαγικού στοιχείου, που «διαβάζει» τους χαρακτήρες του και τους στηρίζει ως το τέλος. Είναι σύγχρονος και ταυτόχρονα παλιός, Γιαπωνέζος στην ψυχή και Δυτικός στις συνήθειες. Κι από τέτοιες μίξεις πάντοτε βγαίνουν όμορφοι άνθρωποι. Ή τέρατα.

Ο άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι και τα Χρόνια του Προσκυνήματός του είναι ένα χαρακτηριστικά μουρακαμικό βιβλίο. Διαθέτει όλα τα στοιχεία που αγαπήσαμε, την κατάδυση στην ψυχή ενός ανθρώπου που τα βάσανά του είναι απλά και καθημερινά, την αίσθηση ανολοκλήρωτου, την πηγαία αφήγηση. Όμως, τίποτα δεν το ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα, μοιάζει σαν όλα τα άλλα του συγγραφέα του, χάνεται στον σωρό. Έχει κάτι από την απουσία χρώματος στον τίτλο του. 

Ο Τσουκούρου Ταζάκι εργάζεται σε μια εταιρεία που σχεδιάζει σταθμούς τρένων, δουλειά που του ταιριάζει μιας και από μικρός λάτρευε τους σιδηροδρομικούς σταθμούς και μπορούσε για ώρες να τους χαζεύει. Είναι ευπαρουσίαστος, γυμνάζεται συχνά, κάνει ποδήλατο και κολύμπι, ζει όμορφα και τακτικά μόνος του. Δεν έχει κανέναν φίλο και στα τριανταέξι του είναι ακόμα εργένης. Όταν γνωρίσει την Σάρα, μια γυναίκα δυο χρόνια μεγαλύτερή του, θα της διηγηθεί πως στην εφηβεία του ήταν μέλος της τέλειας παρέας. Εκείνος κι άλλα τέσσερα άτομα, δυο αγόρια και δυο κορίτσια, λειτουργούσαν σε απόλυτη αρμονία. Οι υπόλοιποι είχαν από ένα ιδεόγραμμα που δηλώνει χρώμα στο όνομά τους, ενώ αυτός ήταν ο μόνος άχρωμος, χρησιμοποιούσε το ιδεόγραμμα «φτιάχνω» για να γράψει το δικό του. Όλα έβαιναν καλά ώσπου στο δεύτερο έτος του Πανεπιστημίου του ανακοίνωσαν με τον πιο ψυχρό τρόπο πως δεν ήθελαν πια να έχουν καμιά επαφή μαζί του.

Η τραυματική και εντελώς αψυχολόγητη αποκοπή του από τα μέλη της παρέας τού άφησε ένα τραύμα που δεν περνά απαρατήρητο από την Σάρα. Η κοπέλα αρνείται να κοιμηθεί ξανά μαζί του αν δεν τα βρει με τους δαίμονές του, με αυτό που τον μπλοκάρει. Τον προτρέπει, αν είναι να κάνουν σχέση, να αναζητήσει τους τέσσερεις και να μάθει τι έγινε τότε. Ο Τσουκούρου θα αναλογιστεί το παρελθόν- μαζί και τον μόνο άλλο που θα μπορούσε να ονομάσει φίλο, έναν νεαρό που λεγόταν Χάιντα. Θα προσπαθήσει να καταλάβει τι συνέβη. Ανάμεσα στην πραγματικότητα θα παρεμβληθούν τα υγρά ερωτικά του όνειρα για τις δυο κοπέλες της παρέας, η υπόνοια αμφισεξουαλικότητας στην σχέση του με τον Χάιντα, η ανάγκη να βρει ποιός είναι και γιατί. Τα πάντα, και τίποτα δεν θα λυθεί, όταν ολοκληρώσει τις συναντήσεις του με τους αλλοτινούς φίλους του.

Και σε αυτό το βιβλίο σημαντικό ρόλο παίζει η μουσική. Το κομμάτι που το διατρέχει είναι του Λιστ, το «Le mal du pays», δηλαδή «Τα χρόνια του προσκυνήματος». Η γραφή του Μουρακάμι είναι ως συνήθως ρέουσα, πρόκειται άλλωστε για μεγάλο παραμυθά. Η αναζήτηση ταυτότητας, σκοπού και ειρμού σε μια ζωή που φαίνεται κατά τα άλλα τακτοποιημένη, ένα από τα βασικά μουρακαμικά θέματα, είναι κι εδώ το ζητούμενο. Αυτό και η ρευστή αίσθηση πως η καθημερινότητά μας, πεζή και επαναλαμβανόμενη, έχει μια διαφορετική, μαγική χροιά όταν την βλέπουμε με τα δικά μας μάτια. 

Όμως σε τούτο το μυθιστόρημα οι περιγραφές του Μουρακάμι διολισθαίνουν στην γενικότητα και τα κλισέ. Παρασύρεται ίσως από την δημοφιλία του και φαίνεται σαν να γράφει για ένα ευρύτερο κοινό που αγαπά τις περιγραφικές περικοκλάδες. «Η αποξένωση και η απομόνωση μετατράπηκαν σ’ ένα βαρύ καλώδιο που το έσφιγγε γύρω του μια τεράστια μέγγενη. Από την τεντωμένη ευθεία περνούσε αδιάκοπα, μέρα νύχτα, ένα ακατανόητο μήνυμα, ένας διακεκομμένος και μονότονος ήχος, σαν θύελλα που μαίνεται μέσα από τα κλαδιά των δέντρων, τρυπώντας του τα αυτιά». 
Κι οι διάλογοι μοιάζουν μάλλον φτιαχτοί και αμήχανοι, ίσως το πιο βαρετό κομμάτι του μυθιστορήματος- και το πιο δυτικό.

«Είσαι εντάξει άτομο, νομίζω. Επίσης πιστεύω πως μ’ αρέσεις. Εννοώ ερωτικά», άρχισε η Σάρα και έκανε μια παύση. «Όμως μάλλον έχεις κάποιο συναισθηματικό πρόβλημα».
Ο Τσουκούρου δεν είπε τίποτα, μόνο την κοίταζε.
«Αυτό που θα σου πω τώρα με δυσκολεύει λιγάκι. Εννοώ ότι λέγεται δύσκολα. Αν όμως το καταφέρω να σ’το πω, μπορεί και ν’ακουστεί απλούστατο. Μόνο μην περιμένεις λογική και ειρμό, γιατί το θέμα αφορά μια αίσθηση και μόνο».

Το κείμενο δεν παύει να έχει καλά στοιχεία. Πιθανότατα αν το συναντούσα για πρώτη φορά θα διάβαζα κι άλλο βιβλίο του συγγραφέα για να έχω ολοκληρωμένη γνώμη. Στην δική μου κατάσταση πάντως άφησε μια γεύση χλιαρή, σαν ένα ποτήρι λευκό κρασί νερωμένο και ζεστό μια καυτή καλοκαιρινή νύχτα. 

"Ο άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι και τα χρόνια του προσκυνήματός του",  Χαρούκι Μουρακάμι, μτφρ. Μ. Αργυράκη, εκδόσεις Ψυχογιός, 2014

Υ.Γ. 42 Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο 28ο τεύχος του περιοδικού Βακχικόν 

2 σχόλια:

  1. Yπάρχουν , νομίζω, δύο ειδών βιβλία: αυτά που τα διαβάζεις μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, γιατί η αφήγηση ρέει, θέλεις να δεις τι γίνεται παρακάτω, όμως δεν προσφέρονται για σταματήματα, για στοχασμό ιδιαίτερο. Είναι η άλλη κατηγορία που εγώ τουλάχιστον σταματώ συχνά, υπογραμμίζω, σημειώνω, λέω μέσα μου : αυτή τη σκέψη θα ήθελα να την είχα εκφράσει κι εγώ. Το βιβλίο του Μουρακάμι, που πρόσφατα διάβασα, μάλλον ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Μια μόνο παρατήρηση: κάτι που θα κρατήσω από την ανάγνωσή του είναι ότι καμιά φορά οι "αχρωμοι" άνθρωποι είναι αυτοί που χρωματίζουν τις ζωές των άλλων με κόστος για τους ίδιους. Τελικά τι σημαίνει άχρωμος άνθρωπος; Αυτό το ερώτημα είναι που αξίζει, κατά τη γνώμη μου, να σκεφτεί κανείς σε σχέση με το βιβλίο αυτό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δεν έχεις άδικο Καλλιρόη, είναι από αυτά τα βιβλία. Νομίζω πως αυτό το ερώτημα για τον "μέσο, άχρωμο" άνθρωπο απασχολεί τον Μουρακάμι γενικά.

      Διαγραφή