Δεν είναι μόνον ένα δοκίμιο για τη «Νοσταλγία» αυτό της Μπαρμπαρά Κασσέν. Είναι πολύ περισσότερο ένα δοκίμιο για την πατρίδα, για το πότε και πού νιώθει κανείς σπίτι του. Εκεί πού γεννήθηκε; Εκεί πού του όρισαν; Εκεί που λέει το διαβατήριο του; Για την ίδια την Κασσέν σπίτι είναι η Κορσική κι ας γεννήθηκε στο Παρίσι. Εκεί είναι θαμμένος ο άντρας της, για εκεί λαχταρά η καρδιά της. Εκεί είναι ο νόστος.
Θα ‘λεγε κανείς ότι επιστρέφω σπίτι μου, αλλά σπίτι μου δεν είναι. Ίσως γιατί δεν υπάρχει σπίτι μου. Ή ακριβέστερα γιατί νιώθω πιο πολύ στο σπίτι μου, κάπου που είναι σαν στο σπίτι μου, όταν δεν είμαι σπίτι μου. Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του;
Είναι όμως η νοσταλγία, όπως ο νόστος, μια Ομηρική λέξη; Δεν είναι. Είναι μια κατασκευασμένη λέξη από Ελβετούς γιατρούς. Θα μπορούσε να είχε επισκιαστεί από άλλες προτάσεις για την νόσο όπως : «φιλοπατριδομανία», «ποθοπατριδαλγία». Όμως θριάμβευσε ο νόστος.
Η πατρίδα μας είναι η γλώσσα, ισχυρίζεται η Κασσέν, και χρησιμοποιεί το παράδειγμα της Χάνα Άρεντ, που γεννήθηκε Εβραία στην προπολεμική Γερμανία και παρόλο που έζησε πρόσφυγας όλη την ζωή της στην Αμερική κι εκεί έγραψε το έργο της, κυρίως στα Αγγλικά, πάντα τα Γερμανικά καλλιεργούσε. Αυτά ήταν η δύναμη της η προσωπική.
Να έχεις ως πατρίδα την γλώσσα σου, ως μόνη πατρίδα μάλιστα. Έτσι διάλεξε ν’ αυτοπροσδιοριστεί σε ζοφερούς καιρούς η Χάνα Άρεντ, «πολιτογραφημένη» στην Αμερικάνικη εξορία της, όχι σε σχέση με μια χώρα ή έναν λαό, αλλά μόνο σε σχέση με μια γλώσσα, τη γερμανική. Αυτή της λείπει και αυτή θέλει να ακούει.
Οι ρίζες λοιπόν , είναι το θέμα: τα πώς και τα γιατί ο Οδυσσέας νιώθει νοσταλγία και αισθάνεται σπίτι του σε ένα μέρος που δεν έχει ζήσει για πάνω από είκοσι χρόνια και όπου θα μείνει τελικά μόνον λίγες νύχτες.
Με την ανακοίνωση της νέα αναχώρησης ολοκληρώνεται η Οδύσσεια που γνωρίζουμε, αλλά η άλλη, ακόμα πιο μακρόχρονη αυτή, μόλις αρχίζει. Έχοντας επιστρέψει, ο Οδυσσέας δεν έχει ακόμα επιστρέψει, κι αυτό το «όχι ακόμα» είναι, κατ’ εμέ, ακριβώς ο χρόνος της νοσταλγίας.
Όχι ακόμα, αλλά έως πότε;
Αλλά και το γιατί ο Αινείας στήνει μια ολόκληρη νέα πατρίδα μόνο με τον γέρο πατέρα του στους ώμους.
Ωστόσο, μια παράξενη μνήμη του μέλλοντος κάνει ταυτόχρονα την εμφάνισή της: στη νοσταλγία του παρελθόντος, της κατεστραμμένης και αλησμόνητης Τροίας, προστίθεται η νοσταλγία της Ρώμης, ένα επερχόμενο ήδη παρόν Η νοσταλγία γράφεται λοιπόν σε τετελεσμένο μέλλοντα, κι αυτό είναι σίγουρα ο χρόνος όλων των ιδρύσεων, που δεν είναι ίσως τίποτε άλλο από επανιδρύσεις.
Κείμενο σύγχρονο και επίκαιρο όσο δεν παίρνει, μας δείχνει τον δρόμο, τον παλιό, τον νέο, για να αυτοπροσδιοριστούμε σε έναν κόσμο που πάντα άλλαζε, αλλά και μονίμως θα αλλάζει. Σε έναν κόσμο προσφυγιάς.
Ο Αινείας δεν θα μιλά πλέον ελληνικά, αλλά λατινικά, την γλώσσα των κατοίκων του τόπου στον οποίο εγκαθίσταται. Η εξορία επιβάλλει να εγκαταλείψουμε την μητρική γλώσσα. Γη των πατέρων, γλώσσα των μητέρων: τη νέα πατρίδα την φτιάχνουμε με την γλώσσα του άλλου.
Η Κασσέν, αν και φιλόσοφος, έχει την ιδιότητα αυτό που υποστηρίζει να το κάνει σαφές. Η γραφή της έχει απλότητα και ενάργεια- αν και φυσικά την κάθε πρόταση θα πρέπει κανείς να την αναμηρυκάσει για την κάνει κτήμα του. Εξετάζει το προσωπικό της βίωμα, τα Ομηρικά κείμενα και τελικά την Άρεντ σε βάθος και μας εξηγεί την έννοια της πατρίδας· όπως αυτή θα έπρεπε να είναι, μακριά από όλα όσα δεν θα έπρεπε.
"Η Νοσταλγία. Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του;", Μπαρμπαρά Κασσέν, μετ. Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, εκδ. Μελάνι, σελ. 141, 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου