Την πρώτη φορά που διάβασα το Αμερικάνικο Ειδύλλιο στα Αγγλικά το είχα βαρεθεί εξόχως. Θα ήταν ψέμα αν έλεγα πως η δεύτερη ήταν πολύ καλύτερη όσον αφορά την αναγνωστική απόλαυση. Το θεωρώ εξαιρετικά αργό και επαναλαμβανόμενο, αυτοαναφορικό και τελικά κάπως συμβατικό. Όμως αυτή την – αναγκαστική, λόγω της λέσχης ανάγνωσης, που δεν είχα την επιλογή να το παρατήσω - φορά, βρήκα την ευκαιρία να κατανοήσω γιατί ενώ δηλώνω πως αντιπαθώ τον Φίλιπ Ροθ, έχω διαβάσει τουλάχιστον δέκα βιβλία του. Όσο κι αν με ενοχλεί το γράψιμό του, οι εμμονές του, η επανάληψη στα θέματα, αυτά τα θέματα είναι πολλά και μεγάλα. Ειδικά εδώ, όπου οι σεξουαλικές αναφορές, η εβραϊκότητα και το γήρας υπάρχουν μεν, μπαίνουν σε δεύτερο πλάνο δε.
Αφηγητής και σε αυτό το βιβλίο είναι το άλτερ ίγκο του Ροθ, ο Ζούκερμαν, μεγάλος πια και με προβλήματα προστάτη που του έχουν αφήσει θέματα στύσης- ω τι έκπληξη θε μου. Με αφορμή τη συνάντησή του σε ένα reunion με τον Τζέρι Λιβόβ, τον αδελφό του μεγάλου του ινδάλματος στο Λύκειο, Σίμουρ Λιβόβ, του «Σουηδού» , του καλύτερου αθλητή και κούκλου ξανθομάλλη αλλά και την πολύ μικρή συναναστροφή του με τον «Σουηδό» πριν κάποιο καιρό, ο Ζούκερμαν, χρησιμοποιώντας μόνο την φαντασία του, αναπαριστά για μας την ζωή του Σουηδού με την πρώτη του γυναίκα, μια μικροκαμωμένη Μις Τζέρσεϊ.
Αυτό το φοβερό ζευγάρι – ανιαρότερο πράγμα από την περιγραφή του μπέιζμπολ που έπαιζε η Σουηδός στο σχολείο και που είμαστε αναγκασμένοι ως αναγνώστες να υποστούμε στις πρώτες σελίδες, δεν έχω διαβάσει ξανά στη ζωή μου- βγάζουν ένα όμορφο κοριτσάκι την Μαίρη που στην εφηβεία της θα βάλει μια βόμβα, θα σκοτώσει έναν αθώο περαστικό κι έπειτα θα χαθεί. Αυτό το τραυματικό γεγονός σε μια οικογένεια «τέλειων» που ζει το Αμερικάνικο όνειρο, ιντριγκάρει τον Ζούκερμαν και δίνει τροφή στην μηχανή της αφήγησης. Ατελείωτες περιγραφές γαντιών – ο Λιβόβ παρατάει το μπέιζμπολ και παίρνει το εργοστάσιο γαντοποιίας του μπαμπά του σαν καλός γιος- ατελείωτες συζητήσεις με ανθρώπους που ούτε τους έχουμε ξαναδεί στις 500 σελίδες της πλοκής, όλα εξαντλητικά, αφόρητα γύρω από το μεγάλο πρόβλημα «πώς βγήκε αυτό το αγκάθι από τόσο «καλούς» ανθρώπους; Ο Λιβόβ είναι Εβραίος, η καλή του μια φτωχή Ιρλανδή, έχουν τα κόμπλεξ τους, αλλά κατά βάση στο παιδί τους δίνουν τα πάντα. Τα πάντα; Όπως λέει κι ο Τζέρι, ο αδελφός που αποκόπηκε από την οικογένεια κι έγινε μεγάλος και τρανός καρδιοχειρούργος, στον Σίμουρ:
[]»Τον εαυτό σου τον φαντάζεσαι μόνο να παίζει μπάλα, να φτιάχνει γάντια και να παντρεύεται την Μις Αμερική. Εκεί έξω με την Μις Αμερική, να ζείτε μες στη σιωπή και την αποβλάκωση. Εκεί έξω, να το παίζετε τυπικοί λευκοί προτεστάντες, μια σκατο-Ιρλανδεζούλα από τα ντοκ του λιμανιού του Ελίζαμπεθ κι ένας κωλο-Εβραίος από το Λύκειο του Γουικουέικ. Οι αγελάδες. Η Κοινωνία των αγελάδων. Η παλιά Αμερική της περιόδου των αποικιών. Και συ νόμισες πως αυτή η πρόσοψη δεν θα είχε κανένα κόστος. Καθωσπρέπει και απονήρευτος. Έλα όμως που έχει κόστος, Σίμουρ! Κι εγώ βόμβα θα έριχνα. Κι εγώ ζαϊνιστής θα γινόμουνα και θα ‘μενα στο Νιούαρκ. Λευκοί αγγλοσάξονες προτεστάντες και κουραφέξαλα! Δεν είχα καταλάβει πόσο φιμωμένος ήσουν εσωτερικά. Αλλά να που είσαι τόσο φιμωμένος. Ο γέρος σε φίμωσε για τα καλά. Τι θες, Σίμουρ; Θες να την κοπανήσεις; Δεκτό κι αυτό[]»
Αν κάτι πρέπει να αναγνωρίσουμε στον Ροθ είναι πως ξέρει να στήνει χαρακτήρες. Ο «σούπερ ήρωας» Σίμουρ Λιβόβ, ο μίστερ τέλειος, ο τύπος που ήταν ο πιο καλός παίκτης, για να τα παρατήσει και να γίνει ο πιο σωστός επιχειρηματίας γαντιών, χωρίς να βαρυγκωμήσει. Η Μις Τζέρσεϊ που το έλαβε μέρος στα καλλιστεία όχι από ματαιοδοξία αλλά για τα λεφτά της υποτροφίας που χρειαζόταν για να σπουδάσει ο αδελφός της, κι είναι η τέλεια αγελαδοτρόφος και μάνα. Η Μαίρη, το όμορφο κοριτσάκι με το τραύλισμα, το παιδί των τέλειων γονιών, που καταλήγει καταζητούμενη βομβίστρια, και στο τέλος ζαϊνίστρια, αρνούμενη την ίδια την έννοια της ζωής. Αλλά και οι δευτερεύοντες, ο παππούς Σολ που με τον μικροαστισμό του και την επιβολή του, είναι ίσως ο αντιπαθέστερος χαρακτήρας που έχω συναντήσει, ο Τζέρι που επαναστατεί για να γίνει απόλυτα πετυχημένος, οι συνδαιτυμόνες στο δείπνο των Λιβόβ, όλοι είναι ψιλοκεντημένοι.
Αν και το τέλος βρωμάει από παντού συμβατικότητα, κάτι που δεν θα περίμενε κανείς από τον Ροθ, ως να φτάσουμε εκεί, μπαίνουν τα βασικά ερωτήματα για όλη την Δυτική κοινωνία, γιατί γίνονται οι πόλεμοι, πόση σημασία έχει να είσαι καλός γιος, γονιός, πολίτης, κτλ, μπορεί κανείς να αρθεί πάνω από την καταγωγή, την μοίρα του, τα πρότυπα; Και τελικά φταίνε οι γονείς για τα παιδιά τους; Ή ό,τι και να κάνεις, όσο καλός κι αν σταθείς, οι δυνατότητες είναι πεπερασμένες, και το παιδί θα τραβήξει τον κακό δρόμο δίχως να μπορείς να κάνεις κάτι;
Καιρό είχα να εντρυφήσω τόσο πολύ σε ένα βιβλίο που βαρέθηκα. Ήταν άσκηση υπομονής και θάρρους. Από την άλλη φαντάζομαι πως όλο και κάποιο μυθιστόρημα του Ροθ θα διαβάσω ξανά. Γιατί αυτές οι σχέσεις αγάπης-μίσους είναι σπάνιες στην ζωή και στην ανάγνωση. Και μερικές φορές είναι από τις πιο απολαυστικές.
Κατερίνα Μαλακατέ
"Αμερικάνικο Ειδύλλιο" Φίλιπ Ροθ, μετ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, εκδ. Πόλις, 1999, σελ 554
Υ.Γ. 42 Εδώ και εδώ δύο άλλες απόψεις που έχουν γραφτεί για το ίδιο βιβλίο σε αυτό εδώ το blog
Y.Γ. 42-42 Εδώ η ακραία διαφορετική άποψη που είχε για το βιβλίο ο συν-συντονιστής της Λέσχης μας στο Booktalks Librofilo.
Y.Γ. 42-42 Εδώ η ακραία διαφορετική άποψη που είχε για το βιβλίο ο συν-συντονιστής της Λέσχης μας στο Booktalks Librofilo.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου