10/12/15

"Λογοτεχνικές βαριάντες" του Μαραμπού



Το σκάκι είναι δομικό στοιχείο της λογοτεχνίας. Είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά (κυρίως έτσι!) εμφανίζεται στην λογοτεχνία και γοητεύει τους αναγνώστες. Πολλές φορές μάλιστα η ίδια η γλωσσική κατασκευή ενός έργου θυμίζει σκακιστική παρτίδα. Σκάκι και λογοτεχνία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα και θα απαιτούνταν πολλές μελέτες για να εξαντλήσουν το θέμα – δυστυχώς, το μόνο που έχω κατά νου στα ελληνικά είναι ένα τοσοδούλι βιβλιαράκι “Σκάκι και λογοτεχνία” που ξεπετάει με μάλλον φτωχές και ανεπαρκείς αναφορές ένα τόσο σημαντικό θέμα. Εντόνως πιο ενδιαφέρουσα (αν και με διαφορετικό θέμα) είναι η μελέτη της Μέριλυν Γιάλομ “Η γέννηση της βασίλισσας του σκακιού” που μέσω ιστορικών αναφορών και παράλληλα με την ανάπτυξη του παιχνιδιού, αναδεικνύει την σταδιακή άνοδο και οριστική πρωτοκαθεδρία της βασίλισσας ως το ισχυρότερο πιόνι στο σκάκι. 

Το καλύτερο που έχετε να κάνετε λοιπόν είναι να ανακαλύψετε μόνοι σας τα λογοτεχνικά βιβλία που έχουν ως θέμα το σκάκι: Σκακιστική νουβέλα, Η άμυνα του Λούζιν, Η βαριάντα του Λίνεμπουργκ, Οχτώ, Ρουά Ματ. Σίγουρα υπάρχουν και πολλά άλλα (όπως το βιβλίο του Ουναμούνο, που ανυπομονώ να διαβάσω στην νέα του μετάφραση) όμως σήμερα θα αρκεστούμε σ' αυτά και κυρίως θα επικεντρωθούμε σε ένα που μου έδωσε και την ιδέα του κειμένου. Βαριάντα ονομάζουμε στο σκάκι μία παραλλαγή των κινήσεων σε μία ήδη γνωστή και αντιμετωπίσιμη αλληλουχία κινήσεων – κάποιος μαίτρ αποφασίζει να εισάγει μια νέα κίνηση σε ένα συγκεκριμένο στυλ παιχνιδιού και έτσι να προκαλέσει σύγχυση ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης της νέας κατάστασης. Αυτό πάντα μου θύμιζε το συγγραφικό ύφος μεγάλων συγγραφέων, που ενώ η συγγραφή ενός κειμένου διέπεται (ως έναν βαθμό) από κανόνες, κάποια στιγμή εισάγεται κάτι νέο και οδηγεί το φινάλε του βιβλίου και όλη την μετέπειτα πορεία της λογοτεχνίας σε άλλο επίπεδο! 

Φυσικά όλες οι βαριάντες δεν είναι εξ ορισμού πετυχημένες, το αντίθετο θα έλεγα. Όταν διάβασα το οπισθόφυλλο και ξεφύλλισα μερικές σελίδες του πρόσφατου βιβλίου “Ρουά ματ” στο βιβλιοπωλείο, θέμα του οποίου είναι το ολοκαύτωμα και το σκάκι και η σκακιστική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ ενός ναζιστή και ενός εβραίου, αναπήδησα από έκπληξη, “Ουπς! Αυτό μου θυμίζει πολύ έντονα ένα άλλο βιβλίο που είχα διαβάσει. Τι λέω, θυμίζει, ξεπατικούρα μου μοιάζει!!” Έτσι λοιπόν, έφυγα από το βιβλιοπωλείο με τη “Βαριάντα του Λίνεμπουργκ” του Πάολο Μαουρένσιγκ (το οποίο είχα απολαύσει παλιότερα και το είχα χαρίσει, και αφού το απόλαυσα ξανά με ανανεωμένο ενδιαφέρον ενδεχομένως να το χαρίσω και πάλι). Η ιστορία του εν συντομία έχει ως εξής: το βιβλίο ξεκινάει με έναν νεκρό, τον Ντίτερ Φρις, ένα φιλήσυχο πια επιχειρηματία με πάθος για το σκάκι, που κρύβει ένα ναζιστικό παρελθόν και μια ανθρώπινη παρτίδα που έμεινε μισοτελειωμένη να περιμένει το οριστικό της φινάλε. 


[...] Η επιλογή των καταδικασμένων (το τίμημα του παιχνιδιού) θα γινόταν χρησιμοποιώντας έναν κατάλογο σχετικά υγιών φυλακισμένων, ώστε ο θάνατος να μην ερχόταν ως λύτρωση. Αυτή η λίστα θα παρέμενε ανενεργή για τις ισοπαλίες. Κάθε δική του νίκη θα καθόριζε το θάνατο ενός αριθμού φυλακισμένων που θα αυξανόταν κάθε φορά, όπως είχε ήδη συμβεί στις πρώτες παρτίδες, με γεωμετρική πρόοδο. Κάθε ήττα του θα μου επέτρεπε να σβήσω από τον κατάλογο, στον ίδιο αριθμό, τα ονόματα όσων, καθώς θα αποκλείονταν από το παιχνίδι, θα γλίτωναν (αλλά για πόσο ακόμη;)

[...] Ένα όμως είναι βέβαιο: όλη η δύναμη της φαντασίας μου καταναλώθηκε την ίδια περίοδο. Αν ποτέ ο νους μου μπόρεσε να επινοήσει κάτι το πρωτότυπο, αν μπόρεσε να δημιουργήσει κάτι, έγινε τότε. Μολονότι εκείνη η αναμέτρηση αξίζει αναμφίβολα μια θέση ανάμεσα στις ανθρώπινες φρικαλεότητες, δεν πρέπει να περάσει στην ιστορία του σκακιού· και ο λάτρης που θα έκανε σήμερα τις ίδιες κινήσεις, δε θα υποψιαζόταν ποτέ ότι δυο άνθρωποι δεν έπαιξαν ούτε τα χρήματα ούτε τη φήμη τους, αλλά τη ζωή άλλων ανθρώπων.

[...] Η ερώτηση που κάνω συχνά στον εαυτό μου είναι η εξής: γλίτωσα ζωές; Το να επιχειρήσεις όμως έναν παρόμοιο απολογισμό είναι ανώφελο, όταν αναφέρεσαι σ' ένα μέρος όπου οι ζωντανοί εμφανιζόνταν σαν τα φαντάσματα των πεθαμένων. 


Δεν μοιάζει εκπληκτικά με το οπισθόφυλλο του “Ρουά ματ”;; Τι κολλάς στο οπισθόφυλλο, θα μου πείτε, έχεις διαβάσει το βιβλίο και μιλάς; Όχι δεν το έχω διαβάσει (σίγουρα θα το κάνω στο μέλλον) αλλά μπορώ να το υποθέσω με σχετική ακρίβεια γιατί γνωρίζω το στυλ του παιχνιδιού μέσα στο οποίο κάνει την εμφάνισή της η βαριάντα! Βέβαια δεν μπορώ να γνωρίζω την εξέλιξη της βαριάντας αν δεν την δω να ξεδιπλώνεται, μπορώ ωστόσο να μιλήσω με σιγουριά για την Βαριάντα του Λίνεμπουργκ που την απόλαυσα δις. Θεωρώ πως είναι ένα μικρό κομψοτέχνημα, μια σύντομη ιστορία εκδίκησης με όπλο το σκάκι. Λιτή και απλή αφήγηση που δεν χάνει τον χρόνο της σε φλυαρίες, κρατάει σταθερά το τέμπο και αυξάνει σταδιακά την ένταση προς ένα δυναμικό φινάλε – όσοι γνωρίζουν από σκάκι, θα αντιληφθούν στην ιστορία την προσομοίωση μιας σκακιστικής παρτίδας, με μια εξαίρεση ωστόσο, ήδη από την πρώτη σελίδα μαθαίνουμε ότι ο αντίπαλος βασιλιάς πέφτει νεκρός και άρα η παρτίδα έχει κερδηθεί, για ποιον όμως, αυτό μένει να το μάθουμε συνεχίζοντας την ανάγνωση. Το βιβλίο ξεκινά με ένα δυναμικό άνοιγμα, προχωρά σε περιπλοκές στο μέσο της παρτίδας και καταλήγεις στο τέλος να γεύεσαι την νίκη ή την ήττα (γιατί όταν το σκάκι υπεισέρχεται στην λογοτεχνία η αμφισημία είναι δεδομένη!). Προσωπικά, πιστεύω ότι αυτό το βιβλιαράκι έχει πιο μεγάλη δυναμική από την Σκακιστική νουβέλα του Τσβάιχ. 




Ο λόγος που ξεκίνησα να γράφω αυτή την ανάρτηση είναι γιατί υποψιάζομαι ότι το Ρουά Ματ (σε μια μανιώδη προσπάθεια να προωθηθεί περισσότερο από τους εκδοτικούς προωθητήρες παρά από τους αναγνωστικούς) θα χαρακτηριστεί ασύλληπτα πρωτότυπο, εξαιρετική αλληγορία πάνω στο φλέγον ζήτημα της μνήμης του Ολοκαυτώματος κλπ. Ηρεμήστε παιδιά, έχουμε ήδη ανακαλύψει τον τροχό!! Σαφώς και κάθε βιβλίο προσπαθεί να κομίσει κάτι νέο, αλλά για να αντιληφθείς αν όντως είναι νέο ή μια επανάληψη του παλιού, πρέπει να κοιτάς όλη τη σκακιέρα και όχι μόνο τις σαγηνευτικές και εκμαυλιστικές κινήσεις της βασίλισσας! (Παρεμπιπτόντως, κριτική σε βιβλίο που δεν έχω διαβάσει πρώτη φορά κάνω, κάποιοι άλλοι το κάνουν συνεχώς!! Συγχωρήστε την απειρία μου!) Κρίνοντας το Ρουά Ματ από ένα γρήγορο ξεφύλλισμα το έκρινα φλύαρο όταν έχω ήδη διαβάσει ένα εξαιρετικό κείμενο με το ίδιο θέμα και με όσα λόγια αξίζει να ειπωθεί μια τέτοια ιστορία. Επίσης, η ονοματοδοσία των κεφαλαίων με σκακιστικές αναφορές (Ουγγρική άμυνα, Λετονικό Γκαμπί κτλ) έχει χρησιμοποιηθεί και στο Οχτώ και ποιος ξέρει πού άλλου. Φυσικά όλα δικαιώνονται την ώρα του παιχνιδιού και μόνο τότε! Και η Βαριάντα του Λίνεμπουργκ δεν κυνηγά τα πρωτεία της πρωτοτυπίας, έχει επηρεαστεί με τη σειρά της από Τσβάιχ και Ναμπόκοφ. Είναι όμως ένα βιβλίο που αγαπώ πολύ και θεωρώ πως είναι γραμμένο με μια εξαιρετική απλότητα μα και δυναμισμό που θα συναρπάσει τους λάτρεις ή μη του σκακιού. Η μετάφραση, αν και δεν σε απογοητεύει, νιώθεις ότι θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερη. Σας παραπέμπω σε ένα απολαυστικό άρθρο του Νίκου Σαραντάκου (θα συμφωνήσω ότι η σημείωση του μεταφραστή για την λέξη “βαριάντα” είναι παραπλανητική και μόλις την διαβάσει ένας που παίζει σκάκι μένει με την απορία, την ίδια ακριβώς με την οποία μένει και όποιος δεν ασχολείται με αυτό! Προσπάθησα να την αποδώσω με δικά μου λόγια. Επίσης, στο δικό μου αντίτυπο η σημείωση εμφανίζεται σωστά, “μπαλωμένο τσουράπι” και όχι “μπαλωμένο τσουράκι” όπως γράφει ο αρθρογράφος). 




Ο Γκάρυ Κασπάροφ έχει γράψει ένα θαυμάσιο βιβλίο με τίτλο “Οι μεγάλοι προκάτοχοί μου” (ειρήσθω εν παρόδω, πότε θα εκδοθούν οι υπόλοιποι τόμοι;;) στο οποίο ανατέμνει μέρος της ζωής τους αλλά κυρίως την πλούσια σκακιστική δράση, των παγκόσμιων πρωταθλητών πριν από αυτόν. Εκεί μέσα να δείτε βαριάντες που αναλύονται! Η λογοτεχνία έχει ακόμα μία (σημαντικότατη) σχέση με το σκάκι, όταν γραφτούν οι πρώτες λέξεις του βιβλίου όπως και στο σκάκι όταν παιχτούν οι πρώτες 2-3 κινήσεις, παρουσιάζονται εμπρός σου άπειρες δυνατότητες που όχι μόνο δεν μπορείς να μετρήσεις, αλλά ούτε καν να φανταστείς. Όμως, πριν παρασυρθείς από τις γοητευτικές βαριάντες που ίσως αποδειχθούν και καταστροφικές, πρέπει να έχεις αποκτήσει βαθιά γνώση των μεγάλων προκατόχων σου και να τους μελετάς πάντα έχοντας μεγάλο σεβασμό στην αξία τους και στην αληθινή πρωτοτυπία τους.


                                                                                                    Μαραμπού

8 σχόλια:

  1. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Θυμάμαι ότι πριν περίπου τρία χρόνια που είχα διαβάσει την "Βαριάντα του Λίνεμπουργκ", την είχα πραγματικά απολαύσει.

    Το "Οχτώ" περιμένει υπομονετικά στην βιβλιοθήκη μου, οπότε δεν έχω ακόμη άποψη.

    Να προσθέσω ακόμη ένα βιβλίο που έχει ως κεντρικό άξονα το σκάκι : τον "Πίνακα της Φλάνδρας" του Ρεβέρτε - ένα μυθιστόρημα που το διάβασα δις (και το απήλαυσα δις!)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλησπέρα Θαλή,

      η Βαριάντα του Λίνεμπουργκ είναι εξαιρετικό βιβλίο και απορώ γιατί δεν μνημονεύεται περισσότερο, ειδικά όταν κρύβει και αλληγορικές πλευρές όπως συνέβη και με την Σκακιστική νουβέλα του Τσβάιχ. Είναι χρόνια εξαντλημένο αν και εγώ έχω πετύχει σε διάφορα βιβλιοπωλεία αρκετά αντίτυπα των εκδόσεων Γνώση, ποτέ όμως του Κέδρου (ο οποίος είναι από τους λίγους εκδοτικούς που ασχολούνται με σοβαρότητα και επιμονή, με την έκδοση ποικίλων σκακιστικών βιβλίων. Εύγε!).

      Τον Πίνακα της Φλάνδρας τον έχω σταμπάρει αλλά δεν τον έχω αγοράσει ακόμα. Το Οχτώ είναι φανταστικό, θα σου προσφέρει 4-5 μέρες πυρετώδους αναγνωστικής απόλαυσης. Διαφορετικής κλιμάκωσης βιβλίο, ωστόσο εντυπωσιακότατο! Κάπου κάπου φλύαρο, σε ελάχιστα σημεία όμως.

      Διαγραφή
    2. Πω πω το Οχτώ δεν μου γέμισε το μάτι καθόλου εξωτερικά... αυτές οι εκδόσεις Λιβάνη δεν τον έχουν καθόλου με την αισθητική.

      Διαγραφή
    3. Μπορώ να στο χαρίσω, δεν θα το ξαναδιαβάσω!! Σκέψου το. Ναι, το εξώφυλλο δεν είναι και το καλύτερο, από τότε όμως έχει βγάλει πολύ χειρότερα, το συγκεκριμένο μού φαντάζει πια έως και καλαίσθητο!

      Η ανάγνωση του βιβλίου μού έχει αφήσει πόλυ έντονες και γλυκές αναμνήσεις. Ελπίζω να μην εξιδανικεύω τις αναμνήσεις μου! Νομίζω ότι θα αρέσει και σε σένα και μετά αν θες το χαρίζεις εκ νέου.

      Διαγραφή
    4. Όχι γιατί φαίνεται ότι πέρασες καλά μαζί του! Μην ανησυχείς, είναι ένα βιβλίο που βλέπω παντού. Σίγουρα θα το πετύχω σε κάποια βιβλιοθήκη.

      Διαγραφή
  3. Που λες, Μαραμπού, το θέμα "σκάκι και λογοτεχνία" πέρασε κι από το δικό μου μυαλό ως θέμα για ανάρτηση, το καλοκαίρι που διάβασα τη Σκακιστική Νουβέλα του Τσβάιχ! Υποτίθεται, βέβαια, πως μέχρι τότε θα είχα διαβάσει και το Μέσα απ' τον καθρέφτη, του Λ. Κάρολ - μόλις μου έδωσες άλλα δύο βιβλία homework! ;-) Χαιρετώ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλησπέρα Ν'αγαπάς τη ζωή γι'αυτό που είναι!

      Τα βίβλια που αναφέρω είναι ενδεικτικά και εντελώς περιοριστικά, δεν είχα σκοπό να αναφέρω όλα τα βιβλία που έχουν σχέση με το σκάκι (δεν τα γνωρίζω όλα εξάλλου, αν ξέρεις κάποια, σε παρακαλώ να τα πεις!), αλλά να μιλήσω για τις παραλλαγές στην γραφή και πώς αυτές μπορούν να αναδείξουν ή να υπονομεύσουν έναν κείμενο, καθώς και για την (ολοένα και συχνότερη) ευκολία μας να χαρακτηρίζουμε (και για αυτό ευθύνονται οι εκδοτικοί μηχανισμοί και οι ιδιοτελείς κριτικές) βιβλία ως εξαιρετικά πρωτότυπα χωρίς να ξέρούμε (ή έστω αποσιωπώντας) τις λογοτεχνικές βάσεις πάνω στις οποίες στηρίχτηκαν.

      Βέβαια, η σχέση Σκάκι-Λογοτεχνία με απασχολεί ιδιαίτερα και θα ήθελα να διαβάσω μια εκτενή και σοβαρή μελέτη πάνω στο θέμα. Ας ελπίσω να γίνει σύντομα. Σε ευχαριστώ για το σχόλιο.

      Διαγραφή