Τα προάστια της Αθήνας έχουν αρχίσει δειλά δειλά να ομορφαίνουν – που και που ξεφεύγουν οικισμοί ολόκληροι με μονοκατοικίες, μικρούς κήπους και βεράντες και η ζωή μοιάζει σχεδόν ανθρώπινη εκεί. Όμως, το δικό μας σκηνικό δεν είναι ένα προάστιο των Αθηνών, όπου οι συνειδήσεις και οι ζωές καλμάρουν και βαλτώνουν. Επιλέξαμε ως χώρο διεξαγωγής όλων τούτων των θαυμαστών πραγμάτων το κολασμένο κέντρο της Αθήνας, ούτε καν το ιστορικό.
Ο δρόμος κάτω από το μικρό διαμερισματάκι σφύζει από ζωή ή από κάτι που της μοιάζει, αμάξια σφυρίζουν σα δαιμονισμένα, άνθρωποι μπαινοβγαίνουν σε μπαρ με δυνατή μουσική που κοιμίζει τις αισθήσεις. Η Λένα κοιτάζει από το παράθυρο με τρόμο, αφουγκράζεται το θόρυβο της νύχτας. «Αδύνατο να ζήσεις εδώ, τόσος ρύπος κάνει κακό στην ψυχή», σκέφτεται. Από το διπλανό δωμάτιο ακούγεται η φωνή της μάνας της που την καλεί να φύγουν επιτέλους και κόβει το συλλογισμό της. «Όταν μεγαλώνεις στην εξοχή, η Αθήνα σου φαίνεται κόλαση», είναι η τελευταία σκέψη της καθώς αποχωρεί. Στο δωμάτιο μένει η κακομοίρα η γιαγιά.
Η γιαγιά είναι ένας τεράστιος όγκος, αφημένος πάνω στο κρεβάτι, παρατημένος και μόνος. Το υπερβολικό κορμί της υποστηρίζεται μηχανικά από έναν ορυμαγδό από αναπνευστήρες, απινιδωτές κι ένα σωρό κατασκευάσματα που παρατείνουν τη ζωή ανθρώπων ουσιαστικά χαμένων. Σε κάθε περίπτωση σποραδικά κάποιος από αυτούς επανέρχεται σε λειτουργική κατάσταση, κι έτσι δικαιολογείται ο τεράστιος αριθμός των κακόμοιρων που μένουν φυτά μια ολόκληρη ζωή, χωρίς καμία άλλη ελπίδα, παρά την επόμενη ανάσα που θα τους δώσει ο αναπνευστήρας- Θεός.
Δίπλα στη γρια στέκει μια Ουκρανή που η μοίρα την έριξε στη μετανάστευση. Η γυναίκα είναι χαρακτηριστικό δείγμα της ράτσας της. Το πρόσωπό της έχει σλάβικα, έντονα χαρακτηριστικά, κοφτές γωνίες, προεξάρχουσα μύτη. Το κορμί, όμως, είναι θανατηφόρο, κι έτσι όπως η ηλικία της δεν υπερβαίνει τα τριάντα, είναι απορίας άξιο πώς γλίτωσε την εκπόρνευση. Μάλλον από τύχη, ίσως από τέχνη.
Η νύχτα για αυτήν μοιάζει ατελείωτη. Από τότε που βρέθηκε στην Ελλάδα έχει φροντίσει αρκετούς ηλικιωμένους, αλλά είναι η πρώτη φορά που φυλάει «κυρία» που δεν έχει καμία επαφή με το περιβάλλον. Στην αρχή τής φάνηκε καλύτερο. «Δε θα έχει και απαιτήσεις», είπε με το νου της. Τώρα, όμως, που συνειδητοποιεί τη σιωπή και την απομόνωση, τής φαίνεται απάνθρωπο αυτό που της ζητούν. Κοιτάζει με αποστροφή το πρόσωπο της γριάς, που είναι παραμορφωμένο από τα ξίγκια και την ηλικία. «Εμένα με λένε Τάνια, κυρία», λέει στον ξαπλωμένο όγκο, «Εσένα πως σε λένε;», αλλά δεν παίρνει απόκριση.«Πες καμιά κουβέντα, ρε γιαγιά», λέει στο φυτό κι αρχίζει να κοιτά λαίμαργα το μενταγιόν στο λαιμό της. Το κόσμημα είναι χρυσό, με περίτεχνα σκαλίσματα και στο κέντρο του δεσπόζει ένα μοναχικό σμαράγδι. Πράσινο, περίπου στο χρώμα των ματιών της γριάς. Αυτά τα μάτια δεν κλείνουν ποτέ, από τότε που η κυρά τους έπεσε στο άγρυπνο κώμα.
Ξεχνά γρήγορα τη φρικιαστική θέα των ματιών της, γιατί το μενταγιόν είναι απείρως πιο ενδιαφέρον. Η Τάνια το εκτιμά με μάτι έμπειρο και αποφαίνεται πως αξίζει μια περιουσία. Μπαίνει αυτόματα στον πειρασμό να το βουτήξει, περνά μάλιστα το χέρι της μπροστά από τα ανοικτά μάτια της γιαγιάς εν είδη τεστ και αυτή η χριστιανή δεν κουνά καν βλέφαρο. Η Τάνια ταράζεται, η κλοπή δεν είναι στην ιδιοσυγκρασία της, μα η πείνα είναι κακός σύμβουλος, κατά καιρούς έχει υποπέσει και σε αυτήν την τέχνη για να επιβιώσει. Αντιστέκεται για λίγο στο σατανά που αρέσκεται να βάζει ιδέες στα μυαλά κακοπαθημένων γυναικών και για να ξεχαστεί, σηκώνεται από το πλάι του φυτού και πηγαίνει στην κουζινίτσα του διαμερίσματος για να φτιάξει καφέ.
Είναι πια τέσσερις η ώρα όταν η Ουκρανή νιώθει τα μάτια της να βαραίνουν. Κι έτσι όπως κάνει να την πάρει γλυκά ο ύπνος, βλέπει το μενταγιόν να ανάβει. Το περίγραμμά του φέγγει με μια περίεργη λάμψη, θαρρείς από πράσινο νέον, την καλεί να το ακουμπήσει, να το βουτήξει και να φύγει. Η Τάνια θέλει να αντισταθεί στο φριχτό πειρασμό, να γυρίσει την πλάτη στο φτωχοδιάβολο που την έβαλε απόψε στο μάτι. Ακούμπα το φυλαχτό, ίσα ίσα για να νιώσει την αίσθησή του κάτω από τα χέρια της.
Η ψυχή της Ελίζας ταράζεται, βλέπει την άυλη εικόνα της να σηκώνεται από τον ξαπλωμένο όγκο, τον μηχανικά υποστηριζόμενο, νιώθει λύπη για το κατασκεύασμα που κάποτε ήταν το κορμί της. Έπειτα μπαίνει μέσα στο λαχταριστό σώμα της Ουκρανής. Η αίσθηση είναι αν μη τι άλλο αναπάντεχη. Το αδιανόητο της κατάστασης δεν την επηρεάζει καθόλου, αντίθετα, εκείνο που περνά αστραπιαία από το μυαλό της είναι πως δε θα πεθάνει. Το είχε πάρει απόφαση καιρό τώρα πως θα άφηνε μαζί με το θλιβερό σαρκίο την τελευταία της πνοή κι η ξαφνική αλλαγή στα σχέδια τής δίνει μια γερή κλωτσιά στο σημείο αυτό του στήθους που γεννά την ελπίδα. Αναζητά να βολευτεί στο καινούργιο σώμα, με τα σλάβικα χαρακτηριστικά και τις νέες δυνατότητες, ψηλαφά το κορμί, ψάχνει για καθρέφτη στο μικρό διαμερισματάκι. Τί να τον κάνει τον καθρέφτη ένα φυτό- γρια που την ακούμπησαν σε αυτό το δυαράκι; Δεν υπάρχει καθρέφτης. Αφήνει το φυτό μόνο και βγαίνει από το σπίτι. Στη γωνιά του δρόμου κιόλας βρίσκει αυτό που ζητούσε. Χαζεύει το καινούργιο σώμα με κάποια αμηχανία για την άκομψη εμφάνιση του προσώπου, με χαρά για την αρτιότητα του κορμιού. «Τούτο το σώμα δεν πρέπει να είναι ούτε τριάντα χρόνων», σκέφτεται με αγαλλίαση. Τα βήματά της την φέρνουν στην Ομόνοια παραζαλισμένη. Στο άμαθο μάτι φαίνεται μεθυσμένη, αλλά υπάρχουν κι έμπειρα μάτια που την κοιτούν αθέατα, καθώς διασχίζει την πλατεία.
Είναι ντυμένη απλά με ένα τζιν και ένα τσίτινο μπλουζάκι αγορασμένο από τις λαϊκές αγορές του Σαββάτου. Οι όμορφες γυναίκες δεν έχουν ανάγκη τα όμορφα ρούχα για να φανεί αυτό που είναι κι έτσι οι ματιές τη λαχταρούν. Μια από όλες βγαίνει από τα σκοτάδια και την πλευρίζει. Μάτια σκιστά, πρόσωπο μελαψό, ούτε Άραβας ούτε Ινδός, μάλλον Πακιστανός αποφασίζει. Τα ασιατικά μάτια την «κόβουν» από πάνω μέχρι κάτω. «Πάμε», τής λέει ο άντρας δείχνοντάς της το απέναντι ξενοδοχείο. «Μα για ποιά με πέρασε», σκέφτεται η Ελίζα. Έπειτα καταλαβαίνει για ποιά την πέρασε και του αρνείται ταπεινά, να μην τον εκνευρίσει. Άγρια χαρά την καταλαμβάνει, χρόνια είχε να την προσέξει άντρας. Κοιτάζεται ξανά στο καθρέφτη του επόμενου καταστήματος. «Συνηθίζω στην ιδέα», λέει σχεδόν φωναχτά στον εαυτό της.
Την ίδια στιγμή η ψυχή της Τάνιας, εγκλωβισμένη πια στο γέρικο και σχεδόν άψυχο σώμα της γριάς, προσπαθεί να συνηθίσει τη νέα της κατοικία. Η σλάβικη ψυχή βρίσκεται για δεύτερη φορά αναγκασμένη για μετανάστευση και παραδόξως, σχεδόν σα να ξεκουράζεται μέσα στο άψυχο κουφάρι, το μηχανικά καταπονούμενο από τις διεργασίες της ζωής. Εκεί μέσα δεν πρέπει να κάνει τίποτα, δε ζητούν τίποτα από κείνη, μήτε να ανασαίνει –ανακουφιστική αίσθηση, όταν έχεις περάσει όλη σου τη ζωή στον αγώνα για την επιβίωση. Η Τάνια το ρίχνει στον ύπνο, ούτε τα μάτια δε χρειάζεται να κλείσει. «Ο τροχός έχει γυρίσματα», είναι η τελευταία σκέψη της πριν την αγκαλιάσει ο Μορφέας.
Η Ελίζα συνεχίζει τη μοναχική της βόλτα στο κέντρο της Αθήνας που μοιάζει έρημο, αλλά δεν είναι. Οι λάμπες από τα φώτα είναι έτοιμες να κλείσουν σιγά σιγά, καθώς παίρνει να ξημερώνει. Η γυναίκα χαζεύει τον ορίζοντα, να θυμηθεί η ψυχή της από πού προβάλει ο ήλιος, να καταγράψει ένα ακόμα χάραμα στη μνήμη της, όταν ξαφνικά συνειδητοποιεί πως στο λαιμό της δεν κρέμεται πια το μενταγιόν. Πανικός την καταβάλλει. «Πρέπει να το πάρω», σκέφτεται. «Πρέπει να το έχω, πρέπει να είναι δικό μου». Το βάζει στα πόδια και ξεκινά κατά το μικρό διαμερισματάκι, όπου κείτεται το άχαρο κουφάρι της γριάς που μέσα του αναπαύεται η καλλίγραμμη σλαβική ψυχή.
Μπαίνει ακροπατώντας, γιατί ξέρει την ηρεμία που επικρατεί στο κορμί που κάποτε ήταν δικό της. Ξέρει πως ο ύπνος είναι το πρώτο πράγμα που σε απασχολεί, όταν είσαι εκεί μέσα, η μόνη ηδονή που σου απέμενε. Δεν θέλει να ξυπνήσει τη γιαγιά, θέλει απλά να πάρει το φυλαχτό και να φύγει. Το μενταγιόν φέγγει στο ζαρωμένο, άσπρο, χοντρό λαιμό της Αγγλίδας κυρίας, είναι ακόμα ενεργοποιημένο και πανέμορφο. Πρέπει να το πάρει, πρέπει να το έχει. Το φυλαχτό είναι κομμάτι δικό της, μέρος της ψυχής και του εαυτού της. Με προσοχή, να μην κάνει θόρυβο, να μην ξυπνήσει την άλλη γυναίκα, φτάνει ως το κρεβάτι. Το μενταγιόν την καλεί, τη θέλει κοντά του. Κάνει να το πάρει, το ακούμπά και…
Η Ελίζα βρίσκεται ξανά στο ημιθανές σώμα της, βυθίζεται στη σιωπή του, ακούμπα την ψυχή της στην αδράνειά του. Η Ουκρανική ψυχή ξυπνά απότομα, ανακαταλαμβάνει το κορμί της, αναγκάζεται ξανά να δώσει διαταγές για να επιβιώσει, το βάζει στα πόδια. Τρέχει σχεδόν χωρίς ανάσα ως την έξοδο της πολυκατοικίας και συνεχίζει να απομακρύνεται από το διαμερισματάκι με όσο μεγαλύτερη ταχύτητα μπορεί. Στην Ομόνοια, μόλις έχει αρχίσει να χαράζει κι ο ίδιος αυτός Πακιστανός, επαναλαμβάνει την πρότασή του στην όμορφη Σλάβα. Η Ουκρανή, που τόσα χρόνια αντιστάθηκε στην εκπόρνευση με νύχια και με δόντια, με αποδράσεις και με φόνους, του λέει «Ναι». Δεν θέλει να μείνει άλλο μόνη εκείνο το βράδυ.
Στο διαμέρισμα, η Ελίζα αποκαμωμένη, αποκαρδιωμένη που δε γλίτωσε τελικά το θάνατο, που είχε απλά μια ανάπαυλα, ένα σύντομο διάλειμμα από τη βεβαιότητα του θανάτου, ανόητη και μόνη, αβοήθητη, το ρίχνει στον ύπνο. Το μενταγιόν στο στήθος της παύει να φέγγει, καθώς ο ήλιος κάνει την εμφάνισή του πίσω από κείνα τα δέντρα.