29/11/09

"Το τέλος του χρόνου καθυστέρησε", Φίλιππος Δρακονταειδής



«Το τέλος του χρόνου καθυστέρησε» είναι το δεύτερο βιβλίο της σειράς «μια αστυνομική ιστορία κάθε μήνα» του συγγραφέα Γιώργου Νομισέν, (ψευδώνυμο του Έλληνα Ζορζ Σιμενόν που απλά έτυχε να σπουδάσει φιλολογία στον Πανεπιστήμιο του Μονπελιέ). Ο Φίλιππος Δρακονταειδής βρήκε τα χειρόγραφα, όπως συνήθως γίνεται, σε ένα μπαούλο στη σοφίτα και ανέλαβε να τα αντιγράψει. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων αναφέρεται πως ούτε το μπαούλο, ούτε τα χειρόγραφα προέβαλλαν καμία αντίσταση.
Στο βιβλίο, που αποτελεί συνέχεια της πλοκής του προηγούμενου «Ο δολοφόνος διαφεύγει», μαθαίνουμε πια ποιός σκότωσε τη Στελίνα. Δέκα χρόνια μετά ο αφηγητής ασχολείται ακόμα με τον ανεξιχνίαστο φόνο της πραγματικής του αγάπης Στελίνας και με τη συνδρομή ήδη γνωστών του προσώπων, του αστυνόμου Μήτσου Χαντάκη, γνωστού ως Πουαρός, του επιθεωρητή Μαιγκρέ, των τριών Ντυπόν και της Σύλβιας των ειδικών δυνάμεων, αλλά και κάποιων καινούριων όπως ο Μαθιός Χαρίλαος, φτάνει επιτέλους στη λύση του μυστηρίου. Κι εδώ προς μεγάλη του έκπληξη παίζει σημαντικό ρόλο η οικογένεια της αγαπημένης του.
Ο συγγραφέας είναι εξαιρετικός, μας δίνει λίστα προσώπων, πρωταγωνιστών και κομπάρσων, καθώς και το σκηνικό και τη μουσική επένδυση της ιστορίας. Ο αντιγραφέας Φίλιππος Δρακονταειδής δεν είναι πρωτοεμφανιζόμενος, το αντίθετο μάλιστα, έχει μακρά πορεία στα λογοτεχνικά πράγματα. Τούτη η σειρά όμως έχει την έμπνευση και τη σκανταλιά εφήβου, το στιλ πραγματικού μάστορα. Δεν εντάσσεται πλήρως στην αστυνομική λογοτεχνία το βιβλιαράκι (20.000 λέξεις όλες κι όλες, που στο τέλος θέλεις κι άλλες), μάλλον στη λογοτεχνία ύφους. Μια παρατήρηση μονάχα, ο αντιγραφεύς αναφέρει πως τρεις ώρες αρκούν για την ανάγνωση του πονήματος, εμένα μου πήρε σαφώς λιγότερες.
Κι άλλη μια, οι επόμενες ιστορίες της σειράς «Με μια λαμπάδα», «Τότε οι κρεμάστρες ήταν ξύλινες» και «Έρευνα μετά φόνου», παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της κριτικού δεν ευρέθησαν. Η πορεία της εκδόσεώς τους, μάλλον, αποτελεί αστυνομικό μυστήριο.


"Το τέλος του χρόνου καθυστέρησε", Φίλιππος Δρακονταειδής, εκδ. Μεταίχμιο, 2008, σελ. 138 

26/11/09

Μετά το σεισμό


Η αγάπη για κάποιους συγγραφείς δεν είναι μόνο εμμονή, στηρίζεται και σε εντελώς αντικειμενικά κριτήρια. Κι αν το αυτό που με ώθησε να διαβάσω τη συλλογή διηγημάτων «Μετά το σεισμό» του Χαρούκι Μουρακάμι ήταν το όνομά του στο εξώφυλλο –ποτέ δεν ήμουν καλή αναγνώστρια διηγημάτων – το βιβλίο με αντάμειψε με έναν σωρό τρόπους.

Τα διηγήματα της συλλογής έχουν έναν κοινό άξονα, οι ήρωες τους με τρόπο συχνά μακρινό και αόριστο είναι συνδεδεμένοι με το σεισμό σε μια περιοχή της Ιαπωνίας, το Κόμπε. Ο πραγματικός συνεκτικός κρίκος όμως είναι η ίδια η γραφή του Μουρακάμι. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με το εξωπραγματικό, μαγικό στοιχείο που διαπερνά όλα του τα έργα. Εξάλλου εδώ η υπέρβαση της πραγματικότητας είναι ίσως λιγότερο παρούσα από ότι σε κάθε άλλο του αφήγημα. Είναι κυρίως η καθαρότητα με την οποία νοήματα βαθιά και έντονα περνούν στον αναγνώστη χωρίς να κουράζουν, σχεδόν δίχως να τα καταλάβεις.

Μια γυναίκα παρατά τον φαινομενικά τέλειο γάμο της, γιατί ο άντρας της είναι «άδειος». Μετά το σεισμό. Μια άλλη αρέσκεται να βλέπει τις φωτιές που ανάβει στην παραλία ένας μεσήλικος ζωγράφος που φοβάται τα ψυγεία. Ένας άντρας βρίσκει επιτέλους τη γυναίκα της ζωής του που ήταν πάντα εκεί και σαν αποκορύφωμα, ένας εισπράκτορας καθυστερούμενων δανείων, άσχημος, ανιαρός και μόνος, σώζει με τη βοήθεια του γιγάντιου Βατράχου το Τόκιο από το σεισμό που ετοιμάζει το τεράστιο Σκουλήκι.

Τα διηγήματα για μένα σχεδόν ποτέ, με την εξαίρεση του Μπόρχες ίσως, δεν έχουν την πολυπλοκότητα ενός μυθιστορήματος. Έτσι οι ιστορίες στο «Μετά το σεισμό» δεν φτάνουν φυσικά το «Κουρδιστό πουλί» ή το «Νορβηγικό δάσος». Αλλά με τη λιτότητα και την καθαρότητά τους κατορθώνουν να ταξιδέψουν τον αναγνώστη, να τον κάνουν να λυπηθεί όταν οι λέξεις τελειώνουν, να θέλει κι άλλο. Κι αυτό μόνο μια Ιαπωνική ψυχή με αυθεντικό λογοτεχνικό ταλέντο, μπλεγμένη στο Δυτικό κόσμο, μπορεί να το κάνει.

* Η κριτική δημοσιεύεται στο τεύχος της Bookmarks που κυκλοφορεί.
http://issuu.com/e-bookmarks/docs/bookmarks01-web

25/11/09

Bookmarks




Σήμερα κυκλοφορεί η Bookmarks, το πρώτο εβδομαδιαίο freepress για το βιβλίο. Δεν το έπιασα ακόμα στα χεράκια μου, αλλά η ηλεκτρονική μορφή που είδα μου άρεσε πολύ. Ελπίζω όλα να πάνε καλά.... (Όχι, όχι, για την διαφήμιση δεν πληρώνομαι, ούτε και για τις κριτικές, γαμώτο....)

Υ.Γ. 1 Στο τεύχος τούτο ο δαίμων χτύπησε..... εμένα. Η κριτική για το βιβλίο του Φ. Δρακονταειδή "Το τέλος του χρόνου καθυστέρησε" είναι δική μου και όχι του Γ. Αντάμη.

Υ.Γ.2 Το δικό μου αγαπημένο κομμάτι είναι ήδη το ημερολόγιο του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου. Το διαβάζω και το ξαναδιαβάζω. Όπως και το μπλογκ του, δηλαδή....

19/11/09

Όπλο μετά μουσικής


Στο μυθιστόρημα με τον μάλλον άτονο ελληνικό τίτλο «Όπλο μετά μουσικής» (το αγγλικό «Gun, with occasional music» είναι σαφώς σαρκαστικότερο…)ο Τζόναθαν Λέθεμ αποδεικνύει πως η αστυνομική λογοτεχνία και ταυτόχρονα η επιστημονική φαντασία μπορεί να αποτελέσουν βάση για εξαιρετικά βιβλία.

Ήρωας του βιβλίου ο ιδιωτικός εξεταστής Μέτκαλφ που αναλαμβάνει μια υπόθεση φόνου. Το σκηνικό έρχεται από το μέλλον, όπου «εξελιγμένα» ζώα κάνουν ανθρώπινες δουλειές, δεν υπάρχουν πια παιδιά, αλλά εξελιγμένοι μωροκέφαλοι, και τα ναρκωτικά είναι νόμιμα με τον καθένα να φτιάχνει το χαρμάνι του. Σε αυτόν τον κόσμο, κουμάντο κάνει το Γραφείο, που ελέγχει τους πόντους στο κάρμα σου, κανονίζει αν υπάρχεις ή δεν υπάρχεις, φροντίζει να αποβλακώνει με ντραγκς τον πληθυσμό. Ο ήρωας, κυνικός, εθισμένος, ρεαλιστής και μια ιδέα ιδεαλιστής, παλεύει μια τελικά προσωπική μάχη, στην αρχή για να γλιτώσει έναν νεαρό που φαίνεται αθώος από τον «πάγο» και μετά για να βρει την αλήθεια. Το τέλος του βιβλίου μας αποδεικνύει πως η αλήθεια δεν φέρνει πάντα την ευτυχία, πως υπάρχουν αστυνομικά όπου η δικαιοσύνη είναι σχετική και πως το χάπι έντ δεν είναι απαραίτητο.

Πρόκειται για ένα ευκολοδιάβαστο βιβλίο, με σαφείς κοινωνικές αναφορές, όπως όλες οι δυστοπίες, έξυπνη ψυχογράφηση των ηρώων και μοντέρνα γραφή. Κι αν σκεφτείς πως αποτελεί το πρωτόλειο του συγγραφέα (στα Αγγλικά εκδόθηκε το 1994) ε, τότε μπορεί και να ζηλέψεις.

17/11/09

Ένθετου και free press γωνία



Εν μέσω οικονομικής κρίσης, ή και σε ένα βαθμό με αφορμή αυτή, είδα τα ένθετα των εφημερίδων για το βιβλίο να συρρικνώνονται, να αλλάζουν, να γίνονται σχεδόν θέμα ενός ανθρώπου. Μπορεί να είναι μόνο η ιδέα μου, αλλά έχω την αίσθηση πως ο έντυπος τύπος μας παράτησε. Συζητώντας μάλιστα με ένα φίλο στις αρχές του χρόνου που είχε μόνιμη θέση σε ένα από αυτά τα ένθετα, μου είπε πως σχεδόν τον ανάγκασαν να φύγει. Κι σε ένα άλλο έντυπο, του μείωσαν την αμοιβή στο μισό.

Έτσι ίσως να δικαιολογείται το χάλι των ένθετων για το βιβλίο. Πια πολύ σπάνια θα αγοράσω μεσοβδόμαδα εφημερίδα για το ένθετο. Άντε να του ρίξω μια ματιά σε ηλεκτρονική μορφή. Και στις Κυριακάτικες που αγοράζω έτσι κι αλλιώς, απλά τα φυλλομετρώ. Ένα πεντάλεπτο και τέρμα.

Δε συμπαθώ πάντοτε τη διαδικασία της κριτικής βιβλίου, είμαι για κάποιους σκεπτική ως προς το βαθμό διαπλοκής τους στην αγορά και διαφήμιση κάποιων τίτλων. Αλλά τώρα, μου λείπει. Ακούω για το καινούριο free press για το βιβλίο (το Book press) και στην κατάστασή μου δεν μπορώ να πάω στην Αθήνα για να το βρω και ζηλεύω. «Διαπλέκομαι» κάπως στο δεύτερο free press που θα βγει τώρα στις 25 Νοέμβρη (Bookmarks). Και σκέφτομαι, αν τόσος κόσμος ενδιαφέρεται για το βιβλίο, αν κάποιοι είναι διατεθειμένοι να επενδύσουν χρόνο και χρήμα για ένα free press, γιατί οι εφημερίδες κάναν πίσω;

13/11/09

Απραξία

Τέσσερις μήνες τώρα το μεγάλο μου γραπτό υποφέρει. Πότε με το πρόσχημα ενός μεγάλου διηγήματος που έγραψα ενδιάμεσα, πότε με την εγκυμοσύνη, τα πρωινά μου ξυπνήματα αναλώνονται σε «χτενίσματα» των δυο πρώτων μερών, σε ξαναγραψίματα, σε διαβάσματα και αναρτήσεις για αυτό το blog. Τέσσερις μήνες τώρα, μπορεί και περισσότερο, αναβάλλω το τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου. Κι ως τώρα πίστευα πως αυτό είναι κακό.

Τις τελευταίες δυο τρεις μέρες ο άτακτος μπέμπης μέσα στην κοιλιά μου δε με αφήνει να κοιμηθώ – ή θα κλωτσάει ή θα πονάει. Και σε αυτές τις άυπνες νύχτες μου, που συνήθως απασχολούμαι με διάβασμα ή σκέψεις μωρουδιακές, βρήκα επιτέλους το τέλος μου. Δεν ήταν μια απλή διαδικασία. Πήρε το χρόνο της, μέσα μου οι ήρωες, αυτοί οι χάρτινοι, τα έρμαια που σας έλεγα σε άλλο ποστ, πήραν πνοή. Όλοι τους. Εντελώς περίεργα, πέρα από τη βιογραφία τους και τις κοινωνικοπολιτικές τους απόψεις, που θεωρητικά τις ήξερα πια, (τούτο το βιβλίο το γράφω με διακοπές και πολλά drafts τουλάχιστον 3 χρόνια) τώρα ξέρω και τις αντιδράσεις τους.

Έχω λοιπόν το τέλος μου, άγραφο ακόμα γιατί πάλι δεν τολμώ. Συνήθως δεν είμαι από αυτούς που τρομάζουν μπροστά στην άδεια σελίδα, τώρα διστάζω και η εμπειρία των τελευταίων μηνών με κάνει να μη βιαστώ. Σε αυτό φοβάμαι μόνο μια παγίδα, είναι εύκολο να αναβάλλεις. Πρέπει να ξέρεις πότε κινδυνεύεις να χάσεις την επαφή και πότε απλά οι σκέψεις θέλουν ακόμα ωρίμανση για να γίνουν λέξεις. Ένα με παρηγορεί. Τούτο το διάστημα που δεν προχωρούσε το βιβλιαράκι μου, έγραψα διηγήματα, κάποια στα όρια της νουβέλας, έγραψα κριτικές, ποστ, ημερολόγια, μέχρι και καινούρια ποιήματα. Ίσως όλα αυτά να ήταν ο αντιπερισπασμός, η ανάγκη μου να νιώθω πως το έχω ακόμα και μπορώ να ολοκληρώσω κάτι.

Θα περιμένω λοιπόν, δε θα εκβιάσω το τέλος. Κι ελπίζω αύριο να ξυπνήσω κι όλα αυτά που είναι τώρα μέσα στο κεφάλι μου, σχεδόν τακτοποιημένα κατά ενότητες και δομημένα, να γίνουν το πολυπόθητο τελευταίο, τρίτο μέρος.

11/11/09

Η καρδιά της Μαργαρίτας


"Η καρδιά της Μαργαρίτας" δεν είναι τόσο ανοιχτή όσο θα έπρεπε. Ή τόσο κλειστή όσο νομίζει ο αφηγητής και πρωταγωνιστής αυτού του μυθιστορήματος. Μια αυθεντική ιστορία αγάπης, ιδωμένη από την αντρική ματιά, και μια εσωτερική πάλη ταυτόχρονα, του ήρωα του βιβλίου να βρει στα σαράντα του την ταυτότητά του. Να συμφιλιωθεί με τα θέλω του, με τον πατέρα του, με την αλλαγή καριέρας, με όλα αυτά που κάποτε είχαν νόημα και τώρα ίσως να έχουν ίσως και να μην έχουν πια.

Ο αφηγητής, σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ, αποφασίζει να γράψει ένα βιβλίο και να γίνει συγγραφέας στηριζόμενος στα πρόσωπα γύρω του, την παντρεμένη ερωμένη του, τον παραγωγό του, τον αγαπημένο του συγγραφέα. Η πλοκή του είναι σχεδόν εξωφρενικά αληθοφανής. Αυτό είναι και το μεγάλο ατού του βιβλίου, η αμεσότητά του. Διαβάζεται εύκολα, χωρίς να του λείπει το βάθος και το πάθος. Και κρατά συνεχώς το ενδιαφέρον.

"Η καρδιά της Μαργαρίτας", Βασίλης Αλεξάκης, εκδ. Εξάντας, 1999, σελ. 387 

5/11/09

Για να μη βουλιάξω και να μην παρανοήσω

Η τέχνη του λόγου με απασχολεί σχεδόν σε όλη μου τη ζωή. Μικρή προσπαθούσα να εντοπίσω πειστήρια πως αυτό ήταν γονιδιακό. Ενθουσιάστηκα όταν βρήκα κάτι μουτζουρωμένες σελίδες με ποιήματα στην αποθήκη, αλλά αποδείχτηκε πως δεν ήταν του πατέρα μου, ήταν του καλύτερου του φίλου. ( Για τους κακεντρεχείς διευκρινίζω πως μοιάζω στον πατέρα μου εξαιρετικά). Οι γονείς μου δεν έχουν κανένα συγγραφικό τάλαντο, όμως εγώ γράφω κι αυτό δεν είναι συνειδητή απόφαση. Το πρώτο μου ποίημα το έγραψα στα έντεκα, δεν ήξερα καν πού πατάω και πού βρίσκομαι.

Η γραφή, το ταλέντο, το βιβλίο, οι λέξεις, όλα ανάκατα με απασχολούν κάθε μέρα, σα να μη μπορώ να ανασάνω χωρίς αυτά. Ταυτόχρονα η αίσθηση πως από τα γραπτά μου κάτι λείπει με οδηγεί κι αυτή. Κάποτε σκέφτομαι μήπως είναι η ουσιαστική αγάπη μου για τη λογοτεχνία που με κάνει να φαντάζομαι την αγάπη μου για τη συγγραφή. Άλλοτε, τις μέρες που η ψυχοθεραπεία (ορα γράψιμο) πήγε καλά, είμαι βέβαιη. Αυτός είναι ο προορισμός μου.

Δεν πιστεύω στη μοίρα, αλλά πιστεύω στην τυχαιότητα. Αυτό που μου συμβαίνει είναι ίσως γενετικώς προκαθορισμένο, χωρίς απαραίτητα να απαντάται με σαφήνεια και στους γονείς μου. Ο συγκεκριμένος συνδυασμός γονιδίων έτυχε να καταλήξει έτσι. Και δεν ξέρω αν πρέπει ή αν είμαι χαρούμενη για αυτό. Απλά η εκτόνωση στο χαρτί είναι για μένα η δικλείδα ασφαλείας. Για να μη βουλιάξω και να μην παρανοήσω.

4/11/09

"Αυτόχειρες Παρθένοι", Jeffrey Eugenides


Κάπως καθυστερημένα είναι η αλήθεια – το βιβλίο είναι το πρώτο του Τζέφρυ Ευγενίδη και φυσικά έχει γίνει ταινία από τη Σοφία Κόπολα – διάβασα το «Αυτόχειρες Παρθένοι». Το βιβλίο έχει μια διαφορετική αύρα, που ίσως να οφείλεται στη χρήση του πρώτου πληθυντικού από τον αφηγητή, πράγμα σπάνιο για μυθιστόρημα. Έτσι, πέρα από την ίδια την ιστορία μπαίνουμε και στο παιχνίδι της αναζήτησης του προσώπου που μιλά μέσα σε αυτόν το πληθυντικό.

Η πλοκή αφορά τις πέντε κόρες της οικογένειας Λίσμπον, με τις αυστηρές καθολικές καταβολές και τον καθηγητή πατέρα. Όλα αρχίζουν όταν η πιο απόμακρη από τα κορίτσια, η Σεσιλιά, επιχειρεί να αυτοκτονήσει. Αποτυγχάνει, αλλά λίγο αργότερα τα καταφέρνει εν μέσω ενός οικογενειακού πάρτι για να το «ξεπεράσει».

Από κει και μπρος η οικογένεια γίνεται αντικείμενο σχολιασμού από τη γειτονιά, και τα αγόρια αυτού του μυστηριώδους «εμείς» που αφηγείται παθαίνουν εμμονή μαζί τους. Χωρίς να μπορούν κατ’ ανάγκη να τις ξεχωρίσουν, είναι γοητευμένα. Η κάθε μια κοπέλα προσπαθεί να ξεπεράσει αυτό που συνέβη. Ώσπου με αφορμή το παραστράτημα μιας, η μάνα αποφασίζει να τις κλείσει στο σπίτι, να τις αποσύρει από το σχολείο και να αφήσει τα πάντα γύρω τους να αποσυντεθούν.

Το βιβλίο έχει πολύ γοητευτικά στοιχεία, χωρίς να δρέπει δάφνες λογοτεχνικότητας ή πρωτοπορίας, έχει τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν μια καλή αφήγηση: ιστορία για να πει, συγκροτημένο τρόπο ιστόρησης και συγχρονισμό τέτοιο που να κρατά το ενδιαφέρον, αν και το τέλος είναι ήδη από τον τίτλο γνωστό.

"Αυτόχειρες Παρθένοι", Jeffrey Eugenides, μετ. Έφη Καλλιφατίδη, εκδ. Libro, 2005, σελ. 225