Σε μια εποχή που οι κριτικοί σπεύδουν να διαχωρίσουν την λογοτεχνία σε genrefiction και literaryfiction, όπου τα υποείδη συνάδουν με την «υποκουλτούρα» έναντι της πιο ποιοτικής μυθοπλασίας, στην συνείδηση πολλών ο κολοφώνας της ελαφρότητας και πατέρας όλων των υποειδών, είναι το φανταστικό. Έναν διαφωτιστικό τόνο δίνει ο KenFollet, (συγγραφέας επιτυχιών όπως οι Στυλοβάτες της Γης, από τις εκδόσεις Bell), όπου σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στο NewYorkTimesBookReview δηλώνει πως θέλει να υπάρχει μια συνέπεια στην εξέλιξη της ιστορίας, οι συμβάσεις να μην καταρρέουν από ξωτικά και ξόρκια που μπαινοβγαίνουν κατά το δοκούν, ως ένας εύκολος από μηχανής θεός. Σίγουρα υπάρχει μια αντίφαση στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζεται η μυθοπλασία των φανταστικών συγγραφέων. Γιατί ένας βασικόςπυλώνας της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα είναι η φαντασία του Πόε, του Κάφκα, του Μπόρχες, ακόμα και του Λάβκραφτ. Οι βάσεις της σύγχρονης μυθοπλαστικής αφήγησης μπήκαν με την γοτθική λογοτεχνία. Κάνοντας ένα τεράστιο ιστορικό άλμα, ο πατέρας της αφήγησης, ο Όμηρος, έγραφε φαντασία. Και αυτό μεταξύ πολλών το λέει ένας μεγάλος συγγραφέας –και κατά την άποψη μου ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή Αμερικάνους συγγραφείς- ο GeneWolfe, απαντώντας σχετικά με την παρουσία του φανταστικού στα σύγχρονα λογοτεχνικά δρώμενα.
Φυσικά αποτιμώντας την θέση της φαντασίας βάσει της προσφοράς της στην ανάπτυξη μιας παρελθούσας λογοτεχνίας προκαλεί ερωτήματα, όπως το πλαίσιο υπό το οποίο γραφόντουσαν τα κείμενα - η φαντασία ίσως υποκαθιστούσε την αδυναμία μετάδοσης πληροφορίας και τις ελλείπεις γνώσεις του τότε κόσμου γύρω από τις βασικές λειτουργίες της πλάσης.Ωστόσο, την σήμερον ημέρα έχουμε τρανά παραδείγματα συγγραφέων που είναι αποδεκτοί από τεράστια μερίδα κριτικών και αναγνωστών, και οι οποίοι, άλλοι λίγο, άλλοι πολύ, έχουν καταπιαστεί ή μπολιάζουν με φαντασία την μυθοπλασία τους: ο Booker-ικός Ισιγκούρο με το Μη Με Αφήσεις Ποτέ· ο δαιμόνιος, καυστικός Μισέλ Ουελμπέκ, ειδικά στα Στοιχειώδη Σωματίδια και στην Επέκταση του Πεδίου της Πάλης· το αιώνιο φαβορί των Νόμπελ, Μουρακάμι· η Μάργκαρετ Άτγουντ (η καινούρια της συλλογή διηγημάτων StoneMattress δέχεται μόνο επαίνους)· η Νομπελίστρια Ντόρις Λέσινγκ με την σειρά της Shikasta· ο Τζον Μπαρθ και ο Πίντσον – είναι μερικά παραδείγματα απλώς.
Δύο τέτοια βιβλία, «ποιοτικής» και «φανταστικής» μυθοπλασίας είναι και τα ολοκαίνουρια των δύο παρακάτω Βρετανών.
The Bone Clocks, του David Mitchel
Ο Ντέιβιντ Μίτσελ, Βρετανός συγγραφέας, γνωστός από ετερόκλητα είδη τα οποία συγκλίνουν στην σύγχρονη, υψηλού επιπέδου λογοτεχνία, με το νέο του βιβλίο απομακρύνεται από τα νερά της ιστορικής λογοτεχνίας του The Thousand Autumns of Jacob de Zoet.Σε ένα πρώτο αναγνωστικό επίπεδο, πρόκειται για άλλο ένα επικό ανάγνωσμα, που καλύπτει όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου, εις βάθος αιώνων. Σε αυτό που θα εστιάσω είναι το χαρακτηριστικό του συγγραφέα, που σε αυτό το βιβλίο κάνει αισθητή την ποιότητα και είναι το όπλο του Μίτσελ: η εξοργιστική ευχέρεια με την οποία μπορεί να δομήσει, να πλάσει και να συστήσει έναν χαρακτήρα - η άνεση του με την οποίο σκηνοθετεί τους ετερόκλητους χαρακτήρες του, χρησιμοποιώντας όλη την γκάμα των εργαλείων:ο τρόπος που μιλούν, που αντιδρούν, μα κυρίως η αλληλεπίδραση τους με το περιβάλλον και η εξωφρενική ακρίβεια με την οποία τοποθετούνται και δρουν στην εκάστοτε εποχή.
Ο Μίτσελ μας μεταφέρει μέσα από τα μάτια των χαρακτήρων, σε περιόδους και περιοχές, κάνοντας την ανάγνωση ένα ταξίδι. Και αυτό σε κάνει να αναρωτιέσαι, όπως πολύ εύστοχα διάβασα κάπου, κατά πόσο έχει ζήσει αυτές τις ζωές.
Η Αγγλία της δεκαετίας του ‘80, η πανεπιστημιακή Οξφόρδη, ένα παραθεριστικό χειμερινό κέντρο της Ελβετίας και η διασκέδαση των ευκατάστατων φοιτητών στη δεκαετία του ‘90, η εμπόλεμη ζώνη της Ανατολής μετά το χτύπημα των δίδυμων πύργων μέσα από τα μάτια ενός ανταποκριτή, η Λατινική και Βόρεια Αμερική και ο εκδοτικός κόσμος στο κοντινό μέλλον, είναι λίγα μόνο από αυτά τα οποία ζωντανεύει με μια γραφή απαράμιλλης αμεσότητας και μεταδοτικότητας.
Το βιβλίο-κάποιος που γνωρίζει έστω και λίγο τον Μίτσελ θα το περιμένει-δεν είναι αυτό ακριβώς που φαίνεται. Μια νότα παραφυσικού στην αρχή παρεισφρέει στην ιστορία. Εμφανίζεται και εξαφανίζεται αφήνοντας απορημένο τον αναγνώστη, για να επανεμφανιστεί κάθε φορά όλο και πιο εκρηκτικά, μέχρι που στα τρία τέταρτα του βιβλίου, το αναγνωστικό τοπίο αλλάζει. Και εκεί ξεδιπλώνεται ο πυρήνας του βιβλίο. Το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άνετα φαντασία με έντονες δόσεις επιστημονικής φαντασίας.
Κάθε σελίδα στάζει συγγραφικό ταλέντο, τάσεις παραληρηματικής σχεδόν φιλοδοξίας για μια ιστορία κρυπτική συνάμα εκστατική, όπου χαρακτήρες από παλαιότερα βιβλία του Μίτσελ εμφανίζονται σε μικρούς και μεγάλους ρόλους, μέσα στην σύγκρουση δύο αιώνιωναντίπαλων ομάδων, που έχουν την ικανότητα να διάγουν έναν σχεδόν αιωνόβιο, αειθαλή βίο καιέχουν υπερφυσικές δυνάμεις. Και εδώ, όπου το φανταστικό παίρνει την σκυτάλη οριστικά, πρέπει να πω πως μου θύμισε πάρα πολύ το Δόκτωρ Ύπνος του Στίβεν Κινγκ, (συνέχεια της Λάμψης). Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες, για να μην χαλάσω την πλοκή.
Δεν ξέρω σε ποιον θα πρότεινα το βιβλίο. Μέχρι ένα σημείο είναι εθιστικό, μια καραμέλα που γεμίζει τους αναγνωστικούς κάλυκες. Πραγματικά, παρασύρθηκα από τα πάντα στο πρώτο μισό του βιβλίου. Μα εδώ, ίσως πιο πολύ από ποτέ, γράφει ε.φ. Ίσως κάπου εκεί γίνεται η στραβοτιμονιά. Γιατί όταν το πηδάλιο παίρνει πλήρως η περιπέτεια ένα μέρος της γοητείας του βιβλίου χάνεται. Και κάπου εκεί μερικοί μπορεί να νιώσουν πως διαβάζουν σενάριο της Marvel. Ωστόσο, στο σύνολο πρόκειται για ένα καταπληκτικό συγγραφικό έργο. Και έτσι θα μείνει στο μυαλό μου.
The Book of Great New Things, του Michel Faber
Αν το έργο του Μίτσελ μπορεί να χαρακτηριστεί πολυποίκιλο και πολυσχιδές, το βιβλίο του Φέιμπερ είναι πιο εστιασμένο, αφαιρετικό και υπαινικτικό. Ο Μίτσελ ίπταται των ανθρώπινων σχέσεων, είναι επικός. Ο Φέιμπερ ουμανιστής, ανθρωπιστής, συγκεντρώνεται σε θέματα που αναδύονται εμφανώς μέσα από την ιστορία. Η πίστη, η καθολικότητα της ανάγκης των πλασμάτων για ένα αποκούμπι, οι τριγμοί στις αξίες μας και τις ιδέες μας. Όπου ο πρωταγωνιστής, επιλέγεται να αντικαταστήσει τον τελευταίο κληρικό σε μια βάσης μιας διαπλανητικής αποστολής. Και εκεί τοποθετείται Καφκικά. Μαζί του βυθίζεται σταδιακά στο μυστήριο και ο αναγνώστης: ένα πέπλο καλύπτει τις συνθήκες της εξαφάνισης του προηγούμενου κληρικού, ο ρόλο της πολυεθνικής που έχει αναλάβει την αποστολή είναι ασαφής, η σκοπιμότητας της βάσης στον καινούριο πλανήτη είναι απροσδιόριστος. Το αίνιγμα εντείνεται από την απόλυτη φυσικότητα υπό την οποία δρα, εργάζεται και κινείται το εργατικό δυναμικό της βάσης. Άνθρωποι που κινούνται σαν αυτόματα, απροβλημάτιστοι, αδιαφορώντας για την Γη που άφησαν πίσω τους. Μέσα σε όλα,η επικοινωνία του ήρωα με σύζυγό του, που έχει μείνει πίσω, μόνη, με τον γάτο τους, κυοφορούσα τον σπόρο του αποχαιρετισμού τους, μέσα από το άψυχο μηχάνημα μηνυμάτων του σταθμού.
Η επικοινωνία του ζευγαριού λειτουργεί ως ένα τέχνασμα που εντείνει την αντίστιξη καινούριου-παλιού κόσμου. Η ζωή στην βάση είναι αποστειρωμένη, ο νέος κόσμος είναι ήρεμος, αρμονικός, σχεδόν βαρετός, με το μόνο αξιοσημείωτο τις βροχοπτώσεις που εκδηλώνονται ως περιφερόμενες υδάτινες σπείρες. Από την άλλη, η Γη σταδιακά μαστίζεται από θεομηνίες και γιγάντιες ενεργειακές και οικονομικές συμφορές. Και σε πλήρη αρμονία, η σχέση του πρωταγωνιστή με τη γυναίκα του φθίνει. Η επαφή τους φθείρεται – από την απόσταση, από την αδυναμία του ήρωα να χειριστεί καταστάσεις που όσο και αν τον αφορούν, όσο τραγικές και αν είναι, νιώθει πολύ μακριά από αυτές για να τις επεξεργαστεί, να κάνει κάτι με αυτές, όπως ο ίδιος λέει. Ακόμα και την ίδια την εγκυμοσύνη της γυναίκας του.
Δεν είναι ευχάριστο βιβλίο. Δίχως να επιβάλει αισθήματα, μεταδίδει το κλειστοφοβικό συναίσθημα μιας επικείμενης εσωτερικής αλλά και καθολικής καταστροφής. Ίσως ένα μεταβατικό στάδιο του εαυτού και της ανθρωπότητας.
Για αυτόν τον υπόγειο τρόπο με τον οποίο βρέθηκα σε έναν καινούριο κόσμο, για το μυστήριο και τον προβληματισμό, απόλαυσα ένα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας, που δεν έκανε έκπτωση σε καμία λογοτεχνική πτυχή
Μερικές περισσευούμενες σκέψεις πάνω στα δύο βιβλία:
1.Και οι δύο συγγραφείς έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο. Το βιβλίο του Μίτσελ, Cloud Atlas, και το Under the Skin του Φέιμπερ, πρόσφατα με την σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Το πρώτο ίσως φέρει στο νου το TheFountain. Εγώ το ευχαριστήθηκα, αλλά έχει διχάσει. Πάντως το δεύτερο ήταν ένα αργόσυρτο βάσανο. Προτείνεται μόνο για αυπνίες.
2. Σε μια συνέντευξή του, ερωτηθείς ο Μίτσελ για το μεγάλο μέγεθος των βιβλίων και παράλληλα την τάση του να πλέκει ιστορίες που συνθέτουν ένα μεγαλύτερο «όλον» απαντάει πως τελικά νιώθει άβολα γράφοντας μια μεγάλη ιστορία. Και πως τελικά η φόρμα του είναι οι μικρές ιστορίες. Για αυτό ακριβώς και δημιουργεί τόσο σύνθετες, σπονδυλωτές ιστορίες. Μια οξύμωρη αλλά διαφωτιστική απάντηση για έναν δημιουργό τόσο μεγάλων βιβλίων!
3.Το βιβλίο του Μίτσελ βρισκόταν στην μακρά λίστα των Μπούκερ. Καθώς η ανάγνωση της βραχείας λίστας αποδείχτηκε για μένα ένας Γολγοθάς, με την πανηγυρική απογοήτευση της βράβευσης ενός κουραστικού βιβλίου ως κερασάκι, ήμουν περίεργος να δω τι κράτησε μακριά από την εξάδα το βιβλίο. Μαγεμένος, γυρνώντας τις σελίδες, με τις λέξεις του Μίτσελ να ξεδιπλώνουν ένα λογοτέχνημα που όμοιό του σε λεξιγνωσία, αναπαράσταση και εμβρίθεια λίγα φέτος μπορούν να συναγωνιστούν, κάγχαζα με την ανοησία που δέρνει τις επιτροπές των βραβείων. Τελικά, όμως, κλείνοντάς το μπορώ να καταλάβω πως δεν θα είχε θέση στο πάνθεον των βραβευμένων. Παρότι συναγωνίζεται και ξεπερνά σε λογοτεχνικότητα την πλειοψηφία των σχετιζόμενων με Booker, η επίγευση που αφήνει είναι της περιπέτειας και της φαντασίας. Το φανταστικό στοιχείο δεν είναι αποκλεισμένο από την θεσμό. Πρόσφατα παραδείγματα είναι το περσινό υποψήφιο A Tale of The Time Being (Μια ιστορία για το παρόν, εκδ. Κλειδάριθμος), καθώς και φέτος το υποψήφιοJ, του HowardJacobson. Ωστόσο φέρουν την παρουσία του φανταστικού ως καλολογικό στοιχείο ή νοητικό παιχνίδι του συγγραφέα, προϊόν μιας πέννας που ανακαλύπτει νέους δρόμους. Ο Μίτσελ δεν υποκρίνεται πως ανακαλύπτει. Ευθαρσώς βουτάει στις συμβάσεις του είδους, αναπλάθοντας μια δική του εκδοχή, εκρηκτική και γοητευτική, άκρως λογοτεχνική, μοντέρνα και καλλιεπή. Πάντως, ο Φέιμπερ
άνετα θα μπορούσε να διεκδικήσει θέση μέσα στα Μπούκερ. Υποθέτω κυκλοφόρησε κατόπιν της όλης διαδικασίας