Ο Τζόυς στον “Άδη”, από την αρχή κιόλας, στήνει ένα υποβλητικό σκηνικό. Μια πομπή από άμαξες που διασχίζει όλο το κέντρο του Δουβλίνου μέχρι να φτάσει στο νεκροταφείο. Είναι ένα ωραίο παλιό έθιμο, είπε. Χαίρομαι που δεν έχει χαθεί. Ο Μπλουμ, ο Σίμων Δαίδαλος, ο κύριος Πάουερς και ο Μάρτιν Κάννινγκχαμ βρίσκονται σε μία από τις άμαξες και συζητούν για την ζωή και τον θάνατο, μια νοητική διαδρομή πάνω στην οποία στοχάζεται πολλές φορές ένας άνθρωπος πριν τον τελικό σταθμό.
Ο Τζόυς για πρώτη φορά από την αρχή του βιβλίου, φανερώνει με τόσο ξεκάθαρο τρόπο το χρονικό πλέγμα πάνω στο οποίο κινούνται οι ήρωές του. Τα τρία πρώτα κεφάλαια του Οδυσσέα είναι από την μεριά του Στέφανου και τα τρία επόμενα από την μεριά του Μπλουμ, όλα όμως εκτυλίσσονται τις ίδιες ακριβώς ώρες στον ευρύτερο χώρο του Δουβλίνου. Από τις υποσημειώσεις του μεταφραστή, τον βοηθητικό πίνακα στην αρχή του βιβλίου και κάποιες μικροενδείξεις στην πλοκή, καταλαβαίνουμε την χρονική ταύτιση των δύο “ιστοριών”. Όμως με το να το κάνει ο Τζόυς απολύτως σαφές στο έκτο κεφάλαιο, προσδίδει μία απίστευτη συνοχή σε όσα έχουμε διαβάσει μέχρι στιγμής. Έτσι λοιπόν, όταν η άμαξα προσπερνά τον Στέφανο ο οποίος κινείται πεζός προς την ακτή του Σαντυμάουντ (3ο κεφάλαιο), ο Μπλουμ κοροϊδευτικά το γνωστοποιεί στον πατέρα του:
- Περνάει ένας φίλος σου, Δαίδαλε, είπε.
- Ποιος είναι;
- Ο γιος και κληρονόμος σου.
- Πού είναι; είπε ο κ. Δαίδαλος και τεντώθηκε από απέναντι.
Μεσά από το οργισμένο ξέσπασμα του Σίμωνα Δαίδαλου που ακολουθεί, στο οποίο συμπεριλαμβάνει και τον Μπάκ Μάλλιγκαν, τον φίλο του Στέφανου (Το όνομά του ζέχνει σε όλο του Δουβλίνο – μια σκέψη που απηχεί και την γνώμη του ίδιου του Τζόυς), ο Μπλουμ αρχίζει να σκέφτεται τον δικό του γιο που πέθανε έντεκα ημερών.
[...] Όλο τον γιο του σκέφτεται. Έχει δίκιο. Κάτι για ν' αφήσεις πίσω σου. Αν ο μικρός Ρούντυ είχε ζήσει. Να τον βλέπω να μεγαλώνει. Να περπατά πλάι στη Μόλλυ με το κοστούμι του Ήτον. Ο γιος μου. Εγώ μέσα στα μάτια του. Παράξενο συναίσθημα θα ήταν.
Καθώς η άμαξα κινείται ασταμάτητα, έτσι ασταμάτητη κινείται και η σκέψη του Μπλουμ που διυλίζει σκέψεις για την Μόλλυ, τη Μίλλυ, τον Μπλέιζες Μπόυλαν, τον αυτόχειρα πατέρα του, τα περιστατικά που αναφέρουν οι σύντροφοί του, τους πατριώτες και ήρωες της Ιρλανδίας, την βιομηχανική επανάσταση. Ο Τζόυς βάζει στο μυαλό του Μπλουμ μία σκέψη που (σε μένα, τουλάχιστον) μοιάζει ολότελα αλλόκοτη καθώς πολύ δύσκολα θα βρεθεί όμοιά της σε όλο το υπόλοιπο βιβλίο, δεδομένης και της πλήρης αδιαφορίας του Τζόυς για αυτό το θέμα!
[...] Η ράχη ενός κλειδούχου ορθώθηκε ξαφνικά απέναντι σε έναν ορθοστάτη της γραμμής του τραμ δίπλα στο παράθυρο του κ. Μπλουμ. Δεν μπορούσαν να βρουν κάτι σαν αυτοματισμό πολύ πιο βολικό να τον κάνει η ρόδα από μόνη της; Μήπως όμως εκείνος ο άνθρωπος μπορεί να έχανε τη δουλειά του τότε; Ναι, μα τότε ένας άλλος άνθρωπος δεν θα μπορούσε να βρει δουλειά με τη νέα εφεύρεση;
Σε μία ανάλογη σκέψη, λίγο παρακάτω στο κείμενο, όπου ο Μπλουμ σκέφτεται την χρησιμότητα μίας γραμμής τραμ που θα φθάνει ως το νεκροταφείο, οι σύντροφοί του ανακαλούν ένα δυσάρεστο περιστατικό μιας άμαξας που μπατάρισε και το φέρετρο πετάχτηκε στον δρόμο. Το μυαλό του Μπλουμ αμέσως ζωηρεύει την γλαφυρή εικόνα.
Μπουμ! Αναστάτωση. Ένα φέρετρο βροντημένο στο δρόμο. Άνοιξε σκάζοντας. Ο Πάντυ Ντίγκναμ εξωπετάχτηκε και κυλίστηκε άκαμπτος στη σκόνη με καφετί φορεσιά πολύ φαρδιά γι' αυτόν. Κόκκινο πρόσωπο· σταχτί τώρα. Το στόμα να χάσκει πεσμένο. Ρωτώντας τι συμβαίνει τώρα. Πολύ σωστά το κλείνουν. Φαίνεται απαίσιο ανοιχτό. Κι ύστερα τα εντόσθια αποσυντίθενται γρήγορα. Πολύ καλύτερο να κλείνουν όλες τις οπές. Ναι, επίσης. Με κερί. Ο σφιγκτήρας χαλαρώνει. Σφράγισμα όλων.
Κατά τη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας στην οποία πρωτοστατεί ο πατήρ Φέρετρυ (Koffey: λογοπαίζει με το coffin: φέρετρο. ΣτΜ), ο Μπλουμ συνεχίζει μερικές από τις βλάσφημες σκέψεις που ξεκίνησε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Στον χώρο ταφής, όλοι, μοιραία ανακαλούν τις δυσάρεστες μνήμες τους.
- Το μνήμα της είναι πέρα εκεί, Τζακ, είπε ο κ. Δαίδαλος. Σύντομα θα με τεντώσουν δίπλα της. Ας με πάρει Αυτός όποτε Του αρέσει.
Συγγενείς, φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι, συνωθούνται γύρω από την χωμάτινη τρύπα. Σε αυτό το σημείο ο Τζόυς μάλλον είχε μια απρόσμενα γοητευτική έμπνευση. Εμφανίζει έναν μυστήριο τύπο που δεν τον ξέρει κανένας, που παραμένει σιωπηλός και εξαφανίζεται το ίδιο αναπάντεχα. Αυτό όμως που προλαβαίνει να αντιληφθεί ο αναγνώστης, είναι η ομοιότητα που έχει η περιγραφή με την φιγούρα του ίδιου του Τζόυς! Λοιπόν ποιος είναι αυτός ο καλαμοκάνης άξεστος εκεί κάτω με το αδιάβροχο; Λοιπόν θα ήθελα να ξέρω ποιος είναι αυτός. Πάντοτε εμφανίζεται κάποιος που ποτέ δεν φαντάστηκες. Μια ακατανίκητη επιθυμία να διαφυλάξει πρόχειρα, πέρα από την πνευματική που περιγράφεται εξαντλητικά μέσω των βασικών ηρώων του, και την σωματική του υπόσταση, επίτηδες με άτονο περίγραμμα, καθώς ξέρει ότι από το σώμα δεν μένει τίποτα, πόσο μάλλον όταν βρισκόμαστε στο τέλος μιας περιγραφής κηδείας! Αναρωτιέμαι κυκλοφορούν τα νέα κάθε φορά που κατεβάζουν στο χώμα έναν φρέσκο. Υπόγειες επικοινωνίες.
Ο “Άδης” (πέρα από προσωπικές προτιμήσεις) είναι αναμφίβολα και αντικειμενικά, ένα από τα καλύτερα κεφάλαια του Οδυσσέα. Άψογα ενορχηστρωμένο, σκέτο ποίημα, είναι βέβαιο (όσο και ο θάνατος!) ότι δε θα αρκεστείτε σε μία μόνο ανάγνωση. Επίσης είναι και το κεφάλαιο που θάβει μία γραφή για να αναστήσει μια νέα. Στα επόμενα κεφάλαια ο Τζόυς αρχίζει τους λεκτικούς πειραματισμούς που σχεδόν θα αγγίξουν τον Θεό. Μην νομίσετε ότι δε θα ξαναυπάρξουν στρωτές αφηγήσεις, απλώς τα έξι πρώτα κεφάλαια διέθεταν μία υφολογική ομοιομορφία, με μία μικρή παρέκκλιση ίσως, τον μονόλογο του Στέφανου. Σας φούσκωσα τα μυαλά; Ας συνεχίσουμε με τον “Αίολο”, να δούμε πού θα βγει. Λέτε να μας πάρει και να μας σηκώσει;
Μαραμπού