24/10/18

«Ολομόναχος», Νίκος Παναγιωτόπουλος



Ολομόναχος. 

Αυτοβιογραφική Προφητεία. 

Ξέρω ελάχιστα τον Νίκο Παναγιωτόπουλο ως άνθρωπο. Τον γνωρίζω βέβαια ως συγγραφέα από τα μυθιστορήματά του που είναι πάντα εντυπωσιακά. Τα δύο του τελευταία βιβλία όμως, τα αυτοβιογραφικά διηγήματα «Γραφικός χαρακτήρας» και τώρα το ολοκαίνουριο αυτοβιογραφικό αφήγημα «Ολομόναχος», με έκαναν να αισθάνομαι πολύ κοντά του. Και να του βγάλω το καπέλο. Γιατί ξέρω πολύ λίγους άντρες που να μπορούν να μιλήσουν για την πολύ ευαίσθητη σχέση με τον πατέρα τους με αυτόν τον τρόπο, αφτασίδιωτα, γυμνά από μυθοπλασία, άγρια και ειλικρινά. 

Ο συγγραφέας θυμάται τον πατέρα του, μετανιώνει που η σχέση τους ήταν από συγκρουσιακή μέχρι τυπική, ώσπου ο γονιός του χάθηκε. Μιλάει για τη συνωμοσία της σιωπής ανάμεσα στα αρσενικά που δεν μπορούν να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, κι αφήνουν τα λόγια που δεν λέγονται να διαιωνίζονται. Δεν είναι μελό. Είναι όμως σπαρακτικός. Ταυτόχρονα μας λέει και για μια άλλη πληγή, αυτή τη φορά με μεγαλύτερη γενναιότητα, γιατί είναι μια πληγή που φανερά ακόμα αιμορραγεί. Μιλά για τη σχέση με τον δικό του γιο, που διακόπηκε από το διαζύγιο, για τον τρόπο που ψάχνει ισορροπία στον παραλογισμό των ανθρώπινων ερωτικών σχέσεων, για να μην είναι το παιδί του παράπλευρη απώλεια. 



Και τελικά κατορθώνει να διαψεύσει τον τίτλο. Ολομόναχος, σε ένα δωμάτιο καινούργιο, με έπιπλα δανεικά, μακριά από τον γιο του, και τον πατέρα χρόνια πεθαμένο, μας κάνει κοινωνούς στα άχραντα μυστήρια της ανθρώπινης ύπαρξης. Και με την τόλμη και το θάρρος του, μας παίρνει μαζί του. Δεν αναρωτήθηκα ούτε στιγμή τι δουλειά έχω εγώ να διαβάζω την πραγματική ιστορία του πατέρα ενός άλλου. Δεν νιώθεις καθόλου σαν να κρυφοκοιτάς από κλειδαρότρυπα. Το αντίθετο, ο Παναγιωτόπουλος αφήνει την πόρτα ανοιχτή-όχι ορθάνοιχτη, ίσα μια χαραμάδα-, αλλά αρκετά για να μπορέσεις κι εσύ να χωθείς μέσα στη σχέση με τους δικούς σου γονιούς∙ και τελικά, μόνος, ολομόναχος, να κάνεις στον συγγραφέα συντροφιά. 


                                                           Κατερίνα Μαλακατέ


«Ολομόναχος», Νίκος Παναγιωτόπουλος, εκδ. Μεταίχμιο, 2018, σελ.101

19/10/18

"Ο Δύτης", Μίνως Ευσταθιάδης




Είναι γνωστό πως έχω αδυναμία στη γραφή του Μίνου Ευσταθιάδη- μου αρέσει η αμεσότητά του κι ο τρόπος του να ολοκληρώνει τις ιστορίες, με εξιτάρει αυτό το κάπως διαστροφικό στοιχείο που πάντα παρεισφρέει στην πλοκή. Διάβασα τον «Δύτη» μόλις κυκλοφόρησε. Με τράβηξε το χαριτωμένο τρωκτικό του εξωφύλλου, το όνομα του Μίνου στο εξώφυλλο, μαζί με αυτό των εκδόσεων Ίκαρος; Ποιος να ξέρει. Πάντως το έπιασα και δεν το άφησα παρά τρεις ώρες μετά, κι όταν το τελείωσα είχε πια σχεδόν ξημερώσει. 

Στον Δύτη πρωταγωνιστεί ξανά ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Κρις Πάπας, όπως και στο Δεύτερο μέρος της νύχτας, όμως εδώ η ιστορία είναι απείρως αγριότερη και αρτιότερη. Όλα ξεκινούν όταν στο γραφείο του Πάπας - του φθηνότερου ντετέκτιβ στο Αμβούργο- έρχεται ένας υπέργηρος Γερμανός και του ζητά να παρακολουθήσει για 48 ώρες μια σαραντάχρονη γυναίκα. Ο Πάπας οδηγείται σε ένα ξενοδοχείο, δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει, κι αποτυγχάνει. Όμως η τύχη τα φέρνει έτσι που μπλέκεται στα βαθιά νερά της υπόθεσης, κι αυτή τον φέρνει πίσω στην Ελλάδα και το Αίγιο- από όπου κατάγονταν ο παππούς και ο πατέρας του. 

Η Ιστορία μπλέκεται με την ιστορία, οι ήρωες πατάνε σε δυο πατρίδες που έχουν πολλά να τις ενώνουν και να τις χωρίζουν, η φρίκη μπορεί να είναι ανείπωτη, στεγνή, λιτή και να εμφανίζεται στο τέλος, αλλά σε ισοπεδώνει. Ο συγγραφέας ξέρει καλά τον τόπο και τον χειρίζεται άψογα, βλέπει χώρο, χρόνο και ανθρώπους ως μια ενότητα, όλα αποτελούν ένα παζλ, και στο τέλος δεν λείπει ούτε ένα κομμάτι. Το νερό είναι πανταχού παρόν, το ίδιο και η ανάσα. Ο κεντρικός του ήρωας, ο Πάπας, που είχε δυνατότητες από το προηγούμενο βιβλίο, είναι εδώ απολύτως συνεπής, μεγαλώνει και ωριμάζει με κάποιον τρόπο και θα μπορούσε να αποτελέσει τον καμβά και για τα επόμενα βιβλία.  

Στον "Δύτη" τα πάντα πάνε βαθύτερα, από τις λογοτεχνικές αναφορές, ως τις ιστορικές, από τον καθαυτό νουάρ χαρακτήρα ως τον τρόμο. Όλα πάνε ένα βήμα πιο πέρα, τόσο σε πλοκή, όσο και σε τελική επίγευση. Κι ο Ευσταθιάδης βάζει ψηλά τον πήχη για μας τους υπόλοιπους, γράφει μια ιστορία που δυσκολεύεσαι να ξεχάσεις και το κάνει καλά. Τόσο εκνευριστικά καλά που αναρωτιέσαι ποιο θα είναι το επόμενο βήμα, μετά από ένα τέτοιο βιβλίο. 



                                                            Κατερίνα Μαλακατέ



«Ο Δύτης», Μίνως Ευσταθιάδης, εκδ. Ίκαρος, 2018, σελ.242 












Υ.Γ. 42 Ο Δύτης θα κυκλοφορήσει στα Γαλλικά από τον Actes Sud κι η συμφωνία έκλεισε πριν καν εκδοθεί εδώ.

15/10/18

"Νόρμα", Sofi Oksanen




Διάβασα το προηγούμενο βιβλίο της Σόφι Οξάνεν που κυκλοφόρησε στα Ελληνικά, την «Κάθαρση», πριν αρκετά χρόνια, και παρ’ όλες τις -τότε- διθυραμβικές κριτικές, δεν είχα εντυπωσιαστεί. Το νέο της μυθιστόρημα, η «Νόρμα», πέρασε σχεδόν απαρατήρητο στην χώρα μας, αλλά για κάποιο λόγο εγώ ένιωθα να έλκομαι από αυτό, κάθε φορά που διάβαζα το οπισθόφυλλο, το ήθελα δικό μου. Κι αυτή τη φορά το ένστικτό μου δεν με εγκατέλειψε. 

Η Νόρμα είναι μια ιδιαίτερη κοπέλα, τα μαλλιά της μεγαλώνουν εξαιρετικά γρήγορα, γύρω στο ένα μέτρο τη μέρα, κι έχουν τη δική τους γνώμη για τα πράγματα, άλλοτε γίνονται φίδια και σε κυκλώνουν κι άλλες φορές αγκαλιά και σε κλείνουν. Η όσφρηση της Νόρμα είναι επίσης διαφορετική, το κορίτσι μπορεί να μυρίσει μαλλιά από μακριά, και να καταλάβει αν ο κάτοχός τους θα αρρωστήσει ή θα πεθάνει σύντομα. Όλα ξεκινούν, όταν η Ανίτα, η μαμά της Νόρμα, πέφτει στις γραμμές του τρένου. Στην κηδεία, ένας κομψευόμενος κύριος θα πλησιάσει την Νόρμα, θα της δώσει την κάρτα του, και σιγά σιγά θα την πλευρίσει όλη του η οικογένεια. Θα αποδειχτεί πως η Ανίτα δούλευε στο κομμωτήριο της κόρης, της Μάριον, και αρχίζει να ξετυλίγεται ένα κουβάρι που περιλαμβάνει τρίχες, εξτένσιονς, παρένθετες μητέρες και φάρμες μωρών, ανάκατα. 

Η Οξάνεν χειρίζεται αυτό το περίεργο θέμα υποδειγματικά. Δεν μένει στην εντυπωσιακή ιδιότητα των μαλλιών της Νόρμα, τη χρησιμοποιεί σαν όχημα για να μιλήσει για τη θέση την γυναίκας, για καυτά θέματα, όπως η υιοθεσία μωρών και οι παρένθετες μητέρες, για σχέσεις, για μητρότητα και πατρότητα. Μα πάνω από όλα για τη διαφορετικότητα, για το πόσο σκληρό είναι να μην ανήκεις πουθενά και να μην σε νοιάζεται κανείς, ίσως μόνο η μάνα σου, κι αυτή "με τον τρόπο της", για το πόσο ανατριχιαστικό, σχεδόν εμετικό μοιάζει να μην μπορείς να υπάρξεις ούτε χωρίς, αλλά ούτε με τους ανθρώπους. Η Νόρμα είναι ένα κορίτσι απελπιστικά μόνο, δεν μπορεί ώρες ώρες να αντέξει ούτε η ίδια την ευαισθησία της, και οχυρώνεται απέναντι στον κόσμο, στήνει τείχη. Που μπορεί να σπάσουν με τον πιο απρόσμενο, κι ίσως με τον πιο μη αναμενόμενο τρόπο. Η συγγραφέας έχει νιώσει στο πετσί της το πώς είναι να διαφέρεις, ξέρει να μιλά για αυτό, γιατί είναι δικό της κομμάτι. Κάτω από όλη αυτή τη μαυρίλα κρύβεται βέβαια κι ένα ιδιότυπο σκληρό και κάπως βάναυσο βορειοευρωπαϊκό χιούμορ, κυρίως όσον αφορά τη μεγάλη μπίζνα, τα εξτένσιονς. 

Η Νόρμα δεν είναι ένα μυθιστόρημα που θα ενθουσιάσει όσους ψάχνουν τη γρήγορη πλοκή, αντίθετα, είναι ένα ύπουλο κατασκεύασμα που μπαίνει κάτω από το δέρμα σου σιγά σιγά. Ούτε καν καταλαβαίνεις πότε αρχίζεις και ταυτίζεσαι με αυτό το κορίτσι που ζει ένα σχεδόν καφκικό δράμα, με γκάνγκστερς, μαλλιά, μωρά και έρωτες.  Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω τι να σκεφτώ για την Σόφι Οξάνεν, ακόμα θυμάμαι την «Κάθαρση» και ανατριχιάζω. Η "Νόρμα" όμως είναι ένα βιβλίο που το αγάπησα, έχει βάθος και ένταση, ενώ ταυτόχρονα αποδεικνύει πως η συγγραφέας του είναι εξαιρετική. Θα χρειαστεί μάλλον ένα ακόμα μυθιστόρημα για να εδραιώσω άποψη. 




                                                           Κατερίνα Μαλακατέ


"Νόρμα", Σόφι Οξάνεν, μετ. Μαρία Μαρτζούκου, εκδ. Πατάκη, 2018, σελ. 365 

11/10/18

"Η μοναδική ιστορία", Julian Barnes



Μετά τη μεγάλη απογοήτευση με τον Αχό της εποχής, δίσταζα κάπως να διαβάσω το νέο βιβλίο του Τζούλιαν Μπαρνς. Κακώς. Στη «Μοναδική ιστορία» ο Μπαρνς ξαναγυρνά στα γνώριμά του λημέρια, διερευνά την ανθρώπινη φύση, πιέζει την πλοκή στα άκρα για να φτάσει και τους χαρακτήρες του στα όρια. Εκκινεί από μια σχέση ερωτική, για να μιλήσει για τη ζωή, τον θάνατο και τη φθορά. 

Ο Πολ είναι ένας δεκαεννιάχρονος από πλούσια οικογένεια που γνωρίζει την 49χρονη Σούζαν στο τένις κλαμπ που γράφεται για να ικανοποιήσει τους γονείς του. Σύντομα ο Πολ και η Σούζαν γίνονται ζευγάρι, σχεδόν με την ανοχή τόσο του συζύγου της-ενός αδιάφορου, χοντρού, μέθυσου-, τόσο και των παιδιών της Σούζαν αλλά και των γονιών του Πολ. Όταν η σχέση τους σοβαρεύει όμως, τους διώχνουν από το τένις κλαμπ, κι αυτοί, αντί να χωρίσουν, όπως θα περίμενε κανείς για μια σχέση με τόσο μεγάλη διαφορά ηλικίας, αποφασίζουν να ζήσουν μαζί. Τα καταφέρνουν για αρκετό καιρό, μέχρι να αρχίσει η κατάρρευση της Σούζαν, η παράνοια, ο αλκοολισμός και η ασθένεια. 

Το βιβλίο δεν αντιμετωπίζει τον έρωτα μονόπλευρα, δεν μένει στον αρχικό ενθουσιασμό των εραστών, προχωρά πολύ γρήγορα στην επόμενη φάση. Κι όσο κι αν διατείνεται ο Πολ πως η Σούζαν ήταν η μοναδική του ιστορία, τελικά μετά από δέκα χρόνια, την «επιστρέφει πίσω» στην κόρη της, που τη φροντίζει και την αγαπάει, διαφορετικά, με άλλου τύπου αγάπη, χωρίς στιγμή να βαρυγκωμά. 

Η αφήγηση ξεκινά πρωτοπρόσωπη, όταν αφηγείται ο νεαρός Πολ, για να περάσει σύντομα στο δεύτερο πρόσωπο όταν τα πράγματα δυσκολεύουν και να καταλήξει στο τρίτο όταν ο εβδομηντάρης πια Πολ κάνει απολογισμό της ζωής του. Η σχεδόν τριάντα χρόνων διαφορά ανάμεσα στο ζευγάρι στην αρχή δεν έχει καμία σημασία, όσο όμως η Σούζαν πέφτει, βαραίνει. Ο Πολ της στέκεται ως εκεί που μπορεί, αλλά πια δεν νιώθει ερωτευμένος. Και τελικά την αφήνει στη μοίρα της, χαμένη και καμένη, να μην μπορεί καν να αναγνωρίσει τους οικείους της. 

«Θα προτιμούσες να αγαπάς πολύ και να υποφέρεις πολύ ή να αγαπάς λίγο και να υποφέρεις λίγο; Νομίζω πως αυτό είναι, τελικά, το μόνο ουσιαστικό ερώτημα» 

Πρόκειται για μια ιστορία ιδιόμορφη, που ο Μπαρνς τη χειρίζεται άλλοτε με κυνισμό κι άλλοτε με ευαισθησία, χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν. Η τελική γεύση είναι γλυκόπικρη, έχει μέσα ρομαντισμό και ματαίωση αλλά και πραγματισμό. Η μνήμη, το παρελθόν και το παρόν, το τι χρωστάμε στον εαυτό μας και στους άλλους, τι είναι έρωτας, και σε ποιο βαθμό καθορίζει το ποιοι είμαστε, απασχολούν τον συγγραφέα σε πολλά από τα μυθιστορήματά του. "Η μοναδική ιστορία" είναι ίσως από τα καλύτερά του. Δεν κατάφερε βέβαια να αντικαταστήσει στην καρδιά μου το «Ένα κάποιο τέλος», όμως έφτασε κοντά. Γιατί το μίγμα, χιούμορ, έρωτας, ευαισθησία και μια ιδέα κυνισμός, είναι από τα αγαπημένα μου. 



                                                                          Κατερίνα Μαλακατέ



"Η μοναδική ιστορία", Τζούλιαν Μπαρνς, μετ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Μεταίχμιο, 2018, σελ. 309








Για τα βιβλία του Τζούλιαν Μπαρνς στο Διαβάζοντας:

«Ο αχός της εποχής», Julian Barnes

«Ιστορία του κόσμου σε 10 ½ κεφάλαια», Julian Barnes

Πριν εκείνη με γνωρίσει", Julian Barnes

"Τα τρία επίπεδα της ζωής", Julian Barnes

"Ένα κάποιο τέλος", Julian Barnes


8/10/18

«Το κόκκινο και το άσπρο», Ελένη Στελλάτου




Το βιβλίο της Ελένης Στελλάτου "Το κόκκινο και το άσπρο" αποτελείται από 19 μικρές ιστορίες, κάποιες πολύ μικρές, στα όρια του flash fiction, και κάποιες κάπως μεγαλύτερες. Ιστορίες χαμηλότονες κι ευγενικές, που εστιάζουν σε ένα καρέ της καθημερινότητας, αναλύουν, περιγράφουν, κάποτε εμβαθύνουν. Η συγγραφέας αντλεί από τα βιώματά της, οι ήρωες της είναι κάτοικοι μιας μικρής πόλης δίπλα στο νερό, ξέρουν ο ένας τον άλλον,αλλά στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουν την ουσία του άλλου, μόνο του εαυτού τους. Κεντρικά θέματα η παιδική ηλικία κι έπειτα η ασθένεια, η ματαίωση κι η φθορά.

Η Ελένη Στελλάτου είναι εξαιρετικός παρατηρητής, καταγράφει ανθρώπους, συμπεριφορές, με κάποιους μπορείς να ταυτιστείς γιατί μοιάζει ο χαρακτήρας σου. Από την άλλη, θα περίμενε κανείς σε τόσο μικρές ιστορίες, το νόημα να συμπυκνώνεται, να γίνεται μεστό και βαθύ, εδώ μοιάζει να απλώνεται, να αναλώνεται στην περιγραφή. Σαν να κρατάει η συγγραφέας απόσταση, σαν να μην μπορεί να βρει η ίδια τον πυρήνα τους.

Το σίγουρο είναι πως πρόκειται για ένα βιβλίο καλοδουλεμένο στη γλώσσα. Χωρίς υπερβολές, χωρίς εξάρσεις, τραβάει την προσοχή σου χωρίς να φωνάζει. Η ευαισθησία είναι το μεγαλύτερο ατού της συλλογής, αυτό που την ξεχωρίζει από όλες τις άλλες και την κάνει αξιομνημόνευτη. Αυτό, και η εμμονή με το νερό. Το υγρό στοιχείο παρεισφρέει ύπουλα σχεδόν σε όλα τα διηγήματα, τα μουσκεύει και τα κάνει άλλοτε ηδονικά κι αγαπησιάρικα, κι άλλοτε μια ιδέα τρομακτικά. Η τελική επίγευση είναι αυτή της ελπίδας. Σε όποιο στάδιο της ανθρώπινης ζωής κι αν είναι κανείς- μπορεί να είναι να είναι ένας μικρός σε μια μπανιέρα που τον τσίμπησε μια μέδουσα στο ποδαράκι, μπορεί να είναι ένας ηλικιωμένος που φέρνει λεμόνια για πεσκέσι, όπως του έφερε κι η ζωή- όλα είναι κομμάτι μας, όλα είναι μέρος μιας ευρύτερης τοιχογραφίας, που μας περικλείει αλλά δεν μας σκοτώνει.

Έπειτα από αυτή την πρώτη επαφή με τη γραφή της Ελένης Στελλάτου, ομολογώ πως έχω ελπίδες για το επόμενο βιβλίο. Δεν με νοιάζει αν θα είναι πάλι μικρές ιστορίες ή ένα μυθιστόρημα, χρειάζεται λίγη πυγμή, λίγη τόλμη, να βάλει το μαχαίρι λίγο πιο μέσα στην πληγή κι ας πονάει, για να γίνουν οι ιστορίες της πραγματικά συγκλονιστικές.


                                                                                              Κατερίνα Μαλακατέ



«Το κόκκινο και το άσπρο», Ελένη Στελλάτου, εκδ. Πόλις, 2018, σελ. 139








Υ. Γ. 42 Αν και μοιάζει κάπως σαν ύβρις, το παιχνίδι του τίτλου με το "Κόκκινο και το μαύρο" σε συνδυασμό με το "παιδικό" εξώφυλλο μου αρέσει.   

2/10/18

"Καταραμένες Πολιτείες", Έλενα Χουσνή



Η Έλενα Χουσνή είναι κυρίως συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας. Όσοι περιμένουν πάντως να διαβάσουν αστυνομικό, μπορεί και να απογοητευτούν με το νέο της μυθιστόρημα, τις «Καταραμένες πολιτείες», που πραγματεύεται ένα θέμα δύσκολο, αλλά ακόμα επίκαιρο, αυτό των λεπροκομείων στην Ελλάδα. Με αφετηρία τις αφηγήσεις πρώην Χανσενικών και την εικόνα των ερειπίων του λεπροκομείου Καρλοβασίου να την στοιχειώνει, η συγγραφέας στήνει μια ιστορία που μοιάζει αληθινή- μπορεί και να είναι. 

Ήρωες της οι τρόφιμοι του λεπροκομείου ή λωβοκομείου, παιδιά που γεννήθηκαν και έζησαν εκεί, ενήλικες που μεταφέρθηκαν εκεί ως μέσο σωφρονισμού, κι ας μην είχαν νοσήσει, γυναίκες που επέλεξαν να ζήσουν με τον άντρα που αγαπούσαν. Μια ολόκληρη ζωντανή πολιτεία, απόκληρη, με τους δικούς της κώδικες. Η έξω κοινωνία γεμάτη μικρόψυχες προκαταλήψεις, και χαιρεκακία. Βαριά η ιστορία, αλαφραίνει λιγάκι με το συγγραφικό ύφος που μοιάζει βγαλμένο από άλλη εποχή, στα κομμάτια τουλάχιστον που αναφέρονται στο τότε. 

Γιατί ταυτόχρονα υπάρχει και μια ιστορία του τώρα. Μια ιστορία εκδίκησης, και μνήμης. Βαραίνει το παρελθόν, οι άνθρωποι δεν μπορούν να ξεχάσουν αυτά που τους όρισαν, δεν μπορούν να συγχωρήσουν. Το πιο εύκολο θα ήταν να συνεχίσουν τη ζωή τους. Αλλά το ερώτημα είναι τι ζωή είναι αυτή, ποιος μπορεί να αφήσει πίσω του την αδικία που του έγινε; Ποιος να ξεχάσει και να προχωρήσει; Κι αν προχωρήσει μπορεί να μιλήσει, ή θα πάρει το μυστικό για πάντα στον τάφο. 

Το υλικό του μυθιστορήματος είναι πολύ, πυκνό. Αν έχω μία ένσταση είναι πως όλο αυτό έπρεπε να ξεδιπλωθεί σε περισσότερες σελίδες, να ανασάνει. Από την άλλη, διάβασα τις «Καταραμένες πολιτείες» μέσα σε ένα βράδυ, ξενύχτησα για χάρη τους. Σε κάθε περίπτωση το θέμα δεν εξαντλείται, θα εξάπτει συνέχεια την φαντασία των συγγραφέων, και θα μας δίνει ενδιαφέρουσα μυθοπλασία. Γιατί το Κακό και το Καλό, σε όλες του τις εκφάνσεις, θα μας απασχολεί στο διηνεκές. 



                                                                              Κατερίνα Μαλακατέ 



«Καταραμένες πολιτείες», Έλενα Χουσνή, εκδ. Κύφαντα, 2018, σελ. 384