Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα η φυλή των βιβλιόφιλων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα η φυλή των βιβλιόφιλων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

5/7/16

Οι φυλές των Eλλήνων βιβλιόφιλων



Κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός. Κάθε αναγνώστης, ανάλογα με το παρελθόν, τις προτιμήσεις, τη ζωή του και το μυαλό που κουβαλάει, διαβάζει με διαφορετικό τρόπο, άλλα βιβλία. Όμως για την πλάκα του πράγματος- και την χαριτωμένη αυταπάτη πως μπορείς να χωρέσεις τους ανθρώπους σε καλούπια- θα σας γράψω σήμερα τις βασικές κατηγορίες των αναγνωστών. Τόσα χρόνια στο λογοτεχνικό κουρμπέτι, μετά από τέτοια μακραίωνη πείρα, ιδού οι 10 βασικοί τύποι:


1. Η κυρία με τα ροζ


Μπαίνει στο βιβλιοπωλείο και αγνοεί επιδεικτικά τους πάγκους, τους φορτωμένους με δοκίμια, μεταφρασμένα αριστουργήματα, graphic novels, ελληνική λογοτεχνία αξιώσεων και ρωτάει – χωρίς να ξέρει φυσικά τον τίτλο, την υπόθεση κτλ και δίχως να την νοιάζει: «Το τελευταίο της Μαντά το έχουμε; Εγώ θέλω κάτι ελαφρύ για τον ύπνο, αλλά να ξέρεις είμαι μεγάλη βιβλιόφιλη, διαβάζω τουλάχιστον τρία βιβλία τον μήνα». 






2. Ο φετιχιστής

Ξέρει πριν από σένα, για σένα, και σου στέλνει μήνυμα να το φέρεις, πότε θα εκδοθεί το επόμενο παγκόσμιο αριστούργημα, που δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα στα Ελληνικά. Δεν διαβάζει συγγραφείς αν δεν έχουν πεθάνει. Κι αν έχουν πεθάνει, καλό θα ήταν να είναι πεθαμένοι καμιά 50αριά χρόνια. Αγαπάει τα βιβλία όπως τη ζωή του, δεν αφήνει να του τα πειράζουν, δεν τα δανείζει, τα κρατάει αρχειοθετημένα, τα καταγράφει σε καρτέλες, στην ελληνική, την αγγλική, την γαλλική μετάφραση και στο πρωτότυπο. Αν είσαι εκδότης, καλά θα κάνεις να τον προσεγγίσεις. Είναι ο μόνος που μπορεί να σου πει τι μπορεί πραγματικά να πουλήσει από ποιοτική λογοτεχνία στην Ελλάδα. 

3. Ένα παιδί με μούσια



Διαβάζει fantasy, νεανική λογοτεχνία, λατρεύει comics, graphic novels, τον Τομ Ρόμπινς, τον Ντάγκλας Άνταμς και τον Κωστάκη τον Ανάν. Βλέπει σειρές μετά μανίας και βασικός του φόβος είναι πως θα πεθάνει ο R.R.Martin πριν γράψει το γαμημένο το έκτο. Αν τελικά αυτό γίνει, θα αιτηθεί να τον βαλσαμώσουν για να προσκυνά το πασουμάκι του. 





4. Ο παρεάκιας

Η αλήθεια είναι πως δεν διαβάζει πολύ. Αλλά θα ήθελε να διαβάζει πολύ. Στην πραγματικότητα του αρέσουν οι άνθρωποι που διαβάζουν πολύ, να τους ακουμπά, να τους ακούει, να τους μυρίζει, να τους αισθάνεται. Τα φτιάχνει με βιβλιόφιλους για να λέει μετά πως έχει διαβάσει τα βιβλία που διάβασαν αυτοί το καλοκαίρι. Με τηλεπάθεια. 

5. Ο Λεσχάκιας

Είναι μέλος σε τρεις Λέσχες Ανάγνωσης και συντονιστής σε δύο. Αλλά όταν του προτείνει ένα ακόμα βιβλιοπωλείο να συντονίσει μια τρίτη, δεν θα πει ποτέ όχι.







6. Ο δοκιμιάκιας

Είναι αυστηρός. Αυτός δεν διαβάζει αηδίες που βγάζουν κάτι τύποι από το κεφάλι τους, διαβάζει ιστορία, και φιλοσοφία και επιστήμη. Στην ξαπλώστρα θα τον δεις το λιγότερο με έναν Καστοριάδη. Για την ευκολία του. 

7. Ο κουλτουριάρης

Αυτός δεν κάνει παρέα με όποιους κι όποιους. Αν δεν έχεις διαβάσει- ή έστω δεν διατείνεσαι πως έχεις διαβάσει- όλον τον Προυστ (και τους 7 τόμους), τον Οδυσσέα και τον Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες, ούτε που θα σε πλησιάσει. Παλιομίασμα.

8. Ο σποιλεράς


Σου λέει- ή σου γράφει- την γνώμη του για το βιβλίο. Σου λέει την πλοκή περίπου ως τα ¾. Μερικές φορές και τον δολοφόνο. Παίρνεις μια κατάνα. Τον σκοτώνεις. Τώρα ξέρεις και εσύ τον δολοφόνο. 







9. Ο εραστής της τελευταίας σελίδας

Αυτός ο τύπος αντί να διαβάσει οπισθόφυλλο, κριτικές και να μυρίσει το βιβλιαράκι, γυρίζει στην τελευταία σελίδα να δει την τελευταία φράση για να αποφασίσει αν θα το πάρει. Φυλαχτείτε, θα θέλει να ξέρει πως θα τελειώσει η σχέση σας, πριν καν αρχίσει. 

10. Ο πολυγαμικός

Δεν μπορεί να αποφασίσει ποιο θα πάρει. Τα παίρνει όλα. Τα αρχίζει μαζί. Έχει πέντε ανοιχτές μυθιστορηματικές πληγές στο κομοδίνο του. Παράλληλα δυο συλλογές διηγημάτων και τρία δοκίμια. Τον συμπονώ. 

Και για το τέλος ο πιο σοβαρός αναγνώστης, αυτός που είναι μέσα στην καρδιά μου, και εκεί που ανήκω κι ΕΓΩ. 

11. Ο σαβούρας

Διαβάζει ο,τι πέσει στα χέρια του, από τις ετικέτες στα σαμπουάν, ως την επιστημονική φαντασία, τα αστυνομικά, την βαριά κουλτούρα, τα δοκίμια, τα comics, δεν ζει και δεν ανασαίνει χωρίς γραπτό κείμενο. Ξεκινάει καινούριο βιβλίο το μεσημέρι, αν το προηγούμενο έχει τελειώσει το πρωί. Έχει πάντα βιβλίο στην τσάντα του, δυο τρία e-pubs στο κινητό του, χιλιάδες κατεβασμένα στο τάμπλετ. Έτσι ξεπερνάει τους κινδύνους. Γιατί δέκα λεπτά στο λεωφορείο χωρίς βιβλίο μπορεί και να του προκαλέσουν εγκεφαλικό.






                                                                             Κατερίνα Μαλακατέ




Υ.Γ. 42 Αν δεν αναγνωρίσατε τον εαυτό σας σε κανέναν τύπο, μην φοβάστε. Είναι που δεν γουστάρετε τα κλισέ. 




3/10/15

Η φυλή των βιβλιόφιλων: παρεμβολή του Μαραμπού



Πλυντήριο βιβλίων






Πολλές φορές, άνθρωποι που διαβάζουν κατηγορούνται για ασύδοτη ονειροπόληση (και ενίοτε διώκονται αγρίως γι' αυτήν!)˙ μεμψίμοιροι άνθρωποι τους μέμφονται γιατί δεν κατέχουν επαρκώς την πρακτική πλευρά της ζωής. Τους θεωρούν ανίκανους να βάψουν έναν τοίχο ή να πουλήσουν το αμάξι τους ή να περιποιηθούν έναν κήπο ή έστω, κάτι πιο απλό, να βάλουν, ας πούμε, ένα πλυντήριο.

Πόσο δύσκολο είναι τέλος πάντων, να βάλεις ένα πλυντήριο; Στο κάτω κάτω της γραφής, πρόκειται για τα ρούχα σου! Δε θες να είναι καθαρά, μυρωδάτα και άνετα για να ντύνουν τέλεια το σώμα σου; Και τότε, το Πνεύμα επαναστατεί. «Και τα δικά μου “ρούχα”; » γκρινιάζει˙ «Τι θα γίνει με μένα, θα μείνω γυμνό και εκτεθειμένο, επειδή μερικοί ειδήμονες της πρακτικότητας βαρέθηκαν να επινοήσουν μια λύση;» Ησύχασε φιλαράκο, θα επινοήσω εγώ μια λύση˙ εξάλλου, αν και δεν είμαι από τους πλέον καταζητούμενους της ονειροπόλησης, έχω συμβάλει με τον τρόπο μου και εγώ, σ' αυτό το έγκλημα.

Νομίζω ότι, άθελά σου, υπέδειξες μια κατεύθυνση όταν παρομοίασες τα βιβλία με ενδύματα της ψυχής – ή έστω με ρούχα, ας μην δώσουμε κι άλλη αφορμή στους επικριτές μας να μας κατηγορήσουν για αλόγιστη και ανώφελη χρήση εξεζητημένου λόγου. Αν και δεν μπορώ να φανταστώ για ποιον λόγο θα έπρεπε να πλένονται τα ρούχα της ψυχής μας, προτίθεμαι τουλάχιστον, να φανταστώ μια συσκευή που θα μπορούσε να το κάνει αυτό˙ ένα πλυντήριο βιβλίων.

Η συσκευή είναι αρκετά απλή, σαν ένα συνηθισμένο πλυντήριο, με μόνη διαφορά ότι, στην υποδοχή του απορρυπαντικού βάζουμε σκόρπια γράμματα όλων των γλωσσών του κόσμου, και ότι, δεν υπάρχουν απόνερα παρά μόνο άυλες σκέψεις που εκλύονται από το ανηλεές κοπάνημα των βιβλίων μέσα στον κάδο. Μπορείς τώρα να φανταστείς έναν ειδήμονα της πρακτικότητας να θέτει σε λειτουργία ένα τέτοιο πλυντήριο; Φυσικά και μπορείς, γι' αυτό και χαμογελάς!



Είναι εύλογο να μην γνωρίζει, ποια βιβλία πλένονται στο πρόγραμμα με τις υψηλές θερμοκρασίες. Ή, ποια είναι εκείνα που θέλουν πρόπλυση. Ίσως, να τα έβαζε όλα στο πρόγραμμα για τα ευαίσθητα για να ξεμπερδεύει, κάνοντας την αφελή σκέψη ότι, η ευαισθησία του αναγνώστη φωλιάζει μέσα στα βιβλία που διάβασε, μένοντας έκπληκτος με το δυσάρεστο αποτέλεσμα της πλύσης, όπως θα έμενε και ένας που θα έβαζε όλα του τα ρούχα στο ευαίσθητο πρόγραμμα, επειδή θα τύγχανε να είναι ευαίσθητος και συμπονετικός και ο ίδιος.

Πού βρίσκεται λοιπόν η διαφορά ανάμεσα στους δυο τρόπους πλύσης; Γιατί ο ειδήμων δεν συμπεριφέρεται ως τέτοιος; Η ανάγνωση δεν είναι πράξη, θα ισχυριστεί – περισσότερο ειδήμων στην αλαζονεία, παρά σε οτιδήποτε άλλο. Τότε, γιατί εμείς οι αναγνώστες, αναφερόμαστε συχνότατα στο διάβασμα, με την φράση “πράξη της ανάγνωσης”; Από κόμπλεξ κατωτερότητας, θα ξεφωνίσει οργισμένος, για να νομίζετε ότι κάνετε κάτι!

Όμως, έχουμε αφήσει μια πλύση στη μέση. Τι θα γίνει επιτέλους; Θα καταφέρει να θέσει σε λειτουργία το πλυντήριο βιβλίων; Κοίτα τον, τι κάνει! Βάζει τον Κοέλιο στην ίδια πλύση με τον Κάφκα! Μήπως να επέμβουμε ή να τον αφήσουμε να φάει τα μούτρα του; «Πλάκα που θα' χει όταν θα ανακαλύψει ότι ένα από τα δύο τού “μάζεψε” στο πλύσιμο!» κάγχασε το Πνεύμα. Μόλις πρόσθεσε και λίγο Τζόυς. Θα ήταν καλό να πρόσθετε και λίγο μαλακτικό, δε νομίζεις; Μερικούς οδηγούς ανάγνωσης, κάποια άρθρα κριτικής ίσως; Βάζει και Πύντσον! Και Μπολάνιο!! Αν εξαιρέσουμε τον Κοέλιο, όλες οι υπόλοιπες επιλογές του είναι τέλειες, πρέπει να το παραδεχθούμε αυτό. «Μπα, η τύχη του πρωτάρη!» Όμως, για στάσου, δεν είναι πολλά ολ' αυτά για μία μόνο πλύση; «Λες να κλατάρει ο κάδος;»

Το Πνεύμα έκανε μια κίνηση άφατης αποθάρρυνσης και κόντεψε να παραδώσει το πνεύμα του μέσα στα χέρια μου, όταν αντίκρισε τον ειδήμονα να πατά το κουμπί του σύντομου προγράμματος! «Τι άσχετος! Σαν να προσπαθεί να καθαρίσει την φόρμα εργασίας με νεροπίστολο!»

Ας αφήσουμε λοιπόν τον ειδήμονα να κάνει δοκιμές με το πλυντήριο βιβλίων. Εξάλλου, τι νόημα έχουν γι' αυτόν οι δοκιμές, αν δεν αισθάνεται την ανάγκη να φορέσει τα ρούχα; Μετά από λίγο, παρατάει το πλυντήριο και κινείται προς το μέρος του αναγνώστη με ένα ύφος επιφοίτησης στο πρόσωπό του. «Ετοιμάσου, θα πει εξυπνάδα!» προειδοποιεί το Πνεύμα. Μου την έφερες με το πλυντήριο βιβλίων αλλά επιμένω ότι παραμένεις ένας πρακτικά ανίκανος άνθρωπος. Μπορείς να βγάλεις τον σκύλο βόλτα; Να κόψεις ξύλα με τσεκούρι; Να οργανώσεις μια κηδεία; Τι έχεις να πεις για ολ' αυτά, ονειροπαρμένε; Ωχού, βαριέμαι να στο αναλύσω περισσότερο.


                                                                                                 Μαραμπού 




15/9/15

Η φυλή των βιβλιόφιλων": γράφουν εναλλάξ ο Παναγιώτης Κροκιδάς και η Κατερίνα Μαλακατέ part 3



Το πρώτο κείμενο είναι το Παναγιώτη Κροκιδά και μπορείτε να το βρείτε εδώ.

Το δεύτερο κείμενο είναι της Κατερίνας Μαλακατέ και θα το βρείτε εδώ


Λίστες - αυτή η αμαρτία
γράφει ο Παναγιώτης Κροκιδάς

Η Κατερίνα δίνει μια πολύ ωραία θεματική πάσα: οι λίστες. Ο κολοφών των αναγνωστικών εμμονών. Η κορωνίδα των ιδιοτροπιών ημών. Γιατί εμείς, οι φυλή των βιβλίων, διακρινόμενοι για την σχιζοφρενική συνέπειάς μας στα βιβλία, στις λίστες νομίζω αγγίζουμε τα έσχατα των παρεξηγήσιμων καπρίτσιων. Μα φανταστείτε (καθένας μπορεί να το παραλλάξει κατά τις σεξουαλικές του γεύσεις): κάθομαι και φτιάχνω την λίστα μου. Ωραιότατη, καθαρογραμμένη, συνεπής (ωραία βιβλία, όχι επαχθή). Η οποία, βέβαια, χάριν της ιστορίας αγγίζει μέγεθος εντυπωσιακό. 

“Τι γράφεις εκεί;” Η φωνή προέρχεται από έναν κορίτσαρο που έχει σκύψει από πάνω μου, στάζοντας χυμούς ερωτικούς. Πιθανές απαντήσεις:
α. Τη λίστα για τα ψώνια (και το χαρτί αποσύρεται διακριτικά)

β. τη λίστα με τα βιβλία που θέλω να διαβάσω.

Φυσικά η δεύτερη απάντηση θα λειτουργήσει σαν κατολίσθηση, ξεκινώντας από τις εξηγήσεις που κάποιος μπορεί να δώσει. Ίσως από αμηχανία, ίσως από χαρά για αυτή την μοναδική ευκαιρία να μιλήσει για το σπορ του, μπορεί να παρεκτραπεί. “Ε, να, είναι πολλά τα βιβλία. Δηλαδή, μην τα βλέπεις τόσα πολλά. Άμα ξεκινήσεις, άμα έχεις ρυθμό, αν δεν βγαίνεις και τόσο - ε, τα καταφέρνεις. Και άλλα τόσα θέλω να διαβάσω το επόμενο εξάμηνο… δηλαδή, μέσα στους επόμενους μήνες - να, γιατί… γιατί τα βιβλία είναι πολλά, και περιμένουν, κι εγώ τις νύχτες στριφογυρνώ από καημό”

“Δηλαδή αυτά θα τα διαβάσεις μέσα σε μερικούς μήνες!”

Πόρισμα; Βλαμμένος.

Δε νομίζω πως οι ανησυχίες μας έχουν κάτι το γοητευτικό. Οι εμμονές είναι πράγματα για τα οποία συνήθως κάποιος προσπαθεί να αποφύγει να δώσει εξηγήσεις, για να μην χάσει την αξιοπρέπειά του. Κι όμως, επιμένουμε. Όσο κι αν καταλαβαίνουμε πως κάτι δεν πάει καλά, βυθιζόμαστε σε αυτόν, τον άλλο κόσμο. Τον δικό μας κόσμο.

Τον χρειαζόμαστε. Κι ίσως γι’ αυτό ανησυχούμε και θέλουμε να μάθουμε τι τρέχει με την πάρτη μας.

Παρακαλώ, καθίστε, μιλήστε μου για εσάς - εμείς, οι άλλοι

Στο διήγημά του, Εμείς, οι άλλοι, ο Μιλχάουζεν, μια γλυκιά και ανησυχητική συνάμα ιστορία φαντασμάτων, γράφει για την μοναξιά των πεθαμένων ψυχών. Αποκλεισμένοι από τις χαρές των ζωντανών, ούτε μεταξύ τους δεν μπορούν να βρουν κατανόηση. Περιφέρονται μόνοι τους, δύστροποι, οργισμένοι. Τα συναπαντήματα μεταξύ τους, σπάνια και τυχαία, ακόμα κι αυτά δεν τους προσφέρουν ανακούφιση - μάλλον φαντάζουν ως δυσάρεστες εκπλήξεις. Μόνο καμιά φορά, μαζεύονται σε σοφίτες, και με λίγα λόγια, νεύματα, προσπαθούν να καταλάβουν τι είναι. Σαν σκιές φεύγουν, καθείς μόνος του, γυροφέρνοντας στο νου σκέψεις και θολές αναμνήσεις. Καμιά φορά νιώθω πως κάπως έτσι κινείται ο βιβλιόφιλος. Εμείς, οι άλλοι, κάπως έτσι περιφερόμαστε μεταξύ των άλλων, αλλά και εντός του κύκλου μας. Διστακτικοί, αλλά και απρόθυμοι. Καμιά φορά χαρούμενοι, μα γρήγορα απομακρυνόμαστε. Καθένας στα βιβλία του που γράφουν τόσο όμορφα πράματα.

Μια ποιοι είμαστε εμείς, οι άλλοι; Βιβλιόφιλοι, βιβλιοφάγοι, βιβλιοχτυπημένοι, εραστές του γραπτού και γραφιάδες;

Στην εικόνα ενός ανθρώπου που στέκεται μπροστά από μια οθόνη (άλλοτε κόλλα χαρτί ή γραφομηχανή), δημιουργούνται κάποια ανάμεικτα συναισθήματα. Όσο κι αν παλεύει, έτσι μόνος του, κλεισμένος σε ένα δωμάτιο, θα προκαλέσει σάστισμα όχι για τον μόχθο του, αλλά μάλλον για τον εγκλεισμό του. Ο περαστικός θα πει “τι φιλοσοφίες γράφεις;”, απορρίπτοντας φυσικά το ενδεχόμενο ο εν λόγω έγκλειστος να κάνει κάτι πέρα από το να χάνει τον χρόνο του. Θα μπορούσε κάλλιστα να τον φανταστεί να κοιτάζει το ταβάνι, με τα ίδια αποτελέσματα. Ενώ η εικόνα κάποιου με ένα μουσικό όργανο αμέσως τον προβιβάζει σε δημιουργό. Θα πει κανείς “έλα, παίξε μου κάτι όμορφο, να γλυκαθούν τα αυτάκια μου”. Ενώ στον εν λόγω γραφιά τι θα πει; Μπορεί να πει “Να χαρείς, γράψε κάτι όμορφο να αγαλλιάσω”; Το αποτέλεσμα θα ήταν τουλάχιστον αποκαρδιωτικό: ο συγγραφέας θα παρέδιδε αβέβαιος το γραπτό του φληνάφημα, ο δε αναγνώστης θα πετούσε αμήχανα μια επιβράβευση, αβέβαιος για την αντίκτυπο των αράδων που μόλις είχε διαβάσει.

Η συγγραφή στα μάτια ενός παρατηρητή ισοδυναμεί με ακατανόητο εγκλεισμό.

Ανέκαθεν οι άνθρωποι ήθελαν να συγχρωτίζονται, να χορεύουν, να γλεντούν, να χρησιμοποιούν τις Τέχνες για να ξεχνιούνται ή να ομορφαίνουν τον κόσμο τους. Όλοι μαζί, μια παρέα. Ακόμα και αυτή η τέχνη της εξιστόρησης γινόταν δημόσια, η ακρόαση ομαδόν, ικανοποιώντας πάμπολλους σκοπούς. Αμφιβάλλω αν η γραφή βρέθηκε επειδή κάποιος μια μέρα αναφώνησε “Αγαπητέ, η φωνή σου πολύ με κουράζει, ενώ κι ο κόσμος που μαζεύτηκε να σε ακούσει μου τσακίζει τα νεύρα. Σε παρακαλώ, γράψε ό,τι έχεις να πεις, να το πάρω να το απολαύσω με την ησυχία μου”. Δεν έμελε εξ αρχής μια τέτοια μοναχικότητα για τις μάζες.

Η ίδια η ανάγνωση έχει καταλήξει μοναχική ασχολία. Στο μεσαίωνα η εικόνα του, σκυμμένου πάνω από τα γραπτά του, μελετητή, ήταν πάντα συνυφασμένη με χλωμούς, φιλάσθενους ανθρώπους, χαμένους σε μπουντρούμια ανήλιαγα. Η ανάγνωση ήταν αδύνατο να γίνει σε ένα χαριτόπλαστο μέρος. Και ίσως ακόμα, μετά από τόσους αιώνες, η ανάγνωση και η γραφή όταν φτάνει στα όρια της λατρείας, γεννάει μια τέτοια εικόνα στον κοινό νου. Και ίσως και εμείς, μέσα από κάποια συλλογική ενοχή που φέρουμε μέσα μας, αρχίζουμε και νιώθουμε πως χωνόμαστε σε ένα τέτοιο μπουντρούμι, όταν αποσυρόμαστε στα βιβλία μας. Ίσως κάποιοι από εμάς να είναι μέρες που γυρνούνε τις σελίδες τους, νιώθοντας τον συγκάτοικο, γονιό ή σύντροφο έτοιμο από στιγμή σε στιγμή να εισβάλει στο δωμάτιο, αναφωνώντας με αγανάκτηση, “πάλι διαβάζεις!” Αν σας φαίνεται αστείος ο τρόμος απέναντι σε αυτό το ενδεχόμενο, αναλογιστείτε πότε ήταν η τελευταία φορά που δεν προφασιστήκατε μια πειστική υποχρέωση αλλά είπατε στα ίσα στον επίμονο φίλο “θα καθίσω μέσα, γιατί διαβάζω ένα βιβλίο”. Είναι ο άτυπος κανόνας: υπάρχει ένα ανώτερο όριο αναγνώσεων -θα έλεγα πως περιέρχεται σε αυστηρά μονοφήφιο αριθμό βιβλίων ανά τριετία- όπου κάποιος δικαιούται να μπορεί να δώσει αυτή την απάντηση. Εμείς, πάντως, το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να καταδικαστούμε να κουβαλάμε την ταυτότητα του σπαστικού, που βγάζει τα μάτια του, περιφρονώντας τις χαρές της ζωής.

Μοναχικοί δεν είμαστε απέναντι στους υπόλοιπους, μα και μεταξύ μας. Όλα ξεκινούν από την φύση της ανάγνωσης. Είναι τόσο εύκολο να απολαύσεις όλα τα ωραία των τεχνών με την παρέα σου. Μα την ανάγνωση όχι. Φανταστείτε δυο ανθρώπους, να διαβάζουν την ίδια στιγμή, στο ίδιο δωμάτιο. Για να προσεγγιστεί ακόμα περισσότερο η απαιτούμενη νοητική σύμπλευση, χάριν του παραδείγματος, οι δύο αναγνώστες διαβάζουν το ίδιο βιβλίο. Κάποιος θα σταματήσει, θα στοχαστεί. Ο άλλος εκνευρισμένος θα σηκώσει το κεφάλι του, ίσως ακολουθήσει την ματιά του συναναγνώστη του -κάτι που από μόνο του θα εντείνει τον εκνευρισμό του- και εκεί κάπου θα σταματήσει η όποια μορφή βιώματος από κοινού. Θα γυρίσουν στα βιβλία τους. Πρόσφατα τέθηκε ένα θέμα για την μοίρα των βιβλιομπλογκς. Πυροδοτήθηκε από μια δημοσίευση της Κατερίνας, στην οποία ο αγαπητός Librofilo κατέληξε εν μέσω άλλων πως σε αυτό ευθύνεται η ανυπαρξία διαλόγου μεταξύ του βιβλιοκόσμου. Πόσο αληθές είναι αυτό! Μα θα μπορούσε να είναι αλλιώς, τα μπλογκς να ανθήσουν από ζουζουνίσματα, πολυφωνία, να οδηγήσουν σε έναν οργασμό γόνιμου διαλόγου; Εγώ πλάθω στο μυαλό μου την εικόνα κόσμου που τον ενώνουν κοινές αγάπες, με διαλόγους κεφάτους για ταινίες, μουσικές, παραστάσεις - σαν ογκόλιθος έρχεται και ισοπεδώνει το λεκτικό γλέντι ο διάλογος βιβλιόφιλων, ο οποίος πανηγυρικά θα περιοριστεί σε κάποια διαφωνία ή συμφωνία, με κουνήματα της κεφαλής. Ίσως, στο τσακίρ κέφι, να παρατεθούν αγαπημένα χωρία, όπου πιθανώς ο άλλος από μέσα του θα διερωτηθεί “που το θυμάται τώρα αυτό ο πούστης”. Κάποιος εκνευρισμός απροσδιόριστος θα δημιουργηθεί μεταξύ των δύο, κι εκεί κάπου θα λήξει το ενσταντανέ. Φυσικά ο χρόνος μετράει αντίστροφα, η άμμος κυλάει αδυσώπητα μέσα από την βιβλιοφιλική κλεψύδρα και τα βιβλία περιμένουν.



Μα δεν είναι απορία άξιον, γιατί διοργανώνονται παρουσιάσεις βιβλίων; Ίσως, πίσω από τις ανάγκες προώθησης που καλύπτονται, να μας οδηγεί ένα ορμέμφυτο να διορθώσουμε την αναποδιά μας, να μαζευτούμε, μήπως και μπορέσουμε να μιλήσουμε μεταξύ μας.

Μοναχικά πλάσματα οι αναγνώστες, λοιπόν. Άλλοι λίγο, άλλοι πολύ. Μοναχική η ανάγνωση, μοναχική και η συγγραφή. Και με αυτό κλείνω εδώ, δίνοντας το μικρόφωνο στην Κατερίνα.



                                                                                   Παναγιώτης Κροκιδάς 


Υ.Γ. 42 Όποιος θα ήθελε να πάρει πάσα από μένα και τον Παναγιώτη και να γράψει κι αυτός την βιβλιοφιλική του εμπειρία είναι ευπρόσδεκτος. Προειδοποιώ πως ο Μαραμπού το έχει κάνει ήδη και θα μπει σφήνα την επόμενη εβδομάδα.


2/9/15

Η φυλή των βιβλιόφιλων": γράφουν εναλλάξ ο Παναγιώτης Κροκιδάς και η Κατερίνα Μαλακατέ part 2




Πριν κάποιον καιρό αποφασίσαμε (με τον Παναγιώτη Κροκιδά) να γράψουμε κείμενα για αυτή την ιδιότυπη φυλή των βιβλιόφιλων, για την έξη και το μαράζι μας με λίγα λόγια. Αν και τα κείμενα γράφονταν κι ενδιάμεσα ενδιαφέρθηκε να γράφει και ο Μαραμπού εγώ δεν τα ανέβαζα- ποιος ξέρει τι υποσυνείδητα καπρίτσια ακολουθούσα. Σήμερα η σειρά επανέρχεται, παραμένει ανοιχτή για όποιον θα ήθελε να συμπληρώσει κάτι και να το στείλει στο kmalakate@gmail.com. 

Το πρώτο κείμενο είναι το Παναγιώτη Κροκιδά και μπορείτε να το βρείτε εδώ


Η φυλή των βιβλιόφιλων


Υπάρχει μια βασική διαφορά ανάμεσα στο να είσαι απλός αναγνώστης- περιστασιακός ή και πιο τακτικός- και το να είσαι βιβλιοχτυπημένος. Αυτό είναι η έξη από τα βιβλία και την ανάγνωση, η πραγματική χρήση των βιβλίων σαν ναρκωτικό, για την παραγωγή ενδορφινών και η ανικανότητα να περάσεις χωρίς αυτά μια ευχάριστη ζωή. Πρόσφατα μου ζήτησαν να μην διαβάζω λογοτεχνία, να επικεντρωθώ στο πρωτογενές γράψιμο, κι έπειτα να ξαναρχίσω, όπως και όσο θέλω, στις διορθώσεις. Ομολογώ πως τα βρίσκω πολύ σκούρα, στην αρχή μετρούσα ώρες, έπειτα στιγμές, τα δοκίμια και η ποίηση δεν με καλύπτουν, έχω ανάγκη ζωντανή την σάρκα της μυθοπλασίας να την κατασπαράξω. Τα υπόλοιπα είναι απλά ορντέβρ για να ανοίγουν την όρεξη.



Τι ξεχωρίζει λοιπόν τον εθισμένο; Μα ο εθισμός του. Ο βιβλιομανής θα ξεκινήσει καινούργιο βιβλίο το απόγευμα, αν και το τελευταίο το τελείωσε μόλις το πρωί. Θα νιώσει ατελείωτες τύψεις αν για κάποιο λόγο δεν διαβάσει καθόλου με στην μέρα. Και κάποιες φορές θα αρνηθεί πρόσκληση για ποτό, καφέ, σινεμά, ραντεβού, γιατί πολύ απλά πρέπει να γυρίσει σπίτι να διαβάσει. Θα συσσωρεύσει γύρω του σωρούς από αδιάβαστα και θα συνεχίσει να αγοράζει κι άλλα – γιατί φοβάται μην εξαντληθούν, γιατί φοβάται μήπως αργότερα στα χρόνια της κρίσης δεν θα έχει κάτι να διαβάζει, γιατί φτιάχνει μια κλασική βιβλιοθήκη αξιώσεων- στην πραγματικότητα ο λόγος είναι ένας, δεν μπορεί να αντισταθεί στη θέα ενός νέου βιβλίου, λαχταριστού και μοσχομυριστού. 

Στο σπίτι του βιβλιοχτυπημένου πάντα θα υπάρχουν καυγάδες με τον έναν ή τον άλλον τρόπο για τα βιβλία. Ξεχωρίζει. Δεν υπάρχει δωμάτιο χωρίς βιβλιοθήκη – συμπεριλαμβανομένων της κουζίνας και του μπάνιου- δεν υπάρχει βιβλιοθήκη χωρίς διπλές σειρές βιβλίων, συχνά τα βιβλία κάνουν μικρές στοίβες στο πάτωμα, αν είναι αρκετά ασεβής ο αναγνώστης μας, τα χρησιμοποιεί για στόπερ στις πόρτες του, για βάση στο λαμπατέρ, ακόμα και για σκαμπό. Πάντα κάπου χωράει μια βιβλιοθήκη ακόμα, αυτός ο πίνακας σε κείνη την γωνιά φαίνεται άχρηστος, έτσι δεν είναι; Και τα παιδιά, τι τα θέλουν τα ψηλά ράφια, δικά μου είναι κι αυτά. Σίγουρα δε τα cd μπορούν να μπουν σε κάποιο ντουλάπι αντί να τρώνε πολύτιμο χώρο βιβλιοαπόθεσης. 

Μικροί καυγάδες και για τα λεφτά αποκλείεται να μην προκύπτουν. Ας μην γελιόμαστε του βιβλιομανούς το βασικό μηνιαίο έξοδο είναι τα βιβλία. Δηλώνει βέβαια συχνά με στόμφο: «Εγώ δεν τα ξοδεύω σε φουστάνια και κραγιόν», «Εγώ δεν καπνίζω ούτε πίνω». Που τα κάνει και αυτά. Αρκεί να μην παρεμβαίνουν στην βιβλιοέξη. Ο βιβλιόφιλος που σέβεται τον εαυτό του προτιμά τις μεγάλες τσάντες γιατί δεν κυκλοφορεί ποτέ χωρίς το βιβλίο του, πάντα μια ευκαιρία μπορεί να βρεθεί, στο τρένο, στην τράπεζα, στο μπαρ που πίνεις το ποτό σου, ε, σόρυ λάθος. 

Και φτάνοντας ως εδώ, λέω να αφήσω τον Παναγιώτη να μιλήσει για την καυτή πατάτα, τις βιβλιολίστες. Και τις βαλίτσες των διακοπών. Α, κι εκείνη την ώρα που διεκδικείς από το ταίρι σου «για να χεις λίγο χρόνο για τον εαυτό σου». 

                                                                                               Κατερίνα Μαλακατέ