29/11/13

"Το πέτρινο νυφικό κρεβάτι", Harry Mulisch




Ένα από τα βιβλία που άλλαξε τα αναγνωστικά ήθη μου για πάντα είναι «Η ανακάλυψη του Ουρανού» του Χάρι Μούλις. Τον ανακάλυψα περίπου μια δεκαετία πριν και παγίωσε μέσα μου την πεποίθηση πως δεν γουστάρω να διαβάζω πράγματα που δεν θα θυμάμαι μια εβδομάδα μετά.«Το πέτρινο νυφικό κρεβάτι» είναι από τα καλύτερά του ∙ ή μπορεί να φταίει πως είχα καιρό να πιάσω κάτι δικό του στα χέρια μου.

Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος ο Αμερικάνος οδοντίατρος Νόρμαν Κόρινθ που το 1956  λαμβάνει μια πρόσκληση για να συμμετάσχει σε ένα συνέδριο στην Ανατολική Γερμανία και συγκεκριμένα στην Δρέσδη. Ο γιατρός δέχεται σχεδόν αμέσως και βρίσκεται στην πόλη σαν σε όνειρο. Εκεί θα ξυπνήσουν οι μνήμες για τη συμμετοχή του στον βομβαρδισμό 12 χρόνια πριν, θα συναναστραφεί μια όμορφη Γερμανίδα, τη Χέλα, που θα θελήσει να γαμήσει με όλη του τη δύναμη κι έναν προβοκάτορα Δυτικογερμανό τον Σνάιντερχαρτ. Την κοπέλα θα κατορθώσει να την ρίξει στο κρεβάτι παρ’ όλο που το πρόσωπό του είναι όλο μια ουλή. Αλλά δεν θα καταφέρει να τα βγάλει πέρα με αυτό που του ξυπνά η πόλη, που δεν είναι τύψεις, ούτε είναι ένταση. Είναι απλά μια ατελείωτη κούραση, μια ένσταση για όλη την ανθρώπινη ύπαρξη. Γιατί ο πόλεμος είναι πόλεμος, το παρελθόν αδύνατο να αναιρεθεί και το μέλλον ανύπαρκτο. Γιατί η Ιστορία έχει δυο πλευρές, όλες απάνθρωπες. Και στην τελική οι χαμένοι και οι κερδισμένοι  είναι κι αυτοί αδιάφοροι μπρος στην κοινή θηριωδία.

«Σκέφτηκε, υπάρχουν δυο ιστορίες. Με την αίσθηση πως ανακάλυψε κάτι μάζεψε τα πόδια του, με τα μάτια κλειστά. Στο πρόσωπό του ένιωθε τον σιωπηλό ήλιο. Σκέφτηκε, η μία είναι η ιστορία του πνεύματος, αιματηρού αλλά πνεύματος, της πρόθεσης, των συνεπειών: ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Καίσαρας, ο Ναπολέων- η Μάχη του Μαραθώνα, η Μάχη της Δρέσδης, ο βομβαρδισμός του Βερολίνου, του Αμβούργου. Αυτός είναι ο χρόνος, η εξέλιξη. Αλλά από δίπλα, από κάτω, υπάρχει η αντί-Ιστορία στην σιωπή του θανάτου, και κατά διαστήματα η Ιστορία βυθίζεται μέσα σε αυτήν. Τότε ισχύει η αντι-Ιστορία, του Μάο Ντουν Τανχού, του Αττίλα, του Ταμερλάνου, του Τζένγκις Χαν, του Χίτλερ. Τότε δεν υπάρχει πια σκέψη, ούτε πρόθεση ούτε συνέπεια- μόνο το τίποτα. Μεταξύ των σφαγών των Ούννων και των στρατοπέδων συγκέντρωσης του Χίτλερ δεν μεσολάβησε ο χρόνος. Κείτονται δίπλα δίπλα στον πυθμένα της αιωνιότητας. Σκέφτηκε, κι εκεί βρίσκεται και η Δρέσδη».
  
Ο Νόρμαν Κόρινθ είναι ένας τυρανισμένος άνθρωπος που στο τέλος δε βρίσκει τη λύτρωση. Ο Χάρι Μούλις είναι ένας  συγγραφέας που δεν οδηγεί ποτέ στην κάθαρση. Γεννημένος από πατέρα που αναγκάστηκε να συνεργαστεί με τους Ναζί για να γλιτώσει τον Χάρι και την Εβραία μητέρα του από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, έχει παρ’ όλα αυτά το προνόμιο να είναι αυθεντικός λογοτέχνης, πέρα από τις εμμονές του με τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το μυθιστόρημα δεν είναι αντιπολεμικό, δεν είναι ηθικοπλαστικό, αντικρίζει τον- άχρηστο εν πολλοίς - βομβαρδισμό της Δρέσδης – ο πόλεμος είχε ήδη κερδηθεί- ως ένα από τα πολλά μελανά σημεία της Ιστορίας. Η γραφή είναι στρωτή, ώσπου δεν είναι, το βιβλίο έχει μοντέρνες πινελιές στην αφήγηση χωρίς να κουράζει. Κι αν αναλογιστεί κανείς πως αυτό είναι το μυθιστόρημα με το οποίο ο Μούλις έκανε την εμφάνισή του στα γράμματα το 1959 δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί.

"Το πέτρινο νυφικό κρεβάτι", Χάρι Μούλις, μετ. Ινώ Βαν Ντάικ-Μπαλτά, εκδ. Καστανιώτη, 2005, σελ. 181



27/11/13

Γράφοντας ένα μπεστ σέλερ



Σήμερα μιλώντας με μια νεαρή κοπέλα που μου δήλωσε πως συγγράφει- εντάξει ελαφρά πιο νεαρή από μένα, εκεί γύρω στα 20- άκουσα για δεύτερη φορά μέσα στον τελευταίο χρόνο την ατάκα : «Τώρα γράφω μια αηδία για μπεστ σέλερ για να μπορώ μετά να γράφω και να εκδίδω ό,τι θέλω». Ε, λοιπόν, η ιδέα, που ακούγεται- και είναι εν πολλοίς- γελοία είχε περάσει και από το δικό μου φτωχό μυαλό κοντά μια δεκαετία πριν. Τι πιο εύκολο για κάποιον που έχει ευχέρεια στον γραπτό λόγο να στήσει μια «τηλεοπτική πλοκή» με προδοσίες, απιστίες, τρίο, κι ένα μωρό που μεγαλώνει με τον λάθος πατέρα. Αμ, δε…

Ανακάλυψα δυο βασικά πράγματα. Το πρώτο είναι πως αν δεν διαβάζεις βιβλία αυτού του τύπου δυσκολεύεσαι να τα μιμηθείς. Και δεύτερον, πως όσο κι αν προσπαθεί κανείς η πραγματική φύση του γράφοντος ξεχειλίζει. Από κείνη την «έμπνευση» προέκυψε το προηγούμενο μου μυθιστόρημα που παραμένει ανέκδοτο κι όσοι το έχουν διαβάσει μπορούν να διαβεβαιώσουν πως δεν θα είχε ποτέ καμία τύχη στον κόσμο των ευπώλητων∙ πολύ σύντομα εγκατέλειψα την πεπατημένη κι άρχισα να γράφω ελεύθερα.

Είναι δύσκολο να κοροϊδέψεις τον αναγνώστη, ακόμα και τον πιο απαίδευτο. Οι κυρίες που γράφουν τις ροζ σούπες με τα πολλά αποσιωπητικά και θαυμαστικά είναι αναγνώστριες ανάλογων πονημάτων. Διαφορετικά, κάποια στιγμή σου τη βιδώνει, κάνεις την πλοκή μπάχαλο και η διαστροφή του συγγραφέα φανερώνεται.

Το τωρινό βιβλιαράκι μου, που θα εκδοθεί σε λίγο, άρχισε να γράφεται χωρίς αυταπάτες, περιλαμβάνει τις εμμονές μου ατόφιες αν και έχει μια κάπως ακατέργαστη μορφή σε σχέση με τα σημερινά μου κείμενα- η αρχική σύλληψη εξάλλου περιλαμβάνεται σε ένα διήγημα που έγραψα μια δεκαετία πριν. Δεν έχω πια μεγάλες ιδέες πως θα μπορούσα ποτέ να εκδώσω ένα βιβλίο που να πουλήσει 50.000 αντίτυπα κι έπειτα να κάνω ό,τι θέλω. Κι όποτε το ακούω από νεαρά χείλη, χαμογελάω και δεν μιλάω. Ίσως ο μόνος τρόπος για να την βγάλει κανείς από το μυαλό του είναι να σπάσει τα μούτρα του. 


26/11/13

"Dogs never bite me. Just humans.", του Μαραμπού





Γνώρισα τον Τόμας Σάβατζ και το βιβλίο του “Η εξουσία του σκύλου” μέσα από το δοκίμιο του Ζαν Μπερτράν-Πονταλίς “Αδελφός του προηγούμενου”. Στο δοκίμιο περιγράφονται οι σχέσεις – συχνότατα οδυνηρές – μεταξύ αδερφών, διατρέχοντας κυρίως λογοτεχνικά περιβάλλοντα. Ο Πονταλίς έκανε εγκωμιαστικά σχόλια για το βιβλίο του Σάβατζ, κάνοντας μνεία στην σκληρότητα των ηρώων του βιβλίου, χρησιμοποιώντας και ένα λογοπαίγνιο με τη λέξη savage που σημαίνει βάναυσος/ άγριος.

Ανακάλυψα ότι ο Σάβατζ έχει πλούσια βιβλιογραφία αλλά ισχνή μεταφραστική παραγωγή στη χώρα μας, με μόλις ένα βιβλίο μεταφρασμένο, που για καλή μου τύχη είναι η “Εξουσία του σκύλου”! Οι κεντρικοί ήρωες του βιβλίου είναι τα δύο αδέρφια, πλούσιοι ιδιοκτήτες του μεγαλύτερου ράντσου της περιοχής· ο Φιλ και ο Τζορτζ. Ο Φιλ είναι ψιλόλιγνος και έξυπνος, δεινός ιππέας, επιδέξιος με τις σκληρές δουλειές του ράντσου που τις διεκπεραιώνει πάντα χωρίς γάντια και γι' αυτό γίνεται αντικείμενο θαυμασμού από τους εργάτες. Επίσης, είναι πολύ αλαζόνας, «δίνει αξία εκεί που υπάρχει αξία» όπως λέει, περιφρονητικός απέναντι σε συμπεριφορές και καταστάσεις που δεν ταιριάζουν στον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του.  Αντίθετα, ο Τζορτζ είναι κοντόχοντρος (χοντρομπαλάς, κατά τα λεγόμενα του Φιλ) και αργόστροφος, μιλάει λίγο και η παρουσία του και μόνο αρκεί να πνίξει στην βαρυθυμία μια εύθυμη παρέα εργατών.

Τα δυο αδέρφια (πλέον σχεδόν 40 χρονών) κοιμούνται ακόμα στο ίδιο δωμάτιο, κυρίως από συνήθεια, που δεν μπορεί να διαταράξει ούτε η αχανής έκταση του σπιτιού με τα δεκαέξι δωμάτια. Το ράντσο είναι ανδροκρατούμενο από ιδρωμένους άντρες που δουλεύουν εξαντλητικά κουμαντάρωντας τα εκατοντάδες βοοειδή, με μόνη θηλυκή παρουσία την γηραιά μαγείρισσα Λιούις που τους σερβίρει το πλούσιο πρωινό πριν την έναρξη της εργασίας.

Τα πράγματα περιπλέκονται όταν ο Τζορτζ αποφασίζει να παντρευτεί μυστικά την όμορφη ιδιοκτήτρια του πανδοχείου της γειτονικής πόλης όπου κάθε χρόνο τα δυο αδέρφια πηγαίνουν να πουλήσουν τα βόδια τους. Η Ρόουζ είναι η χήρα γυναίκα του αλκοολικού γιατρού της πόλης, ο οποίος αυτοκτονεί από ντροπή και εξευτελισμό όταν δεν καταφέρνει να υπερασπιστεί τον γιο του από τα ειρωνικά σχόλια του Φιλ στο μπαρ της πόλης, που ισχυρίστηκε ότι ο Πίτερ είναι “αδερφή” σύμφωνα και με τα κουτσομπολιά που διαδίδονται στην πόλη.

Ο Πίτερ είναι πράγματι ασυνήθιστο παιδί σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Αρκετά μοναχικός, αρέσκεται σε περιπάτους πλάι στην λίμνη και σε συνθέσεις χάρτινων λουλουδιών που έμαθε από την μητέρα του. Μια τέτοια χάρτινη σύνθεση (ανεπίτρεπτο για έναν άντρα!) γίνεται η αφορμή, να ειρωνευτεί χρόνια αργότερα, ξανά ο Φιλ, τον περήφανο έφηβο Πίτερ που ονειρεύεται να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του, προκαλώντας τα συναισθήματα συμπόνοιας του Τζορτζ, ο οποίος επιστρέφει στο πανδοχείο για να ζητήσει συγγνώμη από την στενοχωρημένη Ρόουζ.

Η Ρόουζ εγκαθίσταται στο ράντσο των αδερφών και ο Τζορτζ εγκαταλείπει για πρώτη φορά το παιδικό δωμάτιο. Ο Φιλ γίνεται ο δαίμονας της Ρόουζ, η οποία μην αντέχοντας την σιωπή του και την περιφρόνησή του για αυτήν την επιτήδεια (κατά τον Φιλ) γυναίκα που εποφθαλμιά τα χρήματα τους αλλά και τον αργόστροφο Τζορτζ που δεν μπορεί να διαβλέψει το σχέδιο, οδηγείται σιγά σιγά προς τον αλκοολισμό. Ο Φιλ αναγνωρίζει τα σημάδια και αναμένει την στιγμή που θα το καταλάβει και ο Τζορτζ και θα την διώξει επιτέλους από το σπίτι. Το καλοκαίρι έρχεται και ο Πίτερ στο ράντσο, όπου μέσα από λεπτές κινήσεις, αντάξιες ενός σπουδαίου χειρουργού που ονειρεύεται να γίνει, δίνει την τελική λύση στο δράμα που βιώνει η μητέρα του.

Είχε συλλογιστεί ο Τζορτζ πως όταν το καλοκαίρι το παιδί θα μπαινοβγαίνει στο σπίτι, θα είναι μιας συνεχής υπενθύμιση πως ο Τζόρτζι δεν ήταν ο πρώτος που της έμαθε τα κόλπα; Είχε την αίσθηση ότι ο Τζορτζ απεχθανόταν τις αδερφούλες τόσο όσο και αυτός, και τώρα θα υπήρχε μια τέτοια ανάμεσά τους, στο σπίτι τους, να σαχλαμαρίζει, ν' αφουγκράζεται τα πάντα. Ο Φιλ αντιπαθούσε στο έπακρο τον τρόπο που περπατούσαν και που μιλούσαν.

Το βιβλίο διαθέτει εξαιρετική πλοκή και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες αποδεικνύονται εξίσου ενδιαφέροντες με τους κεντρικούς. Οι εσωτερικές συγκρούσεις των ηρώων είναι θαυμαστές. Με αιχμαλώτιζαν τόσο κατά την ανάγνωση, ώστε σε μερικά σημεία που παρεμβάλλονται παράταιρα περιστατικά (η πορεία ενός ινδιάνου με το γιο του από το καταυλισμό που τους έχουν περιορισμένους, στην γη των προγόνων τους, εκεί που τώρα βρίσκεται το ράντσο), τα οποία αργότερα θα εξυπηρετούσαν περισσότερο την πλοκή, μου φάνηκαν σαν αδιανόητη διακοπή, διαφημίσεις σε μια καθηλωτική ταινία!

Το φόντο της ιστορίας μού θύμιζε τον “Γητευτή των αλόγων” που είχα διαβάσει αναγκαστικά (αλλά όπως αποδείχθηκε με αρκετή ευχαρίστηση) για την εξεταστική κάποιου εξαμήνου. Φυσικά, οι δυο ιστορίες δεν έχουν καμία σχέση! Ίσως, να θυμίζει και λίγο Φώκνερ ή Στάινμπεκ. Το επίμετρο είναι της Άννι Πρου που έγραψε το “Μυστικό του Brokeback Mountain” και οι επιρροές της δύσκολα κρύβονται. Κάποιες κριτικές που ακολούθησαν το βιβλίο αυτό του Σάβατζ, κάνουν λόγο για μια καταπιεσμένη ομοφυλοφιλία του Φιλ, που καμουφλάρεται κάτω από το προσωπείο του πραγματικού άντρα που απαιτεί η δουλειά σε ένα ράντσο, καθώς και μέσα από την περιφρόνηση που επιφυλάσσει στις “αδερφές”. Μέσα από την επαφή του Πίτερ με τον Φιλ, στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, φαίνεται να ετεροπροσδιορίζεται η καταπιεσμένη φύση του Φιλ.

Μέχρι να διαβάσω το επίμετρο δε μου είχε γίνει διακριτή, μέσα από την αφήγηση, αυτή η σκέψη. Ωστόσο, καθώς ανατρέχω σε κάποια κομμάτια της αφήγησης, διακρίνω πλέον μερικές ενδείξεις. Όπως και να' χει, αυτό το βιβλίο υπήρξε τομή στην αποδόμηση των ιστοριών που είχαν ως ήρωες, καουμπόηδες της άγριας δύσης και αποτέλεσε κοινωνικό σχόλιο εναντίον της πατριαρχικής κοινωνίας.

“Η εξουσία του σκύλου” είναι θαυμάσιο βιβλίο και για 3.50 ευρώ που κοστίζει η αγορά του, θα λάβετε περίσσευμα εγγυημένης απόλαυσης. Προλάβετε πριν εξαντληθεί!





Σημ. : Η φράση “Dogs never bite me. Just humans” αποδίδεται στην Μέριλυν Μονρόε και την βρήκα πολύ ταιριαστή με τον τίτλο του βιβλίου του Σάβατζ, για τον οποίο δεν μαθαίνουμε την σημασία του παρά μόνο στην τελευταία σελίδα. Ωστόσο, όλη η προηγούμενη αφήγηση, ερμηνεύει ποικιλοτρόπως τον διφορούμενο τίτλο, εστιασμένη περισσότερο στην σκληρότητα των χαρακτήρων, από και προς όλες κατευθύνσεις.

                                                                                 Μαραμπού


"Η εξουσία του σκύλου", Τόμας Σάβατζ, μετ. Κώστια Κοντολέων, εκδ. Άγκυρα, 2007, σελ.400

Υ.Γ. 42 Αφού δεν διαβάζω εγώ, ας διαβάζει κανένας άλλος σε αυτό το blog... Τα κείμενα του Μαραμπού στο Διαβάζοντας εδώ.

24/11/13

"Μάμα Φρανκ", Μαριάννα Παπουτσοπούλου


Νουβέλα επιγράφεται το μικρό βιβλιαράκι της Μαριάννας Παπουτσοπούλου "Μάμα Φράνκ", αλλά μάλλον δεν είναι. Δεν μιλάμε εδώ για έναν μύθο με αρχή μέση και τέλος, αλλά μάλλον για μια γραφή παραληρηματική, έτοιμη να μας πει τις αλήθειές της συμπυκνωμένες. Μόνο αφορμή είναι η ύπαρξη της ηρωίδας, στο βιβλίο αποτυπώνονται οι σκέψεις της ίδιας συγγραφέως, κάποτε χαοτικές, άλλοτε ξεκάθαρες, για το παρελθόν και το μέλλον, τη θρησκεία και την πολιτική, τις σχέσεις και τα αισθήματα, τα σοβαρά και τα ασήμαντα, όλα εκείνα που μας κάνουν να πιστεύουμε πως αξίζει να ζεις.

Βιβλίο πληθωρικό, όπως άλλωστε και η ίδια η Παπουτσοπούλου, αναμιγνύει μνήμες παλιές με τωρινά δεδομένα, λέει πράγματα που μπορεί και να πληγώνουν έτσι απλά, στη ροή μιας κουβέντας. Η μικρή νουβέλα είναι ιδανική για έναν απογευματινό καφέ, ένα διάλειμμα από κάποιο μεγαλύτερο βιβλίο, ίσα για να δώσει μιαν ανάσα, τροφή για σκέψη και ρεμβασμό και στο τέλος ένα χαμόγελο. 

Η Μαριάννα Παπουτσοπούλου είναι κυρίως γνωστή για την νεότερη μετάφραση του Αλεξανδρινού κουαρτέτου. 

"Μάμα Φρανκ", Μαριάννα Παπουτσοπούλου, εκδ. Γαβριηλίδης, 2013, σελ.138

21/11/13

"Η Υπόσχεση" , Friedrich Dürrenmatt




Ήδη από την εισαγωγική συνέντευξη του Φρήντριχ Ντύρενματ που περιλαμβάνεται στην ελληνική έκδοση της «Υπόσχεσης» καταλαβαίνει κανείς πως πρόκειται για ιδιότυπο συγγραφέα, γεμάτο κολλήματα και εμμονές αλλά και μια σταθερότητα στον παραλογισμό και στην κρίση μεγαλείου που χαρακτηρίζει πολλούς συγγραφείς της Κεντρικής Ευρώπης. Το ίδιο το μυθιστόρημα, βγάζει ακριβώς αυτή την τρέλα, πατάει σταθερά και αργά σε μια ιστορία που ίσως και να μοιάζει συνηθισμένη για να δώσει ως το τέλος μια σφαλιάρα ηθικής ξεγυρισμένη- μια ηθικής ξεδιάντροπης και διαφορετικής, που πάντως αποτελείται από αυστηρούς κανόνες συνείδησης ίσως και ξεροκεφαλιάς.

Αφηγητής της ιστορίας είναι ένας τέως διοικητής της αστυνομίας που λέει σε έναν συγγραφέα που μόλις γνώρισε μια παράξενη ιστορία. Ο άλλοτε υφιστάμενος του, Ματέι, ένας άντρας που διεκπεραίωνε το καθήκον του αποτελεσματικά αλλά χωρίς ίχνος συναισθήματος, έχει φτάσει να είναι ένας κουρελής πρατηριούχος καυσίμων. Αιτία η εμμονή του με μια υπόθεση. Όταν ένας κοριτσάκι βρίσκεται δολοφονημένο, ο Ματέι αναλαμβάνει αρχικά την υπόθεση κι έπειτα την παραδίδει σε κάποιον άλλο γιατί φεύγει με μετάθεση στο Αμμάν της Ιορδανίας. Ένοχος κρίνεται ο γυρολόγος που βρήκε το κοριτσάκι, που έπειτα από πολύωρες ανακρίσεις ομολογεί και κατόπιν αυτοκτονεί. Ο Ματέι πεπεισμένος για την αθωότητα του γυρολόγου και σίγουρος πως τα παιδιά είναι ακόμα σε κίνδυνο αποφασίζει να μη φύγει κι όταν οι ανώτεροι του αρνούνται να τον βοηθήσουν, στήνει ως πολίτης πια ένα δόλωμα.

Το βιβλίο μοιάζει σαν μια αστυνομική ιστορία, όμως όσο βαθαίνει η υπόθεση, το αστυνομικό του πράγματος γίνεται αδιάφορο. Προς το τέλος είναι ξεκάθαρο πια πως το νόημα είναι αλλού. Ο Ντύρενματ- που είναι γνωστός κυρίως για τα θεατρικά του έργα όπως "Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας"- επιφυλάσσει μια σχεδόν διεστραμμένη τύχη στον κεντρικό του ήρωα. Από καπρίτσιο, ακεραιότητα, πείσμα ίσως, τον καθιστά κοινωνικό απόκληρο, τον θέτει στο περιθώριο. Κι όλα αυτά τυχαία όπως γίνονται όλα στη ζωή. Το κείμενο καταλήγει μια απλή φιλοσοφική πραγματεία, χωρίς πουθενά κανένας από τους ήρωες να αμπελοφιλοσοφεί.  

Η γραφή του Ντύρενματ έχει κάτι από το αφαιρετικό πνεύμα του Μπέρχαρντ και την πληθωρικότητα ενός διεστραμμένου νου. Ακόμα και το χιούμορ είναι ένας συνεχής σαρκασμός. Οι ήρωες του δεν φτάνουν στην κάθαρση, ακόμα κι όταν δικαιώνονται. Τα πράγματα συνεχίζουν να κυλούν ως είχαν ακόμα κι όταν μια καθωσπρέπει κυρία διηγείται τη χειρότερη διαστροφή, όπως είναι ο βιασμός και η δολοφονία ενός παιδιού. Κι αυτό στην τελική ανάλυση είναι που τα κάνει να μοιάζουν τόσο αληθινά.


"Η Υπόσχεση", Φρήντριχ Ντύρενματ, μετ. Άγγελος Παρθένης, εκδ. Ροές, 1994, σελ.200



18/11/13

Εσείς αγαπάτε τον Τζόυς;





Με προκάλεσε πρόσφατα μια φίλη αναγνώστρια του blog (η Μαριέττα Ζαφειρίου) να γράψω τι είναι αυτό που μας κάνει να αγαπάμε ένα βιβλίο ή όχι, να κάνουμε υπομονή αν κάποιες περιγραφές μοιάζουν ακατανόητες, να είμαστε ανεκτικοί με κάποια μυθιστορήματα και ανυπόμονοι με άλλα.

Για αρχή το αυτονόητο, το αν και τα πόσον μπορούμε να διαβάσουμε τα «δύσκολα» βιβλία, αυτά που απαιτούν να νικήσουμε την έμφυτη ροπή μας προς τη γρήγορη υπόθεση, τον εύκολο μύθο που κρατά την προσοχή μας με συνεχείς ανατροπές κι όχι με το το βάθος των νοημάτων, έχει να κάνει με τα προηγούμενα διαβάσματά μας. Ναι, τόσο απλά, αν διαβάζεις ροζ ευπώλητα, καπάκι δεν μπορείς να διαβάσεις Πύντσον. Από την άλλη, αυτό το υπόβαθρο δεν μπορεί να είναι ίδιο για όλους, όσο Ντοστογιέφκσι κι αν έχουμε διαβάσει, ούτε υπάρχει και ειδικό «ποιοτικόμετρο» να καθορίσει τις αναγνώσεις μας. 

Αν υποθέσουμε όμως πως μιλάμε για αναγνώστες που λίγο ως πολύ ασχολούνται με τη σοβαρή λογοτεχνία, αγαπούν τα πραγματικά βιβλία κι έχουν, εκτός από τη στιγμιαία απόλαυση ενός μπεστ σέλερ, βάλει στη ζωή τους κι εκείνα τα βιβλία που απαιτούν τη λογική πέρα από το θυμικό τους. Και φυσικά ας βάλουμε στο στόχαστρο ένα τέτοιο βιβλίο. Τι κάνει τον καθένα μας να το αγαπά ή να το σιχαίνεται. Μα το προσωπικό γούστο. Πέρα από την παιδεία, την τριβή, τη σκέψη, η τέχνη είναι και απόλαυση. Το γούστο δε μετριέται, δεν μπορεί να μπει σε καλούπια ούτε και να κατηγορηθεί για τίποτα.

Όλα αυτά ισχύουν εφ' όσον μιλάμε για ένα βιβλίο σχετικά νέο, από έναν συγγραφέα που δεν έχει ακόμα κριθεί από την ιστορία ως κλασικός. Εκεί τα πράγματα μοιάζουν απλά, εκφράζουμε την άποψη μας χωρίς φόβο και πάθος. Όμως  τι γίνεται με τα "μεγάλα ονόματα"; Μήπως με αυτούς είμαστε δεκτικότεροι γιατί είμαστε ήδη θετικά προκατειλημμένοι από την φήμη τους; 

Ξέρουμε πως περιμένουμε ένα αριστούργημα κι έτσι τα βγάζουμε πέρα ευκολότερα στις κακοτοπιές, κάνουμε μεγαλύτερη υπομονή όταν κάτι μοιάζει ακατανόητο γιατί οι κριτικές μας υπόσχονται τη δικαίωση. Κι αν παρ’ όλα αυτά δεν δικαιωθούμε, σπανίως καταφέρνουμε να ψελλίσουμε την αντίθεσή μας. Ξέρω πολύ λίγους βιβλιόφιλους που θα παραδέχονταν ανοιχτά πως θεωρούν τον «Οδυσσέα» σκουπίδι, αν και ξέρω αρκετούς- ανάμεσά τους κι εμένα- που ομολογούν ευθαρσώς πως δεν τα κατάφεραν και πολύ καλά μαζί του, χωρίς παρ’ όλα αυτά να αμφισβητούν την αξία του. Ίσως λοιπόν πέρα από τις «αγνές» προθέσεις να υπάρχει κι ένας σπόρος ντροπής. Δεν τολμάμε να δηλώσουμε πως δεν μας άρεσε ένας κλασικός, ενώ θεωρούμε αυτονόητο πως μπορούμε να το πούμε για όποιον άλλο συγγραφέα, ακόμα και τους χαρακτηρισμένους ποιοτικούς.

Ναι, η φήμη που προηγείται ενός βιβλίου επηρεάζει τα λογοτεχνικά μας ήθη. Και οι κακές λογοτεχνικές παρέες επίσης. Σε έναν άσχετο εκφράζεσαι ευκολότερα, σε κάποιον που ξέρει πιο πολλά από σένα κωλώνεις. Μερικές φορές, καταλήγεις να λες πως διάβασες ένα σωρό βιβλία και τα απόλαυσες, ενώ τα έχεις παρατήσει στην σελίδα 40. Και ο βιβλιοφιλικός κύκλος ξεκινά πάλι από την αρχή.


15/11/13

"Ο Αγγελοπλάστης", Stefan Brijs




Πιθανότατα δεν θα αγόραζα τον «Aγγελοπλάστη» αν δεν ήταν σε προσφορά. Ομολογώ πως τον βέλγο Στέφαν Μπράις δεν τον είχα ξανακούσει, και γι’ αυτό άλλωστε έμεινε τόσον καιρό στο ράφι με τα αδιάβαστα- από το προηγούμενο παζάρι. Κακώς. Το μυθιστόρημα είναι ευκολοδιάβαστο, το θέμα του ενδιαφέρον και η ικανότητα του συγγραφέα να διερευνά την ανθρώπινη ψυχή στις πιο δύσκολες από τις εκφάνσεις της αξιοθαύμαστη.

Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος ο γιατρός Βίκτορ Χόπε που γυρνά στο χωριό του, το Βολχάιμ, στα σύνορα ανάμεσα στην Ολλανδία, το Βέλγιο και τη Γερμανία, δίπλα στο λεγόμενο τριεθνές. Μαζί του φέρνει και τους τρεις γιούς του, μωράκια τρίδυμα ομοζυγωτικά που μοιάζουν εκπληκτικά σε κείνον όταν ήτανε μικρός, με βασικό τους χαρακτηριστικό το λαγώχειλο που είχε κι αυτός.

Η συμπεριφορά του γιατρού ξενίζει τους κατοίκους του χωριού που έχουν να τον δουν είκοσι χρόνια. Ο Χερ ντόκτορ δεν δείχνει να μπορεί να κατανοήσει ένα αστείο, δυσκολεύεται να φτιάξει σχέσεις με τους ανθρώπους, κρατά τα παιδιά έγκλειστα στο σπίτι. Εμπιστεύεται μόνο μια Γερμανίδα συνταξιούχο δασκάλα που αναλαμβάνει να τα μεγαλώσει.

Σιγά σιγά το μυστικό του γιατρού ξετυλίγεται, μαζί με το παρελθόν του κι αρχίζουν να θίγονται πράγματα πολύ σοβαρά, όπως ο αυτισμός, η κλωνοποίηση, η βιοηθική, η αγάπη των γονιών προς τα παιδιά, η τεκνοποίηση των ομόφυλων ζευγαριών, η ζωή στην επαρχία με όλα τα προβλήματα της κλειστής κοινωνίας, ο τρόπος που οι επίσημοι λειτουργοί της θρησκείας στρεβλώνουν την έννοιά της.

Σε κάποια μέρη η αφήγηση κάνει κοιλιά. Όμως, τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται είναι προβοκατόρικα κι έτσι κρατά την προσοχή. Δεν πρόκειται φυσικά για κανένα αριστούργημα, αλλά μερικές φορές αρκεί μια καλογραμμένη ιστορία για να κορέσει την αναγνωστική πείνα.   

"Ο Αγγελοπλάστης", Στέφαν Μπράις, μετ. Ινώ Βαν Ντάικ-Μπαλτά, εκδ. Καστανιώτη,2007, σελ.443


12/11/13

"όταν ήμουν θνητός", Javier Marias



Όπως μας ενημερώνει ο ίδιος ο συγγραφέας στον πρόλογο, τα διηγήματα της συλλογής «όταν ήμουν θνητός» γράφτηκαν κατά παραγγελία, για μια εφημερίδα, ένα έντυπο, κάποιον που ζήτησε κάτι με συγκεκριμένο θέμα,  με απαιτήσεις για τη γλώσσα, τον αριθμό των λέξεων, ίσως και το αποτέλεσμα. Όμως κανένα δε φαίνεται βεβιασμένο, αποδεικνύοντας πως το ταλέντο, ακόμα κι αν το βάλεις σε καλούπια, έχει τον τρόπο του να ξεγλιστρά. Όπως άλλωστε και οι εμμονές. Γιατί παρ’ όλο που τα κείμενα γράφτηκαν με χρονική διαφορά, μοιάζουν σαν να μπαίνουν το ένα στο άλλο, να είναι συνέχεια ενός και μόνου βιβλίου που γράφεται σε αποσπασματικές συνέχειες.

Εδώ συναντάμε γνώριμα μοτίβα του Μαρίας, το πώς συμπεριφέρεται ο καθένας όταν βρεθεί σε δύσκολες καταστάσεις ή απλά κωμικές, την αίσθηση πως κάθε άνθρωπος μες στη μοναξιά του μπορεί να συνάψει ουσιαστικές σχέσεις, την τυχαιότητα ως το ποιόν αγαπάμε, ποιόν μισούμε, τι είμαστε και τι κάνουμε στη δεδομένη στιγμή. Και φυσικά την άποψή του για τη μονιμότητα των σχέσεων, το γάμο, τη μονογαμία και την πολυγαμία- σκέψεις που σα να στοιχειώνουν το έργο του.

"Υποσχέσεις αιώνιου έρωτα"
"Ναι, ποιός δεν έχει δώσει τέτοιες υποσχέσεις και κανείς δεν τις εκπληρώνει. Όλοι μιλάμε πολύ, οι γυναίκες απαιτούν να τους μιλάς, γι' αυτό μαθαίνω τη γλώσσα της χώρας πολύ γρήγορα, αυτές πάντα θέλουν να τους μιλάς, ιδίως μετά, εγώ θα προτιμούσα να μη λέω τίποτα, ούτε μετά, ούτε πριν, όπως στο ποδόσφαιρο, βάζεις ένα γκολ και φωνάζεις, δεν χρειάζεται να πεις ούτε να υποσχεθείς τίποτα, είναι γνωστό ότι θα βάλεις κι άλλα γκολ, αυτό είναι όλο. Αυτή δεν καταλαβαίνει, πιστεύει πως είμαι δικός της, για πάντα. Είναι πολύ νέα" 

Η γραφή του Μαρίας ρέει ευχάριστα, με μια δόση ειρωνείας όση ακριβώς πρέπει για να μην παίρνει πολύ στα σοβαρά τον εαυτό της, να βλέπει πράγματα όπως η ζωή και ο θάνατος με την πρέπουσα ελαφρότητα. Το μακάβριο μοιάζει εδώ αυτονόητο, το ίδιο και το τραγικό, περίπου όπως ζούμε στην πραγματικότητα. 

"Όταν ήμουν θνητός", Χαβιέρ Μαρίας, μετ. Βιβή Φωτοπούλου, εκδ. Σέλας, 2000, σελ. 189


Υ.Γ. Διάλεξα τα διηγήματα γιατί φαντάστηκα πως στην κατάστασή μου θα ήταν ευκολότερο να συγκεντρωθώ στο μικρό κείμενο. Όμως όσο κι αν απόλαυσα και αυτά, αλλά και τα προηγούμενα του Καλβίνο, τώρα λαχταρώ πια ένα «μεγάλο παραμύθι», που θα με χώσει με το κεφάλι στην ιστορία, κάτι που θα εστιάσει στο μύθο, θα με παρασύρει σε ένα ρυθμό για μέρες. Μεγαλώνοντας συμπαθώ το διήγημα όλο και περισσότερο- ίσως γιατί ως γραφιάς είναι το είδος που μου ταιριάζει, που μου βγαίνει αβίαστα σα να πίνω ένα ποτήρι νερό. Όμως ως αναγνώστης πολύ συχνά έχω άλλες ανάγκες. Ακόμα, ό,τι κι αν λέω, το μυθιστόρημα παραμένει η βασική μου αγάπη.


10/11/13

"Σκέφτομαι άρα μελαγχολώ", του Μαραμπού



Απέναντι στην απλοϊκή και διόλου βαθυστόχαστη βιβλική ρήση, “μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι” (που πέρα από την όποια αρχική της πρόθεση, έχει καταλήξει να χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει εκείνους που δεν χρησιμοποιούν και πολύ ικανοποιητικά το μυαλό τους παρά αφήνονται σε μια χαυνωτική και ευχάριστη άγνοια), ο θεωρητικός της λογοτεχνίας Τζορτζ Στάινερ έχει να αντιτάξει δέκα (πιθανούς) λόγους για τη μελαγχολία της σκέψης.

Παίρνοντας ως δεδομένο τον ισχυρισμό του Σέλλινγκ ότι η θλίψη είναι αδιαχώριστη από την ανθρώπινη ύπαρξη, αποτελεί το σκοτεινό θεμέλιο στο οποίο βασίζεται η ανθρώπινη γνώση και πως η σκέψη είναι φορέας μιας “βαθιάς, ακατάλυτης μελαγχολίας”, ο Στάινερ σκαρφίζεται δέκα, πιθανούς όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στον τίτλο, λόγους για τους οποίους συμβαίνει αυτό.

Οι σκέψεις που παρουσιάζονται σε αυτό το μικρό δοκίμιο, είναι απολαυστικά εναργείς και τρομακτικά βάσιμες. Ποιοι από εμάς σκέφτονται την σκέψη και πόσο χρόνο ημερησίως, αφιερώνουν σε αυτή τη διαδικασία; Αυτή η πρόταση μού φαίνεται αδιανόητη και ποτέ πριν την ανάγνωση αυτού του βιβλίου, δεν προσπάθησα να βρω απάντηση μέσω μιας συνειδητοποιημένης πράξης στοχασμού. Έκτοτε, διαβάζω αυτό το βιβλιαράκι τουλάχιστον μια φορά το χρόνο και μελαγχολώ ακαταπαύστως, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος της ανάγνωσης!

Από τους δέκα πιθανούς λόγους, ο κάθε αναγνώστης θα διαλέξει εκείνους που ανταποκρίνονται στην ιδιοσυγκρασία του. Εγώ, θα αναφέρω ενδεικτικά τρεις που με συγκλόνισαν. Αφού ο συγγραφέας φρόντισε από νωρίς να μας προειδοποιήσει ότι “δύο είναι οι διαδικασίες που αδυνατούν να σταματήσουν οι άνθρωποι όσο είναι ζωντανοί: η αναπνοή (και αυτή ακόμα μπορείς να την περιορίσεις για ένα δυο λεπτά!!) και η σκέψη”.

Ο πρώτος λόγος είναι η ασύδοτη σπατάλη της σκέψης. Σκεφτόμαστε όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα, με μόνη ενσυναίσθηση της διαδικασίας της σκέψης για μερικές φευγαλέες στιγμές. Είναι η “επιδεικτική κατανάλωση στη χειρότερη μορφή της”. Εκατομμύρια σκέψεις περνούν και χάνονται, λίγες μονάχα αξίζουν την προσοχή μας. Θα αρκούσε ίσως ένα “δελτίο σκέψης” για καθορισμένες σκέψεις στην διάρκεια της ημέρας, προσφιλές σενάριο  στα έργα επιστημονικής φαντασίας. Ωστόσο, ο συγγραφέας βρίσκει ένα θετικό μέσα σε όλη αυτή την σπατάλη. “Η αναρχική, η παιγνιώδης, η σπάταλη σκέψη είναι αυτό που φοβούνται περισσότερο τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Η ουτοπία της λογοκρισίας είναι να διαβάζει όχι μόνο το κείμενο αλλά και τις σκέψεις που το διαπερνούν ή που κρύβονται πίσω του. Εξού και η Οργουελική μεταφορά της “αστυνομίας της σκέψης”.

Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την μοναδικότητα της σκέψης. “Με την σκέψη δίνουμε το παρών στον εαυτό μας”. Ο καθένας αντιλαμβάνεται τον εαυτό του μέσω της σκέψης και κανένας δεν μπορεί να διαβάσει τις σκέψεις αυτές, παρά τα όσα ισχυρίζονται διάφοροι τσαρλατάνοι. Συγγενείς, φίλοι, σύζυγοι δεν μπορούν να διαβάσουν τις σκέψεις μας. Είμαστε ικανοί να τις καμουφλάρουμε ή να τις αποκρύψουμε ολότελα. Παραμένουν απροσπέλαστες και μοναδικές, ίδιον του εαυτού μας! Όμως, τι παράξενο! Παράλληλα, είναι και τόσες κοινές. Δισεκατομμύρια άνθρωποι έχουν κάνει τις ίδιες σκέψεις, αποτελούν κοινό αγαθό. “Η σκέψη είναι κάτι υπέρτατα δικό μας· θαμμένο στα απώτατα μύχια του είναι μας. Επιπλέον, είναι και η πιο κοινή, η πιο φθαρμένη και η πιο επαναλαμβανόμενη πράξη μας”. Αυτός και αν είναι λόγος για “βαθιά, ακατάλυτη θλίψη”!
Και τώρα, για να τριτώσουμε το κακό, ας υποθέσουμε ότι αυτές τις μοναδικές/κοινές σκέψεις μας επιθυμούμε να τις γνωστοποιήσουμε στους γύρω μας. Τότε θα διαπιστώσουμε ότι “προσκρούουμε σε ακαθόριστα αλλά ανυποχώρητα γλωσσικά τείχη. Ο ποιητής, ο διανοούμενος, οι δάσκαλοι της μεταφοράς γρατζουνούν αυτά τα τείχη. Ο κόσμος όμως, ο μέσα μας όσο και ο έξω, μουρμουρίζει λέξεις που δεν μπορούμε να τις καταλάβουμε”. Με θλίψη παραδεχόμαστε ότι “η σκέψη συγκαλύπτει τόσα όσα αποκαλύπτει, ίσως και πολύ περισσότερα”.

Το βιβλίο φαίνεται να αποδεικνύει ότι και αυτοί οι “πτωχοί τω πνεύματι” της πρώτης παραγράφου δείχνουν να σκέφτονται όπως όλοι μας και ίσως γι' αυτό δε θα έπρεπε να βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση μακαριότητας, στην οποία τους τοποθετεί η λαϊκή ρήση. “Όλοι ζούμε τη ζωή μας σε μια ακατάπαυστη παλίρροια της σκέψης και σ' ένα μάγμα πράξεων της σκέψης, αλλά μόνο μια πολύ περιορισμένη μερίδα του ανθρώπινου είδους προσφέρει την απόδειξη ότι σκέφτεται (...) η ικανότητα να τρέφει κανείς σκέψεις ή ίχνη σκέψεων είναι καθολική... η ικανότητα όμως να κάνει κάποιος σκέψεις που αξίζει τον κόπο να γίνονται, πόσο μάλλον να διατυπώνονται και να διατηρούνται, είναι συγκριτικά σπάνια (...) λίγοι ξέρουμε πώς να σκεφτόμαστε για κάποιον απαιτητικό, πόσο μάλλον πρωτότυπο, σκοπό... ακόμα λιγότεροι μπορούμε να επιστρατεύσουμε όλη την ενέργεια και το δυναμικό της σκέψης και να τα κατευθύνουμε στη λεγόμενη αυτοσυγκέντρωση ή εμπρόθετη διαίσθηση (...) δεν υπάρχει δημοκρατία για την ιδιοφυΐα, μόνο μια τρομερή αδικία και ένα θανάσιμο βάρος”.

“Αυτή η ανισορροπία, μαζί με τις συνέπειές της, η έλλειψη προσαρμογής της μεγάλης σκέψης και της δημιουργικότητας στα ιδανικά της  κοινωνικής δικαιοσύνης”, παρουσιάζεται στο βιβλίο ως η “ένατη πηγή μελαγχολίας”. Νομίζω ότι, η ιστορία έχει δείξει, μαζί και με τα πρόσφατα θλιβερά περιστατικά, ότι αυτή η ανισορροπία είναι μόνιμη πηγή μελαγχολίας.


                                                                                                 Μαραμπού

"Δέκα (πιθανοί) λόγοι για τη μελαγχολία της σκέψης", Τζόρτζ Στάινερ, μετ. Σεραφείμ Βελέτζας, Scripta, 2007, σελ.85

Υ.Γ. 42 Εγώ άνθρωπος του δοκιμίου δεν είμαι, οπότε γιατί να μην απολαύσετε τον Μαραμπού;
Υ.Γ 42-2 Τα υπόλοιπα κείμενα του Μαραμπού στο Διαβάζοντας θα τα βρείτε εδώ
                                       



7/11/13

"Τελευταίο έρχεται το κοράκι", Italo Calvino




Μου πήρε αρκετό καιρό να τελειώσω την συλλογή διηγημάτων του Ίταλο Καλβίνο «Τελευταίο έρχεται το κοράκι». Αυτό καθόλου δεν έχει να κάνει με την αξία του βιβλίου και των επιμέρους κειμένων, ίσως μονάχα με το γνώριμο τρόπο γραφής του Ιταλού συγγραφέα που απαιτεί σταθερούς, αργούς ρυθμούς. Η συλλογή αποτελείται από 30 πρώιμα διηγήματα, στα οποία όμως διαφαίνεται ξεκάθαρα το μετέπειτα ύφος του. Δεν λείπουν από δω η παιγνιώδης διάθεση και το φανταστικό πεδίο, ούτε όμως και η γνωστή του αποσπασματικότητα, με τον πυκνό γεμάτο νοήματα λόγο που απαιτεί την αδιάλειπτη προσοχή. Δεν ξέρω καν, αν γραμμένο αργότερα, ένα τέτοιο βιβλίο θα το έλεγε «μυθιστόρημα».


Οι ιστορίες ξεκινούν με ήρωες παιδιά, στο φυσικό τοπίο της Ιταλίας, στη φτώχεια και τη μιζέρια και συνεχίζονται με ήρωες στρατιώτες-παιδιά στην εποχή της Αντίστασης. Τα αυτοβιογραφικά στοιχεία είναι έντονα, άλλωστε είναι γνωστό πως ο Καλβίνο υπήρξε μέλος της Ιταλικής Αντίστασης και του Ιταλικού Κομμουνιστικού κόμματος. Τα θέματα των διηγημάτων- η ζωή μες στην ανέχεια της επαρχιακής Ιταλίας, ο πόλεμος, η εξουσία, η πολιτική, η ζωή και κυρίως ο θάνατος είναι τέτοια που δεν μπορούν κανένα να αφήσουν ασυγκίνητο. Θεωρώ πως θα ήταν αδικία να ξεχωρίσω κάποια από αυτά, ή να χαλάσω την έκπληξη για την πλοκή κάποιων άλλων. Το βιβλίο μπορεί μονάχα ως ενότητα να συζητηθεί. Και παραδόξως, αν και τα πρώτα κείμενα των συγγραφέων συνήθως δεν έχουν την δύναμη των μεταγενέστερων, θα έλεγα πως μπορεί επάξια να σταθεί δίπλα στα αριστουργήματά του όπως το "Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης" ή οι "Αόρατες πόλεις". 

"Τελευταίο έρχεται το κοράκι", Ίταλο Καλβίνο, μετ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδ. Καστανιώτη, 2010, σελ.282

5/11/13

"Η συγκέντρωση", Anne Enright




«Η συγκέντρωση»- το μυθιστόρημα που χάρισε το 2007 στην Ανν Ένραϊτ το Μπούκερ- είναι ένα βιβλίο για τις σχέσεις, την οικογένεια, το γάμο, τον έρωτα, τους γονείς, όλα αυτά που μπορούν να στιγματίσουν τη ζωή ενός ανθρώπου χωρίς καν να το καταλάβει.

Η συγγραφέας έχει ιδιαίτερη ικανότητα να διεισδύει στην ψυχολογία των ηρώων της, να σε κάνει να συμπάσχεις κι ας απέχεις μίλια μακριά από τις καταστάσεις που ορίζουν την ψυχοσύνθεσή τους. Η κεντρική ηρωίδα, η σαραντάχρονη Βερόνικα, χάνει τον αγαπημένο της αδελφό Λίαμ, ο οποίος μετά από χρόνια αλκοολισμού αυτοκτονεί. Γυρίζει στο πατρικό της για να κανονίσει την κηδεία κι εκεί έρχεται αντιμέτωπη με το παρελθόν- την πάντα απούσα μητέρα που έκανε 12 παιδιά και είχε και 7 αποβολές και ποτέ δεν μπορεί να θυμηθεί το όνομά της, τον σχεδόν ασήμαντο πατέρα, τα αδέλφια, κάποια νεκρά, κάποια ζωντανά αλλά ξεχασμένα. Η αυτοκτονία του Λίαμ, που ήταν ο κολλητός της όσο ήταν παιδιά, την αφήνει εκτεθειμένη σε μια ύπουλη αυτοκριτική για τη δική της ζωή, την βολεμένη, με τον εύπορο σύζυγο και τις δυο χαριτωμένες και καλοαναθρεμμένες κόρες. Επαναπροσδιορίζει τον γάμο της- που τον θεωρεί πεθαμένο- τη σχέση της με τα αδέλφια, τη μάνα και τη γιαγιά της, αλλά και το παρελθόν, που κρύβει τα σκοτάδια του.

Η οικογένεια κυριαρχεί, αυτό το συνονθύλευμα από χαρακτήρες που κανείς δεν επιλέγει να αγαπά, αλλά το κάνει ούτως ή άλλως. Η ανάγκη να ανήκεις κάπου, ειδικά όταν νιώθεις πως δεν ανήκεις σε ο,τι ως τώρα θεωρούσες δικό σου. Και τελικά η μοναξιά, που απαλύνεται μονάχα για λίγο, κι έπειτα σε περικλείει από την αρχή.

Το βιβλίο είναι ευκολοδιάβαστο, αν και σε κάποιες περιπτώσεις οι περιγραφές κουράζουν. Κι αν και αναφέρεται σε πράγματα και καταστάσεις που απέχουν από την ελληνική πραγματικότητα- η ελληνική διαφέρει πολύ από την ιρλανδική οικογένεια- σε κάνει να αισθανθείς μαζί με την ηρωίδα, ξεκομμένος, απόμακρος και συναισθηματικός μαζί. Και στο τέλος σε αφήνει αλύτρωτο, όπως κι εκείνη.


«Η συγκέντρωση», Άνν Ένραϊτ, μετ. Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Καστανιώτη, 2007, σελ. 298  

4/11/13

Στο παζάρι δια αντιπροσώπου....










Φυσικά δεν μπορώ να πάω στο παζάρι του βιβλίου στην πλατεία Κοτζιά, έστω όμως και με τη μεσολάβηση της φιλενάδας μου της Ε.Γ. τσίμπησα 3 βιβλιαράκια, δώρο για το νεογέννητο, καταλαβαίνετε... Α, και 2 παιδικά για τον σκίουρο. 




Την ευχαριστώ πολύ.

2/11/13

Η έρημη η βιβλιολίστα





Για λόγους καθαρά προσωπικούς τον τελευταίο καιρό δεν κάνω πολλές αγορές βιβλίων. Έτσι αυτό το μακρυνάρι που είναι η λίστα των επιθυμητών έχει πάρει μορφή Αιγυπτιακού πάπυρου, ή για την ακρίβεια πάπυρων, γιατί την κρατώ συνήθως στο τετράδιο των σημειώσεων για τα κείμενά μου κι έτσι τώρα πια έχει 2-3 εκδοχές σε κάθε τελειωμένο τεφτέρι και μια σε επεξεργαστή κειμένου. Στην ουσία λοιπόν έμεινα χωρίς λίστα, αγοράζω σποραδικά κανένα βιβλίο από δω κι από κει, ίσα να συντηρώ την στοίβα με τα αδιάβαστα και να μην παθαίνω αμόκ όταν την βλέπω επικίνδυνα να κατεβαίνει.

Αυτό έχει κάνει τις αναγνώσεις μου λιγότερο απολαυστικές. Δεν περίμενα ποτέ οτι θα το πω, αλλά αυτά τα παλιόχαρτα- σημειώσεις από κριτικές, παρουσιάσεις, αναρτήσεις, προτάσεις, ακόμα και φωτογραφίες φίλων- μου έδιναν έναν μπούσουλα, με βοηθούσαν σε μια ποικιλία ουσιαστική και με γέμιζαν χαρά για τα βιβλία που έπονται. Τώρα που θα ξαναρχίσω να αγοράζω, η λίστα έχει γίνει ένα τόσο τρομακτικό τέρας που το φοβάμαι κι εγώ η ίδια. Δεν μου πάει η καρδιά να τα ξεχάσω όσα είναι εκεί βαλμένα και να αρχίσω από την αρχή. Από την άλλη δεν μπορώ να τη διαχειριστώ. Ένα κομμάτι της μάλλον δεν μπορώ καν να βρω.

Κάποτε τη χλεύαζα αυτή την ιστορία με τον προγραμματισμό και τη στοχευμένη ανάγνωση. Η αλήθεια είναι πως οι λίστες μου δεν είχαν ποτέ προσανατολισμό, δεν άρχιζα να τις κάνω με γνώμονα μια λογοτεχνία συγκεκριμένης χώρας, ένα στυλ, κάτι. Ήταν άναρχες όπως και τα διαβάσματα, ενίοτε και τα γραψίματά μου. Τώρα όμως την αποζητώ. Όχι για να μου καθορίσει το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσω, αυτό το κανονίζει μόνον η στιγμή. Αλλά για να μου δώσει εκείνη τη δεδομένη στιγμή που με λαγνεία στο βλέμμα σκανάρω τα ράφια μου, δυο τρεις επιλογές να τις λαχταρίσω.


   

1/11/13

"Arab jazz", Karim Miské





Ένα εξαιρετικά καλογραμμένο, με στυλ και φαντασία, μυθιστόρημα είναι το “Arab jazz” του Karim 
Miské. Πρόκειται για ένα περισσότερο κοινωνικό παρά της δράσης και της πλοκής αστυνομικό, στην καινούργια μόδα του whydunit, που εστιάζει στις συνθήκες και όχι στην εύρεση του δολοφόνου.

Στο Παρίσι, μια νεαρή γυναίκα δολοφονείται με ιδιαίτερα ειδεχθή τρόπο∙ την βρίσκουν κρεμασμένη να έχει πεθάνει από ακατάσχετη αιμορραγία από μαχαιριές στα γεννητικά όργανα. Δίπλα της είναι στημένο ένα σκηνικό που παραπέμπει σε θρησκευτικό φανατισμό, ένα κομμάτι χοιρινό με ένα μπηγμένο μαχαίρι, στην λεκάνη της τουαλέτας οι 3 ορχιδέες της αποκεφαλισμένες συνθέτουν ένα τρίγωνο. Ο γείτονάς της, ο κάπως αλαφροίσκιωτος και βυθισμένος στην κατάθλιψη Αχμέντ, κινητοποιείται από τον φόνο της, οραματίζεται πως θα ήταν η ζωή του αν είχε ανταποκριθεί στον έρωτά της, αρχίζει να ψάχνει για απαντήσεις.

Την υπόθεση αναλαμβάνει ένα δίδυμο μορφωμένων μπάτσων, η Εβραία Ρασέλ και ο Βρετόνος Ζαν, άνθρωποι με διαφορετικές ευαισθησίες και νευρώσεις από τον μέσο αστυνομικό, που σύντομα πέφτουν σε ένα γαϊτανάκι θρησκευτικού μίσους, ανάμεσα σε σαλαφιστές, ορθόδοξους Εβραίους, Μάρτυρες του Ιαχωβά και διακινητές ναρκωτικών.

Το μυθιστόρημα αποτελεί περισσότερο έναν καμβά της πολυπολιτισμικότητας του Παρισιού, της έκρηξης μιας θρησκευτικότητας- παράλογης σε όλες τις ακραίες εκφάνσεις της- της κρίσης μοναξιάς του μέσου ανθρώπου που δεν μπορεί να αφεθεί να αγαπήσει. Όλα τα προβλήματα της μεγαλούπολης θίγονται με κάποιο τρόπο, η ανεργία, η αίσθηση της αδικίας ανάμεσα στις διαφορετικές φυλές, η ανάγκη να ανήκεις κάπου, η κατάθλιψη και η ψυχική νόσος, η θρησκεία σαν αποκούμπι των διαφορετικών, η εγκληματικότητα που γίνεται συνήθεια. 

Το κείμενο έχει πολλά θετικά στοιχεία, αν και του λείπει η πλοκή ενός πραγματικού αστυνομικού μυθιστορήματος. Δίνει με όλες τις αισθήσεις το Παρίσι, γεύση, μυρωδιά, μουσικές, θρησκείες. Αλλά θα ήταν ψέμα να πω πως με γοήτευσε υπερβολικά. Το παρακολούθησα με πολύ καλή διάθεση όμως δεν κατάφερε να με χώσει στην νουάρ αύρα του- κάποια στιγμή χάθηκε το ενδιαφέρον μου για την πλοκή και η κοινωνική ανάλυση δεν ήταν αρκετή για να με κρατήσει. Δεν θα έβαζα αρνητικό πρόσημο στην ανάγνωση, κάθε άλλο. Ίσως μόνο θα έπρεπε να σχολιάσω πως μιας και δεν είμαι μεγάλη φαν των νέου τύπου αστυνομικών, δεν κατάφερε να με πείσει να γίνω.  
  

«Arab jazz», Καρίμ Μισκέ, μετ. Αγγελική Τσέλιου, εκδ. Πόλις, 2013, σελ. 340.


Υ.Γ. 42 Δυο τρία ορθογραφικά και κάποιες αβλεψίες πολύ με ξένισαν. Κατά τα άλλα μιλάμε για μια πολύ όμορφη έκδοση όπως είναι συνήθως αυτές των εκδ. Πόλις.