29/3/18

Εννιά χρόνια Διαβάζοντας



2009+9=2018 

Από το πρωί κάνω αυτή την πρόσθεση στο μυαλό μου. Εννέα χρόνια blog, εννέα χρόνια Διαβάζοντας. Από εκείνη την πρώτη ανάρτηση για το «Ο Πανταλέων και οι επισκέπτριες» του Μάριο Βάργκας Λιόσα έχουν αλλάξει πολλά. Έχω αλλάξει εγώ. Τότε ήμουν ένα κορίτσι που είχε φαρμακείο, έγραφε αχάραγα, τα πρωινά, πριν το 12ωρο της δουλειάς, και δεν είχε εκδώσει τίποτα ποτέ. Τότε, διάβαζα τα blogs των άλλων, κι αναρωτιόμουν τι να διαβάσω εγώ. 

9 χρόνια είναι πολλά. Σε αυτά λοιπόν έκανα οικογένεια κι απέκτησα δύο παιδιά (8 και 4 ετών είναι τώρα). Σε αυτά τα χρόνια άνοιξε το Booktalks και βγήκαν τα δύο μου βιβλία (το Κανείς δεν θέλει να πεθάνει και Το Σχέδιο). Σε αυτά τα χρόνια ξεκίνησε το ραδιοφωνικό Διαβάζοντας στον www.amagi.gr  αλλά και το γκρουπ

Ήμουν 30 και τώρα είμαι 39. Μια εννιαετία γόνιμη. Ήταν 0 και τώρα είναι 9. Σαν να μεγαλώσαμε με το blog, να με βοήθησε αυτή η καταγραφή αναγνώσεων να καταλάβω τι είχε και έχει και θα έχει πάντα σημασία για μένα. Η σταθερά μου είναι τα βιβλία. Εκεί κατέληξα. Δεν είναι η οικογένειά μου τα βιβλία, δεν είναι η δουλειά μου τα βιβλία, δεν είναι στην πραγματικότητα ούτε καν η πραγματικότητά μου τα βιβλία. Όμως τα βιβλία είναι αυτό που κάνει τη ζωή μου καλύτερη- κάποτε είναι το μόνο που κάνει τη ζωή μου υποφερτή. 




Ξέρω πια πως έχει κι άλλους εκεί έξω που νιώθουν έτσι, που αναρωτιούνται τι βγήκε σήμερα, κι αν θα διαβάσω έναν κλασικό ή έναν νέο, που σκιάζονται όταν σκέφτονται τον όγκο των βιβλίων σπίτι τους και προσπαθούν να μην βάλουν ράφια στην κρεβατοκάμαρα γιατί ζούμε σε σεισμογενή περιοχή, που λένε όχι σε εξόδους και πάρτυ για να τη βγάλουν με μια γάτα αγκαλιά κι ένα τούβλο, που πονάνε όταν τους κακολογούνε το αγαπημένο τους βιβλίο και κάνουν λίστες, ατελείωτες λίστες με βιβλία που θα ήθελαν να έχουν, αλλά μετά αυτές οι λίστες καταπλακώνονται από άλλες λίστες. Και πάντα στο πάτωμα του δωματίου τους υπάρχουν στοίβες βιβλία, που θα τα «τακτοποιήσουν», αλλά θα μετά θα έρθουν κι άλλες στοίβες. Γιατί το καλό με τις στοίβες είναι πως γεμίζουν το μάτι και τη ζωή σου. 





Στα χρόνια αυτά όλα αυτά έπαψαν να με γεμίζουν τύψεις, και με γεμίζουν μόνο χαρά. Έβγαλα από πάνω μου τον «αόρατο μανδύα», γράφω και διαβάζω ελεύθερα και ανεξέλεγκτα- όχι τα βράδια, ούτε το χάραμα μόνο. Και για αυτό, μπορώ μόνο να ευγνωμονώ αυτόν εδώ τον χώρο. Για αυτό, αν και με τα χρόνια οι αναρτήσεις μετριάζονται, και δεν γράφω πια για όλα τα βιβλία που διάβασα, το Διαβάζοντας θα παραμείνει ενεργό. Γιατί με βάζει σε μια σειρά, γιατί με πιέζει να γράψω ακόμα κι όταν δεν έχω κέφι, και με πιέζει να διαβάσω ακόμα κι όταν νομίζω ότι δεν έχω κέφι. Και μετά έχω κέφι, και διάθεση για ζωή. 



                                                   Κατερίνα Μαλακατέ




Υ.Γ.42 Τα υστερόγραφα σε αυτό το μπλογκ, θα είναι πάντα 42. Γιατί του χρωστώ έναν από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή μου. 

Υ.Γ. 42-42 Σε αυτό το blog- αλλά στην πραγματικότητα σε ένα άλλο blog, αυτό της μεταφράστριας του βιβλίου-, χρωστώ και την αγάπη μου στον Paul Auster. Για αυτό, μόνο για σήμερα ως τις 12 το βράδυ, αν αφήσετε σχόλιο κάτω από αυτή την ανάρτηση, κληρώνουμε ένα αντίτυπο 4321, του μεγαλειώδους magnum opus του συγγραφέα που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά, ευγενική προσφορά από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.


"4321", Paul Auster, μετ. Μαρία Ξυλούρη, εκδ. Μεταίχμιο, 2018, σελ.1216

26/3/18

«Μπερλίν», Άντζη Σαλταμπάση



Μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση που μοιάζει αυτοβιογραφική, αλλά δεν είναι, τουλάχιστον όχι πλήρως, είναι το «Μπερλίν» της Άντζης Σαλταμπάση. Κάτι σαν μυθοπλασία, με στοιχεία δοκιμίου, το κείμενο ακροβατεί, έχει κάποιες εξαιρετικές σκηνές, άλλες πάλι μοιάζουν φριχτά κοινότοπες- τόσο που κι αυτές δουλεύουν υπέρ του. 

Η αφηγήτρια είναι μια Ελληνίδα, που μένει στο Βερολίνο και νιώθει μετέωρη, κάπου ανάμεσα στο εκεί και στο εδώ, αισθάνεται να μην ανήκει πουθενά, αλλά και να ανήκει τελικά και στους δύο τόπους, να μην πιστεύει σε τίποτα, αλλά να έχει ανάγκη να πιστέψει και στην Ελλάδα και στη Γερμανία- γενικά στην ανθρωπότητα. Πρόκειται για μια δημοσιογράφο με εβραϊκές καταβολές, που ζει τη γρήγορη βερολινέζικη ζωή, ενώ την απασχολεί πολύ το παρελθόν της πόλης. Σκαλίζει την ιστορία του Βερολίνου, ασχολείται ακόμα ακόμα και με το να βρει ποιοι ζούσαν πριν το Ολοκαύτωμα στην πολυκατοικία της, γεμίζει συναίσθημα από τις μικροϊστορίες τους, ψάχνει να βρει πού την αφήνει όλο αυτό. 

Το βιβλίο μιλά ταυτόχρονα για τη συνωμοσία της σιωπής απέναντι στο Ολοκαύτωμα που για χρόνια μάστιζε τη γερμανική κοινωνία αλλά και για την έντονη ενοχή που νιώθει ο σύγχρονος Γερμανός, και την οργή του, που τον θεωρούν υπαίτιο για αυτά που έκαναν οι παππούδες του, που πρέπει συνεχώς να απολογείται για κάτι που δεν έπραξε ο ίδιος. 

Η έννοια του ξένου αλλά και της πατρίδας, της θρησκείας ως μέρος της εθνικής ταυτότητας, ο τρόπος που το παρελθόν επηρεάζει το παρόν και το μέλλον του καθενός, στοιχειώνουν την αφηγήτρια. Ταυτόχρονα η πόλη ζωντανή πάλλεται, δίνει μια άλλη οπτική του χώρου και του χρόνου, απαιτεί να ζήσεις. Κι αυτό το καταλαβαίνει στο πετσί της. Μαζί με το κακό. Εκείνο το Κακό, το τόσο φορτικά πιεστικό, που τρυπώνει στη γερμανική καθημερινότητα και στραγγαλίζει το παρόν. 

Με καλές- αλλά και κάπως φλατ- στιγμές, το κείμενο είναι από αυτά που διαβάζεις μονοκοπανιά αλλά δεν ξεχνάς. Η Άντζη Σαλταμπάση έζησε η ίδια στο Βερολίνο κι έχει μεταφράσει το «Μόνος στο Βερολίνο» του Χανς Φάλαντα. Μοιάζει αυτό το μικρό αφήγημα να είναι ένα βιβλίο που χρωστούσε στον εαυτό της και στην πόλη. 


                                                               Κατερίνα Μαλακατέ


«Μπερλίν», Άντζη Σαλταμπάση, εκδ. Πόλις, 2017, σελ. 112

22/3/18

«Το βουνό των πελαργών», Miroslav Penkov



Διάβασα «Το βουνό των πελαργών», το πρώτο μυθιστόρημα του Μιροσλάβ Πένκοφ, έχοντας μεγάλες προσδοκίες. Πριν κάποιο καιρό είχα λατρέψει τη συλλογή διηγημάτων του, το "Ανατολικά της δύσης"- και η μετάφραση του Άκη Παπαντώνη είναι για μένα εγγύηση. Αυτό το βιβλίο πάντως με άφησε με ανάμικτα συναισθήματα.

Αφηγητής και κεντρικός ήρωας είναι ένας νεαρός Αμερικανοβούλγαρος, που γυρίζει στη Βουλγαρία γιατί θέλει να βρει τον παππού του, αλλά και να πουλήσει τα χωράφια του εκεί για να αποπληρώσει τα φοιτητικά του δάνεια στην Αμερική. Ο παππούς βρίσκεται στην Κλεισούρα (που δεν ταυτίζεται με την πραγματική κωμόπολη), ένα χωριό κάπου στα Βουλγαροτουρκικά σύνορα, πολύ κοντά στην Ελλάδα, σε ένα τρίστρατο πολιτισμών, παραδόσεων και ιστορίας. 

Ο αφηγητής μας βρίσκει τον παππού πολύ σύντομα και μπλέκει σε μια ερωτική ιστορία- αλλά και στην ιστορία του τόπου, στις δοξασίες, τους αναστενάρηδες, τους κομιτατζήδες, τον κομμουνισμό, τις σχέσεις των τριών χωρών στη Μακεδονία, σε ένα μείγμα παρόντος και παρελθόντος που θα μπορούσε να γίνει εκρηκτικό. Όλο αυτό, μαζί με την εικόνα των πελαργών που δένουν τον χρόνο και τον τόπο, δίνουν τα εχέγγυα για ένα σπουδαίο μυθιστόρημα. Στην πραγματικότητα όμως οι μαύροι αναστενάρηδες πελαργοί του Πένκοφ παραμένουν σε χαμηλές πτήσεις. Οι χαρακτήρες του δεν εξελίσσονται επαρκώς, η πλοκή ώρες ώρες μοιάζει προσχηματική για να μας πει ο συγγραφέας την ιστορία του τόπου, κάπως κακοχωνεμένη. Και το τοπίο, μαγικό, άγριο, τελικά κυριαρχεί, τουλάχιστον για μας που όλα αυτά μας είναι οικεία, γιατί δεν είναι μόνο Βουλγάρικα, είναι και δικά μας. 

Σε κάποιες στιγμές, ήξερα καλά πως όλα αυτά τα γράφει κάποιος που έχει πια πολιτογραφηθεί Αμερικανός, που δεν μετέχει πια στην βαλκανική κουλτούρα- αν και βεβαίως ο Πένκοφ έφυγε μεγάλος από τη Βουλγαρία, ενήλικος. Σε άλλες στιγμές ένιωσα πως η Ιστορία τον κατατρόπωσε. Εξάλλου η καυτή πατάτα των πληθυσμών της Μακεδονίας είναι ένα θέμα τεράστιο, κι ακόμα ανεπίλυτο. Μου άρεσε που ασχολήθηκε με τους αναστενάρηδες, τις δοξασίες, τις επιδράσεις της κάθε θρησκείας, τον τρόπο που άνθρωποι τριών εθνικοτήτων, τριών θρησκειών, εκεί πάνω στην πινέζα του χάρτη γίνονται ένα, γιατί είναι ένα. Είναι αδέλφια. 

Στην πραγματικότητα μου έλειψε το τώρα. Είναι τόση η ραχοκοκκαλιά της ιστορίας- η Ιστορία πίσω από την ιστορία- που σαν να έγινε η αφορμή για να γραφτεί το βιβλίο, το ίδιο το μυθιστόρημα. Παρόλα αυτά ο Πένκοφ συνεχίζει να έχει καθαρότητα στον τρόπο που αφηγείται και έναν ιδιαίτερο τρόπο να κάνει τα πράγματα να μοιάζουν απλά. Αν και το πρώτο του μεγάλο πεζογράφημα δεν ήταν τόσο δυνατό όσο τα διηγήματά του, θα τον ξαναδιαβάσω. Και θα συνεχίζω να αναρωτιέμαι, αν ο Πένκοφ δεν είχε φύγει στα είκοσί του για Αμερική, αλλά για Ελλάδα, αν έγραφε τώρα στα ελληνικά κι όχι στα αγγλικά, το ίδιο βιβλίο, θα του δίναμε την αντίστοιχη σημασία;



                                                                               Κατερίνα Μαλακατέ



«Το βουνό των πελαργών», Miroslav Penkov, μετ. Άκης Παπαντώνης, εκδ. Αντίποδες, 2018, σελ. 457

20/3/18

Συγκρίνοντας το βιβλίο του Andres Barba «Χέρια μικρά», μ’εκείνο της Angela Carter “The Magic Toyshop” (Το μαγικό παιχνιδομάγαζο)- γράφει η Νέλλη Σεληνιάδου


Ξεκινάω από την προϋπόθεση πως η ιστορία τού πρώτου βιβλίου είναι γνωστή, και για όσους την έχουν διαβάσει και ξαφνικά, από την μνήμη μου ξεχύθηκε η πλοκή και τα θέματα ενός άλλου έργου, του «μαγικού παιχνιδομάγαζου», της Αγγλίδας συγγραφέως Άντζελα Κάρτερ. Κι επειδή πιστεύω στην συνομιλία των βιβλίων και στα συγκοινωνούντα δοχεία ανάμεσα σε πλοκές, ιστορίες, μεταξύ δύο τόσο διαφορετικών συγγραφέων, θα περιγράψω αυτό το δεύτερο βιβλίο, για να ξεσηκώσω τούς αναγνώστες του βιβλίου του Barba.

Η ιστορία, λοιπόν, του δεύτερου αυτού βιβλίου αφορά την οικογένεια της έφηβης, 15χρονης Μέλανι, που, βλέποντας τον γυμνό εαυτό της στον καθρέπτη, και, δοκιμάζοντας το νυφικό τής μητέρας της, σε μια πρώιμη πρόβα της κατοπινής ενήλικης ζωής της, μαθαίνει ότι οι γονείς της, πολύ εύποροι και ανήκοντες στην ανώτερη κοινωνική τάξη της αγγλικής πρωτεύουσας, χάνονται σε αυτοκινηστικό ατύχημα, κι έτσι εκείνη και τα δύο μικρότερα αδέλφια της μένουν ορφανά, και πρέπει να πάνε να μείνουν στο σπίτι του αδελφού της μητέρας τους, του θείου Φίλιπ. Ο θείος Φίλιπ διαθέτει ένα μαγαζί όπου πουλάει τα παιχνίδια που κατασκευάζει˙ ανήκει στους οικονομικά αποτυχημένους της Κοινωνίας, κι έχει να τρέφει στο σπιτικό του, εκτός από τη γυναίκα του και τους δύο μικρότερους αδελφούς της. Τώρα, θα πρέπει ν’ αναλάβει και τα τρία ορφανά της ψηλομύτας κι επιτυχημένης αδελφής του.

Το σπίτι του θείου Φίλιπ, όπως το είδα εγώ από κοινωνιολογικής πλευράς, είναι διαρθρωμένο σε τρία επίπεδα, στο ισόγειο, υπάρχει το μαγαζί των παιχνιδιών, και πίσω από αυτό, το σπίτι, όπου βρίσκεται η οικογένεια κάτω από την απειλητική παρουσία του θείου Φίλιπ. Στον επάνω όροφο, μαζεύονται η γυναίκα του θείου Φίλιπ και τ’ αδέλφια της παίζουν μουσική και τραγουδούν, τις φορές που λείπει ο αφέντης απ’το σπίτι. Και στο υπόγειο, σ’έναν χώρο υποβλητικά τρομακτικό, γεμάτο από τις γιγάντιες φιγούρες που κατασκευάζει ο θείος Φίλιπ, βρίσκεται το τρομερό θέατρό του, εκείνο, στη σκηνή του οποίου, σκηνοθετεί τα αυτοσχέδια έργα του που έχουν πάντα σαν πλοκή και ιστορία, την καθυπόταξη των ζώντων ηθοποιών στις υπερμεγέθεις κούκλες, που είναι μαζί βασανίστριες κι αφέντες, και οι οποίες υπακούν στις εντολές μόνο του θείου Φίλιπ. Γιατί, η φοβερή παρουσία του θείου Φίλιπ, που είχε εφιαλτικό αντίκτυπο στην οικογένειά του, και κατ’ επέκταση και σ’ αυτήν της Μέλανι που προστέθηκε μαζί με τ’ αδέλφια της μετά το δυστύχημα των γονιών της, συνίσταται σε μια αποκρουστική παράσταση που επιμένει να γράφει και να σκηνοθετεί ο θείος Φίλιπ, και στην οποία, κάθε φορά τα παιχνίδια που κατασκευάζει ειδικά για την παράσταση και κινεί ο ίδιας, πρέπει να καταδυναστεύουν, να καθυποτάσσουν, να βιάζουν τους ανθρώπους ηθοποιούς, δηλαδή τα μέλη της οικογένειάς του. 

Όλη η καταπίεση και απαξίωση που νοιώθει σχετικά με την Κοινωνία, και όπως αυτή φέρεται απέναντί του, βρίσκει την ευκαιρία να την μετατρέπει σε δύναμη κι εξουσία στο σπίτι του, στο δικό του βασίλειο και στην δική του μικροκοινωνία, όπου εκείνος, δυνατός αφέντης και δυνάστης, καταπιέζει γύρω του αυτούς που μπορεί κι έχει κάτω από τις διαταγές του. Για το φαγητό και τη στέγη λοιπόν που προσφέρει στη διευρυμένη πια οικογένειά του, γράφει και σκηνοθετεί τον μύθο του βιασμού της Λήδας από τον θεό Δία, με την μορφή Κύκνου, όπου τον ρόλο της Λήδας τον δίνει στην Μέλανι, κι εκείνον του Κύκνου σ’ ένα τερατόμορφο παιχνίδι που έχει κατασκευάσει για την περίσταση εκείνος, και που θα τον κινούσε ο μικρότερος αδελφός της γυναίκας του, συνομήλικος της Μέλανι, τον οποίο προτρέπει την κατάλληλη στιγμή, κι ενώ η Μέλανι έχει λιποθυμήσει από τον φόβο της, να προβεί σε πραγματικό βιασμό, πράγμα που ο μικρός αρνείται κι ο θείος Φίλιπ σκυλιάζει από το κακό του και τον χτυπά.

Έχουμε δηλαδή κι εδώ, όπως και στο βιβλίο του Barba, ανθρώπινα όντα, που κάτω από την δυναμική εξουσία κάποιου άλλου ανθρώπου, μεταβάλλονται σε πράγματα άψυχα, άβουλα και αδύναμα, σε κούκλες. Όσο για την δύναμη του ανήκειν, είναι κι αυτή πολύ δυνατή και στις δύο ιστορίες. Στην ιστορία της Carter, θέλει να αποδείξει ο θείος Φίλιπ στην ψηλομύτα κι αιθεροβάμονα ανιψιά του, πως ανήκει πλέον σε μιά φτωχή και οικονομικά στερημένη οικογένεια, από την οποία πολύ λίγα θα πρέπει να περιμένει, όσο για την ιστορία του Barba, όταν θέλησα το θεληματικό και δυναμικό κοριτσάκι να παίξει κι εκείνη και να γίνει η άβουλη κούκλα, ρόλο στον οποίο είχε υποχρεώσει όλες τις άλλες να υποστούν, μαζί με την συνακόλουθη κακομεταχείριση, δεν ήξερε πως αυτό δεν ήταν δυνατόν να γίνει. Οι ρόλοι δεν αλλάζουν μ’έναν λόγο και μια θέληση, αλλά μέσα από την καταστροφή, τον θάνατο, την πυρά. Ο θείος Φίλιπ της Carter, στο τέλος καίγεται μαζί με το μαγαζί του, κι έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο κι οι ρόλοι ανατρέπονται κι επέρχεται η λύτρωση κι η κάθαρση.



                                                                        Νέλλη Σεληνιάδου



The Magic Toyshop, Angela Carter, Penguin, 1967, pg.200

13/3/18

Οι 10 πιο αγαπημένοι συγγραφείς




Μετά από λαϊκή απαίτηση στο γκρουπ του Διαβάζοντας στο facebook διαθέτουμε ποστ για να γράψουμε τους δέκα αγαπημένους μας συγγραφείς, αυτούς στους οποίους ξαναγυρίζουμε για να διαβάσουμε τα βιβλία τους στη σειρά ή ακολουθούμε ευλαβικά μέσα στα χρόνια, ή έχουν γράψει αυτό το ένα βιβλίο που μας έχει συγκλονίσει. Στην πραγματικότητα οι δέκα συγγραφείς θα είναι είκοσι, μιας και ο λαός απαίτησε να κάνουμε δύο λίστες, δέκα Έλληνες, δέκα ξένους. Στο τέλος, σε καμία εβδομάδα, θα βγάλω ένα συγκεντρωτικό ποστ με τα αποτελέσματα και θα προσθέσω και τις δικές μου λίστες.  

Ξεσαλώστε- και πείτε όλα τα κρυφά σας πάθη- ελεύθερα. 





8/3/18

"Χέρια μικρά", Andrés Barba



Για κάποιον λόγο έπιασα να διαβάζω τα «Χέρια μικρά» αμέσως μόλις κυκλοφόρησε. Ίσως είχα την αίσθηση πως θα ανακαλύψω κάτι, ίσως να με ιντριγκάρισε που μεταφράστηκε στα Αγγλικά κι έπειτα στα Ελληνικά σχεδόν δέκα χρόνια μετά την κυκλοφορία του. Ομολογουμένως, είναι εξαιρετικό και το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο. 

Το βιβλίο του Αντρές Μπάρμπα πραγματεύεται ένα πραγματικό περιστατικό σε ένα ορφανοτροφείο της Ισπανίας. Η μικρή Μαρίνα χάνει τους του γονείς της σε τροχαίο. Ο μπαμπάς της πέθανε επιτόπου, η μαμά της λίγο αργότερα στο νοσοκομείο. Μετά τη νοσηλεία του, το 7χρονο κορίτσι μεταφέρεται στο ορφανοτροφείο. Εκεί τα υπόλοιπα κορίτσια θα την δουν ως εξωτικό πουλί. Και όταν η Μαρίνα στήσει ένα παιχνίδι, θα το φτάσουν στα άκρα. 

Το βιβλίο είναι γραμμένο στην αρχή από την πλευρά της Μαρίνας, κι έπειτα με βάση τη συλλογική φωνή των υπόλοιπων κοριτσιών. Αυτό το αφηγηματικό παιχνίδι είναι και το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του βιβλίου, είναι σχεδόν ακατόρθωτο να γραφτούν μεγάλα κείμενα στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. 

Η νουβέλα αφορά σε ένα σοκαριστικό θέμα, αποτρόπαιο σχεδόν. Είναι δε εφιαλτικό αν σκεφτεί κανείς την ηλικία των συμμετεχόντων. Η λυρική και κάποιες φορές ασαφής γραφή του βιβλίου με αποπροσανατόλισε σε μεγάλο βαθμό. Με ένα τρόπο εκβιάζει το συναίσθημα, χωρίς στην πραγματικότητα να κατορθώνει να μπει στην ψυχολογία των κοριτσιών. Παρόλο που αλλάζουν οι αφηγητές, στην πραγματικότητα ξέρουμε καλά πως αφηγείται ένας ενήλικος άντρας. Η φωνή δεν είναι παιδική, τα συναισθήματα κρύβονται κάτω από ενός είδος συμβολισμό που είναι τόσο αποκρουστικός που προκαλεί. 

Θεωρώ την θεματολογία εκπληκτική, ο τρόπος όμως που χειρίστηκε ο συγγραφέας τις πρωταγωνίστριες του μου φάνηκε αδιάφορος. Διάβασα το μικρό βιβλίο σε μία καθισιά, δεν βαρέθηκα. Μόνο που στο τέλος αντί για κάθαρση ή ένταση, ένιωσα απογοήτευση. Γιατί χάθηκε μια λογοτεχνική ευκαιρία να ειπωθεί συγκλονιστικά μια τέτοια ιστορία. 

                                                                             
                                                  Κατερίνα Μαλακατέ


«Χέρια μικρά», Αντρές Μπάρμπα, μετ. Βασιλική Κνήτου, εκδ. Μεταίχμιο, 2018, σελ.120







Υ.Γ. 42 Πάντως θα ξαναδιάβαζα βιβλίο του συγγραφέα, συνεχίζει να μου κινεί το ενδιαφέρον. 

5/3/18

"Χορεύοντας στο σκοτάδι- Ο Αγώνας μου, βιβλίο ΙV"- Karl Ove Knausgård



Πέρασε καιρός από τότε που διάβασα τα τρία πρώτα βιβλία της εξαλογίας του Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ κι ο ενθουσιασμός μου έχει κοπάσει. Δεν έπιασα τον τόμο μόλις βγήκε, σχεδόν δεν τον σκέφτηκα για καιρό. Πριν από 1-2 εβδομάδες όμως είχα ένα προσωπικό πρόβλημα και παρατούσα τα βιβλία το ένα μετά το άλλο. Μέχρι που έπεσα πάλι πάνω στον Καρλ Ούβε. Ξεκίνησα τον τέταρτο τόμο – το «Χορεύοντας στο σκοτάδι»- κι ήταν σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα, βρέθηκα πάλι μέσα στη ζωή του, ταυτίστηκα, εκνευρίστηκα, χάρηκα, διάβασα. 

Ο Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ έχει ένα ύπουλο χάρισμα, μπορεί να διηγείται το πιο αδιάφορο πράγμα με τις πιο άχρωμες λεπτομέρειες κι όμως να τον παρακολουθείς με ενδιαφέρον. Τα κείμενά του έχουν τη δύναμη της μεγάλης αφήγησης, αφήνεται, παρασύρεται από μια εικόνα, κάνει φλας μπακ, επανέρχεται, μετά πάλι, η ροή του είναι απίστευτη. Η ροή της αφήγησης, γιατί η ροή της ζωής του δεν έχει τίποτα αξιοσημείωτο, εδώ που τα λέμε. 

Στο «Χορεύοντας στο σκοτάδι» παρακολουθούμε ως επί το πλείστον τον 18χρονο Καρλ Ούβε που έχει μόλις τελειώσει το σχολείο, κι αντί να πάει στο Πανεπιστήμιο επιλέγει να διδάξει ως καθηγητής σε ένα Λύκειο στην άκρη του πουθενά. Βλέπουμε τις πρώτες του συγγραφικές προσπάθειες, το διαζύγιο των γονιών του, το πρώτο του πήδημα. Ανακατεμένα και πολύχρωμα, σκοτεινά και ποτισμένα αλκοόλ. Η ίδια η ιστορία είναι παντελώς αδιάφορη. Είναι ο τρόπος του που την κάνει την ιστορία όλων μας. 

Ομολογώ πως δεν ανυπομονώ για τον πέμπτο τόμο- χωρίς να με έχει κουράσει έχει χαθεί κάτι από το πρωτόφαντο του πρώτου βιβλίου κι από την σκληρή ταύτιση που ένιωσα στο δεύτερο. Το τρίτο ήταν έτσι κι αλλιώς απογοητευτικό. Αυτό- το τέταρτο- με ξαναέβαλε στο κλίμα. Είμαι όμως πια αποστασιοποιημένη. Και δεν έχω καμία διάθεση να πάρω τον Καρλ Ούβε στην αγκαλιά μου και να τον παρηγορήσω. 



                                                                     Κατερίνα Μαλακατέ



«Χορεύοντας στο σκοτάδι»- Ο αγώνας μου, βιβλίο τέταρτο, Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ, μετ. Σωτήρης Σουλιώτης, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 596, 2017 

1/3/18

«όταν η ανάσα γίνεται αέρας», Paul Kalanithi





Ομολογώ πως – ίσως να φταίει ο εντελώς αδιάφορος τίτλος του- δεν είχα προσέξει καν το «όταν η ανάσα γίνεται αέρας» του Paul Kalanithi. Διάβασα όμως για αυτό στο blog του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου, κι ένιωσα αμέσως την ανάγκη να το αποκτήσω. 

Ο Paul Kalanithi ήταν ένας Αμερικάνος ειδικευόμενος νευροχειρουργός που σπούδασε πρώτα λογοτεχνία κι έπειτα ιατρική. Ο Paul πέθανε στα 36 του από γενικευμένο μεταστατικό καρκίνο, κι άφησε πίσω την γυναίκα και την κόρη του. Τους μήνες πριν πεθάνει έγραψε αυτό το βιβλίο, για το φοβερό πέρασμα από την ευθύνη για τον θάνατο ή την αναπηρία κάποιου άλλου, στην ευθύνη για τον δικό σου θάνατο. 

Έχω υπάρξει επαγγελματίας υγείας και κατανοώ βαθιά το πρώτο μέρος του βιβλίου. Εκεί ο Kalanithi εξηγεί πώς είναι να έχεις στην άκρη του νυστεριού σου και στην άκρη του μυαλού σου τη ζωή και τον θάνατο ενός ασθενούς. Πρέπει να συμφιλιωθείς με την ιδέα πως αν το νυστέρι πάει δύο χιλιοστά πιο μέσα, θα προκαλέσεις σύνδρομο «εγκλεισμού», κι αν πάει τρία, θα σκοτώσεις τον χειρουργούμενο. Πρέπει να συμφιλιωθείς με την ιδέα πως ακόμα κι αν το νυστέρι δεν πάει κατά λάθος πιο μέσα, οι ασθενείς σου θα πεθάνουν. 




Τι γίνεται όταν περνάς από την άλλη πλευρά της ρόμπας; Όταν δεν φοράς την πράσινη του χειρουργού, αλλά τη λευκή του ασθενούς. Τότε τα πράγματα γίνονται πιο προσωπικά. Ανάλογα το ποιος είσαι. Ο Kalanithi και η γυναίκα του ας πούμε, επέλεξαν να κάνουν ένα παιδί ενόσω εκείνος πέθαινε- ένα παιδί που δεν τους έτυχε, αλλά το επεδίωξαν να το γεννήσουν μέσω τεχνητής γονιμοποίησης. 

Το σοκ του θανάτου ενός ανθρώπου που είναι ακόμα απελπιστικά νέος κι έχει πολλή ζωή να ζήσει ακόμα, με κάποιο τρόπο μετριάζεται όταν το διηγείται ο ίδιος. Όταν αναλαμβάνει την ευθύνη της αφήγησης. Όταν μπορεί να σημαδέψει την τράπουλα. Αυτό μικραίνει και το σοκ του αναγνώστη, δίνει άλλη προοπτική στο δικό του άγχος θανάτου. Και τον στηρίζει- πιο δυνατά και με περισσότερη ενσυναίσθηση- από οποιοδήποτε αμιγώς λογοτεχνικό κείμενο. 



                                                                   Κατερίνα Μαλακατέ



«όταν η ανάσα γίνεται αέρας», Paul Kalanithi, μετ.Άννα Παπασταύρου, εκδ. Πατάκη, 2017, σελ. 262