23/9/20

"Ο καλός γιος", You-Jeong Jeong

 








Δεν διαβάζουμε συχνά Νοτιοκορεάτικη λογοτεχνία στην Ελλάδα – για Βορειοκορεάτικη δεν το συζητώ καν, εκτός από το βιβλίο του Μπάντι δεν πιστεύω πως έχει διαρρεύσει τίποτε άλλο εδώ και χρόνια. Όμως φαίνεται πως η βράβευση της (αγγλικής μετάφρασης της) Χορτοφάγου το 2016 (8 χρόνια μετά την κυκλοφορία της στην Κορέα) άνοιξε τον δρόμο προς μια κουλτούρα που μας φαινόταν άγνωστη ή την συγχέαμε με την Ιαπωνική. Προς αυτή την κατεύθυνση έχει βοηθήσει και η άνθηση του Κορεάτικου σινεμά.

Μετά το Πατσίνκο (που είναι γραμμένο στα Αγγλικά) και τη Χορτοφάγο, σειρά είχε ο Καλός γιος. Μια όχι και τόσο αυτονόητη επιλογή, μιας και ανήκει στην αστυνομική σειρά του Μεταιχμίου. Στην πραγματικότητα βέβαια δεν είναι ένα κλασικό who-dunnit, μαθαίνουμε τον δολοφόνο αρκετά νωρίς στην πλοκή, ίσως να υποπτευόμαστε ποιος είναι κι από τις πρώτες γραμμές. Το ενδιαφέρον είναι ο χειρισμός της ιστορίας από εκεί και μπρος, η επιλογή της συγγραφέως να πει την ιστορία από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία.

Πρωταγωνιστής ο 25χρονος Γιού-τζιν που ξυπνάει μια μέρα και βρίσκει τη μητέρα του νεκρή στο διαμέρισμά τους. Κάποιος τής έχει κόψει το λαιμό με ένα ξυράφι. Σύντομα θα ενώσει τις ψηφίδες και θα καταλάβει ποιος είναι ο δολοφόνος, αν και η μνήμη του είναι θολή όσον αφορά το τελευταίο 24ωρο. Ο Γιου-τζιν είναι επιληπτικός και έπαιρνε φάρμακα που του προκαλούσαν συνεχή πονοκέφαλο και τον έκανα νωθρό. Η θεία του που είναι ψυχίατρος τον ανάγκαζε να τα παίρνει, παρόλο που έτσι έχασε το μόνο πράγμα που τον ενδιέφερε ποτέ, την ανταγωνιστική κολύμβηση. Ο πατέρας και ο μεγάλος αδελφός του έχουν πεθάνει, αλλά η μητέρα του έχει υιοθετήσει τον καλύτερό του φίλο. Η διαπλοκή ανάμεσα στα τέσσερα μέλη της οικογένειας, τη μητέρα, τη θεία, τον γιο και τον μεγαλύτερο θετό γιο ξετυλίγεται αργά στην αρχή, ενώ μετά η πλοκή παίρνει φωτιά όσο το παρελθόν δίνει τη λύση για το παρόν.

Η Jeong ασχολήθηκε με ένα θέμα, αυτό της ψυχικής ασθένειας και την ψυχοπάθεια, σκύβοντας με ενσυναίσθηση πάνω από έναν δολοφόνο, βλέποντας τον άνθρωπο εκεί που άλλοι έβλεπαν ένα τέρας. Ταυτόχρονα δίνει μια ιδέα για τη σημερινή Κορεάτικη κοινωνία, μια μίξη της παράδοσης του άλλοτε και του δυτικού τρόπου ζωής. Αυτή η ιστορία θα μπορούσε να γίνει οπουδήποτε αλλού στη γη. Σημασία έχει ο τρόπος που θα την πεις.

Ο καλός γιος είναι ένα εξαιρετικό ψυχολογικό θρίλερ, ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί γιατί κρατά τον αναγνώστη δεμένο από την πρώτη στιγμή. Είναι ένα μυθιστόρημα που εισδύει βαθιά στην ψυχολογία των ηρώων του, σε κάνει με έναν τρόπο συνένοχο, σε βοηθάει να τους καταλάβεις και φέρνει έτσι μια ιδιότυπη κάθαρση. Χειρίζεται το θέμα του Κακού, με τρόπο που δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα.  Η ηθική της κοινωνίας, η στάση της απέναντι σε αυτούς που θεωρεί ψυχικά ασθενείς, η ίδια η ψυχική ασθένεια, τα μυστικά, η σχέση γονιού και παιδιού.

Πέρα από τους γιους, μεγάλο ενδιαφέρον έχει η μάνα. Η εμφανέστατη προτίμησή της προς το ένα παιδί της -το «καλό»- διαμορφώνει τη ζωή όλων με τρόπο τραγικό. Κι αυτή η συνθήκη, η γονική αγάπη να μοιράζεται άνισα και να φαίνεται, φέρνει πάντα ανισορροπία, αρκεί ένα ατύχημα, ένα άτομο που να ισορροπεί επικίνδυνα, για να γύρει τη ζυγαριά προς την τραγωδία. Όλοι έχουμε ευθύνες. Κι όλοι είμαστε άμοιροι ευθυνών. Για το πώς ζούμε τη ζωή μας, πώς συμπεριφερόμαστε στους άλλους, πώς πεθαίνουμε. Το βιβλίο είναι  απλά γραμμένο, δεν διεκδικεί λογοτεχνικές δάφνες. Είναι όμως  βαθύ και αληθινό, σε βαθμό ανατριχίλας. Όπως αποδεικνύεται από τις ταινίες άλλωστε, οι Νοτιοκορεάτες έχουν ταλέντο στον τρόμο.

 




                              Κατερίνα Μαλακατέ



"Ο Καλός γιός", You-Jeong Jeong, μετ. Αμαλία Τζιώτη, εκδ. Μεταίχμιο,2020, σ. 388






18/9/20

"Νιόβη: Το αδύνατο πένθος στον καιρό της πανδημίας", Κατερίνα Μάτσα






Διάβασα τη "Νιόβη: Το αδύνατο πένθος στην εποχή της πανδημίας" γιατί μου το σύστησε θερμά ένας φίλος που αγαπώ. Κι εγώ, όπως κι εκείνος, πλάνταξα στο κλάμα όσο τη διάβαζα, ίσως γιατί τα πένθη και των δυο μας είναι ακόμα νωπά, και σε ένα βαθμό αβίωτα. Από αυτή την άποψη, ένα βιβλίο όπως αυτό επιτέλεσε και με το παραπάνω τον σκοπό του, με έκανε να αναλογιστώ για τον θάνατο, και τελικά με ανακούφισε. 

Η Κατερίνα Μάτσα, που είναι ψυχίατρος και υπήρξε για πολλά χρόνια υπεύθυνη της μονάδας απεξάρτησης 18 ΑΝΩ, ξεκινά να μας εξηγεί για τη λυτρωτική λειτουργία των τελετουργιών του πένθους, που υπήρχαν από τα αρχαία χρόνια, χρησιμοποιεί τον μύθο της Νιόβης, που όταν είδε τα δεκαοκτώ παιδιά της να πεθαίνουν πέτρωσε από τον πόνο, για να φτάσει στη δική της σύγχρονη Νιόβη, μια γυναίκα εξαρτημένη από τα ναρκωτικά κι έπειτα απεξαρτημένη, που χάνει τον γιο της σε ατύχημα και συνειδητοποιεί όλα τα ανείπωτα μεταξύ τους. Και τελικά οδηγούμαστε στο κυρίως θέμα, τους ανώνυμους ομαδικούς τάφους της πανδημίας. 

Αυτό είναι το βασικό μειονέκτημα του βιβλίου. Η σύνδεση με την πανδημία, χωρίς να ασχοληθεί σε βάθος με αυτήν, μοιάζει κάπως σαν διαφημιστικό τρικ για να προσελκύσει αναγνώστες. Εγώ πάντως θα διάβαζα ένα βιβλίο για το πένθος έτσι κι αλλιώς. Πιστεύω πως αν εξαιρέσει κανείς κάποιες κοινές διαπιστώσεις το τελευταίο κομμάτι του βιβλίου μοιάζει άγουρο, και αμήχανο. Χρειάζεται ίσως να περάσει λίγος χρόνος, η μόνη εικόνα που έχουμε να μην είναι μόνον από την τηλεόραση, να υπάρξουν βαθύτερα συναισθήματα για αυτό που μας συμβαίνει για να μπορέσει να αναλυθεί επαρκώς. Συνεχίζω να παγώνω όσο σκέφτομαι τους νεκρούς της πανδημίας, πεθαίνουν μόνοι, δίχως τους αγαπημένους τους τριγύρω, κι έπειτα συχνά η ταφή είναι μια τυπική διαδικασία με ελάχιστους. Η απουσία πένθους μένει σαν μια ουλή, βαθύτερη κι από αυτή που αφήνει το πένθος. Και σε κάποιες στιγμές κάνει την ίδια την ύπαρξη αδύνατη. Όμως δεν νομίζω πως έχω συνειδητοποιήσει ακόμα πλήρως το μέγεθος της καταστροφής. Θα ξαναδιάβαζα τη Νιόβη, άλλωστε τέτοια βιβλία τα "κυνηγάω" τα τελευταία χρόνια. Αλλά, ήθελα πιο πολύ.


                                 Κατερίνα Μαλακατέ


"Νιόβη: Το αδύνατο πένθος στον καιρό της πανδημίας", Κατερίνα Μάτσα, εκδ. Άγρα, 2020, σ.96

11/9/20

"Σκληρή βροχή", Don Carpenter






Τον καιρό που εκδόθηκε η Σκληρή βροχή το 1966 (απείρως ποιητικότερος ο αγγλικός τίτλος "Hard rain falling") θεωρήθηκε ένα page turner για αντρικό κοινό, διαβάστηκε αρκετά κι έπειτα ξεχάστηκε και παρέμεινε στα αζήτητα μέχρι να το εντάξει το New York Review Books στην σειρά του με τα κλασικά το 2008 και να ανακαλύψουν ξανά τον Carpenter στην Αμερική. Κι έτσι να έχουμε κι εμείς τη μετάφραση ενός πραγματικά σημαντικού βιβλίου, άξιου να όχι μόνο να διαβαστεί, αλλά και να μνημονεύεται για καιρό. 

Στην Σκληρή βροχή ο Κάρπεντερ πραγματεύεται θέματα που μας απασχολούν ως σήμερα: αν μπορείς να ξεφύγεις από την κοινωνική τάξη στην οποία γεννήθηκες, πόση σημασία έχει ακόμα ο ρατσισμός στην Αμερική, αν η κοινωνική σύμβαση είναι ή δεν είναι η λύση για να ζήσεις μια ολοκληρωμένη ζωή, τι είναι η αγάπη κι ο έρωτας κι αν μπορούν αυτά τα δυο να μας σώσουν. Την αγάπη που δεν πήραμε, μπορούμε να τη δώσουμε; Κι όλα αυτά μέσα από ένα εξόχως "μάτσο" περιτύλιγμα, σε ένα βιβλίο που οι άντρες - και μάλιστα οι σκληροί- έχουν τον πρώτο λόγο.

Οι δύο πρωταγωνιστές είναι παιδιά που τα εγκατέλειψαν οι γονείς τους και συναντιούνται ως έφηβοι στα μπιλιαρδάδικα. Ο Τζακ Λέβιτ μεγάλωσε στο ορφανοτροφείο, το έσκασε στα δεκαεπτά, και το μόνο που ονειρεύεται είναι λεφτά και κοριτσάκια. Ο Μπιλ Λάσινγκ θα ορίζεται πάντα από το κιτρινιάρικο χρώμα του δέρματός του κι ας είναι μόνο κατά ένα όγδοο μαύρος. Το έσκασε από το σπίτι, αλλά δεν τον αναζήτησε κανείς, κι έχει ταλέντο στο μπιλιάρδο. Ο Τζακ θα καταλήξει στο αναμορφωτήριο, σε μια φρικτή απομόνωση, από την οποία με μεγάλο ζόρι θα βγει ζωντανός. Ο Μπιλ θα παντρευτεί και θα κάνει και παιδί. Όμως τίποτα δεν τους σώζει από τη μοίρα. Θα βρεθούν ξανά μαζί στις φυλακές του Σαντ Κουέντιν και θα ανοίξουν άλλους ορίζοντες.

Το μυθιστόρημα είναι από κείνα που σε αναγκάζουν σχεδόν στανικά να γυρίσεις την επόμενη σελίδα, δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου. Όμως πέρα από τα γεγονότα, από τη δράση και είναι κάποιες στιγμές καταιγιστική, ο Κάρπεντερ έχει μοναδική ικανότητα να διεισδύει στην ψυχοσύνθεση των ηρώων του. Η Σκληρή βροχή είναι ένα εντυπωσιακά σκληρό βιβλίο, ώρες ώρες ήθελα να το κλείσω, να μην διαβάζω πια. Όμως είναι και μια μοναδική ανατομή των ανθρώπινων σχέσεων, της μοίρας και της ματαιότητας, των σχέσεων εξουσίας και τελικά της αγάπης. 



                     Κατερίνα Μαλακατέ



"Σκληρή βροχή", Ντον Κάρπεντερ, μετ.Κατερίνα Σχινά, εκδ. Κλειδάριθμος, 2019, σ.464

3/9/20

"Ο Παριζιάνος", Isabella Hammad

 





Ο Παριζιάνος της Isabella Hammad είναι ένα βιβλίο που πολλοί το εκθείασαν πριν ακόμα βγει, η Ζέιντι Σμιθ, ο Τζόναθαν Σάφραν Φόερ. Κι ως ένα βαθμό καταλαβαίνω τον ενθουσιασμό, μια νεαρή συγγραφέας με παλαιστινιακή καταγωγή αποφασίζει να γράψει τη (μυθ)ιστορία του Παλαιστίνιου προπάππου της, καλύπτοντας τα κενά με τη φαντασία της. Το τόλμημα είναι μεγάλο, και μόνο αν αναλογιστεί κανείς τη συνεχιζόμενη δύσκολη πολιτική κατάσταση, και την ιστορική περίοδο που πραγματεύεται: ο ήρωας της γεννιέται ως πολίτης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στη Ναμπλούς, σπουδάζει στην Κωνσταντινούπολη, έπειτα πηγαίνει στο Πανεπιστήμιο στο Μονπελιέ για να γλιτώσει τη στράτευση στον πρώτο Παγκόσμιο, βρίσκεται για κάποια χρόνια στο Παρίσι, για να ξαναγυρίσει στη Ναμπλούς που είναι πια υπό τη Βρετανική εντολή.

Πρωταγωνιστής σε όλα αυτά είναι ο Μιντχάτ Καμάλ, ένας άνθρωπος που δεν είναι πουθενά ξένος, μα δεν έχει στην ουσία πατρίδα. Όταν καταφτάνει στο Μονπελιέ για να σπουδάσει ιατρική, ο ίδιος δεν νιώθει και τόσο περίεργα ανάμεσα στους Γάλλους, κι ας μην μιλά καλά τα Γαλλικά. Φιλοξενείται στο σπίτι ενός καθηγητή του και ερωτεύεται παθιασμένα με την κόρη του. Ο καθηγητής του πάντως αισθάνεται την ανάγκη να τον μελετήσει ως κάτι εξωτικό. Μα κι όταν γυρνά στη Ναμπλούς θα είναι για πάντα «ο Παριζιάνος». Κι ας παντρεύεται μια ντόπια κοπέλα ξεχνώντας τη Γαλλίδα αγαπημένη, κι ας προσπαθεί να προσαρμοστεί. Τον ξεχωρίζουν τα ρούχα και ο τρόπος, οι εμπειρίες και το πώς μεγάλωσε. Δεν ανήκει εδώ, δεν χωρά εκεί, ξεχνά ποιος είναι και όταν το ανακαλύπτει τρελαίνεται.

Για να γράψει το βιβλίο η Hammad, που είναι γεννημένη από Αγγλίδα μητέρα και Παλαιστίνιο πατέρα, και για πολλά χρόνια δεν μπορούσε να πάει στην Παλαιστίνη, επισκέφτηκε τη Δυτική όχθη και άκουσε πολλές ιστορίες. Έκανε και αρκετή έρευνα όσο σπούδαζε δημιουργική γραφή στην Αμερική. Νομίζω αυτά τα δύο σημεία είναι κομβικά για να καταλάβουμε πώς είναι γραμμένο το βιβλίο, και πού είναι τα προβλήματά του. Οι προθέσεις της είναι καλές, αποφεύγει πολλούς πολιτικούς σκοπέλους αφού μιλά για μια εποχή που δεν υπήρχε ακόμα το κράτος του Ισραήλ, χτίζει ατμόσφαιρα, όμως όλα έχουν μια επιτήδευση, είναι φλύαρα. Ο κεντρικός της χαρακτήρας, ο Μιντχάτ, είναι εξαιρετικά δομημένος, οι άνθρωποι που τον πλαισιώνουν ήθελαν περισσότερη προσοχή.





Πρόκειται για ένα άρτιο ιστορικό μυθιστόρημα, το διαβάζει ο δυτικός αναγνώστης με ενδιαφέρον, αναβιώνει μια εποχή σε μια περιοχή που δεν την ξέρουμε καλά. Δεν έχει όμως την αυθεντικότητα των ανθρώπων που ζουν εκεί, λείπει η ένταση. Ο αναγνώστης νιώθει πιο καλά στα Γαλλικά κομμάτια, εκεί το βιβλίο θυμίζει καλό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, και σε παίρνει μαζί του. Αντίθετα, κάποια σημεία στη Ναμπλούς είναι κουραστικά, ειδικά τα διαλογικά. Ομολογώ πως θα απογοητευτώ αν το επόμενο βιβλίο της Hammad είναι παλαιστινιακής θεματολογίας, δεν μου πολυαρέσει η μονοθεματική εμμονή με την καταγωγή. Αλλά αν το επόμενο είναι κάτι τελείως διαφορετικό, θα το διαβάσω με σιγουριά. Ξέρω πολύ λίγους συγγραφείς που μπορούν να κάνουν με ένα βιβλίο 700 σελίδων τόσο εντυπωσιακό ντεμπούτο. 



                                          Κατερίνα Μαλακατέ



"Ο Παριζιάνος", Ιζαμπέλα Χαμάντ, μετ. Αναστασία Δεληγιάννη, εκδ. Μεταίχμιο, 2020, σ.750