26/1/21

"Η χρονιά θανάτου του Ρικάρντο Ρέις", José Saramago

 




Από τα πιο σύνθετα βιβλία του Ζοζέ Σαραμάγκου, «Η χρονιά θανάτου του Ρικάρντο Ρέις» αλλά και τα πιο γοητευτικά του. Πιθανώς και το καλύτερό του. Μια σύνθεση που απαιτεί συγγραφική μαεστρία αλλά και αναγνωστική συγκέντρωση. Ο συγγραφέας ζητά την προσοχή του αναγνώστη του επιτακτικά, τόσο με τη γλώσσα όσο και με την πυκνότητά, υποσχόμενος πως θα τον ανταμείψει. Ο Σαραμάγκου δεν αθετεί την υπόσχεσή του, η ανταμοιβή είναι ένα μυθιστόρημα που αργότερα θα διεκδικεί θέση επάξια στις λίστες με τα δέκα, τα είκοσι, τα εκατό που θυμάσαι πως διάβασες.

Πρωταγωνιστές τρεις. Πρώτος ο Ρικάρντο Ρέις, ένας από τους ετερώνυμους του Φερνάντο Πεσσόα. Δεύτερη η χρονιά, το 1936. Τρίτη η πόλη, η ίδια η Λισαβόνα. Μα ας το πιάσουμε από την αρχή. Ο Ρικάρντο Ρέις, γεννημένος μια χρονιά μετά τον Πεσσόα, είναι ένας γιατρός-ποιητής που ζει στη Βραζιλία. Μόλις μαθαίνει πως ο Πεσσόα πέθανε, στις 30 Νοεμβρίου του 1935, παρατάει τη ζωή του κι έρχεται στη Λισαβόνα με ένα τεράστιο πλοίο. Στην αρχή καταλύει σε ένα ξενοδοχείο, όχι φοβερό πολυτελές, αλλά κι όχι και φτηνό, και περιφέρεται στην πόλη. Σχέσεις έχει μόνον με τους ενοίκους του ξενοδοχείου, τον ιδιοκτήτη, τον άνθρωπο για τα θελήματα, την καμαριέρα. Από τους ενοίκους τού τραβούν την προσοχή μια πολύ λεπτή κοπέλα στα είκοσι της, η Μαρσέντα, και ο πατέρας της. Η Μαρσέντα, έχει ένα χεράκι λαβωμένο, το αριστερό είναι ακίνητο. Ξεκινά μεταξύ τους ένα καθαρά πλατωνικό ερωτικό φλέρτ, ενώ παραλληλα ο Ρικάρντο Ρέις συνάπτει σεξουαλικές σχέσεις με την καμαριέρα, τη Λίντια. Ο μοναδικός του φίλος είναι ο Πεσσόα, που τον επισκέπτεται νεκρός, κι έχουν μακρές συζητήσεις.

Η χρονιά είναι το 1936. Στην Ευρώπη ανεβαίνει ο ναζισμός κι αρχίζει να πλανάται στην ατμόσφαιρα. Στην Ισπανία έρχεται ο Φράνκο. Στην Πορτογαλία; Σαλαζάρ. Ο Ρικάρντο Ρέις, συντηρητικός όπως και ο αληθινός Φερνάντο Πεσσόα, παρατηρεί, διαβάζει εφημερίδες, καλείται στην ασφάλεια μόνο και μόνο γιατί γύρισε από την Βραζιλία. Βλέπει με καλό μάτι τους πανηγυρισμούς των Ισπανών εξόριστών όταν ανατρέπεται η επανάσταση. Κι ας του εξηγεί η – αγράμματη Λίντια- πως δεν πρέπει να πιστεύει όσα διαβάζει στις εφημερίδες.

Η πόλη είναι η βροχερή Λισαβόνα, ο Ρέις επισκέπτεται κάθε της γωνιά, το βιβλίο θα μπορούσε να είναι και ταξιδιωτικός οδηγός, θέλεις να βρίσκεσαι εκεί μαζί του, παρ’ όλο που ο ίδιος δεν έχει καμιά δικιαολογία που άφησε τη ζωή του στη Βραζιλία.

Ο Σαραμάγκου ξεκινά πάντα από μια εκπληκτική ιδέα. Εδώ, η ιδέα πως ο Πεσσόα πέθανε αλλά ένας από τους συγγραφικούς του ετερώνυμους συνεχίζει να ζει, είναι συναρπαστική. Ο ήρωάς του είναι ένα λογοτεχνικό προσωπείο, και είναι ήδη πολύ περισσότερα από αυτό. Μοιάζει στον Πεσσόα, ως φιγούρα και στη μοναχικότητα, αλλά γείωνεται με διαφορετικό τρόπο. Οι δυο γυναίκες που αγαπά, με τις μόνες που έχει στην ουσία επαφή, εκτός από τον νεκρό Πεσσόα, είναι σαν καθρεφτισμα η μια της άλλης. Η μια έχει την κατάλληλη κοινωνική τάξη, τη σωστή χλωμάδα, τη μόρφωση. Η άλλη έχει το γήινο χυμώδες κορμί της, που το διαθέτει όπως αυτή επιθυμεί, γιατί το επιθυμεί. Η Λίντια, η καμαριέρα που στιγμές στιγμές δίνει στον Ρέις μια φέτα πραγματικότητας, είναι ένα βαθιά πολιτικό πρόσωπο. Κάποιες φορές ένιωθα σαν να ήταν το άλτερ ίγκο του ίδιου του Σαραμάγκου μες στο μυθιστόρημα.

Από ένα τέτοιο μυθιστόρημα βέβαια, δεν θα μπορούσε να λείπει ο Μπόρχες. Ο Ρικάρντο Ρέις εξάλλου προσπαθεί σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου να διαβάσει το The God of the labyrinth (το φανταστικό μυθιστόρημα του Χέρμπερτ Κουέιν από το "Εξετάζοντας το έργο του Χέρμπερτ Κουέιν") επεκτείνοντας την ιδέα της ετερωνυμίας και της κιβδηλοποίησης ακόμα περισσότερο. Καμία λεπτομέρεια του Ρέις δεν είναι τυχαία. Ο Σαραμάγκου, επιμελής πάντα, έχει αποτυπώσει πλήρως την εποχή, τη χρονιά, τον ετερώνυμο, την ποίησή του. Το βιβλίο έχει πίσω του βαθιά έρευνα, ενώ δεν την επιδεικνύει. Οι διάλογοι μεταξύ Ρέις και Πεσσόα χρήζουν δεύτερης και τρίτης και νιοστής ανάγνωσης. Το παιχνίδι ανάμεσα στην φαντασία και την πραγματικότητα, τη ζωή και τον θάνατο είναι από τα πιο γοητευτικά. Και το τέλος, εννιά μήνες μετά, συγκλονιστικό. Ως συνήθως ο Σαρμάγκου σπάει τη συγγραφική σύμβαση, σου ζητάει να υπερβείς τη δυσπιστία σου πολύ πιο έντονα από ό,τι οι περισσότεροι συγγραφείς, έτσι όμως και βυθιστείς, δυσκολεύεσαι να βγεις από την ιστορία ακόμα και καιρό αφότου τελειώσει η ανάγνωση. 

 


                         Κατερίνα Μαλακατέ



"Η χρονιά θανάτου του Ρικάρντο Ρέις", Ζοζέ Σαραμάγκου, μετ. Αθηνά Ψυλλιά, εκδ. Καστανιώτη, 2020, σ. 494













Υ.Γ.42 
"Άπαντα πεζά", Χ.Λ.Μπόρχες, μετ. Αχ.Κυριακίδης, εκδ.ελλ.γράμματα, 2005, σ.144


16/1/21

Ετερωνυμία και αυτοκιβδηλοποίηση











Ο Μπόρχες κι ο Πεσσόα

πιθανότατα δεν θα ‘χαν ακουστά

τον Κωνσταντίνο Σιμωνίδη

ίσως να μην ήξεραν

ούτε ο ένας για τον άλλον                                                           

 

Δεν πρόκειται για πλαστογραφία,

μάλλον για κιβδηλοποιία,

        είπες.

 

Ο Σιμωνίδης αποπειράθηκε

να δηλητηριάσει τον πατριό του                                              

στα χίλια οκτακόσια τριάντα έξι

έτσι βρέθηκε στο Περιβόλι του Ουρανού

ετών δεκάξι

αντιγραφέας στη βιβλιοθήκη

 

Ο Ρικάρντο Ρέις με σιγουριά                                                      

δεν είχε ακουστά τον Σιμωνίδη.

Ο Άλβαρο ντε Κάμπος,

όμως;

 

Ενδυόταν με σχετική επιτυχία

τον μανδύα της επιστήμης,                                                         

          είπες

Η αλήθεια ανακατεύεται με το ψέμα,

           είπα εγώ

Είναι προ πάντων εξέγερση εναντίον της ιστορικότητας,

           είπες                                                                                          

του άρεσε να εφευρίσκει τον εαυτό του

          είπα εγώ.

 

Ο Πεσσόα γεννήθηκε το χίλια οκτακόσια ογδόντα οκτώ

Ο Μπόρχες το χίλια οκτακόσια ενενήντα εννέα

Ο Σιμωνίδης πέθανε το χίλια οκτακόσια ενενήντα,                         

εικάζουν.

Εκείνος ισχυρίστηκε κάποτε

πως πέθανε το χίλια οκτακόσια

εξήντα επτά από λέπρα

 

Το δύο χιλιάδες έξι                                                                         

παρουσιάστηκε στο Βερολίνο ένας πάπυρος

από τα Γεωγραφούμενα

του Αρτεμίδωρου του Εφέσιου.

Ο ιταλός ελληνιστής Λουτσιάνο Κάνφορα

υποστήριξε πως, το χειρόγραφο                                                         

ήταν καταφανώς

πλαστό·

έργο του Σιμωνίδη.

 

 

                                                       Κ.Μ.

 

 

 

Υ.Γ. 42 Ο Κωνσταντίνος Σιμωνίδης είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα δευτερεύοντα πρόσωπα της ιστορίας της φιλολογίας. Μικρός αποπειράθηκε να σκοτώσει τον πατριό του και για αυτόν τον έστειλαν στα δεκαέξι του στο Άγιον Όρος. Εκεί, ενθουσιάστηκε με τα κειμήλια, τα βιβλία, τους πάπυρους, τα όστρακα της βιβλιοθήκης του μοναστηριού και εξασκήθηκε στην καλλιγραφία. Κάποια χρόνια αργότερα κατάφερε να πουλήσει κίβδηλα κειμήλια στην Εθνική Βιβλιοθήκη στην Αθήνα, κι έκτοτε, όποιο νέο εύρημα, υπάρχει ο κίνδυνος να έχει κατασκευαστεί από τον Σιμωνίδη. Του άρεσε πολύ να μπλέκει την αλήθεια με το ψέμα, να φτιάχνει πηγές για να στηρίξει άλλες πηγές, έγραψε τη βιογραφία και τη νεκρολογία του, εκατοντάδες παραποιημένα κείμενα και ψευτοκειμήλια.

Αγάπησα τον Σιμωνίδη, κάποια χρόνια πριν, διαβάζοντας τον «Αλλόκοτο ελληνισμό» (εκδ.Κίχλη, 2016) του Νικήτα Σινιόσγλου. Συνέπεσε η συγγραφή του ποίηματος με την ανάγνωση για δεύτερη φορά της «Χρονιάς θανάτου του Ρικάρντο Ρέις», του Ζοζέ Σαραμάγκου (μετ. Αθηνά Ψυλλιά, εκδ. Καστανιώτης, 2020). Και με κάποιο τρόπο ο Πεσσόα έγινε ένα στο μυαλό μου με τον Σιμωνίδη. Ο Μπόρχες προέκυψε κατά τη διαδικασία της γραφής, μοιάζει σχεδόν αυτονόητο. Δεν ξαναδιάβασα ολόκληρο το κείμενο του Σινιόσογλου, αλλά χρησιμοποίησα στους στίχους τις φράσεις του που είχα υπογραμμίσει τότε στην πρώτη ανάγνωση, ίσως λιγάκι παραποιημένες (σε αυτές συμπεριλαμβάνεται και ο τίτλος). Έτσι το ποίημα συνομιλεί με τον Μπόρχες, τον Πεσσόα και τους ετερώνυμους του και τον Νικήτα Σινιόσογλου, και μιλά πολύ λίγο για τον Κωνσταντίνο Σιμωνίδη. Αυτός εξάλλου, ζει πια στις παρυφές της ιστορίας, μέχρι που εμφανίζεται το επόμενο χειρόγραφο, κι όλο και κάποιος ελληνιστής, τον ξαναθυμάται. 




Υ.Γ. Η Λέσχη Ανάγνωσης του Booktalks διαβάζει απόψε στις 8μ.μ. τη "Χρονιά θανάτου του Ρικάρντο Ρέις" του Ζοζέ Σαραμάγκου. Εγώ σήμερα ως τις 7:30μ.μ. θα δίνω εξετάσεις για περάσω το μεταπτυχιακό μάθημα στο πλαίσιο του οποίου προέκυψε το ποίημα. 




 

15/1/21

"Ηθικές επιστήμες", Martín Kohan

 




Το 2020 έκλεισε με ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα μες στη χρονιά, τις «Ηθικές Επιστήμες» του Μαρτίν Κόαν. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα γραμμένο το 2007, που μιλά για μια ιστορία του 1982, όταν στην Αργεντινή ακόμα, λίγο πριν τον πόλεμο των Φώκλαντς, ήταν στην εξουσία η πολύ συντηρητική, γεμάτη δοσίλογους –δεν ξέρω αν κάτι μας θυμίζει αυτό- χούντα.

Η Μαρία Τερέζα, η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος, είναι ένα εικοσάχρονο κορίτσι που δουλεύει ως επιτηρήτρια στο πρότυπο Κολλέγιο της χώρας. Η δουλειά της είναι να φροντίζει για το Τμήμα Γ10, να είναι οι μαθητές πάντα στοιχημένοι όταν δεν είναι μέσα στην τάξη, να φοράνε ακριβώς τις κάλτσες που πρέπει (μπλε νάυλον, κι όχι μπλε βαμβακερές), να έχουν ακριβώς όπως πρέπει τα μαλλιά τους (στον πόντο, μετρώντας ακριβώς την απόσταση από το σβέρκο). Όλα ξεκινούν όταν προσπαθώντας να εντυπωσιάσει τον Διευθυντή των Επιθεωρητών κύριο Μπασιούτο, έναν άνθρωπο που βρέθηκε σε αυτή τη θέση γιατί συνέταξε τις περίφημες μαύρες λίστες, η Μαρία Τερέζα, που στο σπίτι της τη φωνάζουν Μαρίτα, αρχίζει να επιτηρεί τις τουαλέτες των αγοριών και να κλείνεται μέσα σε κάποιο κουβούκλιο προσπαθώντας να πιάσει κάποιον να καπνίζει. Το πράμα των αγοριών, που η πρωταγωνίστρια δεν έχει δει, αλλά αρχίζει να φαντάζεται όσο ακούει να κατουράνε μες στις τουαλέτες οι έφηβοι, αποκτά μυθικές διαστάσεις στο μυαλό της. Ένα άγγιγμα στον ώμο όταν οι μαθητές στοιχίζονται, δυο δάχτυλα στο σβέρκο, ένα αντρικό άρωμα, την επηρεάζουν τώρα διαφορετικά. Ο Επιθεωρητής της φαίνεται ευχαριστημένος με κείνη και τον ζήλο της και τη βγάζει και για καφέ. Μέχρι που η γάτα γίνεται ποντίκι.


Το μυθιστόρημα είναι αριστοτεχνικά γραμμένο, δεν φαίνεται να κρίνει ποτέ, τα θεωρεί όλα δεδομένα, και «φυσιολογικά» όπως όταν ζεις σε μια χούντα και θεωρείς δεδομένο πως θα σε επιπλήξουν γιατί οι κάλτσες είναι γαλάζιες, αλλά όχι νάυλον όπως πρέπει. Το μεσαίο κομμάτι αχνίζει από έναν παράτυπο ερωτισμό, μια άπειρη εικοσάχρονη κατασκοπεύει εφήβους στα ουρητήρια. Στο τελευταίο κομμάτι, το βάναυσο, η απολυταρχία δείχνει το κανονικό της πρόσωπο. Εντυπωσιακό σα σύλληψη, το βιβλίο μιλάει για την εξουσία, τις στρεβλώσεις και την ηδονή της. Για το πώς ο θύτης γίνεται θύμα και το θύμα θύτης με μεγάλη ευκολία, πότε με την άψογη συμπεριφορά της αφρόκρεμας της χώρας, πότε με τις μυρωδιές της τουαλέτας. Και πόσο γρήγορα όλο αυτό μπορεί να αλλάξει, η ισορροπία να διαταραχθεί, να βρεθείς από πάνω κάτω. Πόσο εύκολα αποδέχεται το θύμα τους περιορισμούς του. Και πόσο συνεχίζει να γυρίζει η γη και η ζωή των άλλων, παρόλο που η δική σου καταστρέφεται.

Βαθιά πολιτικό μυθιστόρημα, κάνει προσωπικό το πολιτικό δράμα, το καθρεφτίζει στα μάτια μιας παρθένας. Αν δεν ψάξεις λίγο, μπορεί να πιστέψεις πως αυτό που περιγράφεται είναι δυστοπικό, πως ο συγγραφέας έφτιαξε το φόντο με τη φαντασία του. Μόνο που το φόντο είναι αληθινό, και μπορεί να συμβεί σε όλους μας, σε όλες τις χώρες. Κι αυτό το κάνει ανατριχιαστικά συγκλονιστικό.


                            Κατερίνα Μαλακατέ



"Ηθικές επιστήμες", Μαρτίν Κόαν, μετ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδ. Κίχλη, 2020, σ. 277




3/1/21

Οι στόχοι του 2021





Πρώτη ανάρτηση για το 2021. Σπανίως κάνω απολογισμούς, ακόμα σπανιότερα βάζω στόχους για τη χρονιά που έρχεται. Με μάθαν από παιδί πως αυτά δεν λειτουργούν, η ζωή έρχεται και την αφήνεις να σε πάει. Δεν είναι μεγαλεπήβολοι οι στόχοι μου για το 2021, δεν περιλαμβάνουν τίποτε ακατόρθωτο. Λίγο να φτιάξω την υγεία μου που την άφησα να ρημάξει τα τελευταία χρόνια. Να αφήνομαι στα χάδια των παιδιών μου περισσότερο. Να δουλεύω λιγότερο, να αγαπάω πιο πολύ, να αγαπιέμαι πιο πολύ. Να αφήνω να με αγαπήσουν, να δέχομαι δώρα, να μην αφήνω να εκμεταλλεύονται την ανάγκη μου να αγαπηθώ άνθρωποι που πάντα θα ζητάνε παραπάνω όσα κι αν δίνεις, ακόμα κι αν δίνεις τα πάντα. 

Να διαβάζω βιβλία, να με μη με εγκαταλείψει το «χάσιμο» του γραψίματος, η έκσταση εκείνη, η ιερή ώρα που είμαι μόνη με ένα ακόμα άγραφτο κείμενο που γεννιέται μέσα στο μυαλό, υλοποιείται άτσαλα σε μια οθόνη ή μια λευκή κόλλα χαρτί, και τελικά δίνει μια από τις μεγαλύτερες ηδονές που έχει δοκιμάσει άνθρωπος. Να είναι καλά τα παιδιά μου, ο άντρας μου, η μαμά μου, οι φίλοι μου, όλα «μου». Μικραίνει ο κόσμος μας μεγαλώνοντας. Έχει μεγαλύτερη σημασία ένα ωραίο βιβλίο, ένα μακρύ φιλί, μια ώρα αγκαλιά μπροστά στην τηλεόραση. Έχει σημασία η συνενοχή. Να είναι οι άνθρωποι με το μέρος μας. 

Συνήθιζα να λέω πως ζω και ανασαίνω για τη λογοτεχνία. Η αλήθεια είναι πως είμαι άνθρωπος κατά βάση μονήρης, τους λιγοστούς πραγματικούς μου φίλους, σαν σωστό μοναχοπαίδι, τους κάνω οικογένεια, με γνωρίζουν σαν την ξανάστροφη της παλάμης τους, και με αφήνουν να ανασυνταχτώ όταν πρέπει. Για χρόνια υπήρξε η λογοτεχνία το μόνο πράγμα που μου έδινε ρυθμό, μια ένταση ακατάπαυστη. Τώρα οι ρυθμοί μου πέφτουν. Μετράω τα βήματα, για να μην είναι πια στακάτα, να μαλακώνουν. Έχει κι άλλους ρυθμούς η ζωή. Το 2021 είναι η αρχή για ένα κυματιστό αντάτζιο.