28/10/09

Το Παρτάλι



Ο μύθος λέει πως υπάρχουν δυο ειδών βιβλία, αυτά που ο συγγραφέας ξεκινά ορμώμενος από μια ιστορία, κι αυτά που κατά κύριο λόγο στηρίζονται σε μια εξαιρετική προσωπικότητα. "Το Παρτάλι" του Θεόδωρου Γρηγοριάδη ανήκει φανερά στη δεύτερη κατηγορία.

Είναι η ιστορία ενός άντρα που ντύνεται με φορέματα χωρίς να είναι ακριβώς τραβεστί, που μπλέκεται στη ζωή του φοιτητόκοσμου της Θεσσαλονίκης, ασκεί επιρροή σε δυο τουλάχιστον ευεπηρέαστα αγόρια της Φιλοσοφικής. Οι δυο φοιτητές εντυπωσιάζονται με την καλτ παρουσία του Παρταλιού, ψάχνουν ντοκουμέντα για την παρουσία και τη ζωή του, γράφουν και ανεβάζουν έργα για αυτό, κάποιες στιγμές αφιερώνουν τη ζωή τους στην παρουσία του. Έτσι, ανακαλύπτουν πως τον έντυναν έτσι από μικρό, για να αποφύγει το στρατό και τον πόλεμο με τους Βούλγαρους σε μια εποχή που τίποτα στη Μακεδονία δεν ήταν ξεκάθαρο ακόμα. Αλλά βρίσκουν κι άλλα σημαντικά που τους οδηγούν σε άλλους δρόμους.

Το βιβλίο σίγουρα δεν είναι κακό. Κάποιες στιγμές πλατειάζει, μα το κυριότερο πρόβλημα είναι η ακαθόριστη αίσθηση πως κάτι λείπει. Ενώ πραγματεύεται μια πραγματικά ενδιαφέρουσα περίπτωση, δεν απογειώνεται.

25/10/09

Η χαρά της σχολικής βιβλιοθήκης

Τα μαθητικά μου χρόνια είναι μακράν τα χειρότερα της ζωής μου. Είναι κι αυτά που με έκαναν αυτό που είμαι, έτσι που σε έναν βαθμό πρέπει να τα ευγνωμονώ. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που πιθανώς κάποια στιγμή να θελήσω να μοιραστώ. Τώρα θα σας πω για το μόνο καλό της σχολικής μου ζωής και της εφηβείας μου. Για καλή μου τύχη οι γονείς μου με έστειλαν σε ένα σχολείο ιδιωτικό. Τα μαθήματα ήταν το ίδιο καλού ή κακού επιπέδου όπως σε όλα τα σχολεία, εξαρτάται αυτό από την προσωπική όρεξη και προσπάθεια του κάθε καθηγητή και τίποτε άλλο, οι αθλητικές εγκαταστάσεις μου έλεγαν πάντα λίγα πράγματα. Όμως, αυτό που κρυβόταν στον τελευταίο όροφο του άσχημου βιομηχανικού κτιρίου διαμόρφωσε αυτό που είμαι τώρα. Μια τεράστια σχολική βιβλιοθήκη, ίσως η μεγαλύτερη του είδους της στην Ελλάδα και η ακόρεστη δίψα μου να την εξαντλήσω.

Ήμουν μεθοδική. Άρχιζα ένα ένα τα ράφια και δεν σταματούσα αν δεν το τελείωνα. Έτσι έχω διαβάσει στην εφηβεία μου σχεδόν τα άπαντα της γενιάς του 30, έναν απίστευτο αριθμό βιβλίων από τους μεγάλους Ρώσους, μεγάλα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ό,τι βάλει ο νους σας, ό,τι έπεφτε στα χέρια μου. Νομίζω πως θα έχω από τις μεγαλύτερες καρτέλες δανεισμού στην ιστορία του σχολείου. Φυσικά δεν την εξάντλησα ποτέ, κι αυτό ήταν το μαράζι μου, ο καημός μου (όχι ότι είναι εφικτό με τόσες χιλιάδες τίτλους, αλλά λέμε) . Δυο φορές έκανα έκκληση ως απόφοιτη να με αφήσουν να τη χρησιμοποιώ, δυο φορές απέτυχα.

Πέρα όμως από τη λογοτεχνική φύση των διαβασμάτων μου, που στο κάτω κάτω είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας και άλλους μπορεί να μην τους αφορά, μέσα της υπήρχε ένας αναρίθμητος πλούτος «πηγών» που έμαθα να τις χρησιμοποιώ, να τις εντάσσω σε μια εργασία, να τις παραθέτω στο τέλος της σα βιβλιογραφία. Κι αυτό το έμαθα όταν ήμουν 14. Όταν πια ήμουν 24, έκανα μεταπτυχιακό στη Φαρμακευτική. Κι εκεί στην ανύπαρκτη βιβλιοθήκη της σχολής, στις μπερδεμένες και ανοργάνωτες βιβλιοθήκες επιστημονικών περιοδικών του Δημόκριτου και του Ε.Ι.Ε, ανακάλυψα κάτι παραπάνω από το πόσο λειτουργικό ήταν το σύστημα με τις καρτέλες της σχολικής βιβλιοθήκης. Είδα ανθρώπους στα 30 τους, διδακτορικούς υποψηφίους, να μη μπορούν να χρησιμοποιήσουν αυτό που τους δίνεται. Να μη μπορούν να βρουν ένα ράφι, να ταξινομήσουν την βιβλιογραφία τους, να καταλάβουν το χρήσιμο από το άχρηστο, να χάνονται στον πλούτο του διαδικτύου. Και λυπήθηκα. Γιατί εγώ αυτό το έμαθα στα 14. Στα 34 είναι δυσκολότερο να μάθεις έναν γέρο σκύλο νέα κόλπα.

21/10/09

Το χρυσόψαρο



Θα ομολογήσω το αμάρτημά μου, αγόρασα «Το χρυσόψαρο» του Ζ-Μ.Γκ. Λε Κλεζιό μονάχα γιατί κάτω από τον τίτλο έλεγε Νόμπελ λογοτεχνίας. Δεν έχω ειδικά τον τελευταίο καιρό σε καμία εκτίμηση το θεσμό, αλλά ήθελα να έχω άποψη. Χωρίς να μπορώ να κρίνω το συνολικό έργο του συγγραφέα από ένα βιβλίο, δεν θα προβώ σε κατηγορίες για το Νόμπελ, όπως είναι η αρχική μου παρόρμηση. Θα κρίνω μόνο το εν λόγω βιβλίο.

Στο χρυσόψαρο παρακολουθούμε την ιστορία μιας νεαρής Μαροκινής από τα παιδικά της χρόνια, τότε που την έκλεψαν από τη φυλή και την οικογένειά της και την πούλησαν σε μια γρια κυρία που έγινε κάτι ανάμεσα σε αφεντικό και γιαγιά της. Οι περιπέτειες της μικρής μαυρούλας αρχίζουν πραγματικά όταν η κυρία πεθαίνει και το παιδί βρίσκεται στους δρόμους. Μπλέκεται με πόρνες, με υπόκοσμο, καταφέρνει να περάσει λαθραία στη Γαλλία, γνωρίζει κόσμο που της συμπαραστέκεται, μετά από κόπους βάσανα και καημούς και απόπειρες βιασμών, ενηλικιώνεται στην Αμερική.

Το βιβλίο δεν είναι άσχημο, αλλά ούτε και τίποτε το ιδιαίτερο. Δεν διεκδικεί σίγουρα λογοτεχνικές δάφνες, είναι μάλλον άτεχνο, γιατί εκτός από την κεντρική ηρωίδα, όλοι οι άλλοι έρχονται και παρέρχονται. Και σε αρκετά σημεία δείχνει πως ο συγγραφέας δεν έχει εντρυφήσει πραγματικά στη ζωή ενός λαθρομετανάστη.

Εν ολίγοις, βαρέθηκα.

13/10/09

O άγιος ζιγκολό



Ο Πασκάλ Μπρυκνέρ ήταν στην εφηβεία μου από τους αγαπημένους συγγραφείς. Τόσο «Τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα», όσο και περισσότερο «Το θείο βρέφος» μου άρεσαν πολύ. Ο τρόπος του, όσο ανόσιο κι αν ακούγεται, μου θύμιζε κάτι από Κούντερα. Δεν ξέρω να σας πω γιατί αγόρασα τον «Άγιο ζιγκολό», πιθανότατα να ήθελα κάτι ευκολοδιάβαστο και ερωτικό.

Αυτό είναι σίγουρα μέρος της γραφής του Μπρυκνέρ. Ο ήρωας του, παντρεμένος από τα είκοσι με την τέλεια γυναίκα, οργανωμένος στην αρτιότερη παρέα συμμαθητών και συμφοιτητών, με δυο όμορφα παιδιά και μια πολλά υποσχόμενη θέση στο διπλωματικό σώμα, γίνεται τριάντα. Και τότε, ένα τυχαίο περιστατικό του διδάσκει την χαρά της αντρικής πορνείας. Δεν γίνεται αρσενική πόρνη για τα χρήματα, γίνεται γιατί αγαπά να χαρίζει χαρά σε όλες αυτές τις γυναίκες που θεωρούνται από τους άλλους απωθητικές. Για κάποια χρόνια ζει ευτυχής ανάμεσα στην οικογένειά του, μια νεαρή ερωμένη και τις πελάτισσές του. Έπειτα αρχίζει η πτώση.

Το βιβλίο έχει χαριτωμένη πλοκή, που κάποτε βαθαίνει και άλλοτε είναι ρηχή περίπου σαν αμερικάνικη ταινία. Ο Μπρυκνέρ είναι καλός συγγραφέας. Ακόμα κι όταν δεν φτάνει στον πυρήνα της διαστροφής, μάς δίνει κάποιες κρυφές ματιές στα πάθη και τις εμμονές των ανθρώπων και φτιάχνει έναν απολαυστικό για να τον διαβάσεις κόσμο. Η ένστασή μου είναι πως τούτο τον κόσμο τον έχουμε διαβάσει ξανά και ξανά από το συγκεκριμένο συγγραφέα.

11/10/09

Στην αρχή αυτού του ιστολογίου είχα υποσχεθεί πως δεν θα το μετατρέψω σε εξομολογητικό ημερολόγιο. Κι όμως, σήμερα, θα πατήσω την υπόσχεσή μου. Θα πιαστώ από την ανάγκη μιας φίλης για να σας πω μια ιστορία. «Θέλω να ξαναγίνω κόρη. Θέλω να δώσω στα γονικά μου τη χαρά να με γευτούν σαν παιδί, να τους δώσω τα σ’ αγαπώ που τους στέρησα». Κι αυτά τα λόγια προέρχονται από μια γυναίκα ολοκληρωμένη, όχι καμιά παιδούλα. Την καταλαβαίνω, μα δεν μπορώ πλήρως να ταυτιστώ. Γιατί εγώ δεν έπαψα ποτέ να είμαι κόρη.

Είμαι 31 ετών, παντρεμένη και έγκυος. Δεν ζω μαζί με τους γονείς μου από τα 25 μου. Κι όμως ποτέ δεν απογαλακτίστηκα, ποτέ δεν έπαψα να λέω τα σ’ αγαπώ και τα σε μισώ μου. Η μητέρα μου είναι ένας δυνατός πανίσχυρος άνθρωπος, εγώ δεν πάω πίσω. Αν ανοίξουμε κι οι δυο τα χέρια σε όλο τους το μήκος, θα ξεσηκωθεί μια καταιγίδα με αστραπές και κεραυνούς. Με τη μάνα μου δε συμφωνούμε σε πολλά, έχουμε διαφορετική κοσμοθεωρία. Την καταιγίδα συνήθως την αποφεύγουμε την τελευταία στιγμή, κάποτε ξεσπά και καθαρίζει τον ορίζοντα. Την επόμενη μέρα.

Λοιπόν, πέρα από το γεγονός πως είμαστε μαζί τουλάχιστον ένα 8ωρο τη μέρα γιατί εγώ η μπεμπέκα με τα μεγάλα όνειρα και τα πολλά ταλέντα αποφάσισα να πάρω την οικογενειακή επιχείρηση αντί να ανοίξω τα φτερά, συγγνώμη τα χέρια, που λέγαμε προηγουμένως σε όλος τους το εύρος, οι γονείς μου εξακολουθούν να αποτελούν μέρος των σκέψεων μου ακόμα κι όταν δεν τους βλέπω. Ανησυχώ σαν ξαναμμένη κλώσσα αν δεν πάρουν τηλέφωνο μήπως έπαθαν τίποτα. Αν ζούσαμε μαζί θα τους περίμενα με μια ζακετούλα ριγμένη στους ώμους τα βράδια που ξενυχτούν για να τους κατσαδιάσω που γύρισαν σπίτι μετά την προκαθορισμένη ώρα.

Η αγάπη μου πηγάζει από το σεβασμό στη δύναμη της μάνας και στην εξαιρετική προσωπικότητα του πατέρα. Από την ανάγκη μου από πολύ μικρή να είμαι εκεί για ό,τι και να τους συμβεί, να κουβαλάω τις κακοτοπιές εγώ στην πλάτη μου. Αλλά όχι μόνο από αυτό. Με τα χρόνια ένα είδους οίκτου έχει αναπτυχθεί, όσο άσχημο κι αν ακούγεται. Για τα χρόνια τους που χάθηκαν στη δουλειά, για τις ανεπαίσθητες αλλαγές πάνω τους που βλέπω αλλά δε μιλάω, για δυο ανθρώπους έντονους και δυναμικούς που τους καταβρόχθισε ο χρόνος. Κι ας είμαι άδικη απέναντί τους, είναι νέοι και ενεργοί. Κι ας είμαι ευγνώμων που τσακίστηκαν για να μην τσακιστώ.

Κι όμως τσακίζομαι. Έχω ένα πλάσμα μέσα στην κοιλιά μου που σε λίγους μήνες θα με φωνάζει μάνα. Άραγε, σε 20 χρόνια θα με βλέπει έτσι; Το πιθανότερο ναι, αν όλα πάνε κατ’ ευχή δηλαδή και το μεγαλώσω σωστά. Είναι η μοίρα μας να μένουμε παιδιά, είναι η ανάγκη μου σα μοναχόπαιδο να είμαι η μητέρα των γονιών μου, να τους προστατεύω; Δεν ξέρω. Αλλά εγώ που έχω δικό μου σπιτικό με τις δικές του έγνοιες χρόνια τώρα, κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ τις δικές τους αναμασώ μες στο κεφάλι μου.
Υ.Γ. Σας χρωστώ την πραγματική ανάρτηση για το βιβλίο που μόλις τελείωσα. Θα επανέλθω συντόμως, μη φοβου....

4/10/09

Λέξεις ειπωμένες

Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου είναι λέξεις ειπωμένες. Ακόμα και στη μη συγγραφική μου καθημερινότητα, αυτή με τη δουλειά και τις δουλείες του σπιτιού και την εξωφρενική παρουσία της τηλεόρασης, στη μοναξιά μου έστω, οι λέξεις, πάνω από τις σιωπές, κυριαρχούν. Ο σύντροφός μου είναι από αυτούς τους αμίλητους βούδες που αγαπούν να ακούν μάλλον (τι ευτυχία κι αυτό) αλλά εγώ μέσα στα βιβλία μου και τα γραψίματά μου είναι ένας θορυβώδης άνθρωπος. Μεγάλωσα έτσι. Πέρα από τις γραπτές λέξεις, αγαπώ και τις προφορικές, να δίνω παράσταση ή να κρύβομαι στη γωνιά μου. Κάποτε και τα δυο ταυτόχρονα.

Η ελλιπής μου παρουσία στη σιωπή είναι αυτό που συχνά κάνει κακόγουστα τα κείμενά μου. Η ανάγκη να τα ξέρω όλα και για όλα και να συμμετέχω. Ζηλεύω τον άνθρωπό μου στη γωνία που δεν κάνει εκκωφαντικό θόρυβο, εγώ ακόμα κι εκεί είμαι παρούσα. Σχεδόν τραβηχτικά υποκριτική. Η σιωπή με αποσπά ελάχιστες φορές, όταν διαβάζω ποίηση ή γράφω κάποια κομμάτια. Τις υπόλοιπες με αποφεύγει. Αυτό είναι η ψυχική μου ανισορροπία, και το προσωπικό στοίχημα. Αν βρω τις σιωπές μου κι εγώ θα γίνω καλύτερη και τα γραπτά μου.