27/5/19

"Η Εβραία νύφη", Νίκος Δαββέτας





Η Εβραία νύφη του Νίκου Δαββέτα κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 2009 από τις εκδόσεις Κέδρος, έκανε αμέσως αίσθηση, απέσπασε το βραβείο της Ακαδημίας και καθιέρωσε τον συγγραφέα της στη συνείδηση του κοινού. Έκτοτε, έχει κυκλοφορήσει άλλες δύο φορές, μία από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, και τώρα από τις εκδόσεις Πατάκη. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που ακολουθεί τον Δαββέτα και όχι άδικα, μάλλον πρόκειται για το καλύτερό του ως τώρα.

Με φοβερή οικονομία εικόνων και λόγου, ο συγγραφέας στήνει ένα μυθιστόρημα που καταπιάνεται με πολλά θέματα ταυτόχρονα, κανένα δεν εξαντλεί, κανένα δεν ακουμπά επιφανειακά. Το βιβλίο αρχίζει εντυπωσιακά, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, μεσήλικας δημοσιογράφος, βρίσκεται στο μπάνιο της Νίκης, μιας γυναίκας με την οποία έχει μόλις κάνει έρωτα. Παντού βρώμα και δυσωδία, ούτε να κατουρήσεις δεν μπορείς, κι ένας τοίχος με φωτογραφίες του πατέρα της. Η Νίκη είναι ανορεξική, τιμωρεί το σώμα της, γιατί δεν μπορεί να ανεχτεί το αμάρτημα του πατρός της, είναι ένα κορίτσι που το στοιχειώνει το παρελθόν, σαν πένθος.  Ο αφηγητής την ερωτεύεται, και γίνονται ζευγάρι. Αν και η κοπέλα δεν φαίνεται ικανή να ανεχτεί καν τον εαυτό της, πόσο μάλλον την αγάπη ενός άλλου ανθρώπου. 

Ο πατέρας της Νίκης κατέδιδε Εβραίους στην Κατοχή, κι  έπειτα καρπωνόταν την περιουσία τους. Φυσικά δεν τιμωρήθηκε ποτέ, πέθανε ως ένα ευυπόληπτο μέλος της κοινωνίας, με δόξα και τιμές. Ο πατέρας του αφηγητή ήταν αριστερός που υπηρετούσε τη στρατιωτική θητεία στη Μακρόνησο και τελικά βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου του Εμφυλίου, να κυνηγά τους συντρόφους του. Δεν κατάφερε να συνέλθει ποτέ, ήταν τυχοδιώκτης και τζογαδόρος, και πέθανε άδοξα. Το ζευγάρι, δεν μπορεί να ξεφύγει από το συναισθηματικό βάρος της οικογενειακής ιστορίας, ο καθένας δείχνει να βουλιάζει όλο και πιο πολύ σε ένα τέλμα που τους κυνηγά από τότε που γεννήθηκαν.


https://en.wikipedia.org/wiki/The_Jewish_Bride



Το μυθιστόρημα κινείται ανάμεσα σε δύο αφηγηματικούς χρόνους και τρεις άξονες πλοκής- η ερωτική ιστορία του δημοσιογράφου και της Νίκης, η ιστορία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης και αυτή του Εμφυλίου.  Δεν πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα, μα για ένα βιβλίο που προσπαθεί να μιλήσει για το Κακό, με όρους του σήμερα και του χθες, να διαχειριστεί τη συλλογική ευθύνη και τη μνήμη, όπως διαμορφώνουν τη σημερινή ζωή μας. Η φιγούρα της κάτισχνης Νίκης είναι καθηλωτική, κι έρχεται σε ευθεία αντίστιξη με τον πίνακα με τον οποίο έχει εμμονή η κοπέλα - την Εβραία νύφη του Ρέμπραντ-, αλλά και όσα ξέρουμε για το Ολοκαύτωμα. Η Νίκη δεν είναι Εβραία, την κατατρώει η ενοχή για πράξεις που δεν έκανε εκείνη. Και για τον αφηγητή, η σχέση με τον δικό του πατέρα και τη δράση του, είναι ανοιχτή πληγή. 

Ως τη μέση, το βιβλίο μοιάζει κάπως κοινότοπο, όμως σιγά σιγά βαθαίνει. Διάφορες ιστορίες εγκιβωτίζονται στη βασική πλοκή, το μυθιστόρημα ανοίγει, κάνει το πολιτικό προσωπικό κι έπειτα πάλι πολιτικό, δεν αφήνει τον αναγνώστη να εφησυχάσει. Και όλα αυτά, με μια αφήγηση πυκνή και ουσιαστική, πουθενά δεν χάνεις το νήμα, πουθενά ο συγγραφέας δεν βάζει επίτηδες τρικλοποδιές στον αναγνώστη. Τα πραγματολογικά στοιχεία είναι προσεκτικά διασταυρωμένα, η γλώσσα λιτή και περιεκτική, το κείμενο αντέχει σε πολλές αναγνώσεις, οι χαρακτήρες- και τα πάθη τους- είναι αληθινά. Όλα αυτά μαζί καθιστούν την Εβραία νύφη ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, ένα βιβλίο που χαίρεσαι να το διαβάζεις, και που το αποτύπωμα της ανάγνωσής του σου μένει στο μυαλό για καιρό μετά. 


                                                                Κατερίνα Μαλακατέ




"Η Εβραία νύφη", Νίκος Δαββέτας, εκδ. Πατάκης, σελ.286, 2019













Υ.Γ. 42 Θα ήθελα για εξώφυλλο τον πίνακα του Ρέμπραντ 

20/5/19

"Η θεραπεία των αναμνήσεων", Χρήστος Αστερίου




Είχα καιρό να διαβάσω ένα πραγματικά εξαιρετικό ελληνικό μυθιστόρημα. «Η θεραπεία των αναμνήσεων» του Χρήστου Αστερίου, επτά χρόνια μετά το πολύ πετυχημένο «Ίσλα Μπόα», είναι ένα ζηλευτό βιβλίο, με βάθος και συναίσθημα, ρυθμό και πλοκή. Εκκινεί αργά, παίρνει το χρόνο του στην αφήγηση, χτίζει τον ήρωα του και τελικά καταδύεται στα ενδότερα της ανθρώπινης ύπαρξης και φτάνει σε ερωτήματα ταυτότητας που απασχολούν όλους μας. Μα κυρίως αναρωτιέται, «υπάρχει κανένας που να ξέρει πραγματικά τους γονείς του;». 

Πρωταγωνιστής είναι ο Μάικ Μπουζιάνης, επιτυχημένος συγγραφέας στην Αμερική, που ξεκίνησε ως stand up comedian και κατέληξε κωμικός συγγραφέας. Τον βλέπουμε σε μια φάση της ζωής του που όλα καταρρέουν, βιώνει ένα άσχημο διαζύγιο, δεν μπορεί να γράψει τίποτα κι έχει αρχίσει να εξαρτάται από το ποτό. Σε μια μεγάλη παρουσίαση για χάρη του, καταρρέει μπροστά σε όλους και πέφτει. Από κει ξεκινά η άνοδος, αρχίζει να διδάσκει δημιουργική γραφή, βρίσκει έναν νέο έρωτα κι επικεντρώνεται στη ζωή του κι όχι των άλλων. Γράφει τη δική του ιστορία πια, διερευνά τη σχέση του με την οικογένεια, τον εαυτό, την πατρίδα, τον πατέρα. Και ανακαλύπτει πράγματα που δεν ήξερε, για τους γονιούς αλλά κυρίως για τον ίδιο. 

Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τη Θεραπεία των αναμνήσεων ως ένα ταξίδι αυτογνωσίας, αλλά μάλλον η ταμπέλα θα αδικούσε το βιβλίο που είναι πολυεπίπεδο και σε σημεία στοχαστικό. Μου φαίνεται πως πιο πολύ από όλα το χαρακτηρίζει το παιχνίδι από όπου πήρε τον τίτλο του: για να θεραπεύσουν τους ανοϊκούς ασθενείς, οι ψυχίατροι στήνουν ένα γαϊτανάκι αναμνήσεων, αντικείμενα, φωτογραφίες, ανθρώπους, μήπως βοηθήσουν τη μνήμη. Έτσι κι αυτό το μυθιστόρημα, δεν είναι ένα παιχνίδι νοσταλγίας, είναι μια λειτουργική άσκηση μνήμης. Πρόκειται για ένα βιβλίο που χτυπάει τον αναγνώστη ακριβώς εκεί που πονάει, στη μεγάλη αναντιστοιχία ανάμεσα στην εξωτερική πραγματικότητα κι αυτό που αισθανόμαστε μέσα μας. Ο Μάικ Μπουζιάνης, που στην αρχή του μυθιστορήματος φαίνεται να διακατέχεται από όλη την ματαιότητα που μας υπαγορεύει η σύγχρονη ζωή σιγά σιγά μεταμορφώνεται, όχι μόνο από το εσωτερικό του ταξίδι, αλλά γιατί αναγκάζεται να διερευνήσει τις ρίζες του, να ασχοληθεί με τους γονείς του, με την κόρη του, με μια νεαρή γυναίκα που τον αγαπά. Όλα όσα πρωτύτερα του φαίνονταν επιφανειακά και δίχως νόημα, τώρα σπάζει το κέλυφος και βλέπει τον πυρήνα τους. 

Το χιούμορ και η μουσική δίνουν ρυθμό στην ανάγνωση, η αφήγηση είναι τελείως φυσική, η γλώσσα είναι όσο πρέπει λιτή και αποστασιοποιημένη, κάποιες σκηνές θαρρείς πως τις έχουν γράψει σπουδαίοι ξένοι συγγραφείς- όπως ο Ροθ ή ο Όστερ. Διάβασα τη Θεραπεία των αναμνήσεων λαίμαργα, και τώρα κάπως σαν να μετάνιωσα που τελείωσε, ήθελα κι άλλο. Κι αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα κοπλιμέντα που μπορεί να κάνει ένας αναγνώστης σε ένα βιβλίο, να μην θέλει να τελειώσει, να συνεχίσει να επιθυμεί να βρίσκεται στον κόσμο του. 


                                                  Κατερίνα Μαλακατέ





"Η θεραπεία των αναμνήσεων", Χρήστος Αστερίου, εκδ. Πόλις, 2019, σελ. 299




16/5/19

Στη 16η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης





Τρίτη χρονιά φέτος που πήγα στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης. Δεν είχα καμία δουλειά, κανένα πάνελ, και καμία υποχρέωση να είμαι εκεί. Πήγα γιατί ήθελα, γιατί περνάω πολύ καλά σε αυτή τη μεγάλη γιορτή, γιατί βλέπω μαζεμένους ανθρώπους του βιβλίου που τους νιώθω δικούς μου, κι άλλους που τους θαυμάζω από μακριά. Και φυσικά πήγα και για την ωραία εκδρομή. Πάνω από 500 εκδηλώσεις με θέμα το βιβλίο (το πρόγραμμα των εκδηλώσεων και για τις τέσσερις μέρες είναι πάνω από 100 σελίδες), κάποιες κοινότοπες και βαρετές- ένας συγγραφέας μιλάει για το βιβλίο ενός άλλου και μας λέει πόσο αριστουργηματικό είναι-, κι άλλες πραγματικά ενδιαφέρουσες και σημαντικές, που θέτουν θέματα ουσίας για αναγνώστες και επαγγελματίες. 





Η Έκθεση γίνεται στο γνωστό συνεδριακό κέντρο που γίνεται και η ΔΕΘ, και έχει τριπλό χαρακτήρα. Πρώτα από όλα εμπορικό, υπάρχουν σε μικρά ή μεγαλύτερα σταντ σχεδόν όλοι οι εκδοτικοί οίκοι, ο καθένας μπορεί να αγοράσει ό,τι θέλει και να ενημερωθεί για τις νέες κυκλοφορίες. Αυτό για τους μικρούς εκδοτικούς είναι ιδιαίτερα σημαντικό, κάποια από τα βιβλία τους δεν φτάνουν σε όλα τα βιβλιοπωλεία, οι αναγνώστες μπορούν να τα δουν μόνο στις Εκθέσεις. Το δεύτερο κομμάτι της είναι οι εκδηλώσεις. Το τρίτο οι επαγγελματικές επαφές για το βιβλίο, σε έναν χώρο που συγκεντρώνονται όλοι. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που παραμένει στην Θεσσαλονίκη, αν γινόταν στην Αθήνα δεν θα είχε αντίστοιχη συμμετοχή επαγγελματιών τόσες ώρες κάθε μέρα. Ο καθένας θα έκανε την παρουσίασή του και θα έφευγε.  Η αλήθεια είναι πως η ίδια η πόλη δεν ζει στον ρυθμό της ΔΕΒΘ. Οι περισσότεροι Θεσσαλονικείς δεν ξέρουν καν τι συμβαίνει, τη μπερδεύουν με ένα παζάρι ξεπουλήματος βιβλίων που γίνεται στην παραλία κάποια άλλη χρονική στιγμή, δεν αντιλαμβάνονται πως σπουδαίοι Έλληνες και ξένοι συγγραφείς μαζεύονται τόσο κοντά τους για ένα τετραήμερο. 

Η διοργάνωση μού φάνηκε φέτος καλύτερη. Μοναδικό μελανό σημείο και φέτος η αδυναμία στην ουσία να φιλοξενήσει σωστά τους ξένους συγγραφείς. Είχα μεγάλη λαχτάρα να δω τον Λάζλο Κρασναχορκάι, αλλά η εκδήλωση έγινε σε μια στενή αίθουσα, με ελάχιστα ακουστικά διερμηνείας. Δεν πρόλαβα να πάω μια ώρα πριν κι έτσι έμεινα όρθια, χωρίς δυνατότητα μετάφρασης από τα ουγγρικά- ε, πόσο να με κρατήσει το γαλάζιο βλέμμα του Λάζλο, δεν άντεξα πολύ κι έφυγα. Κάπως πρέπει να μαζευτεί και το πρόγραμμα των εκδηλώσεων, κάποιες γίνονται για να γίνονται με λίγο κόσμο και απροετοίμαστους ομιλητές, ενώ κάποιες συμπίπτουν χρονικά κι είναι αδύνατο να τις παρακολουθήσεις.

Γύρισα από τη Θεσσαλονίκη ειλικρινά αναζωογονημένη- όλο αυτό έχει και κάπως χαρακτήρα σχολικής εκδρομής- με νέες εικόνες και πληροφορίες. Και με ανανεωμένη την όρεξή μου∙ για βιβλία και διάβασμα. 



                                                      Κατερίνα Μαλακατέ






14/5/19

"Στη ζωή νωρίς νυχτώνει", Ελένη Πριοβόλου




Η Ελένη Πριοβόλου έχει ένα μάλλον σπάνιο χάρισμα, η αφηγηματική της δεινότητα είναι τέτοια που φτιάχνει βιβλία που μπορούν να διαβαστούν κυριολεκτικά από όλους, και από εκείνους τους αναγνώστες που αναζητούν τη συγκίνηση και την πλοκή, και από αυτούς που θέλουν δεύτερο και τρίτο επίπεδο, βάθος. Είναι λίγες οι αντίστοιχες περιπτώσεις συγγραφέων- Ελλήνων και ξένων- που μπορούν να αποτελέσουν σκαλοπάτι για τον ανυποψίαστο αναγνώστη, να τον περάσουν στην αντίπερα όχθη των υποψιασμένων. 

Το «Στη Ζωή νωρίς νυχτώνει» είναι ένα χορταστικό βιβλίο πεντακοσίων σελίδων. Σε πρώτη ανάγνωση έχουμε εδώ ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, δύο νέα κορίτσια, στη δεκαετία του ’60 που προσπαθούν να βρουν ποιες είναι μέσα στην κοινωνική και πολιτική αναταραχή της εποχής, να βάλουν όρια ανάμεσα στον καθωσπρεπισμό της οικογένειας, το πολιτικό και σεξουαλικό καζάνι που βράζει γύρω τους και το ποιες είναι. Η Οριάν- από το Οριάνθη- πιο απελευθερωμένη, κόρη διπλωμάτη και ορφανή από μητέρα και η πολύ πιο φοβισμένη και συντηρητική Άρια- από το Αριστέα- θα μπλέξουν τις ζωές του για λίγο, κι έπειτα θα χαθούν μετά από ένα ντου της αστυνομίας. Θα ξαναβρεθούν, πολλά χρόνια μετά, το 2015, και θα ξανασυστηθούν. 

Η Πριοβόλου βάζει από την αρχή το θέμα της χειραφέτησης της γυναίκας μπροστά, ένα θέμα που έκαιγε τότε και συνεχίζει να καίει. Παρακολουθεί τρεις γενιές γυναικών, αναγνωρίζει τα σημάδια της αλλαγής, δίνει μέσω της εγγονής της Οριάν της Οζ, την πορεία αυτού του αγώνα. Αλλά δεν μένει εκεί. Οι δύο ηρωίδες της είναι βαθιά πολιτικοποιημένες, η καθεμιά με τον τρόπο της, πιο έντονα η Οριάν και πιο χαμηλόφωνα η Άρια. Και αναγκάζονται να φύγουν από την Ελλάδα με τη δικτατορία. Η Άρια καταλήγει στον Καναδά κι η Οριάν πηγαίνει στον πατέρα της, στον Λίβανο, εκεί που έχει γεννηθεί. 

Με προσεκτικά φλας μπακ και εγκιβωτισμένες μικροϊστορίες, η φλεγόμενη Ιστορία της Μέσης Ανατολής διατρέχει το βιβλίο. Ένα δύσκολο πολιτικό θέμα, που αρκετοί δεν θα άγγιζαν- το παλαιστινιάκο, ο εμφύλιος στον Λίβανο, οι παναραβιστές, οι δυτικόφιλοι, οι δύο υπερδυνάμεις στην περιοχή- ο πόλεμος, σε αντίστιξη με την ειρήνη. Εδώ το μυθιστόρημα φαίνεται πως κρύβει αρκετή έρευνα πίσω του, δεν είναι ένα απλό πέρασμα αυτό που κάνει η Οριάν από τη Βηρυτό, σημαδεύει τη ζωή της και το βιβλίο. Μέσα από όλα αυτά προκύπτουν τα βασικά ζητήματα: ταυτότητας, πατρίδας, οικογένειας. Τι καθορίζει την προσωπική μας ιστορία και ανάπτυξη, πού είναι η πατρίδα μας και τι βαραίνει, ο τόπος, η γλώσσα, οι άνθρωποι, η θρησκεία, η συγκυρία; Ποιοι άνθρωποι θα είναι κοντά μας στα στερνά μας; Ξέρουν ποτέ τα παιδιά τους γονείς τους; Οι γονείς τα παιδιά; Ποιος είναι οικογένεια και με ποιον περνάμε τελικά τη ζωή μας. 

Μυθιστόρημα πολυφωνικό, με γλώσσα κάπως παλιακή – ίσως αυτό να το κάνει πιο προσιτό σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, αν κι εγώ πιστεύω πως ένα τέτοιο κείμενο γραμμένο πιο σύγχρονα θα μπορούσε να είναι ακόμα πιο επιδραστικό-, ένα βιβλίο που χαίρεσαι να το πιάνεις στα χέρια του για να το συνεχίσεις τα βράδια. Με πολλές πολιτικές και κοινωνικές αιχμές, μα αφήγηση ήπια και στρογγυλή, με ιδέες ολοκληρωμένες. Το μεγάλο ατού του βιβλίου είναι αυτό, ξέρει τι θέλει να πει, το εντάσσει μέσα στην πλοκή, οι ήρωες δεν μοιάζουν χάρτινοι, ούτε μόνο αφορμές για τον καμβά, ενώ ταυτόχρονα το φόντο- οι τόποι, η πολιτική, το κοινωνικό γίγνεσθαι είναι το βασικό θέμα. Έχουμε να διδαχτούμε δύο τρία πράγματα από τον τρόπο που αφηγείται η Πριοβόλου, από την ξεκάθαρη σκέψη της και τα ερωτήματα που βάζει, χωρίς να τα απαντά. Και κυρίως από τον τρόπο που από το πολιτικό και το ιστορικό κουβάρι φτιάχνει λογοτεχνία.


                                                                  Κατερίνα Μαλακατέ



"Στη ζωή νωρίς νυχτώνει", Ελένη Πριοβόλου, εκδ. Καστανιώτη, 2019, σελ. 512

5/5/19

"Το παιδί", Γιάννης Παλαβός




Ο Γιάννης Παλαβός και η μικρή φόρμα τα έχουν βρει εξαιρετικά μεταξύ τους, μοιάζει η γραφή του να είναι φτιαγμένη για τις μπουκιές ανάγνωσης, κατορθώνει σε μικρά κείμενα να δώσει άλλη πνοή. Συνηθίζω να λέω πως διηγήματα μπορούν να γράψουν σχεδόν όλοι οι γραφιάδες, καλά διηγήματα όμως ελάχιστοι∙ ο Παλαβός ανήκει σε αυτή την περίεργη κάστα των διηγηματογράφων. 

Το παιδί είναι μια συλλογή που έχει κοινό τον τόπο, τα διηγήματα είναι τοποθετημένα στην ελληνική επαρχία- φανταζόμαστε τον τόπο καταγωγής του συγγραφέα, το Βελβεντό Κοζάνης. Κι έχουν και κάτι άλλο κοινό, την αγριότητα της επαρχίας, τη ματαιότητα της ζωής, και τον θάνατο. Όλα αυτά όχι σκοτεινά, με δύναμη, με διαύγεια όπως αυτή που δίνει μια μοναχική βόλτα στο βουνό. Σου μεταδίδουν τη φύση και τη φύση των ανθρώπων, ζωντανά, νιώθεις σαν να είσαι εκεί και να ανασαίνεις τον καθαρό αέρα- και το ματωμένο χώμα.

Ξεχωρίζει το πρώτο, Το ελάφι, που έρχεται από τη μακρά παράδοσή μας στο διήγημα, βγαίνει απευθείας από τα σωθικά του Παπαδιαμάντη. Και η προτελευταία Πένσα, που με ελάχιστα λιτά μέσα δίνει την ιστορία της ανθρωπότητας. Σε όλα πρωταγωνιστούν οι άνθρωποι, το τοπίο, και ο τρόπος που σκεφτόμαστε. Σε όλα η γλώσσα είναι πυκνή, τα αφηγηματικά μέσα λίγα και ξεκάθαρα. Σε όλα κάτι συμβαίνει, δεν έχουμε εδώ θραύσματα ομφαλοσκόπησης, μόνο κομμάτια πραγματικότητας- περιγραφή και δράση. 

Ο Παλαβός δεν γράφει πολύ, κάποια από τα διηγήματα είχαν δημοσιευτεί ήδη από το 2012, κι η συλλογή ολοκληρώθηκε το 2019. Το προηγούμενο του βιβλίο (Το αστείο, 2012) βραβεύτηκε με το Κρατικό και το βραβείο του περιοδικού Αναγνώστης. Φαντάζομαι πως Το παιδί θα έχει παρόμοια τύχη. 



                                                           Κατερίνα Μαλακατέ


«Το παιδί», Γιάννης Παλαβός, εκδ. Νεφέλη, 2019, σελ. 105