Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλεξάκης Βασίλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλεξάκης Βασίλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

5/5/17

«Το κλαρινέτο», Βασίλης Αλεξάκης



Αγάπησα τον Βασίλη Αλεξάκη ήδη από το πρώτο του βιβλίο που διάβασα, το μ.Χ. Εκεί ο Αλεξάκης περιγράφει μεταξύ άλλων ένα περιστατικό στον Άγιον Όρος που πολύ απασχόλησε την ελληνική κοινωνία για χρόνια. Έπειτα με έψησαν τα βιβλία του που αφορούσαν την πατρίδα και τη γλώσσα.(εδώ κι εδώ). Συνήθιζα πάντοτε να λέω πως «πατρίδα μας είναι η γλώσσα» και η αποκάλυψη της σκέψης ενός συγγραφέα που ονειρεύεται τόσο στα Ελληνικά όσο και στα Γαλλικά ανάλογα με την περίσταση, με γοήτευσε σφοδρότατα. Η ανάλαφρη γραφή του μου άρεσε και στα ερωτικά, στο ξεχωριστό Τάλγκο και την Καρδιά της Μαργαρίτας. 

Όταν έφτασε στα χέρια μου το Κλαρινέτο ήξερα τι θα αντιμετωπίσω, ο Αλεξάκης επιλέγει συνήθως την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, σε κάνει να πιστεύεις πως γράφει αμιγώς αυτοβιογραφικά, πως αφηγητής είναι ο ίδιος. Του αρέσουν τα στιγμιότυπα κι όχι οι σφιχτοδεμένες πλοκές, αφήνει την αφήγηση να τον παρασύρει. Την αγαπώ τη γραφή του, καταφέρνει με ελαφρότητα για να πει τα πιο σπουδαία πράγματα. Έτσι και στο Κλαρινέτο, ενώ βασικό θέμα είναι η μνήμη, η απώλεια και ο θάνατος, το βιβλίο δεν βαραίνει. Ούτε όμως είναι ένα κομμάτι ημερολογίου. 

Η πλοκή ξεκινά γιατί ο αφηγητής ξεχνά τη λέξη «κλαρινέτο», και στα Ελληνικά και στα Γαλλικά. Θυμάται το όργανο, τη μορφή του, τον ήχο του, αλλά με κανέναν τρόπο πώς λέγεται. Με αφορμή αυτό μας αφηγείται τις τελευταίες στιγμές και των δύο εκδοτών του, στην Ελλάδα και στην Γαλλία, επωνύμως, αλλά και τους τελευταίους του έρωτες. Όμως είναι σαφής, ο,τι μοιάζει, δεν έγινε έτσι. Οι διάλογοι είναι ακριβείς στο πνεύμα κι όχι στο γράμμα του κάθε ανθρώπου. 

Το Κλαρινέτο είναι ευκολοδιάβαστο και συνοψίζει όλα τα βασικά θέματα που τον απασχολούν: τον έρωτα, τις σχέσεις, τη μνήμη, την πατρίδα, τη γλώσσα, την απώλεια, τον θάνατο. Το καινούργιο εδώ είναι η Κρίση. Ο αφηγητής, όπως και ο συγγραφέας στην πραγματική ζωή, γυρνά στην Αθήνα μετά τον θάνατο του Γάλλου εκδότη του για να ζήσει μόνιμα εδώ μετά από πολλά πολλά χρόνια. Κι έρχεται αντιμέτωπος με την Κρίση, που μοιάζει οικεία και ξένη μαζί. Δεν έχει βιώματα, αλλά μιλά άψογα τα ελληνικά, είναι και δεν είναι Έλληνας. Κι αυτή του η ιδιότητα δίνει ιδιαιτερότητα στη ματιά του και κάνει το βιβλίο σημαντικότερο. 

«Το κλαρινέτο» δεν είναι το καλύτερο βιβλίο του Βασίλη Αλεξάκη, εξάλλου είναι τόσα πολλά που θα δυσκολευόμουν να διαλέξω ένα. Είναι όμως ένα μυθιστόρημα- γιατί παρά τα εξωτερικά του σουσούμια δεν είναι αυτοβιογραφία- άξιο να διαβαστεί· από αυτούς που τον αγαπούν όπως εγώ και από αυτούς που θέλουν μια πρώτη γνωριμία με τη γραφή του. 



                                                                          Κατερίνα Μαλακατέ


«Το κλαρινέτο», Βασίλης Αλεξάκης, εκδ. Μεταίχμιο, 2016, σελ. 458








Υ.Γ. 42 «Το κλαρινέτο» είναι γραμμένο στα Γαλλικά και μεταφρασμένο από τον ίδιο τον συγγραφέα του στα Ελληνικά. Αυτό το παιχνίδι, που γίνεται εδώ και χρόνια, πότε από την μια πλευρά και πότε από την άλλη, με γοητεύει εξόχως. 

Υ.Γ. 42 Ακούστε την σχετικά σύντομη για τα δεδομένα της εκπομπής τηλεφωνική συνέντευξη του Βασίλη Αλεξάκη τη δεύτερη ώρα της εκπομπής:



27/3/13

"Η μητρική γλώσσα", Βασίλης Αλεξάκης




Μακράν το καλύτερο βιβλίο του  Βασίλη Αλεξάκη που έχω διαβάσει, «Η μητρική γλώσσα» είναι ένα ταξίδι μαθητείας για τον έρωτα, τη γλώσσα, την πατρίδα, το θάνατο. Αντλώντας προφανώς από τις δικές του εμπειρίες, ο συγγραφέας- στο δεύτερο βιβλίο που έγραψε απευθείας στα ελληνικά- δίνει με τρόπο σαφή τις ανησυχίες του για ένα από τα βασικά ερωτήματα της ζωής∙ πού ανήκουμε και αν ανήκουμε κάπου, γιατί.

Ήρωας ένας σκιτσογράφος που γυρίζει μετά από πολλά χρόνια στο Παρίσι στην Αθήνα. Δεν ξέρει πόσο θα κάτσει, αν θα φύγει σύντομα ή όχι, δεν του έχουν μείνει πολλοί φίλοι στην πατρίδα, με τον πατέρα και τον αδελφό του είχε πάντα μια καλή αλλά κάπως απόμακρη σχέση. Σιγά σιγά όμως θα συνάψει καινούργιους δεσμούς, θα γνωρίσει τους παλιούς συντρόφους καλύτερα και θα μάθει καινούργιους, θα παθιαστεί με την Ελληνική γλώσσα και συγκεκριμενα με το γράμμα Ε, θα γυρίσει, θα αλητέψει, θα συμφιλιωθεί με την αίσθηση πως δεν ανήκει εδώ, αλλά ούτε κι εκεί, με το θάνατο της μάνας του, με τις γυναίκες που περνούν από τη ζωή του. Δε θα ανακαλύψει τίποτα, παρά μόνον ίσως το ποιο σημαντικό, πως είναι αυτός που είναι κι αυτό δεν αλλάζει, ούτε εξηγείται.

Ο ήρωας- αφηγητής είναι εξαιρετικά συμπαθής και εν πολλοίς ολοκληρωμένος χαρακτήρας. Οι άνθρωποι γύρω του βέβαια παραμένουν αρκετά σκιώδεις και μερικές φορές χρειάστηκα κάποια δευτερόλεπτα για να καταλάβω ποιος είναι ποιος και γιατί. Χρειαζόταν ίσως αυτή η παρέλαση χαρακτήρων για να φανεί ανάγλυφα η τυχαιότητα της στιγμής και πως αρκεί ο τόπος και ο χρόνος για να νιώσεις για λίγο κοντά με κάποιον που ίσως να μην ξαναδείς. Το βιβλίο παρ’ όλα αυτά είναι ευκολοδιάβαστο, στο γνώριμο ύφος του Αλεξάκη, και θα το σύστηνα σε όποιον ήθελε να γνωριστεί με το έργο του.

"Η μητρική γλώσσα", Βασίλης Αλεξάκης, εκδ. Εξάντας, 1995, σελ 343

Υ.Γ. Η εμπειρία του να διαβάζω δανεικό βιβλίο ήταν διαφορετική. Ένα σας λέω, παρ' όλο που το αντίτυπο είναι κακοπαθημένο, χρησιμοποίησα σελιδοδείκτη για να μην τσακίσω σελίδα.



10/10/12

"Οι ξένες λέξεις", Βασίλης Αλεξάκης



Μου πήρε μέρες να τελειώσω το μυθιστόρημα του Βασίλη Αλεξάκη «Οι ξένες λέξεις», αλλά το ευχαριστήθηκα. Η εμμονή του συγγραφέα με τη λέξη, την πρόταση, τη γλώσσα, φαίνεται ανάγλυφα στο βιβλίο, είναι το θέμα του. Και η αργή ανάγνωση με βοήθησε να το εμπεδώσω, νομίζω πως κατάλαβα και στο τέλος τις λίγες αμετάφραστες φράσεις στα σάνγκο.
Η υπόθεση έχει ως εξής, ο Νικολαΐδης είναι ένας συγγραφέας γεννημένος στην Ελλάδα που μετανάστευσε στην Γαλλία επί Χούντας κι έκτοτε έμεινε εκεί, γράφει τα μυθιστορήματά του και στις δυο γλώσσες ανάλογα με το θέμα και τα κέφια του, ό,τι γράφει στη μια το μεταφράζει και στην άλλη. Μετά το θάνατο του πατέρα του- εδώ υποβόσκει και η απώλεια ως θέμα- αποφασίζει να μάθει μια καινούργια ξένη γλώσσα και διαλέγει τα σάνγκο, μια γλώσσα που μιλάει ο πληθυσμός στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, που όμως δεν διδάσκεται επίσημα πουθενά, γιατί τα μικρά αφρικανάκια ακόμα και μετά την αναχώρηση των αποικιοκρατών, μαθαίνουν Γαλλικά στο σχολείο και μόνον. Τη διαλέγει τυχαία, σχεδόν από διαίσθηση, μάλλον γιατί μια αδελφή του πατέρα του ήταν μετανάστρια εκεί, αλλά καταλήγει να περνά πολύ χρόνο μαζί της, στην αρχή με το λεξικό και τη μέθοδο κι έπειτα στην ίδια την χώρα.
Η πλοκή είναι εσωτερική και πολύ αργή όσον αφορά τις καταστάσεις, είναι όμως ρέουσα σε σχέση με το πραγματικό θέμα που είναι η γλώσσα, πόσο επηρεάζεται από το ποιος τη μιλάει, και πόσο αλλάζει κι αυτή από τις εποχές, τις καταστάσεις, τους ανθρώπους. Ακόμα τη διαφορά ανάμεσα στην καθομιλουμένη και τη γραπτή εκδοχή, την αδυναμία να τη μάθεις ουσιαστικά αν δεν την ακούς. Και φυσικά το μεγάλο ερώτημα, μια γλώσσα που δεν έχει τα εφόδια να ανταποκριθεί στην τεχνολογική και επιστημονική πρόοδο πρέπει να αποκλείεται από τα σχολεία, είναι δυνατόν τα μικρά να διδάσκονται κάτι που δεν ξέρουν να μιλούν και τελικά πόσα πράγματα επιβάλλει η ίδια η αίσθηση της κατωτερότητας για την κληρονομιά μας.
Ο συγγραφέας κατάφερε να με βάλει σε σκέψεις για τη δομή της πρότασης και τη χρήση της κάθε λέξης∙ σκέψεις που κάνει κάθε ενήλικας που μαθαίνει μια ξένη γλώσσα, μου είχε συμβεί με τα γαλλικά που τα ξεκίνησα στο Πανεπιστήμιο, πόσο μάλλον μια γλώσσα τόσο διαφορετική σε νοοτροπία, προφορά και λεξιλόγιο. Α, και να με βάλει να κάνω αναζήτηση στο google για το αν τα σάνγκο υπάρχουν και δεν είναι επινόησή του. Ψάχνοντας βρήκα πως μετά το βιβλίο του Αλεξάκη τυπώθηκε κι ένα βιβλίο στα σάνγκο με διηγήματα, και χάρηκα.

"Οι ξένες λέξεις", Βασίλης Αλεξάκης, εκδ. Εξάντας, 2003, σελ.334

4/7/12

«Τάλγκο», Βασίλης Αλεξάκης




Θα μπορούσε να διολισθήσει στα όρια του μελό, το «Τάλγκο» του Βασίλη Αλεξάκη, αν ο συγγραφέας δεν είχε την εξαιρετική ικανότητα να γράφει για ερωτικές ιστορίες με μια παράξενη νηφαλιότητα. Ιδωμένο από τη γυναικεία ηρωίδα-αφηγήτρια, το  μυθιστόρημα ούτε χαρίζεται ούτε αδικεί το γυναικείο φύλο, αλλά δεν θα μπορούσε και να είναι γραμμένο από γυναίκα. Η Ελένη, παντρεμένη με τον Κώστα, μας μιλά σε πρώτο πρόσωπο για τον έρωτά της με τον Γρηγόρη, έναν άντρα που ζει στο Παρίσι, και με τον οποίο πέρασε κάποιες εκπληκτικές μέρες στη Βαρκελώνη πριν αυτός τη χωρίσει και γυρίσει στη γυναίκα και τα παιδιά του.
            Το βιβλίο είναι ευκολοδιάβαστο, αφήνει μια γλυκιά γεύση στο στόμα και ενισχύει την πεποίθησή μου πως ο Αλεξάκης τα καταφέρνει καλύτερα στα αισθηματικά από ότι στα πολιτικά βιβλία. 

«Τάλγκο», Βασίλης Αλεξάκης, εκδ, Εξάντας, 1982, σελ.168


11/11/09

Η καρδιά της Μαργαρίτας


"Η καρδιά της Μαργαρίτας" δεν είναι τόσο ανοιχτή όσο θα έπρεπε. Ή τόσο κλειστή όσο νομίζει ο αφηγητής και πρωταγωνιστής αυτού του μυθιστορήματος. Μια αυθεντική ιστορία αγάπης, ιδωμένη από την αντρική ματιά, και μια εσωτερική πάλη ταυτόχρονα, του ήρωα του βιβλίου να βρει στα σαράντα του την ταυτότητά του. Να συμφιλιωθεί με τα θέλω του, με τον πατέρα του, με την αλλαγή καριέρας, με όλα αυτά που κάποτε είχαν νόημα και τώρα ίσως να έχουν ίσως και να μην έχουν πια.

Ο αφηγητής, σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ, αποφασίζει να γράψει ένα βιβλίο και να γίνει συγγραφέας στηριζόμενος στα πρόσωπα γύρω του, την παντρεμένη ερωμένη του, τον παραγωγό του, τον αγαπημένο του συγγραφέα. Η πλοκή του είναι σχεδόν εξωφρενικά αληθοφανής. Αυτό είναι και το μεγάλο ατού του βιβλίου, η αμεσότητά του. Διαβάζεται εύκολα, χωρίς να του λείπει το βάθος και το πάθος. Και κρατά συνεχώς το ενδιαφέρον.

"Η καρδιά της Μαργαρίτας", Βασίλης Αλεξάκης, εκδ. Εξάντας, 1999, σελ. 387 

6/4/09

Β. Αλεξάκης - μ.Χ.


Πρέπει να ομολογήσω την άγνοια μου, δεν έχω διαβάσει κανένα άλλο βιβλίο του Αλεξάκη και γι’ αυτό κατ’ ουσία δεν μπορώ να το κρίνω. Το βιβλίο έμεινε καιρό στη βιβλιοθήκη μου, πάντα μετακόμιζε στο τέλος της ντάνας με τα αδιάβαστα, όλο παραπονεμένο έμενε. Ήρθε κι η σειρά του.

Το μ.Χ. είναι η ιστορία ενός φοιτητή που παρακινούμενος από τη γηραιά σπιτονοικυρά του αποφασίζει να μάθει περισσότερα για το Άγιο Όρος. Στην πορεία το ενδιαφέρον του εξάπτεται και οι αρχαιότητες στο Όρος γίνονται το θέμα της διατριβής του. Ανακαλύπτει στοιχεία της ιστορίας του μέρους, το επισκέπτεται, και….

Το βιβλίο διαβάζεται εύκολα, γρήγορα, χωρίς να γίνεται βαρετό σε κανένα σημείο, ρέει. Είναι φανερά γραμμένο από κάποιον που κατέχει το σπορ. Η μόνη μου ένσταση έγκειται στο γεγονός πως η πλοκή δίνει πολύ γρήγορα τη θέση της στις πληροφορίες για το Όρος, η λαχτάρα του συγγραφέα να ξεμπροστιάσει το συρφετό που μαζεύεται στην Αθωνική πολιτεία είναι μεγαλύτερη από το να πει μια ιστορία. Οι στιγμές στη γραμματεία του Βατοπεδίου που κλείνεται το ραντεβού του ηγούμενου με τον υπουργό είναι απολαυστικές (γράφτηκαν προ σκανδάλου), αλλά το βιβλίο έχοντας μείνει κάπου στη μέση από πλοκή, αρκείται σε ένα άγαρμπο τέλος μιας ιστορίας που στην ουσία δε μας είπε ποτέ.

Τα τελευταία χρόνια διαβάζω όλο και λιγότερη ελληνική λογοτεχνία. Όχι από σνομπισμό, ούτε από έπαρση, απλά δυσκολεύομαι να βρω κάτι να μου κρατά το ενδιαφέρον. Το βιβλίο του Β. Αλέξάκη τουλάχιστον αυτό το κατάφερε. Ελπίζω όλο και περισσότεροι Έλληνες να γράφουν πράγματα που δε με κάνουν να πλήττω.

"μ.Χ", Βασίλης Αλεξάκης, εκδ. Εξάντας, 2007, σελ. 339