30/12/13

Βαθμολογώντας τα βιβλία του 2013


Όπως κάθε χρόνο (μαζοχιστικά) θα βαθμολογήσω τα βιβλία που διάβασα μες στο 2013. Που φυσικά δεν είναι όλα νέας εσοδείας, είναι όμως η δική μου σοδειά και χαίρομαι για αυτή. Φέτος οι βαθμολογίες θα είναι στα 20 για να έχουμε μεγαλύτερη ποικιλία και να ακούσω λιγότερες γκρίνιες. Ο χρόνος μου κινήθηκε καλά αναγνωστικά, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πως ήμουν έγκυος σχεδόν από την αρχή του, γέννησα τον Οκτώβρη ένα πανέμορφο μωράκι που θηλάζει αποκλειστικά τη μαμά του ατελείωτες ώρες την ημέρα, φτιάξαμε κι ένα βιβλιοπωλείο όμορφο και γλυκό. Α, και βγήκε και το πρώτο μου βιβλίο
  

Υ.Γ. 42 Και μέσα σε όλα αυτά τα τα αριστουργήματα και τα 20άρια, αν με ρώταγε κανείς, έτσι από διαστροφή, θα απαντούσα Μπολάνιο και ξερό ψωμί. (Αν και ο Σάμπατο είναι κοντά...)

Υ.Γ.42-2 Και φυσικά η χιτ ανάρτηση της χρονιάς ήτο αυτή. Για να αποδειχθεί πως οι λίστες δεν τελειώνουν ποτέεεεε.

27/12/13

"Ο Αόρατος", Paul Auster




Η είδηση πως ο Πολ Όστερ βρήκε έναν εκδοτικό οίκο της προκοπής και θα έχει έναν αξιόλογο μεταφραστή, τον Σπύρο Γιανναρά, χαροποίησε νομίζω όλους τους Έλληνες βιβλιόφιλους που αναγκάζονταν όπως κι εγώ να διαβάζουν Όστερ στο πρωτότυπο. Η καινούργια έκδοση είναι προσεγμένη μεταφραστικά και σε επιμέλεια, αν και δεν ευτύχησε πολύ στο χαρτί της που μοιάζει όλο και περισσότερο με φτηνό αγγλικό paperback. (Είμαι ευγενική…)

Στην ουσία του, λοιπόν, ο «Αόρατος» είναι μια από τις σχετικά πρόσφατες δουλειές του Όστερ, εκδόθηκε πρώτη φορά το 2009, και ενώ είναι ένα βιβλίο ευκολοδιάβαστο και διαφορετικό- είναι Όστερ διάολε- κλείνοντας την τελευταία σελίδα του αφήνει μια αίσθηση κενού, στην οποία δεν μας συνηθίζει ο Αμερικανός.

Το βιβλίο χωρίζεται σε 4 μέρη, και σε αυτά δεν αλλάζει μόνον ο αφηγητής αλλά και το πρόσωπο της αφήγησης, ξεκινάμε σε πρώτο ενικό, για να περάσουμε στο δεύτερο, μετά στο τρίτο και να ξαναγυρίσουμε στο πρώτο αλλά με άλλο αφηγητή. Έτσι στο πρώτο μέρος, ο νεαρός Άνταμ Γουόκερ μας αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την περιπέτειά του την άνοιξη του 1967, όπου ως νεαρός φοιτητής και επίδοξος ποιητής γνωρίζει στην Νέα Υόρκη τον καθηγητή Ρούντολφ Μπορν σε ένα πάρτυ. Η γνωριμία οδηγεί σε μια πρόταση να εκδώσει μόνος του ένα λογοτεχνικό περιοδικό που θα χρηματοδοτήσει ο καθηγητής, αλλά και στην σχέση του με την κοπέλα του Μπορν, την Μαργκό. Ένα βράδυ όμως καθώς προχωρά με τον Μπορν θα πέσουν θύματα ληστείας και θα γίνει μάρτυρας ενός απίστευτου περιστατικού βίας που θα του αλλάξει τη ζωή.

Στα υπόλοιπα τρία μέρη αλλάζουν συνεχώς οι αφηγητές και ο τρόπος αφήγησης,  συμβαίνουν πράγματα εξωφρενικά και ταυτόχρονα εντελώς φυσιολογικά και λογικά, δεν μπορείς ποτέ να εμπιστευτείς αυτόν που μιλά ή που γράφει πως λέει την αλήθεια. Η αλήθεια αλλάζει συνεχώς νόημα, χάνεται στην προσπάθεια των ηρώων να βρουν τον εαυτό τους, την σεξουαλικότητά τους, να ζήσουν σύμφωνα με τα πιστεύω τους, όσο η ζωή μέσα από την τυχαιότητά της τους εκδικείται με φόρα. Φτάνουμε στο τέλος σε μια ανατροπή που εμένα μου φάνηκε αναμενόμενη, που κι αυτή βεβαίως δεν έχουμε κανέναν λόγο να την πιστέψουμε.

Φυσικά δεν πρόκειται για ένα αδιάφορο βιβλίο, ούτε για ένα κακό βιβλίο. Είναι ένα πολύ καλό μυθιστόρημα, όποιος όμως έχει διαβάσει την Τριλογία της Νέας Υόρκης περιμένει από τον Όστερ το τέλειο. Να φύγει από τη μανιέρα του, να αντικρίσει ξανά στα μάτια την ανθρώπινη φύση χωρίς φτιασίδια. Και σε αυτήν την προσπάθεια, αποτυγχάνει.

"Αόρατος", Πολ Όστερ, μετ. Σπύρος Γιανναράς, εκδ. Μεταίχμιο, 2013, σελ.308

Υ.Γ. 42 Και η ακριβώς αντίθετη άποψη από τον αγαπημένο μου no14me είναι εδώ.


25/12/13

Μικρός Χριστουγεννιάτικος μποναμάς





Και χθες βράδυ καθώς κλείναμε πήρα και το "Κλειδί" του Τανιζάκι. Ήταν τόσο όμορφα και ειρηνικά να κάνεις Παραμονή μες στα βιβλία που σχεδόν θα συμπαθήσω τις γιορτές.







Χρόνια πολλά σε όλους.

24/12/13

"Το αγγελόκρουσμα", Θωμάς Κοροβίνης





Παπαδιαμάντης χριστουγεννιάτικο; Σχεδόν κλισέ, αλλά το διέπραξα. Η αγάπη μου για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του δεν κρύβεται. Αυτή τη φορά είπα να τον αναστήσω μέσα από «Το Αγγελόκρουσμα», του Θωμά Κοροβίνη, ένα λιανό βιβλιαράκι 33 σελίδων για την τελευταία νύχτα του Σκιαθίτη, τον επιθανάτιο ρόγχο, τις τελευταίες σκέψεις του πριν το οριστικό τέλος.

Ο Κοροβίνης επιχειρεί να δώσει έναν Παπαδιαμάντη περισσότερο λαϊκό και λιγότερο λόγιο, παραθέτει πολλά όμορφα αποσπάσματα από το έργο του∙ θα μπορούσε το παραλήρημα αυτό να παιχτεί σαν ένας μικρός θεατρικός μονόλογος. Παρ’ όλα αυτά δεν κατορθώνει να φύγει από την πεπατημένη, ο κυρ- Αλέξανδρος βγαίνει αλώβητος από τις σελίδες του βιβλίου, ένας άγιος.

Δεν ξέρω γιατί αλλά η μορφή του Παπαδιαμάντη με γοήτευε πάντα, η προσωπικότητά του, η εκκεντρικότητα, η μοναχική φιγούρα του. Πιστεύω κάπου διαισθαντικά μέσα μου πως οι βιογράφοι των αδικούν. Άνθρωπος που γράφει με τέτοιο πάθος, δεν μπορεί παρά την ασκητική επιφάνεια της ζωής του, να κρύβει μια τρέλα εσωτερική, μια φωτιά πυρετική που δεν είναι δυνατόν να εκφράζεται μόνο από φλογερά αισθήματα για την θρησκεία.

Με λίγα λόγια, έψαχνα, και σε αυτό το βιβλίο, έναν Παπαδιαμάντη πιο ανθρώπινο, όσο απόκοσμος κι αν υπήρξε. Και δεν τον βρήκα.


"Το Αγγελόκρουσμα", Θωμάς Κοροβίνης, εκδ. Άγρα, 2012, σελ.33

Υ.Γ. 42 Το ιστολόγιο σας εύχεται καλά Χριστούγεννα. Να περάσετε καλά και να φάτε μετρημένα.



23/12/13

Στον Σέργιο



Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αίσθηση παντοδυναμίας από κείνη που σηκώνεις ένα μωρό που ουρλιάζει πονεμένο, το χώνεις στην αγκαλιά σου κι αυτό παραδίνεται στον χτύπο της καρδιάς σου και αποκοιμιέται ευχαριστημένο. Αυτή η στιγμή στον χρόνο είναι που κάνει τον γονιό θεό, τον ατσαλώνει να αντέξει, χτίζει ανθρώπους όμορφους και δυνατούς, που μπορούν να προστατέψουν τα παιδιά τους και να ζήσουν ταυτόχρονα μακριά από αυτά.

Η Κατερίνα πάντα θα αγαπάει ένα Σέργιο.

Αυτή είναι η αλήθεια, πικρή και γλυκιά μαζί, που με κάνει μερικές φορές να μένω ξάγρυπνη τα βράδια με ένα δάκρυ ψιλό, ανεπαίσθητο. Δίπλα μου κοιμάται ο Σέργιος, ένα μωράκι χαρούμενο και ήρεμο, που μόλις έχει θηλάσει τη μαμά του. Στις σκέψεις μου όμως είναι ένας άλλος Σέργιος, που είχε ζήσει κι αυτός τις ώρες της παντοδυναμίας του μαζί μου. Που μου είχε αδυναμία.

Μαθαίνω να ζω χωρίς εκείνον. Αυτό είναι ταυτόχρονα δυνατό και αδύνατο. Δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους μου. Μαθαίνω να είμαι χωρίς εκείνον, είμαι ήδη διαφορετική, με άλλαξε με κρότο η απώλεια και τώρα με αλλάζει η καθημερινότητα, τα καινούργια που δεν τα ξέρει και δεν ξέρω τι θα ένιωθε για αυτά.

Αν και ο πατέρας μου ευθύνεται για την αγάπη στη γραφή και την ανάγνωση, τις τέχνες, την πολιτική, την ιστορία, τις γλώσσες, ξέρω καλά πως θα σκιαζόταν από το βιβλιοπωλείο και το βιβλίο. Ίσως να μην τα επιχειρούσα αν ήταν ακόμα εδώ να με σκεπάζει με την αίγλη της παρουσίας με τους φόβους και τις αγωνίες του.

Η Κατερίνα πάντα θα έχει αδυναμία σε έναν Σέργιο.

Αυτό το μωράκι που μπήκε στην κοιλιά μου αναπάντεχα και κοιμάται στην αγκαλιά μου όσο γράφω αυτά τα ολίγα, με δίδαξε το πιο άγριο μάθημα. Η ζωή προχωρά. Έγιναν ήδη σε έναν χρόνο τόσα που δεν τα ξέρει ο μπαμπάς μου, κάποια που θα τον σόκαραν. Η ζωή προχωρά κι αυτοί που αγαπήσαμε, αυτοί που αγαπάμε, κι αυτοί που θα αγαπήσουμε στο μέλλον πορεύονται μαζί μας. Και τα παιδιά μου, που δεν θα τον θυμούνται, θα έχουν πάντα κάτι από κείνον.

   


21/12/13

Της διαπλοκής το κάγκελο



Σήμερα 21/12/2013, την μικρότερη μέρα του χρόνου, στην εκπομπή "Booktalks" του Librofilo στον amagi radio αφιέρωμα στα Χριστούγεννα με ειδικά επιλεγμένες μουσικές, διηγήματα από μεγάλους συγγραφείς και στη δεύτερη ώρα συζήτηση με την Κατερίνα Μαλακατέ για τη νουβέλα της "Κανείς δεν θέλει να πεθάνει" που μόλις κυκλοφόρησε. Κληρώνονται 3 αντίτυπα του βιβλίου σε όποιον κάνει like στο αντίστοιχο ποστ στο γκρουπ της εκπομπής ή στείλει mail στον amagi. 

Υ.Γ. 42 Ακολουθήστε πιστά τις οδηγίες χρήσεως...

20/12/13

"Οι αριθμοί", Αριστείδης Αντονάς



Βιβλίο εντυπωσιακό, «Οι αριθμοί» του Αριστείδη Αντονά, με γραφή πυκνή και γεμάτη αλήθειες, ιστορίες που βγαίνουν θαρρείς από ένα ολωσδιόλου δικό του σύμπαν και συναντούν τις εμμονές του. Πέντε κείμενα που φαινομενικά δεν έχουν σχέση μεταξύ τους κι όμως έχουν. Και αν και σπανίως συνηθίζω να τσιτάρω οπισθόφυλλα, ετούτο εδώ, μέρος του 5ου και τελευταίου κειμένου που συνοψίζει και εξυψώνει τα άλλα 4, θα το αντιγράψω. :

"Η ιδέα που έχω για την αρίθμηση φτιάχνεται ως εξής: προσθέτω μονάδες στον ίδιο χώρο. Η αρίθμηση δηλαδή οργανώνεται με την εικόνα ενός δωματίου στο οποίο εισέρχονται σταδιακά, ένα ένα, διαφορετικά πρόσωπα. Το δωμάτιο αυτό, που σχηματίζεται στο μυαλό μου την ώρα που επιχειρώ να μιλήσω για τους "Αριθμούς", είναι ίσως ο εργαστηριακός χώρος όπου σχεδίασα κάποιο πείραμα. Η αρίθμηση προχωρά ενώ ο μοναχικός ήρωας δοκιμάζεται στη συνύπαρξή του με άλλους ανθρώπους: συναντά τον θεό και εαυτό του στο πρώτο βιβλίο, τον αδελφό του στο δεύτερο, δύο όμοιους αδελφούς στο τρίτο, δύο " άλλους" μαζί με την γυναίκα που ερωτεύεται στο τέταρτο. Εγώ (ο ήρωας) συνειδητοποιούμαι ως μονάδα, οργανώνομαι ως αριθμός: ΕΝΑ. Με ενδιαφέρει η αρίθμηση ως επερώτηση για την μονάδα, ως διχασμός, ως συμμετοχή στην τριάδα, ως σχέση με την τέταρτη εισαγόμενη μορφή."

Στο πρώτο αφήγημα ένας άντρας έρχεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του όταν εγκλωβίζεται σε μια περιοχή, χωρίς να ξέρεις το γιατί, χωρίς να μπορεί να πει το πώς. Στο δεύτερο, ένας άνθρωπος βρίσκει τον χαμένο του αδελφό, το άλλο του μισό, μια νύχτα τυχαία σε ένα δάσος που έχει χαθεί και συμπληρώνεται έτσι το παζλ της ζωής του. Στο τρίτο, μια παράξενη οικογενειακή παράδοση φέρνει αντιμέτωπους από γενιά σε γενιά πανομοιότυπους τριδύμους. Μόνον ένας θα επιβιώσει κάθε φορά. Στο τέταρτο ο μοναχικός φαροφύλακας γνωρίζει την γυναίκα που ερωτεύεται κι άλλους δύο. Και στο πέμπτο κείμενο, ο συγγραφέας- αφηγητής βγαίνει από τον εαυτό του, για να γίνει αναγνώστης, να αναμετρηθεί με αυτό που έγραψε και να καταλήξει κι αυτός μυθιστορηματικός ήρωας.

Ο Αριστείδης Αντονάς έχει το χάρισμα το στριφνό και ανοίκειο να το κάνει μυστηριώδες και προσιτό. Χάρηκα τις "λοξές" ιστορίες του που έχουν κάτι από Πόου και μια ιδέα από Μπόρχες, την φανερή ικανότητά του να περνά τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις στο κείμενο. Και σίγουρα θα ψάξω και τα υπόλοιπα βιβλία του στο μέλλον.


"Οι αριθμοί", Αριστείδης Αντονάς, εκδ. Άγρα, 2008, σελ.303


18/12/13

"Που ήσασταν όλοι", Πάολο ντι Πάολο




Υπάρχουν πράγματα που μπορεί να τα ζηλέψει κανείς στο βιβλίο του νεαρότατου Ιταλού συγγραφέα Πάολο ντι Πάολο «Που ήσασταν όλοι». Για αρχή η αφηγηματική του δεινότητα που μοιάζει με φτασμένου πεζογράφου, η άνεση του να μιλά για πολιτική και πρόσφατη ιστορία χωρίς να φοβάται τα τωρινά πάθη, η ικανότητά του να σε κάνει να νιώθεις πως αφηγητής και ήρωας είναι ο ίδιος κι ας μην είναι αυτοβιογραφικό το μυθιστόρημα. Από την άλλη υπάρχουν και τα αρνητικά, ο μύθος του είναι μονάχα ένα πρόσχημα, τόσο πολύ μάλιστα που μοιάζει με σκαρίφημα, σαν ένα σχέδιο στο χαρτί που δε γέμισε ποτέ από την πληθωρικότητα των σκηνών και των χαρακτήρων. Οι ήρωες του είναι άλλοι ζωντανοί και παλλόμενοι, όπως ο αφηγητής, άλλοι χάρτινοι και ανύπαρκτοι. Το σύνολο θα μπορούσε να είναι εντυπωσιακό, αλλά δεν είναι.

Κεντρικός ήρωας ένας φοιτητής Σύγχρονης Ιστορίας που προσπαθεί να πείσει τον καθηγητή του πως η πτυχιακή του πρέπει να έχει θέμα τον Μπερλουσκόνι. Ο πατέρας του, συνταξιούχος καθηγητής μπλέκεται σε μια δίκη, γιατί προσπάθησε να παρασύρει με το αυτοκίνητο έναν πρώην μαθητή του. Η μητέρα του εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία όταν μαθαίνει πω ο άντρας της μπορεί να υπήρξε άπιστος. Η νεαρή αδελφή του είναι ερωτευμένη με το αγόρι που χτύπησε ο πατέρας με το αμάξι.


Με βάση αυτήν την ιστορία ο συγγραφέας επιχειρεί να πει πολλά για την πολιτική, την οικογένεια, την ιστορία, τον έρωτα. Τόσα πολλά που κάπου ο μίτος χάνεται. Εντυπωσιακό είναι πάντως πόσο παγκοσμιοποιημένοι είμαστε, όλα αυτά που για έναν νεαρό τριαντάχρονο Ιταλό σηματοδοτούν την 1η δεκαετία του 21ου αιώνα είναι όχι απλά οικεία για μια τριαντάχρονη Ελληνίδα σαν κι εμένα, είναι η πραγματικότητά μου. Και φυσικά ακόμα εντυπωσιακότερο είναι πως, το χάος που κυριαρχεί στο κεφάλι και το γραπτό αυτού του συγγραφέα μπορεί απλά να αντικατοπτρίζει τον πανικό που διακατέχει τη γενιά μας.  


"Που ήσασταν όλοι", Πάολο ντι Πάολο, μετ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδ. Ίκαρος, 2013, σελ.251

Υ.Γ. Η έκδοση είναι εντυπωσιακή και πανέμορφη


16/12/13

Με τρέφει η αγάπη του κόσμου

Νιώθω ακόμα σε μια παραζάλη, μια γλυκιά κούραση, και μια αίσθηση ανικανοποίητου για όσα πήγαν στραβά και ακόμα περισσότερο μια ελαφριά δόση μέθης- κι ας μην ήπια στάλα αλκοόλ- για όλα εκείνα που πήγαν καλά. Χθες βράδυ στα εγκαίνια του Booktalks συνειδητοποίησα για ακόμα μια φορά πόσο το διαδίκτυο ενώνει. Ενώνει ανθρώπους με κοινά ενδιαφέροντα και κοινή αίσθηση του χιούμορ, φέρνει κοντά παλιούς συμμαθητές που τότε στο σχολείο δεν ανταλλάσσαν ούτε μια κουβέντα και φίλους, νέους και παλιούς. Α, και ανθρώπους με την ίδια τρέλα. Στο ασφυκτικά γεμάτο Booktalks συνειδητοποίησα και κάτι άλλο, την κλισέ φράση της μέσης τραγουδιάρας – «με τρέφει η αγάπη του κόσμου»- ε, ναι αυτό, με κάποιες παραλλαγές. 

Για να μπορέσω εγώ να είμαι στα εγκαίνια στήθηκε μια ολόκληρη επιχείρηση. Η Αγγελική με πήγε για ψώνια και κρατούσε το παιδί μου στον μάρσιππο (όλοι της λέγαν τι γλυκό που είναι, δεν την χάλασε), η πεθερά και η θεία μου δεν ήρθαν στα εγκαίνια για να φυλάνε τα παιδιά, μετρούσα ευλαβικά μερίδες μητρικού γάλακτος στο ψυγείο, έφτιαχνα μπιμπερό, δανείστηκα θήλαστρα (η Αγγελική και πάλι), έβαλα την μάνα μου να τρέχει να μου πάρει γόβες. Και τελικά, ως άλλη τραγουδιάρα, απόλαυσα τόσο πολύ τον κόσμο που ήρθε, γνωστούς και αγνώστους, συγγραφείς και φίλους, ανθρώπους που τους ήξερα διαδικτυακά και δεν τους ήξερα αλλά τους ήξερα.

Σήμερα είναι μια νέα μέρα. Μακάρι το χθεσινό να δώσει ώθηση στην «επιχείρηση», να μπορέσουμε να την κρατήσουμε, να μεγαλώσουν τα παιδιά μου μέσα στα βιβλία κυριολεκτικά, να μπορώ να χαίρομαι κάθε φορά που σκέφτομαι να πάω στη δουλειά. Γιατί όπως είπε και ο Γιάννης μας "είναι διαφορετικό να σου αρέσει το αντικείμενο της εργασίας σου και διαφορετικό να εργάζεσαι σε αυτό που γουστάρεις". 

Υ.Γ. 42 Α, και best seller της βραδιάς αποδείχτηκε η… Μαλακατέ. :P


14/12/13

"Κανείς δεν θέλει να πεθάνει", Κατερίνα Μαλακατέ



Για κάποιο λόγο δεν περίμενα πως θα συγκινηθώ όταν θα έβλεπα το πρώτο μου τυπωμένο βιβλίο. Είχα την αίσθηση πως θα είναι σα να κερδίζει ένα διήγημα σε ένα διαγωνισμό, θα χαιρόμουν στιγμιαία κι αυτό είναι όλο. Όμως τώρα που κρατάω το πρώτο μου μυθιστόρημα στα χέρια, που το εξώφυλλο λέει το όνομά μου, έχω μια αλλόκοτη έξαψη. Θέλω ταυτόχρονα να κρυφτώ και να το φωνάξω σε όλον τον κόσμο. Φοβάμαι τόσο πολύ πως θα μπω στον κόπο να δικαιολογηθώ για αυτά που έγραψα και για αυτά που δεν έγραψα, πως θα στεναχωρηθώ αν το δω να μένει στα ράφια ή αν δεν μείνει στα ράφια αλλά δω την απογοήτευση στα μάτια κάποιου αναγνώστη. Κι έπειτα λοξοδρομεί η σκέψη μου σε όλους αυτούς που κάναν τον κόπο μέσα από το blog να ζητήσουν να το διαβάσουν στην ανέκδοτη μορφή του και στις συγκινητικές πρώτες εντυπώσεις τους. Α, και θυμάμαι και κάτι άλλο. Με αφορμή αυτό το βιβλίο βρέθηκα με τον Librofilo για πρώτη φορά. Και τώρα υπάρχει το Booktalks. Και σκέφτομαι, κοιτώντας το όμορφο εξώφυλλο ο,τι, από ένα χειρόγραφο που προέκυψε κάτι που μου άλλαξε τη ζωή, δεν μπορεί παρά να βγουν κι άλλα καλά. 

Το "Κανείς δεν θέλει να πεθάνει" θα πωλείται για αυτό το Σαββατοκύριακο αποκλειστικά από το Booktalks που έχει εγκαίνια την Κυριακή στις 6 μ.μ. Από Δευτέρα θα βρεθεί και στα υπόλοιπα βιβλιοπωλεία. 



Υ.Γ. 42 Το ότι είμαι τόσο ανίκανη να τραβήξω μια φωτογραφία της προκοπής έχεις αποδειχθεί πλειστάκις σε τούτο το μπλογκ. Αφού το τράβηξα καμιά δεκαριά φορές τελικά χρησιμοποίησα την φωτογραφία που ανέβασε χθες βράδυ η Αγγελική Μποζίκη στο facebook! 

11/12/13

"Expo58", Jonathan Coe




Ο Κόου είναι αδιαμφισβήτητα μια από τις βιβλιοφιλικές αγάπες των τελευταίων χρόνων. Τον καιρό που τον ανακάλυψα- μεγαλούτσικη είναι η αλήθεια- τερμάτισα τα βιβλία του. Κι έτσι η χαρά ήταν μεγάλη που μπορούσα να κρατήσω στα χέρια μου ένα ολοκαίνουργιο δικό του. Και για καλή μου τύχη, ο Βρετανός δεν με απογόητευσε. Στο «Expo58» φαίνονται όλες οι αρετές της γραφής του∙ το φλέγμα και το χιούμορ του, η αφηγηματική δεινότητα, η ικανότητα να στήνει χαρακτήρες ολοκληρωμένους μέσα σε συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο, να διερευνά πολιτικά κομμάτια της ιστορίας χωρίς να φαίνεται ότι το κάνει. Με λίγα λόγια, το βιβλίο έχει την ατμόσφαιρα του τέλους της δεκαετίας του ‘50 αλλά δεν μένει μόνο σε αυτό.

Πρωταγωνιστής ο Τόμας Φόλει, ένας δημόσιος υπάλληλος κατωτερου επιπέδου που από συγκυρίες βρίσκεται για έξι μήνες στην κοσμοπολίτικη Expo58 στις Βρυξέλλες, μια παγκόσμια έκθεση τεχνολογίας και πολιτισμού που φιλοδοξεί να ενώσει τους λαούς. Στο σπίτι του στην Αγγλία αφήνει τη γυναίκα του Σύλβια και την εξάμηνη κορούλα τους Τζιλ. Ο Τόμας, που έχει κάτι από το τούτο του Μπόγκαρντ κι από τη χάρη του Γκάρι Κούπερ, μόλις αποδεσμεύεται από τη ζωή γεμάτη πάνες και φάρμακο του κολικού για το μωρο, μπλέκει με όμορφες γυναικες, αρχίζει να απολαμβάνει τη ζωή. Κάπου εκεί θα εμφανιζτούν και δυο πράκτορες που θα τον χώσουν και σε μια διαδικασία αντικατασκοπίας ανάμεσα σε Σοβιετικούς και Αμερικάνους και η ιστορία θα ολοκληρωθεί.

Ο Φόλει είναι ένας χαρακτηριστικός άντρας της εποχής του, μιας εποχής που μόλις αρχίζει να αντιλαμβάνεται πως το κάπνισμα κάνει κακό. Η οικογένεια τον πνίγει, αλλά σε αυτήν ξαναγυρίζει. Και βάζει όλα εκείνα τα ερωτήματα που βασανίζουν ακόμα και τώρα τον μέσο παντρεμένο άνθρωπο. Για να καταλήξει κοντά στο τέλος της ζωής του πως :

«εκείνο που του φαινόταν το πιο μυστηριώδες σε όλες του τις περιπέτειες στην Expo58, δεν ήταν, τελικά, οι απίστευτες ίντριγκες στις οποίες είχε εμπλακεί, αλλά η αποδεδειγμένη αστάθεια της συζυγικής του πίστης προς τη Σύλβια εκείνο το διάστημα. Όσο γερνούσε ένιωθε όλο και πιο πολύ πως ίσως είχε κάνει κάτι άσπλαχνο, όχι επειδή την παντρεύτηκε αλλά επειδή παρέμεινε παντρεμένος μαζί της. Αυτό ήταν στην ουσία το κρίμα: ότι την είχε καταδικάσει, δια της αμφιταλάντευσης, σε μια ισόβια ανησυχία».

Η εποχή του ψυχρού πολέμου σατιρίζεται με μια φόρα σχεδόν βίαιη από τον Κόου στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Οι δυο πράκτορες καρικατούρες που εμπλέκουν στα κατασκοπικά τους σχέδια τον Φόλει, είναι απολαυστικοί. Αλλά περισσότερο από όλα τα άλλα, αυτό που μένει, είναι μια γλυκόπικρη αίσθηση που αφήνουν όλες οι ζωές, αυτό που στα ελληνικά λέμε «what if».  

"Expo58", Τζόναθαν Κόου, μετ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Πόλις, 2013, σελ.362

Υ.Γ. 42 Νομίζω πως η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου είναι ιδανική μεταφράστρια όπου περιλαμβάνεται χιούμορ και λογοπαίγνιο, ξέρει πότε να προσαρμόσει και πότε να αφήσει αμετάφραστο ένα αστείο.



9/12/13

Η πρώτη καλή μπάζα



Ναι, ναι, ναι, έκανα τόσον καιρό υπομονή και εξάντλησα σχεδόν τη λίστα με τα αδιάβαστα. Αλλά τώρα μπορώ και πάλι να ανασάνω. Και φυσικά τα θέλω όλα δικά μου να τα πάρω σπίτι αλλά για κακή μου τύχη έχω και συνέταιρο. Οπότε μια πρώτη, άναρχη φουρνιά που την βούτηξα όσο ανοίγαμε κούτες και βάζαμε σε ράφια. Έπονται κι άλλα...

Υ.Γ. 42 Α, ξέχασα να πω πως τα πήρα από το Booktalks :P
Υ.Γ. 42-2 Νομίζω πως είναι πασιφανές ποιο διαβάζω ήδη, όσο θηλάζω. Θα υποφέρουν τα βιβλιαράκια μου.


8/12/13

"ελληνική ασφυξία", Ηλίας Νίσαρης




Ένα μυθιστόρημα για την κρίση, όπως επιγράφεται η «ελληνική ασφυξία» του Ηλία Νίσαρη, δεν μπορεί παρά να αφορά τον κάθε Έλληνα σε αυτή τη φάση. Το πρωτόλειο του συγγραφέα έχει αρκετές αρετές όπως και προβληματικά στοιχεία, δεν είναι πάντως από τα βιβλία που θα θεωρούσε κανείς βαρετό ή "αδιάβαστο".

Πρωταγωνιστές η οικογένεια Αγριπιώτη, που είχε τα θέματά της και προ κρίσεως αλλά από το οικονομικό πρόβλημα και μετά απέκτησε ακόμα περισσότερα. Ο πατέρας Παντελής είναι μια κλασική ελληνική φιγούρα γονιού που θεωρεί πως τα έκανε όλα σωστά για τα παιδιά του, είναι καλός άνθρωπος γενικά, και νιώθει μια ατελείωτη πικρία για όλα αυτά που οι γιοί του του προσάπτουν. Ο μεγαλύτερος, ο Πέτρος δεν του μιλά πια καθόλου, ενώ ο μικρότερος, ο Στέλιος, έγραψε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Το Μαμόθρεφτο» όπου ούτε λίγο ούτε πολύ κατηγορεί τους γονείς του για τα πάντα. Αυτή που του έχει απομείνει να τον φροντίζει είναι η ανιψιά του, που την μεγάλωσε από τα 10 της και μετά που σκοτώθηκαν οι γονείς της σε αυτοκινητιστικό, αλλά έχει και αυτή πολλά κολλήματα.

Το μυθιστόρημα έχει μια τάση να πλατειάζει, αλλά ασχολείται με θέματα που κατά κανόνα  μας καίνε όπως το πώς ανταπεξέρχεται ο κάθε χαρακτήρας στην οικονομική στενότητα, στις σχέσεις ανάμεσα στην άγια ελληνική οικογένεια, την ψύχωση που μπορεί να φουντώσει στα δύσκολα.

Ο Ηλίας Νίσαρης γράφει στρωτά, οι χαρακτήρες του κάποιες φορές είναι πολύ κλισέ κι άλλοτε εκπλήσσουν. Πιστεύω πως αν χειριστεί με μεγαλύτερη οικονομία σκηνών και λόγου το επόμενο βιβλίο του, το αποτέλεσμα θα είναι ακόμα καλύτερο. 

"ελληνική ασφυξία", Ηλίας Νίσαρης, οι εκδόσεις των συναδέλφων, 2013, σελ.253

Υ.Γ. Ομολογώ πως η έκδοση με κούρασε, αν και τα ματάκια μου ακόμα αντέχουν, η γραμματοσειρά θα έπρεπε να είναι...διπλάσια για να μην ενοχλεί.

5/12/13

Και εγένετο Booktalks



Στην αρχή ήταν απλά ένα χόμπι. Καλά, δεν ήταν απλά ένα χόμπι, το διάβασμα ήταν μέρος της ζωής μας, πολύ μεγάλο μέρος για την ακρίβεια, εμμονή και κόλλημα, λόγος για να χάσεις τον ύπνο σου το βράδυ, να τσακωθείς με το έτερον ήμισυ για το πόσες βιβλιοθήκες έχει το σπίτι. Μετά, η κατάσταση έγινε ακόμα χειρότερη, ήρθε το βιβλιοblogging. Οι κακές γλώσσες λένε πως ξεκίνησα το Διαβάζοντας γιατί ζήλεψα τον Librofilo. Το αρνούμαι μετά βδελυγμίας.

Μετά από κάποια χρόνια σιωπηρής επικοινωνίας, κάποτε γνωριστήκαμε κι από κοντά. Για την ακρίβεια πριν περίπου έναν χρόνο. Του είχα στείλει το χειρόγραφό μου και ήθελα γνώμη. Η γνώμη του ήταν μέτρια (ή το βιβλίο μου, θα δείξει). Μετά συναντηθήκαμε σε μια ακόμα βιβλιοπαρουσίαση, για έναν καφέ, για έναν ακόμα, κολλήσαμε. Κάπου εκεί έπεσε η γνωστή ιδέα που κατατρέχει τον μέσο βιβλιοχτυπημένο.

«Πώς στο καλό να ασχοληθώ ακόμα περισσότερο με τα βιβλία;»
«Tο όνειρο ζωής μου είναι να κάνω ένα βιβλιοπωλείο-καφέ. Να πουλάω βιβλία, να είμαι όλη μέρα μέσα στα βιβλία, να έχω όσα θέλω, να προτείνω όσα μπορώ, να μαζευόμαστε να μιλάμε για βιβλία κάθε μέρα». Είπε. (Καλά με πιο πολλά λόγια)

Το επεξεργάστηκα, το σκέφτηκα, βρήκα ακόμα έναν λόγο να μείνω ξάγρυπνη τα βράδια. Και τελικά το ξεστόμισα, «να το κάνουμε μαζί».

Μαλώσαμε λιγάκι αν θα το πούμε Librofilo ή Διαβάζοντας (μπα….). Τελικά το είπαμε Booktalks. Μας πήρε κάποιον καιρό να το τελειώσουμε (οι άδειες του καφέ, τα οικοδομικά, τα προαπαιτούμενα, μας εξόντωσαν). Αλλά άξιζε τον κόπο. Γιατί τώρα είναι εδώ, έτοιμο. Περιμένει τους φίλους που αποκτήσαμε στην πορεία, κι αυτούς που είχε ο καθένας ξεχωριστά από πριν. Κι αν κρύψω πως είμαι χαρούμενη και περήφανη ή πως περιμένω πως και πώς να πάω να τρυπώσω μέσα, θα είναι ψέμα.


Υ.Γ. 42  Κι όταν προτείναμε- διστακτικά είναι η αλήθεια- στον No14me να δουλέψει στο Booktalks κι εκείνος είπε ναι, ήξερα πια πως είμαστε σε καλό δρόμο.

Το Booktalks (Αγ. Αλεξάνδρου 58 και Αρτέμιδος 47 στο Π. Φάληρο) άνοιξε σήμερα για πρώτη φορά τις πόρτες του και φιλοδοξούμε να γίνει στέκι για όλους τους βαριά χτυπημένους βιβλιόφιλους σαν κι εμάς. 

3/12/13

"Ο μυστικός πράκτορας", Joseph Conrand



Ένας Κόνραντ διαφορετικός από τους άλλους είναι «Ο μυστικός πράκτορας». Κατ’ αρχάς πρόκειται για ένα πολυσέλιδο βιβλίο, μακριά από τη  συνήθη συμπυκνωμένη εκρηκτικότητα του συγγραφέα και κατά δεύτερο λόγο δεν μιλά για τη θάλασσα. Είναι λιγότερο σκοτεινό, γραμμένο με περισσότερο χιούμορ και ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία μου περισσότερο. Από την άλλη «Η καρδιά του σκότους» είναι ένα αριστούργημα, αυτό είναι απλά ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα.

Η ιστορία ξεκινά όταν ο κύριος Βέρλοκ, γνωστός ανάμεσα στους αναρχικούς του Λονδίνου, λαμβάνει εντολή από την ξένη πρεσβεία για την οποία λειτουργεί ως μυστικός πράκτορας στους κόλπους των αναρχικών να τους προτρέψει να κάνουν κάτι το εντυπωσιακό, να ανατινάξουν κάτι. Οι σύντροφοι του, που είναι μάλλον της θεωρίας και λιγότερο της πράξης, δεν ανταποκρίνονται κι έτσι αποφασίζει να κάνει κάτι μόνος. Δεν θέλει να χάσει τον μισθό από την πρεσβεία που του προσφέρει την δυνατότητα να τεμπελιάζει ασύστολα και ταυτόχρονα να θρέφει την οικογένειά του- την κατά πολύ μικρότερή του σύζυγο, την πεθερά και τον κουνιάδο του που είναι διανοητικά καθυστερημένος.

Με βάση αυτή την υπόθεση πρόσχημα, ο Κόνραντ μας δίνει ανάγλυφα την εικόνα του Λονδίνου, της αστυνομίας, της αναρχίας, της κοινωνίας, σχολιάζει σκωπτικά τα πάντα και τους πάντες, περιγελά τους ήρωες του μες στην τραγικότητά τους, την ένταξή τους στο σύστημα, είτε είναι αστυνομικοί είτε αναρχικοί, τους λοιδορεί κι έπειτα τους συγχωρεί.

Σε κάποια σημεία μου φάνηκε πως το βιβλίο πλατειάζει αρκετά, η πλοκή αργεί και δεν αρκεί το φλέγμα της γραφής. Από την άλλη θα ήταν ψέμα να πω πως κλείνοντας το δεν χάρηκα που το διάβασα. Γιατί τελικά μερικοί συγγραφείς πρέπει να περάσει κάποιος καιρός για να νιώσεις στο πετσί σου την αξία τους και να τους εκτιμήσεις.

"Ο μυστικός πράκτορας", Τζόζεφ Κόνραντ, μετ.Βικτώρια Τράπαλη, εκδ. Ερατώ, σελ 590, 2007

29/11/13

"Το πέτρινο νυφικό κρεβάτι", Harry Mulisch




Ένα από τα βιβλία που άλλαξε τα αναγνωστικά ήθη μου για πάντα είναι «Η ανακάλυψη του Ουρανού» του Χάρι Μούλις. Τον ανακάλυψα περίπου μια δεκαετία πριν και παγίωσε μέσα μου την πεποίθηση πως δεν γουστάρω να διαβάζω πράγματα που δεν θα θυμάμαι μια εβδομάδα μετά.«Το πέτρινο νυφικό κρεβάτι» είναι από τα καλύτερά του ∙ ή μπορεί να φταίει πως είχα καιρό να πιάσω κάτι δικό του στα χέρια μου.

Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος ο Αμερικάνος οδοντίατρος Νόρμαν Κόρινθ που το 1956  λαμβάνει μια πρόσκληση για να συμμετάσχει σε ένα συνέδριο στην Ανατολική Γερμανία και συγκεκριμένα στην Δρέσδη. Ο γιατρός δέχεται σχεδόν αμέσως και βρίσκεται στην πόλη σαν σε όνειρο. Εκεί θα ξυπνήσουν οι μνήμες για τη συμμετοχή του στον βομβαρδισμό 12 χρόνια πριν, θα συναναστραφεί μια όμορφη Γερμανίδα, τη Χέλα, που θα θελήσει να γαμήσει με όλη του τη δύναμη κι έναν προβοκάτορα Δυτικογερμανό τον Σνάιντερχαρτ. Την κοπέλα θα κατορθώσει να την ρίξει στο κρεβάτι παρ’ όλο που το πρόσωπό του είναι όλο μια ουλή. Αλλά δεν θα καταφέρει να τα βγάλει πέρα με αυτό που του ξυπνά η πόλη, που δεν είναι τύψεις, ούτε είναι ένταση. Είναι απλά μια ατελείωτη κούραση, μια ένσταση για όλη την ανθρώπινη ύπαρξη. Γιατί ο πόλεμος είναι πόλεμος, το παρελθόν αδύνατο να αναιρεθεί και το μέλλον ανύπαρκτο. Γιατί η Ιστορία έχει δυο πλευρές, όλες απάνθρωπες. Και στην τελική οι χαμένοι και οι κερδισμένοι  είναι κι αυτοί αδιάφοροι μπρος στην κοινή θηριωδία.

«Σκέφτηκε, υπάρχουν δυο ιστορίες. Με την αίσθηση πως ανακάλυψε κάτι μάζεψε τα πόδια του, με τα μάτια κλειστά. Στο πρόσωπό του ένιωθε τον σιωπηλό ήλιο. Σκέφτηκε, η μία είναι η ιστορία του πνεύματος, αιματηρού αλλά πνεύματος, της πρόθεσης, των συνεπειών: ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Καίσαρας, ο Ναπολέων- η Μάχη του Μαραθώνα, η Μάχη της Δρέσδης, ο βομβαρδισμός του Βερολίνου, του Αμβούργου. Αυτός είναι ο χρόνος, η εξέλιξη. Αλλά από δίπλα, από κάτω, υπάρχει η αντί-Ιστορία στην σιωπή του θανάτου, και κατά διαστήματα η Ιστορία βυθίζεται μέσα σε αυτήν. Τότε ισχύει η αντι-Ιστορία, του Μάο Ντουν Τανχού, του Αττίλα, του Ταμερλάνου, του Τζένγκις Χαν, του Χίτλερ. Τότε δεν υπάρχει πια σκέψη, ούτε πρόθεση ούτε συνέπεια- μόνο το τίποτα. Μεταξύ των σφαγών των Ούννων και των στρατοπέδων συγκέντρωσης του Χίτλερ δεν μεσολάβησε ο χρόνος. Κείτονται δίπλα δίπλα στον πυθμένα της αιωνιότητας. Σκέφτηκε, κι εκεί βρίσκεται και η Δρέσδη».
  
Ο Νόρμαν Κόρινθ είναι ένας τυρανισμένος άνθρωπος που στο τέλος δε βρίσκει τη λύτρωση. Ο Χάρι Μούλις είναι ένας  συγγραφέας που δεν οδηγεί ποτέ στην κάθαρση. Γεννημένος από πατέρα που αναγκάστηκε να συνεργαστεί με τους Ναζί για να γλιτώσει τον Χάρι και την Εβραία μητέρα του από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, έχει παρ’ όλα αυτά το προνόμιο να είναι αυθεντικός λογοτέχνης, πέρα από τις εμμονές του με τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το μυθιστόρημα δεν είναι αντιπολεμικό, δεν είναι ηθικοπλαστικό, αντικρίζει τον- άχρηστο εν πολλοίς - βομβαρδισμό της Δρέσδης – ο πόλεμος είχε ήδη κερδηθεί- ως ένα από τα πολλά μελανά σημεία της Ιστορίας. Η γραφή είναι στρωτή, ώσπου δεν είναι, το βιβλίο έχει μοντέρνες πινελιές στην αφήγηση χωρίς να κουράζει. Κι αν αναλογιστεί κανείς πως αυτό είναι το μυθιστόρημα με το οποίο ο Μούλις έκανε την εμφάνισή του στα γράμματα το 1959 δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί.

"Το πέτρινο νυφικό κρεβάτι", Χάρι Μούλις, μετ. Ινώ Βαν Ντάικ-Μπαλτά, εκδ. Καστανιώτη, 2005, σελ. 181



27/11/13

Γράφοντας ένα μπεστ σέλερ



Σήμερα μιλώντας με μια νεαρή κοπέλα που μου δήλωσε πως συγγράφει- εντάξει ελαφρά πιο νεαρή από μένα, εκεί γύρω στα 20- άκουσα για δεύτερη φορά μέσα στον τελευταίο χρόνο την ατάκα : «Τώρα γράφω μια αηδία για μπεστ σέλερ για να μπορώ μετά να γράφω και να εκδίδω ό,τι θέλω». Ε, λοιπόν, η ιδέα, που ακούγεται- και είναι εν πολλοίς- γελοία είχε περάσει και από το δικό μου φτωχό μυαλό κοντά μια δεκαετία πριν. Τι πιο εύκολο για κάποιον που έχει ευχέρεια στον γραπτό λόγο να στήσει μια «τηλεοπτική πλοκή» με προδοσίες, απιστίες, τρίο, κι ένα μωρό που μεγαλώνει με τον λάθος πατέρα. Αμ, δε…

Ανακάλυψα δυο βασικά πράγματα. Το πρώτο είναι πως αν δεν διαβάζεις βιβλία αυτού του τύπου δυσκολεύεσαι να τα μιμηθείς. Και δεύτερον, πως όσο κι αν προσπαθεί κανείς η πραγματική φύση του γράφοντος ξεχειλίζει. Από κείνη την «έμπνευση» προέκυψε το προηγούμενο μου μυθιστόρημα που παραμένει ανέκδοτο κι όσοι το έχουν διαβάσει μπορούν να διαβεβαιώσουν πως δεν θα είχε ποτέ καμία τύχη στον κόσμο των ευπώλητων∙ πολύ σύντομα εγκατέλειψα την πεπατημένη κι άρχισα να γράφω ελεύθερα.

Είναι δύσκολο να κοροϊδέψεις τον αναγνώστη, ακόμα και τον πιο απαίδευτο. Οι κυρίες που γράφουν τις ροζ σούπες με τα πολλά αποσιωπητικά και θαυμαστικά είναι αναγνώστριες ανάλογων πονημάτων. Διαφορετικά, κάποια στιγμή σου τη βιδώνει, κάνεις την πλοκή μπάχαλο και η διαστροφή του συγγραφέα φανερώνεται.

Το τωρινό βιβλιαράκι μου, που θα εκδοθεί σε λίγο, άρχισε να γράφεται χωρίς αυταπάτες, περιλαμβάνει τις εμμονές μου ατόφιες αν και έχει μια κάπως ακατέργαστη μορφή σε σχέση με τα σημερινά μου κείμενα- η αρχική σύλληψη εξάλλου περιλαμβάνεται σε ένα διήγημα που έγραψα μια δεκαετία πριν. Δεν έχω πια μεγάλες ιδέες πως θα μπορούσα ποτέ να εκδώσω ένα βιβλίο που να πουλήσει 50.000 αντίτυπα κι έπειτα να κάνω ό,τι θέλω. Κι όποτε το ακούω από νεαρά χείλη, χαμογελάω και δεν μιλάω. Ίσως ο μόνος τρόπος για να την βγάλει κανείς από το μυαλό του είναι να σπάσει τα μούτρα του. 


26/11/13

"Dogs never bite me. Just humans.", του Μαραμπού





Γνώρισα τον Τόμας Σάβατζ και το βιβλίο του “Η εξουσία του σκύλου” μέσα από το δοκίμιο του Ζαν Μπερτράν-Πονταλίς “Αδελφός του προηγούμενου”. Στο δοκίμιο περιγράφονται οι σχέσεις – συχνότατα οδυνηρές – μεταξύ αδερφών, διατρέχοντας κυρίως λογοτεχνικά περιβάλλοντα. Ο Πονταλίς έκανε εγκωμιαστικά σχόλια για το βιβλίο του Σάβατζ, κάνοντας μνεία στην σκληρότητα των ηρώων του βιβλίου, χρησιμοποιώντας και ένα λογοπαίγνιο με τη λέξη savage που σημαίνει βάναυσος/ άγριος.

Ανακάλυψα ότι ο Σάβατζ έχει πλούσια βιβλιογραφία αλλά ισχνή μεταφραστική παραγωγή στη χώρα μας, με μόλις ένα βιβλίο μεταφρασμένο, που για καλή μου τύχη είναι η “Εξουσία του σκύλου”! Οι κεντρικοί ήρωες του βιβλίου είναι τα δύο αδέρφια, πλούσιοι ιδιοκτήτες του μεγαλύτερου ράντσου της περιοχής· ο Φιλ και ο Τζορτζ. Ο Φιλ είναι ψιλόλιγνος και έξυπνος, δεινός ιππέας, επιδέξιος με τις σκληρές δουλειές του ράντσου που τις διεκπεραιώνει πάντα χωρίς γάντια και γι' αυτό γίνεται αντικείμενο θαυμασμού από τους εργάτες. Επίσης, είναι πολύ αλαζόνας, «δίνει αξία εκεί που υπάρχει αξία» όπως λέει, περιφρονητικός απέναντι σε συμπεριφορές και καταστάσεις που δεν ταιριάζουν στον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του.  Αντίθετα, ο Τζορτζ είναι κοντόχοντρος (χοντρομπαλάς, κατά τα λεγόμενα του Φιλ) και αργόστροφος, μιλάει λίγο και η παρουσία του και μόνο αρκεί να πνίξει στην βαρυθυμία μια εύθυμη παρέα εργατών.

Τα δυο αδέρφια (πλέον σχεδόν 40 χρονών) κοιμούνται ακόμα στο ίδιο δωμάτιο, κυρίως από συνήθεια, που δεν μπορεί να διαταράξει ούτε η αχανής έκταση του σπιτιού με τα δεκαέξι δωμάτια. Το ράντσο είναι ανδροκρατούμενο από ιδρωμένους άντρες που δουλεύουν εξαντλητικά κουμαντάρωντας τα εκατοντάδες βοοειδή, με μόνη θηλυκή παρουσία την γηραιά μαγείρισσα Λιούις που τους σερβίρει το πλούσιο πρωινό πριν την έναρξη της εργασίας.

Τα πράγματα περιπλέκονται όταν ο Τζορτζ αποφασίζει να παντρευτεί μυστικά την όμορφη ιδιοκτήτρια του πανδοχείου της γειτονικής πόλης όπου κάθε χρόνο τα δυο αδέρφια πηγαίνουν να πουλήσουν τα βόδια τους. Η Ρόουζ είναι η χήρα γυναίκα του αλκοολικού γιατρού της πόλης, ο οποίος αυτοκτονεί από ντροπή και εξευτελισμό όταν δεν καταφέρνει να υπερασπιστεί τον γιο του από τα ειρωνικά σχόλια του Φιλ στο μπαρ της πόλης, που ισχυρίστηκε ότι ο Πίτερ είναι “αδερφή” σύμφωνα και με τα κουτσομπολιά που διαδίδονται στην πόλη.

Ο Πίτερ είναι πράγματι ασυνήθιστο παιδί σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Αρκετά μοναχικός, αρέσκεται σε περιπάτους πλάι στην λίμνη και σε συνθέσεις χάρτινων λουλουδιών που έμαθε από την μητέρα του. Μια τέτοια χάρτινη σύνθεση (ανεπίτρεπτο για έναν άντρα!) γίνεται η αφορμή, να ειρωνευτεί χρόνια αργότερα, ξανά ο Φιλ, τον περήφανο έφηβο Πίτερ που ονειρεύεται να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του, προκαλώντας τα συναισθήματα συμπόνοιας του Τζορτζ, ο οποίος επιστρέφει στο πανδοχείο για να ζητήσει συγγνώμη από την στενοχωρημένη Ρόουζ.

Η Ρόουζ εγκαθίσταται στο ράντσο των αδερφών και ο Τζορτζ εγκαταλείπει για πρώτη φορά το παιδικό δωμάτιο. Ο Φιλ γίνεται ο δαίμονας της Ρόουζ, η οποία μην αντέχοντας την σιωπή του και την περιφρόνησή του για αυτήν την επιτήδεια (κατά τον Φιλ) γυναίκα που εποφθαλμιά τα χρήματα τους αλλά και τον αργόστροφο Τζορτζ που δεν μπορεί να διαβλέψει το σχέδιο, οδηγείται σιγά σιγά προς τον αλκοολισμό. Ο Φιλ αναγνωρίζει τα σημάδια και αναμένει την στιγμή που θα το καταλάβει και ο Τζορτζ και θα την διώξει επιτέλους από το σπίτι. Το καλοκαίρι έρχεται και ο Πίτερ στο ράντσο, όπου μέσα από λεπτές κινήσεις, αντάξιες ενός σπουδαίου χειρουργού που ονειρεύεται να γίνει, δίνει την τελική λύση στο δράμα που βιώνει η μητέρα του.

Είχε συλλογιστεί ο Τζορτζ πως όταν το καλοκαίρι το παιδί θα μπαινοβγαίνει στο σπίτι, θα είναι μιας συνεχής υπενθύμιση πως ο Τζόρτζι δεν ήταν ο πρώτος που της έμαθε τα κόλπα; Είχε την αίσθηση ότι ο Τζορτζ απεχθανόταν τις αδερφούλες τόσο όσο και αυτός, και τώρα θα υπήρχε μια τέτοια ανάμεσά τους, στο σπίτι τους, να σαχλαμαρίζει, ν' αφουγκράζεται τα πάντα. Ο Φιλ αντιπαθούσε στο έπακρο τον τρόπο που περπατούσαν και που μιλούσαν.

Το βιβλίο διαθέτει εξαιρετική πλοκή και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες αποδεικνύονται εξίσου ενδιαφέροντες με τους κεντρικούς. Οι εσωτερικές συγκρούσεις των ηρώων είναι θαυμαστές. Με αιχμαλώτιζαν τόσο κατά την ανάγνωση, ώστε σε μερικά σημεία που παρεμβάλλονται παράταιρα περιστατικά (η πορεία ενός ινδιάνου με το γιο του από το καταυλισμό που τους έχουν περιορισμένους, στην γη των προγόνων τους, εκεί που τώρα βρίσκεται το ράντσο), τα οποία αργότερα θα εξυπηρετούσαν περισσότερο την πλοκή, μου φάνηκαν σαν αδιανόητη διακοπή, διαφημίσεις σε μια καθηλωτική ταινία!

Το φόντο της ιστορίας μού θύμιζε τον “Γητευτή των αλόγων” που είχα διαβάσει αναγκαστικά (αλλά όπως αποδείχθηκε με αρκετή ευχαρίστηση) για την εξεταστική κάποιου εξαμήνου. Φυσικά, οι δυο ιστορίες δεν έχουν καμία σχέση! Ίσως, να θυμίζει και λίγο Φώκνερ ή Στάινμπεκ. Το επίμετρο είναι της Άννι Πρου που έγραψε το “Μυστικό του Brokeback Mountain” και οι επιρροές της δύσκολα κρύβονται. Κάποιες κριτικές που ακολούθησαν το βιβλίο αυτό του Σάβατζ, κάνουν λόγο για μια καταπιεσμένη ομοφυλοφιλία του Φιλ, που καμουφλάρεται κάτω από το προσωπείο του πραγματικού άντρα που απαιτεί η δουλειά σε ένα ράντσο, καθώς και μέσα από την περιφρόνηση που επιφυλάσσει στις “αδερφές”. Μέσα από την επαφή του Πίτερ με τον Φιλ, στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, φαίνεται να ετεροπροσδιορίζεται η καταπιεσμένη φύση του Φιλ.

Μέχρι να διαβάσω το επίμετρο δε μου είχε γίνει διακριτή, μέσα από την αφήγηση, αυτή η σκέψη. Ωστόσο, καθώς ανατρέχω σε κάποια κομμάτια της αφήγησης, διακρίνω πλέον μερικές ενδείξεις. Όπως και να' χει, αυτό το βιβλίο υπήρξε τομή στην αποδόμηση των ιστοριών που είχαν ως ήρωες, καουμπόηδες της άγριας δύσης και αποτέλεσε κοινωνικό σχόλιο εναντίον της πατριαρχικής κοινωνίας.

“Η εξουσία του σκύλου” είναι θαυμάσιο βιβλίο και για 3.50 ευρώ που κοστίζει η αγορά του, θα λάβετε περίσσευμα εγγυημένης απόλαυσης. Προλάβετε πριν εξαντληθεί!





Σημ. : Η φράση “Dogs never bite me. Just humans” αποδίδεται στην Μέριλυν Μονρόε και την βρήκα πολύ ταιριαστή με τον τίτλο του βιβλίου του Σάβατζ, για τον οποίο δεν μαθαίνουμε την σημασία του παρά μόνο στην τελευταία σελίδα. Ωστόσο, όλη η προηγούμενη αφήγηση, ερμηνεύει ποικιλοτρόπως τον διφορούμενο τίτλο, εστιασμένη περισσότερο στην σκληρότητα των χαρακτήρων, από και προς όλες κατευθύνσεις.

                                                                                 Μαραμπού


"Η εξουσία του σκύλου", Τόμας Σάβατζ, μετ. Κώστια Κοντολέων, εκδ. Άγκυρα, 2007, σελ.400

Υ.Γ. 42 Αφού δεν διαβάζω εγώ, ας διαβάζει κανένας άλλος σε αυτό το blog... Τα κείμενα του Μαραμπού στο Διαβάζοντας εδώ.

24/11/13

"Μάμα Φρανκ", Μαριάννα Παπουτσοπούλου


Νουβέλα επιγράφεται το μικρό βιβλιαράκι της Μαριάννας Παπουτσοπούλου "Μάμα Φράνκ", αλλά μάλλον δεν είναι. Δεν μιλάμε εδώ για έναν μύθο με αρχή μέση και τέλος, αλλά μάλλον για μια γραφή παραληρηματική, έτοιμη να μας πει τις αλήθειές της συμπυκνωμένες. Μόνο αφορμή είναι η ύπαρξη της ηρωίδας, στο βιβλίο αποτυπώνονται οι σκέψεις της ίδιας συγγραφέως, κάποτε χαοτικές, άλλοτε ξεκάθαρες, για το παρελθόν και το μέλλον, τη θρησκεία και την πολιτική, τις σχέσεις και τα αισθήματα, τα σοβαρά και τα ασήμαντα, όλα εκείνα που μας κάνουν να πιστεύουμε πως αξίζει να ζεις.

Βιβλίο πληθωρικό, όπως άλλωστε και η ίδια η Παπουτσοπούλου, αναμιγνύει μνήμες παλιές με τωρινά δεδομένα, λέει πράγματα που μπορεί και να πληγώνουν έτσι απλά, στη ροή μιας κουβέντας. Η μικρή νουβέλα είναι ιδανική για έναν απογευματινό καφέ, ένα διάλειμμα από κάποιο μεγαλύτερο βιβλίο, ίσα για να δώσει μιαν ανάσα, τροφή για σκέψη και ρεμβασμό και στο τέλος ένα χαμόγελο. 

Η Μαριάννα Παπουτσοπούλου είναι κυρίως γνωστή για την νεότερη μετάφραση του Αλεξανδρινού κουαρτέτου. 

"Μάμα Φρανκ", Μαριάννα Παπουτσοπούλου, εκδ. Γαβριηλίδης, 2013, σελ.138

21/11/13

"Η Υπόσχεση" , Friedrich Dürrenmatt




Ήδη από την εισαγωγική συνέντευξη του Φρήντριχ Ντύρενματ που περιλαμβάνεται στην ελληνική έκδοση της «Υπόσχεσης» καταλαβαίνει κανείς πως πρόκειται για ιδιότυπο συγγραφέα, γεμάτο κολλήματα και εμμονές αλλά και μια σταθερότητα στον παραλογισμό και στην κρίση μεγαλείου που χαρακτηρίζει πολλούς συγγραφείς της Κεντρικής Ευρώπης. Το ίδιο το μυθιστόρημα, βγάζει ακριβώς αυτή την τρέλα, πατάει σταθερά και αργά σε μια ιστορία που ίσως και να μοιάζει συνηθισμένη για να δώσει ως το τέλος μια σφαλιάρα ηθικής ξεγυρισμένη- μια ηθικής ξεδιάντροπης και διαφορετικής, που πάντως αποτελείται από αυστηρούς κανόνες συνείδησης ίσως και ξεροκεφαλιάς.

Αφηγητής της ιστορίας είναι ένας τέως διοικητής της αστυνομίας που λέει σε έναν συγγραφέα που μόλις γνώρισε μια παράξενη ιστορία. Ο άλλοτε υφιστάμενος του, Ματέι, ένας άντρας που διεκπεραίωνε το καθήκον του αποτελεσματικά αλλά χωρίς ίχνος συναισθήματος, έχει φτάσει να είναι ένας κουρελής πρατηριούχος καυσίμων. Αιτία η εμμονή του με μια υπόθεση. Όταν ένας κοριτσάκι βρίσκεται δολοφονημένο, ο Ματέι αναλαμβάνει αρχικά την υπόθεση κι έπειτα την παραδίδει σε κάποιον άλλο γιατί φεύγει με μετάθεση στο Αμμάν της Ιορδανίας. Ένοχος κρίνεται ο γυρολόγος που βρήκε το κοριτσάκι, που έπειτα από πολύωρες ανακρίσεις ομολογεί και κατόπιν αυτοκτονεί. Ο Ματέι πεπεισμένος για την αθωότητα του γυρολόγου και σίγουρος πως τα παιδιά είναι ακόμα σε κίνδυνο αποφασίζει να μη φύγει κι όταν οι ανώτεροι του αρνούνται να τον βοηθήσουν, στήνει ως πολίτης πια ένα δόλωμα.

Το βιβλίο μοιάζει σαν μια αστυνομική ιστορία, όμως όσο βαθαίνει η υπόθεση, το αστυνομικό του πράγματος γίνεται αδιάφορο. Προς το τέλος είναι ξεκάθαρο πια πως το νόημα είναι αλλού. Ο Ντύρενματ- που είναι γνωστός κυρίως για τα θεατρικά του έργα όπως "Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας"- επιφυλάσσει μια σχεδόν διεστραμμένη τύχη στον κεντρικό του ήρωα. Από καπρίτσιο, ακεραιότητα, πείσμα ίσως, τον καθιστά κοινωνικό απόκληρο, τον θέτει στο περιθώριο. Κι όλα αυτά τυχαία όπως γίνονται όλα στη ζωή. Το κείμενο καταλήγει μια απλή φιλοσοφική πραγματεία, χωρίς πουθενά κανένας από τους ήρωες να αμπελοφιλοσοφεί.  

Η γραφή του Ντύρενματ έχει κάτι από το αφαιρετικό πνεύμα του Μπέρχαρντ και την πληθωρικότητα ενός διεστραμμένου νου. Ακόμα και το χιούμορ είναι ένας συνεχής σαρκασμός. Οι ήρωες του δεν φτάνουν στην κάθαρση, ακόμα κι όταν δικαιώνονται. Τα πράγματα συνεχίζουν να κυλούν ως είχαν ακόμα κι όταν μια καθωσπρέπει κυρία διηγείται τη χειρότερη διαστροφή, όπως είναι ο βιασμός και η δολοφονία ενός παιδιού. Κι αυτό στην τελική ανάλυση είναι που τα κάνει να μοιάζουν τόσο αληθινά.


"Η Υπόσχεση", Φρήντριχ Ντύρενματ, μετ. Άγγελος Παρθένης, εκδ. Ροές, 1994, σελ.200



18/11/13

Εσείς αγαπάτε τον Τζόυς;





Με προκάλεσε πρόσφατα μια φίλη αναγνώστρια του blog (η Μαριέττα Ζαφειρίου) να γράψω τι είναι αυτό που μας κάνει να αγαπάμε ένα βιβλίο ή όχι, να κάνουμε υπομονή αν κάποιες περιγραφές μοιάζουν ακατανόητες, να είμαστε ανεκτικοί με κάποια μυθιστορήματα και ανυπόμονοι με άλλα.

Για αρχή το αυτονόητο, το αν και τα πόσον μπορούμε να διαβάσουμε τα «δύσκολα» βιβλία, αυτά που απαιτούν να νικήσουμε την έμφυτη ροπή μας προς τη γρήγορη υπόθεση, τον εύκολο μύθο που κρατά την προσοχή μας με συνεχείς ανατροπές κι όχι με το το βάθος των νοημάτων, έχει να κάνει με τα προηγούμενα διαβάσματά μας. Ναι, τόσο απλά, αν διαβάζεις ροζ ευπώλητα, καπάκι δεν μπορείς να διαβάσεις Πύντσον. Από την άλλη, αυτό το υπόβαθρο δεν μπορεί να είναι ίδιο για όλους, όσο Ντοστογιέφκσι κι αν έχουμε διαβάσει, ούτε υπάρχει και ειδικό «ποιοτικόμετρο» να καθορίσει τις αναγνώσεις μας. 

Αν υποθέσουμε όμως πως μιλάμε για αναγνώστες που λίγο ως πολύ ασχολούνται με τη σοβαρή λογοτεχνία, αγαπούν τα πραγματικά βιβλία κι έχουν, εκτός από τη στιγμιαία απόλαυση ενός μπεστ σέλερ, βάλει στη ζωή τους κι εκείνα τα βιβλία που απαιτούν τη λογική πέρα από το θυμικό τους. Και φυσικά ας βάλουμε στο στόχαστρο ένα τέτοιο βιβλίο. Τι κάνει τον καθένα μας να το αγαπά ή να το σιχαίνεται. Μα το προσωπικό γούστο. Πέρα από την παιδεία, την τριβή, τη σκέψη, η τέχνη είναι και απόλαυση. Το γούστο δε μετριέται, δεν μπορεί να μπει σε καλούπια ούτε και να κατηγορηθεί για τίποτα.

Όλα αυτά ισχύουν εφ' όσον μιλάμε για ένα βιβλίο σχετικά νέο, από έναν συγγραφέα που δεν έχει ακόμα κριθεί από την ιστορία ως κλασικός. Εκεί τα πράγματα μοιάζουν απλά, εκφράζουμε την άποψη μας χωρίς φόβο και πάθος. Όμως  τι γίνεται με τα "μεγάλα ονόματα"; Μήπως με αυτούς είμαστε δεκτικότεροι γιατί είμαστε ήδη θετικά προκατειλημμένοι από την φήμη τους; 

Ξέρουμε πως περιμένουμε ένα αριστούργημα κι έτσι τα βγάζουμε πέρα ευκολότερα στις κακοτοπιές, κάνουμε μεγαλύτερη υπομονή όταν κάτι μοιάζει ακατανόητο γιατί οι κριτικές μας υπόσχονται τη δικαίωση. Κι αν παρ’ όλα αυτά δεν δικαιωθούμε, σπανίως καταφέρνουμε να ψελλίσουμε την αντίθεσή μας. Ξέρω πολύ λίγους βιβλιόφιλους που θα παραδέχονταν ανοιχτά πως θεωρούν τον «Οδυσσέα» σκουπίδι, αν και ξέρω αρκετούς- ανάμεσά τους κι εμένα- που ομολογούν ευθαρσώς πως δεν τα κατάφεραν και πολύ καλά μαζί του, χωρίς παρ’ όλα αυτά να αμφισβητούν την αξία του. Ίσως λοιπόν πέρα από τις «αγνές» προθέσεις να υπάρχει κι ένας σπόρος ντροπής. Δεν τολμάμε να δηλώσουμε πως δεν μας άρεσε ένας κλασικός, ενώ θεωρούμε αυτονόητο πως μπορούμε να το πούμε για όποιον άλλο συγγραφέα, ακόμα και τους χαρακτηρισμένους ποιοτικούς.

Ναι, η φήμη που προηγείται ενός βιβλίου επηρεάζει τα λογοτεχνικά μας ήθη. Και οι κακές λογοτεχνικές παρέες επίσης. Σε έναν άσχετο εκφράζεσαι ευκολότερα, σε κάποιον που ξέρει πιο πολλά από σένα κωλώνεις. Μερικές φορές, καταλήγεις να λες πως διάβασες ένα σωρό βιβλία και τα απόλαυσες, ενώ τα έχεις παρατήσει στην σελίδα 40. Και ο βιβλιοφιλικός κύκλος ξεκινά πάλι από την αρχή.


15/11/13

"Ο Αγγελοπλάστης", Stefan Brijs




Πιθανότατα δεν θα αγόραζα τον «Aγγελοπλάστη» αν δεν ήταν σε προσφορά. Ομολογώ πως τον βέλγο Στέφαν Μπράις δεν τον είχα ξανακούσει, και γι’ αυτό άλλωστε έμεινε τόσον καιρό στο ράφι με τα αδιάβαστα- από το προηγούμενο παζάρι. Κακώς. Το μυθιστόρημα είναι ευκολοδιάβαστο, το θέμα του ενδιαφέρον και η ικανότητα του συγγραφέα να διερευνά την ανθρώπινη ψυχή στις πιο δύσκολες από τις εκφάνσεις της αξιοθαύμαστη.

Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος ο γιατρός Βίκτορ Χόπε που γυρνά στο χωριό του, το Βολχάιμ, στα σύνορα ανάμεσα στην Ολλανδία, το Βέλγιο και τη Γερμανία, δίπλα στο λεγόμενο τριεθνές. Μαζί του φέρνει και τους τρεις γιούς του, μωράκια τρίδυμα ομοζυγωτικά που μοιάζουν εκπληκτικά σε κείνον όταν ήτανε μικρός, με βασικό τους χαρακτηριστικό το λαγώχειλο που είχε κι αυτός.

Η συμπεριφορά του γιατρού ξενίζει τους κατοίκους του χωριού που έχουν να τον δουν είκοσι χρόνια. Ο Χερ ντόκτορ δεν δείχνει να μπορεί να κατανοήσει ένα αστείο, δυσκολεύεται να φτιάξει σχέσεις με τους ανθρώπους, κρατά τα παιδιά έγκλειστα στο σπίτι. Εμπιστεύεται μόνο μια Γερμανίδα συνταξιούχο δασκάλα που αναλαμβάνει να τα μεγαλώσει.

Σιγά σιγά το μυστικό του γιατρού ξετυλίγεται, μαζί με το παρελθόν του κι αρχίζουν να θίγονται πράγματα πολύ σοβαρά, όπως ο αυτισμός, η κλωνοποίηση, η βιοηθική, η αγάπη των γονιών προς τα παιδιά, η τεκνοποίηση των ομόφυλων ζευγαριών, η ζωή στην επαρχία με όλα τα προβλήματα της κλειστής κοινωνίας, ο τρόπος που οι επίσημοι λειτουργοί της θρησκείας στρεβλώνουν την έννοιά της.

Σε κάποια μέρη η αφήγηση κάνει κοιλιά. Όμως, τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται είναι προβοκατόρικα κι έτσι κρατά την προσοχή. Δεν πρόκειται φυσικά για κανένα αριστούργημα, αλλά μερικές φορές αρκεί μια καλογραμμένη ιστορία για να κορέσει την αναγνωστική πείνα.   

"Ο Αγγελοπλάστης", Στέφαν Μπράις, μετ. Ινώ Βαν Ντάικ-Μπαλτά, εκδ. Καστανιώτη,2007, σελ.443