28/3/22

"Τι είδε η γυναίκα του Λωτ", Ιωάννα Μπουραζοπούλου

 




Το Τι είδε η γυναίκα του Λωτ κυκλοφόρησε το 2007 σε μια εποχή που η ελληνική λογοτεχνία ήταν σε βαθιά κάμψη (σε μένα προκαλούσε απόγνωση) και κανονικά θα έπρεπε να τα έχει σαρώσει όλα και να μας αλλάξει άρδην. Το μόνο που χρεώνω στο βιβλίο είναι πως δεν το έκανε. Το διάβασα τότε κι ένιωσα νέο αέρα να κυκλοφορεί σε ένα μπαγιάτικο τοπίο, όπου το σινάφι ανακύκλωνε τις εμμονές του ή ενδιαφερόταν περισσότερο για να μπει κάποιο κείμενό του σε τρέντι περιδικά της προηγούμενης εποχής. 

Η γυναίκα του Λωτ δεν τα σάρωσε όλα. Λειτούργησε όμως διαβρωτικά. Η Ιωάννα Μπουραζοπούλου έγινε μεγάλη σταρ. Όχι, αυτό δεν είναι αλήθεια. Αλλά θα έπρεπε να γίνει μεγάλη σταρ, μια ποπ σταρ της λογοτεχνίας κι από κάτω να ξεροσταλιάζουμε οι θαυμαστές της. Στην πραγματικότητα είναι η πιο σεμνή συγγραφέας που έχω γνωρίσει.

Πρόκειται για ένα βαθιά πολιτικό μυθιστόρημα, γραμμένο ύπουλα, άλλοτε νομίζεις πως πρόκειται για επιστολικό μυθιστόρημα, για ένα μαθηματικό νουάρ που πρέπει να λύσεις τον γρίφο, μερικές φορές μια δυστοπία για το εγγύς μέλλον. Ας ξεκαθαρίσουμε τι δεν είναι, δεν ανήκει στην επιστημονική φαντασία και για αυτό οι φαντασάδες αυτού του τόπου λατρεύουν να το μισούν∙ είναι η πιο καλογραμμένη δυστοπία της γενιάς μας, αλλά αγνοεί επιδεικτικά όλους τους κανόνες του είδους. Δεν είναι Greek crime όπως προσπάθησαν να το πλασάρουν στον αγγλόφωνο κόσμο. Και σίγουρα δεν είναι επιστολικό, αγνοεί επιδεικτικά τον Βέρθερο, και τις Επικίνδυνες σχέσεις και τον Δράκουλα, κι ό,τι ξέρατε ποτέ για τα επιστολικά μυθιστορήματα.

Στο μέλλον, η Υπερχείλιση έχει αλλάξει την γεωγραφία όλης της γης, καταβύθισε όλες τις χώρες γύρω από τη Νεκρά θάλασσα και από την τρύπα ανάβλυσε ένα βιολετί αλάτι, μαυλιστικό. Έτσι η Βιέννη και το Παρίσι γίνανε λιμάνια και ο Νότος χαμένη πατρίδα. Αμέσως στήθηκε μια εταιρία «οι Εβδομηντα πέντε» που έχτισε μια Αποικία πάνω εκεί που αναβλύζει το βιολετί αλάτι, στις όχθες του Ιορδάνη, και εκμεταλλεύεται το ναρκωτικό που πωλείται πανάκριβα. Εκεί διοικεί ο Κυβερνήτης Βερά και τα τσιράκια του: η γυναίκα του, ο δικαστής, ο γιατρός, ο ιερέας, ο φρούραρχος και ο γραμματικός του. Οι υπόλοιποι άποικοι είναι χωρισμένοι σε κάστες, κάνουν τη δουλειά τους χωρίς πολλά πολλά, γιατί όλοι κάτι έχουν να κρύψουν ή να ξεχάσουν.

Αν σας θυμίζει κάτι αυτή η εταιρία που ελέγχει όλη την πόλη που έφτιαξε δίπλα στην πηγή της εκμετάλλευσης, που βρέθηκε να ελέγχει όλο το αλάτι κι όλο τον πλούτο, εκμεταλλευόμενη τον Φόβο και τον Πόθο του καθενός, να το ξεχάσετε. Δεν είναι μια απλή αλληγορία όλο αυτό. Οι χαρακτήρες, που μοιάζουν όμοιοι όσο μιλάνε στις επιστολές, στήνονται διεξοδικά. Οι πρώτες σελίδες του βιβλίου φαίνονται ψυχρές, σχεδόν κλινικές. Κι έπειτα κάθε στοιχείο μετράει, και φτιάχνει μια Βιβλική παραβολή, μια πραγματεία για την ανθρώπινη φύση, για την κακία και τη φαυλότητά της, για την ανοησία και την πλεονεξία της. Και τελικά για την αγάπη.

Τι είναι πραγματικότητα, τι παραίσθηση, ποιος λέει αλήθεια και ποιος ψέματα; Τι είναι ηθική και ποιος την ορίζει; Πώς διαμορφώνεται η ζωή του καθενός, τυχαία, από την ειμαρμένη, από το σθένος και το κουράγιο του, από τα γεγονότα; Και ο Μεσσίας μήπως έχει τη μορφή ενός Πειρατή ανάμεσα στη Νέμεση και την Κάθαρση; Κι ένα Κουτί πράσινο, μπας και παίζει με τη συλλογική μας φαντασίωση ενός Κιβωτίου που θα μας σώσει;

Η Μπουραζοπούλου γράφει πάντα πολιτικά. Ό,τι άλλο κι αν είναι αυτό το μυθιστόρημα, αυτό είναι κυρίως, ένα Καράβι για πλοηγηθείς στις πιο μύχιες άνομες σκέψεις σου, να καταλάβεις πώς το ατομικό γίνεται συλλογικό και πολιτικό χωρίς καν να το καταλάβεις και κυρίως χωρίς καν να διανοηθείς πως μπορείς να το διαχειριστείς. Μήπως όμως μπορείς; Μπας και τελικά όσο βαθιά κι αν είσαι χωμένος, μπορείς πάντα να σηκώσεις το χέρι και να σπάσεις την αλυσίδα; Ή έστω τον μαίανδρο;

Όσα και να πει κανείς για αυτό το περίπλοκο αρχιτεκτόνημα, γραμμένο σε μια γλώσσα πηγαία προσεγμένη, σχεδόν εκνευριστικά τέλεια, είναι λίγα. Το όνειρό μου όταν μεγαλώσω είναι να γίνω Ιωάννα Μπουραζοπούλου. Όνειρο μάλλον απατηλό, και εν πολλοίς άδικο για μένα, γιατί απαιτεί ταλέντο αστείρευτο. Αυτή τη βιβλιάρα εξάλλου η Ιωάννα Μπουραζοπούλου την εξέδωσε πριν καν κλείσει τα σαράντα. Eat her dust.

                               Κατερίνα Μαλακατέ



"Τι είδε η γυναίκα του Λωτ", Ιωάννα Μπουραζοπούλου, εκδ. Καστανιώτη, 2007





21/3/22

Πώς επιλέγουμε το επόμενο βιβλίο (της Λέσχης)

 

Λέσχη ανάγνωσης Booktalks


Θα επιχειρήσω σήμερα να σας βάλω στο κεφάλι ενός συντονιστή Λέσχης Ανάγνωσης, δηλαδή μιας συντονίστριας, στο δικό μου, για να σας εξηγήσω περίπου πώς επιλέγονται τα βιβλία. Μοιάζει πιθανότατα λιγάκι με τους συνειρμούς που κάνει ένας οποιοσδήποτε αναγνώστης για να διαλέξει το επόμενο βιβλίο. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση αυτή η αναγνώστρια έχει λίγους παραπάνω αναγνώστες στον νου της, καμιά εκατοστή συνολικά.

Η τελευταία επιλογή για τη Λέσχη Ανάγνωσης του Booktalks ήταν η «Ιστορία του κόσμου σε 10 ½ κεφάλαια» του Julian Barnes. Αυτή τη φορά μάλιστα ήταν μια επιλογή που την κάναμε με μια συντονίστρια λέσχης ακόμα, μιας και στη διαδικτυακή λέσχη είχαμε μαζί μας και τη Λέσχη Φιλαναγνωσίας της Κομοτηνής. 

Γιατί Μπαρνς λοιπόν;

Πρωτίστως γιατί πρόκειται για έναν συγγραφέα που αγαπώ προσωπικά. Εκ των πραγμάτων το υποκειμενικό στοιχείο, η προσωπικότητα της συντονίστριας δίνει τον τόνο, καθορίζει τον τρόπο που λειτουργεί η κάθε Λέσχη. Σε άλλες λέσχες ο συντονιστής κάνει θεωρητική εισαγωγή, σαν φιλολογικό μάθημα, σε άλλες κάνει ένα μέλος εισαγωγή για τον/την συγγραφέα, σε άλλες σαν τη δική μας, μπαίνουμε στην κουβέντα αγνοί, και τα συμπεράσματα προκύπτουν αβίαστα, στη ροή του λόγου του καθενός, ανάλογα με το ποιος είναι ο/η αναγνώστης/ αναγνώστρια.

Δεύτερον, γιατί είναι ένα βιβλίο πραγματικά διασκεδαστικό, γεμάτο από βρετανικό φλέγμα, ορεξάτο, που στον πυρήνα του κρύβει όλα τα μεγάλα θέματα, μιλάει για τη ζωή και τη ματαιότητά της, για τον θάνατο, και το πώς γράφεται η Ιστορία, και πώς η ιστορία του καθενός μας, μιλάει για διαχωρισμούς, για τη θρησκεία, για την επιστήμη, για πολιτική. Και τελικά βάζει ένα ερώτημα που μόνο αν περάσει μέσα σου και σε ποτίσει ολόκληρο θα το κατανοήσεις: Υπάρχει ελεύθερη βούληση; Κι αυτό έχει σημασία;

Τρίτον όμως και κυριότερο γιατί είναι ένα μυθιστόρημα που μοιάζει σαν εγχειρίδιο μεταμοντερνισμού. Σχεδόν όλα τα στοιχεία της θεωρίας είναι εδώ, αποσπασματικότητα, διακειμενικότητα, έχει γραφτεί με την τεχνική του bricolage (όπως θα ήθελε μάλλον ο Λεβί Στρος), δημιουργεί ένα παζλ ιστοριών στα πρότυπα του Περέκ, σε κάνει να ψάχνεις το νήμα, τι ενώνει αυτές τις ατελείωτες ιστορίες, όπως ο Καλβίνο, σε σημεία αναγνωρίζεις την λεπτή στρώση ειρωνείας του Μπόρχες να ξεπηδά από τις σελίδες κ.ο.κ Πρόκειται για ιστορίες φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους που τις ενώνουν μοτίβα, σε κάθεμια έχουμε ένα πλοίο, έχουμε νερό, έχουμε το μοτίβο της διάσωσης, αλλά και τον διαχωρισμό καθαρών- ακάθαρτων. Έτσι ένα σαράκι μας μιλάει μέσα από την κιβωτό του Νώε, μετά μια πραγματεία για τη «Σχεδία» του Ζερικό, μια δίκη ζωύφιων στο Μεσαίωνα, έναν αμερικάνο αστρονάυτη να ψάχνει τον σκελετό του Νώς στα βάθη της Τουρκίας κ.ο.κ. Δέκα κεφάλαια και ένα μισό, κουτσουρεμένο, αυτό της αγαπής. Δέκα κεφάλαι αμφισβήτησης του κόσμου έτσι όπως τον ξέρουμε σήμερα, κι όλων των στεγανών.

Ο Μπαρνς είναι ένας πολυδιαβασμένος σοφός, θεωρητικός της λογοτεχνίας, ξέρει πολύ καλά πως γράφει μεταμοντέρνα, για την ακρίβεια γράφει επίτηδες έτσι. Την ίδια εποχή, το 1989 γράφεται περίπου και η Νοσταλγία του Καρταρέσκου που διαβάσαμε στη Λέσχη πριν από κανένα εξάμηνο, και Το παλάτι του φεγγαριού του Όστερ που διαβάσαμε πριν κανένα δίμηνο. Με τον Μπαρνς κλείνει ένας κύκλος μεταμοντέρνων βιβλίων, που μοιάζει το καθένα αρχετυπικό για αυτό που είναι. Δύσκολο και κλειστοφοβικό όπως η Νοσταλγία, φαντασμαγορικό με αλλεπάλληλες πλοκές, τόση πλοκή που θες να την ξεράσεις, όπως του Όστερ. Και με την πιο παιχνιδίαρικη διάθεση του κόσμου να πει ένας σωρό πράγματα, όπως του Μπαρνς. Γιατί αν δεις τα 10 ½ κεφάλαια ως ένα σύνολο ευφυών ιστοριών που άλλες σου άρεσαν κι άλλες όχι, έχεις χάσει τη χαρά του μυθιστορήματος, του παιχνιδιού και του όλου.
 


Και γιατί Ουελμπέκ στο επόμενο; 

Η πρώτη σκέψη είναι για τις αντιθέσεις μεταξύ τους. Ένας Άγγλος, ένας Γάλλος, ένας πολυδιαβασμένος θεωρητικός με απρoσμέτρητη ευγένεια, το τρομερό παιδί των γαλλικών γραμμάτων που βγαίνει συνέχεια στην τηλεόραση και βγάζει στη διανόηση τη γλώσσα, ένας ανθρωπιστής κι ένας μισάνθρωπος. Στον πυρήνα τους όμως μοιάζουν. Είναι κι οι δυο εξαιρετικοί  αφηγητές ιστοριών, που εξελίσσουν τη σκέψη τους, κάνουν λογοτεχνία με τα πιο στέρεα υλικά, το πρωτογενές ταλέντο και τη σκληρή δουλειά. Και γράφουν ακόμα και σήμερα σπουδαία βιβλία, πχ. ο Μπαρνς το Άντρας με κόκκινο μανδύα, ο Ουελμπέκ την Εκμηδένιση

Ο Ουελμπέκ είναι περσόνα αμφιλεγόμενη, έχει κατηγορηθεί σχεδόν για τα πάντα, από ισλαμοφοβία, ως μισανθρωπισμό, μισογυνισμό, φιλελεύθερο κυνισμό, πολλοί δεν τον διαβάζουν από θέση. Αλίμονο όμως αν δεν διαβάζαμε τα βιβλία που γράφουν άνθρωποι που αντιπαθούμε. Γιατί μέσα σε όλα αυτά τα αντιφατικά, ο Ουελμπέκ παραμένει ένας από τους καλύτερους εν ζωή Γάλλους συγγραφείς. Μυθιστορήματα όπως Ο χάρτης και η επικράτεια, ακόμα και η πρόσφατη Υποταγή είναι αδύνατον να τα αγνοήσει κανείς. 



                         Κατερίνα Μαλακατέ


* Η Λέσχη Ανάγνωσης του Booktalks γίνεται κάθε μήνα με δύο τρόπους, το Σάββατο συναντιόμαστε στο Π. Φάληρο διά ζώσης στο βιβλιοπωλείο. Την Κυριακή με τα μέλη μας από μακριά μέσω zoom. Χθες και προχθές συζητήσαμε για την "Ιστορία του κόσμου σε 10 ½ κεφάλαια" του Τζούλιαν Μπαρνς. Το Σάββατο 16 Απριλίου στις 5μ.μ. στο βιβλιοπωλείο και την Κυριακή 17 Απριλίου στις 8μ.μ. στο zoom θα μιλήσουμε για την «Εκμηδένιση» του Μισέλ Ουελμπέκ.


7/3/22

"Εκμηδένιση", Michel Houellebecq

 




Η Εκμηδένιση είναι σαγηνευτικό μυθιστόρημα∙ προερχόμενο από τον Ουελμπέκ δεν θα μπορούσε παρά είναι τέτοιο. Αν εξαιρέσει κανείς τη φλύαρη και εντελώς άνιση Σεροτονίνη, δεν έχει τύχει να διαβάσω μυθιστόρημά του που να μην αξίζει τον κόπο. Γιατί ποτέ του δεν κρύβεται, ανοίγεται σε κάθε αναγνώστη, δεν φοβάται να περιγράψει την ανθρώπινη δυστυχία, ούτε τη μιζέρια της ανθρώπινης κατάστασης. Φαίνεται βέβαια στα τελευταία βιβλία του πως είναι πια ένας μετανοημένος μισάνθρωπος. Στην Εκμηδένιση, με τον τόσο γλαφυρό τίτλο, κυριαρχεί η αγάπη.

Σαν να ενηλικιώθηκε το τρομερό παιδί των γαλλικών γραμμάτων, αδιαφορώντας πάντα για τον καλλωπισμό της γλώσσας (τον αγαπώ για αυτό, είμαστε υπερπλήρεις από comme il faut συγγραφείς που δεν μπορούν να πουν τα βασικά με το όνομά τους), στήνει ένα μυθιστόρημα κατ’ επίφαση μονάχα πολιτικό, αλλά στην ουσία βαθιά προσωπικό κι ανθρώπινο. Αυτή τη φορά το άλτερ ίγκο του δεν είναι ο σαραντάρης πρωταγωνιστής του, αλλά ο πατέρας του πρωταγωνιστή, καθηλωμένος στην αναπηρική πολυθρόνα του μετά το εγκεφαλικό, που παρατηρεί και καταλαβαίνει τα πάντα, αλλά δεν μπορεί να μιλήσει. Αυτό που χρειάζεται είναι στοργή.

Ο Πωλ, ο κεντρικός ήρωας, είναι υψηλά ιστάμενος υπάλληλος που δουλεύει δίπλα στον υπουργό Οικονομικών Μπρυνό, έναν τεχνοκράτη που θα ήθελε να γίνει Πρόεδρος. Βέβαια ο απερχόμενος Πρόεδρος δεν διαλέγει τελικά τον τεχνοκράτη, αλλά έναν παλιάτσο κωμικό για να τον διαδεχτεί. Ταυτόχρονα τρέχει και μια υπόθεση περίεργης κυβερβοπειρατείας που ξεκινά σχετικά αθώα αλλά καταλήγει σε τρομοκρατικές ενέργειες. Ο Πωλ είναι αποξενωμένος από την γυναίκα του, την Πρυντάνς και φαίνεται πως ασχολείται μόνο με τη δουλειά του. Ώσπου ο πατέρας του παθαίνει εγκεφαλικό και αναγκάζεται να πάει στο πατρικό του στο Μποζωλαί. Εκεί θα συναναστραφεί ξανά την αδελφή του τη Σεσίλ, μια πανέμορφη γυναίκα, καλή χριστιανή, και καλή μαγείρισσα, γεμάτη συμπόνοια. Και θα καταστρώσει μαζί με τα αδέλφια του τη διάσωση του πατέρα τους από το ίδρυμα που έχει μπει για αποκατάσταση. Όταν γυρίσει, οι σχέσεις τους με την Πρυντανς θα αρχίσουν από την αρχή.

Τα βασικά θέματα είναι τα πολιτικά, όπως πάντα. Τον συγγραφέα απασχολεί η κατάσταση στη Γαλλία αλλά και παγκοσμίως με την τρομοκρατία, την άνοδο των ρατσιστών, η περίπλοκη κατάσταση με τη θρησκεία (δεν παραλείπει να αφήσει αντιισλαμικές αιχμές). Όμως εδώ κυριαρχούν και τα ανθρώπινα, μιλά για τη φθορά του σώματος και τον θάνατο, τη στοργή και τη φροντίδα για τον άλλον, τους δεσμούς αίματος που δένουν τα μέλη μιας οικογένειας. Καταπιάνεται με το πολύ σοβαρό θέμα της περίθαλψης, του υγειονομικού συστήματος, της παρηγορητικής φροντίδας. Σε αυτές τις 664 σελίδες  εγκιβωτίζει αρκετές υποιστορίες, παραμένει πάντως σχετικά πιστός στον ήρωα του, τον ακολουθεί μέχρι το απόλυτο τέλος. 

Δεν πρόκειται για ένα φαντασμαγορικό βιβλίο, όπως αυτά που μας έχει συνηθίσει. Είναι ένα μυθιστόρημα ηπιότερων τόνων, ισάξιο όμως με τα καλύτερά του. Οι αναγνώστες ανά των κόσμο έχουν περίεργη σχέση με τον Ουελμπεκ, οι πιο πολλοί αγαπούν να τον μισούν, τον διαβάζουν και τον ακολουθούν μα ταυτόχρονα τον αποκαθηλώνουν. Συζητήσεις για το αν είναι ή όχι μισογύνης (είναι, βαθιά, ακόμα κι εδώ που είναι ηπιότερος, είναι φανερό πως τρέφει συμπάθεια μόνο για τις γυναίκες που σκοπό της ζωής τους έχουν να φροντίζουν έναν άντρα, είναι καλές, μειλίχιες και συμπονετικές), για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Το σίγουρο είναι πως πρόκειται για έναν συγγραφέα που δεν μπορείς να αγνοήσεις.


                           Κατερίνα Μαλακατέ

"Εκμηδένιση", Μισέλ Ουελμπεκ, μετ. Γιώργος Καράμπελας, εκδ. Εστία, 2022, σ. 664